Μακρύ προδιεγραφόταν το ταξίδι· δύο μακρές πτήσεις συν μία διανυκτερεύσει σε κάποιο αεροδρόμιο της Αραβίας. Απαιτούσε υπομονή· λίγο διάβασμα, λίγα σταυρόλεξα, λίγη κουβέντα, λίγος ύπνος… έφερε ο ήλιος μια στροφή ολόκληρη και λίγο παραπάνω, και επιτέλους προσγειωνόμασταν στο διεθνές αεροδρόμιο του Κέιπ Τάουν. Μετά από μία βραχεία στάση στην παραλαβή αποσκευών, κίνησα γραμμή προς τα έξω.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Μπροστά μού ευρισκόταν το σημείο ελέγχου διαβατηρίων. Προσήλθα σε ένα από τα ελεύθερα γραφεία, όπου με υποδέχθηκε μια παχιά, μεσήλικη, ένστολη, σοβαροφανής τύπισσα. Τής παρέδωσα το διαβατήριό μου. Αφού το άνοιξε, έριξε δυο-τρείς κοφτές ματιές πάνω-κάτω ― σάμπως για να σιγουρευθεί πως όντως είμαι εγώ στην φωτογραφία ― και μού απηύθυνε τον λόγο:
«Return ticket please.»
«I don’t have one.»
«Why so?»
«I shall not fly back.»
«But?»
«I shall leave over land.»
«Where to?»
«Mozambique.»
Τσαφ! Ακούστηκε ο κούφιος ήχος της σφραγίδας να προσπέφτει στην κενή σελίδα του ταξιδιωτικού εγγράφου.
«Have a nice evening!» μού είπε καθώς άπλωνε το χέρι να μού επιστρέψει το διαβατήριο.
«Thank you, you too!» τής είπα καθώς το άρπαζα.
Λίγα βήματα μετά, εξερχόμουν του αεροδρομίου. Ο Άπω Νότος! μουρμούρισα… Νέα γη κάτω από τα πόδια μου! Νέος ουρανός πάνω από το κεφάλι μου! Νέος αέρας μέσα στα πνευμόνια μου!
Ο ήλιος είχε πάρει την κάθοδο για-τα-καλά. Νύχτωνε. Στάθηκα λιγάκι να καπνίσω ένα τσιγάρο και να θαυμάσω το καινοειδωθέν περιβάλλον γύρω μού, που το πλάγιο φως του ηλίου εξωράιζε σε έναν υπέρμετρο βαθμό. Ξαπέστειλα την γόπα και επιβιβάσθηκα στο πρώτο λεωφορείο που βρήκα προς το κέντρο της πόλης.
Στον δρόμο έπιασα κουβέντα με έναν προσηνή, μαύρο ντόπιο, τον Τζον· καλός τυπάκος. Τού διηγήθηκα συνοπτικά το ταξιδιωτικό μου πλάνο και τού γύρευσα διάφορες πληροφορίες σχετικά με την πόλη, τις οποίες με ευχαρίστηση μού έδωσε όπου εδύνατο.
Ένα μισάωρο πήρε πάνω-κάτω ο δρόμος, και καταφτάσομε στον κεντρικό λεωφορειακό σταθμό της πόλης. Ο ήλιος είχε πλέον βουτήξει πίσω από το Τραπεζοβούνι (Table Mountain), και οι ακτίνες του, που εύρισκαν τον δρόμο των πάνω από την κορυφογραμμή, έβαφαν με ζεστές χροιές τον ουρανό και τα σύννεφα υπέρ της μισοσκότεινης πολιτείας.
Πήγαμε, με τον καινούργιο μου φίλο, και σταθήκαμε μπροστά σε μία ταμπέλα, πάνω στον χάρτη της οποίας άρχισε να μου εξηγεί πώς θα πάω στο πανδοχείο που είχα κάνει κράτηση. Ενώ μελετολογούσαμε τον χάρτη, παρατήρησα έναν τύπο που είχε μόλις κοντοσταθεί στο πλάι μας, σαν για να μας αφουγκραστεί. Ήταν ένας κοκκινομάλλης, φακιδομούρης Αφρικανέρος ― ένας εξ αυτών των τύπων που θα αυτοχαρακτηρίζονταν ως Άριοι. Σαν βεβαιώθηκε, ακούγοντάς μας, ότι η υποψία του ήταν σωστή ― ότι δηλαδή εγώ είμαι ξένος και παίρνω πληροφορίες από έναν άγνωστο μαύρο ― γύρισε επιθετικά προς το μέρος μας και ξέσπασε σε παραλήρημα. Έλεγε διάφορα, εκ των οποίων λίγα μπορούσα να ξεχωρίσω: «Μην τον εμπιστεύεσαι! Δεν τον ξέρεις! Είναι επικίνδυνος!…». Όταν πια σταμάτησε ― επειδή μάλλον ξέμεινε από ανάσα ― στάθηκε για λίγο να με κοιτάει κατάματα, σαν να προσπαθούσε να συνεχίσει την νουθεσία με το βλέμμα τώρα, και όλως εξάφνως, γύρισε και έφυγε.
Δύσκολα θα το ξεχάσω ποτέ αυτό το βλέμμα. Εμπεριείχε ένα κάποιο καταχθόνιο μίσος, που όμοιό του δεν θαρρώ να έχω ξαναπαρατηρήσει. Έμεινα για λίγο σαστισμένος, μέχρι που γύρισα και είδα τον Τζον να στέκεται ακόμη δίπλα μού, σαστισμένος κι αυτός. Έκανε να πάει να μού δικαιολογηθεί· να με πείσει πως είναι καλό παιδί. Αλλά τον διέκοψα και τού έγνεψα πως το ξέρω· να μην ανησυχεί. Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη προσπάθεια για να πιστεύσεις τον έναν από τους δύο. Έφερα στον νου μου αυτά τα κατακοκκινισμένα μάτια του κοκκινομάλλη, τον τρόπο που με κοίταζε. Μπορεί να μην με έπεισε για το ποιόν της νέας μου γνωριμίας, με έπεισε ωστόσο κατηγορηματικά για ένα πράγμα: Το Απαρτχάιντ εδώ ακόμη υφίσταται· όχι στις σελίδες των νομικών βιβλίων, αλλά σε κάποια ξερά κεφάλια.
Τελικά ο Τζον προσφέρθηκε να με συνοδεύσει μέχρι το πανδοχείο, και αφού επέμεινε, δέχθηκα και κινήσαμε στον δρόμο…
«Τζον, τι τύπος κι αυτός, ε;»
«Ρατσιστής, έχουμε μπόλικους από δαύτους εδώ.»
«Μπόλικους, ε;»
«Μπόλικους, ναι. Αφρικανέροι.»
«Οι περισσότεροι δηλαδή είναι σαν κι αυτόν;»
«Εμ… Όχι, μην φανταστείς. Αλλάζει χρόνο με τον χρόνο. Κυρίως η νέα γενεά μας καταδέχεται όλο-και περισσότερο.»
«Καλυτερεύει δηλαδή η ζωή;»
«Μπα, μην φανταστείς. Μας καταδέχονται, ναι. Αλλά η καταδοχή δεν δύναται να μας ταΐσει… η δουλειά μόνο· και απ’ αυτήν δεν υπάρχει.»
Τα-και-τα είπαμε στον δρόμο μέχρι που ευρισκόμασταν έξω από την πόρτα του πανδοχείου. Τον ευχαρίστησα για την βοήθεια και την παρέα, και τον καληνύχτισα.
Μπήκα στο πανδοχείο, μίλησα τα διαδικαστικά με τον πανδόχο ― μού έβγαλε την πίστη να τον καταλάβω με αυτήν την νοτιοαφρικάνικη προφορά που τα μιλούσε τα εγγλέζικα ― και κίνησα γραμμή για το κρεβάτι εκείνο που έμελλε να φιλοξενήσει το κορμί μου για αρκετές ακόλουθες νύχτες. Ήμουν κουρασμένος πολύ από το ταξίδι· ξεράθηκα. Όνειρα γλυκά γεμάτα δράση θα έβλεπα εκείνην την νύχτα.