Ήταν ένας χειμώνας που διέμενα στο Kingston-upon-Thames· έναν εκ των συνολικά τεσσάρων βασιλικών δήμων του Λονδίνου. Όσοι από εσάς είστε εξοικειωμένοι με την γεωγραφία της βρετανικής πρωτεύουσας, θα αναρωτιέστε τώρα: «μα καλά, τι λεφτάς είν’ τούτος πάλι;». Όχι άδικα. Η περιοχή ανήκει πράγματι στις ακριβότερες περιοχές μίας των ακριβότερων πόλεων του κόσμου. Γαλαζοαίματοι, μεγιστάνες, και κάθε λογής δούλοι της χλιδής κατοικούν εκειπέρα. Μα εγώ σε καμμία περίπτωση δεν είμαι ένας εξ αυτών.
Έμενα εκεί υπό κάπως τι ιδιάζουσες περιστάσεις. Πλήρωνα κάπου 60 λίρες τον μήνα, για την συντήρηση και μόνο, και είχα και την καλύτερη θέα στον Τάμεση. Κατοικούσα σε μία από τις καμπίνες ενός ολλανδικού ποταμόπλοιου· το τελευταίο και μικρότερο σε μία παράταξη τριών αραγμένων σε μία παράμερη όχθη.
Ίσαμε σαράντα άτομα αποκαλούσαμε αυτόν τον μικρό στόλο σπίτι εκείνον τον καιρό. Ανήκαν όλα σε έναν θεόμουρλο Νεοζηλανδό (στο εφεξής Ακτινίδιος), που τα είχε αγοράσει και πλεύσει από την Αμστερδάμη όπως τα μετατρέψει σε πλωτές κατοικίες. Παρότι τα σκάφη ήταν ιδιοκτησία του, το ίδιο βεβαίως δεν ίσχυε και για την επιφάνεια του ποταμού. Ποτέ δεν είχε ασχοληθεί με το να αποκτήσει νόμιμη άδεια προσάραξης. Και είχε ήδη κλείσει πάνω από δύο δεκαετίες ζώντας ως πειρατής στα κανάλια του Λονδίνου.
Εκείνον τον καιρό πάντως ήμασταν καλά βολεμένοι. Τα σκάφη ήταν αραγμένα σε σημείο του ποταμού που ανήκε στην Βασίλισσα. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι, εφόσον ήθελαν να μας ξεκουμπίσουν αποκείθε, όφειλε αυτοπροσώπως η Αυτού Εξοχότης να βάλει υπογραφή και να στείλει την βασιλική φρουρά μαζί με την αστυνομία για να μάς κάνουν έξωση· πράγμα που απλά δεν προέκειτο να συμβεί — Κεφαλή κράτους είναι αυτή… μεγαλοεπενδύσεις σε όλον τον κόσμο, ακριβογιός μπλεγμένος σε σκάνδαλο διακίνησης ανηλίκων… σιγά μην κάτσει να γνοιαστεί για ένα τσούρμο καταληψίες σε μια ξεκάρφωτη γωνιά του Τάμεση. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ο Ακτινίδιος είχε βαλθεί καλά-και-ντε να μετακινήσει τα σκάφη.
Ήταν αργά μία νύχτα παγερή που μόλις είχα επιστρέψει σπίτι. Ήμουν κουρασμένος και είχα θέσει πορεία γραμμή προς την καμπίνα μου. Μα μού την διέκοψε η Κάθυ, η Αγγλίδα από την διπλανή καμπίνα.
«Μού είπε ο Ακτινίδιος να σού πω πως αύριο θα μετακινήσει το σκάφος μας» μού έκανε.
Εξεπλάγην. «Πώς, τι, γιατί;» τής κάνω. «Πώς θα μετακινήσει το σκάφος; Δηλαδή; Επισκεύασε την μηχανή; Δεν παίρνει μπρος, ξέρεις.»
«Όχι, θα φέρει λέει άτομα να το ρυμουλκήσουν με σχοινιά.»
«Τι λες ρε Κάθυ που θα φέρει άτομα να τραβήξουν με το χέρι δεκαπέντε μέτρα θηρίο! Σε δουλεύει μες στο ίσωμα και τον παίρνεις στα σοβαρά! Πήγαινε κοιμήσου!» τής είπα και συνέχισα την πορεία μου προς το κρεβάτι.
Μία συνήχηση βεβιασμένων φωνών και ποδοβολητού από το κατάστρωμα προσέβαλαν τον γλυκό μου ύπνο και με ξύπνησαν πριν την ώρα μου. Συγκεχυμένος και ακόμη μισόγυμνος μες στο ψοφόκρυο, έτρεξα πάνω να ελέγξω την αιτία του σαματά. Δυο ντουζίνες αγνώστων είχαν επιβεί στο σκάφος, και άλλοι τόσοι περίμεναν στην προβλήτα. Εντόπισα τον Ακτινίδιο, σαν τον Jack Sparrow ένα πράμμα, στημένο στην πλώρη να εκφέρει στεντόρειες εντολές και οδηγίες.
«Ουότ δε φακ ιζ γκόιν ον;» τον διέκοψα.
Ο τύπος το εννοούσε στα σοβαρά. Είχε συναθροίσει έναν λόχο εθελοντών (ο Θεός κι η ψυχή του πού τους ηύρε) να ρυμουλκήσουν το σκάφος με το χέρι.
Η ιδέα δεν μού άρεσε καθόλου και εξέφρασα την άποψή μου παθιασμένα. Ανταλλάξαμε λίγα καντήλια, μέχρι που παραιτήθηκα. Σε τελική ανάλυση, μπορούσε να κάνει ό,τι τού κατέβει με την περιουσία του. Ήμουν εντελώς ανήμπορος να τον μεταπείσω. Μού έδωσε δύο επιλογές: 1) να παραμείνω αποκλεισμένος πάνω στο σκάφος για όσες ώρες ενδέχετο να διαρκέσει το εγχείρημα, ή 2) να μαζεύσω ό,τι χρειάζομαι στα-γρήγορα και να έχω αποχωρήσει εντός ολίγων λεπτών.
Πήρα την δεύτερη, μιάς-και είχα υποθέσεις να τακτοποιήσω στο κέντρο. Κατέβηκα στην καμπίνα, ντύθηκα, πέταξα τα πολυτιμότερά μου μέσα σε μία τσάντα, και ανέβηκα πάλι πάνω. Υπέμεινα λίγο την γκρίνια του, που με πίεζε να βιαστώ καθώς έψηνα καφέ ελληνικό στην αυτοσχέδια κουζινούλα του καταστρώματος, και απεβιβάστηκα. Την έπεσα τότε σε μια μεριά της όχθης, ανάμεσα στον ξεκάμπανο λαό που τω μεταξύ είχε αρχίσει να συγκεντρώνει η συλλογική περιέργεια, και έμεινα να παρακολουθώ την εξέλιξη της επιχείρησης…
Προσέδεσαν δύο μακρούς κάβους στα πλωριά ρέλια του σκάφους. Σχημάτισαν οι μισοί μία ομάδα και πέρασαν το ελεύθερο άκρο του ενός στην απέναντι όχθη, μέσω μίας πεζογέφυρας που βρισκόταν παραπέρα. Άρπαξαν τον άλλο οι άλλοι μισοί και ξέλυσαν το σκάφος από την προβλήτα. Πήραν τότε οι απέναντι να το καθοδηγούν σιγά-σιγά προς την μέση του ποταμού…
Έφερε η πρύμνη ένα απότομο μπαντιλίκι και έριξε μια γερή στο σκαρί του μπροστινού. Επέδειξε τότε ο Ακτινίδιος ιδιαίτερη έφεση στην δημιουργική διαχείριση της αγγλικής γλώσσας, εκφράζοντας τον θυμό του.
Το ισορρόπησαν με-τα-πολλά, και πήραν να το έλκουν μπρος σε σχηματισμό V. Ο Ακτίνιδιος θύμιζε δουλεπόπτη κάποιου Φαραώ έτσι όπως αλάλαζε συνεχώς οδηγίες. Κατευθύνονταν προς το φράγμα αυξομείωσης στάθμης που οι Λονδρέζοι αποκαλούν lock. Με έτρωγε η περιέργεια, αλλά είχε περάσει η ώρα και δεν μπορούσα να μείνω να δω την συνέχεια.
Καβάλησα το ποδήλατό μου και κίνησα στο κέντρο. Με κατέτρυξε ολημέρα η ανησυχία να μην γυρίσω πίσω και μού πουν ότι το σκάφος, μαζί με το δωμάτιο και όλα μου τα υπάρχοντα, αγνοείται στην Βόρεια Θάλασσα. Μα ευτυχώς, η επιχείρηση στέφθηκε με πλήρη επιτυχία. Σαν επέστρεψα, αργά την νύχτα, εντόπισα το σκάφος σώο και αβλαβές, αραγμένο σε ένα κρηπίδωμα μετά το lock, μισό περίπου χιλιόμετρο κατωρεματιά από την πρότερή του θέση.
Δεν με χάλασε τελικά η νέα τοποθεσία. Το κάθε άλλο, μού καλάρεσε κιόλας. Η θέα ήταν ωραιότερη, έχοντας από την μία την ευρεία έκταση πρασίνου του πάρκου Ham Lands, και από την άλλη μία αραιή συστάδα γραφικών κατοικιών. Και το σημαντικότερο: απολάμβανα περισσότερη ιδιωτικότητα. Ήμουν εκτός οπτικοακουστικού πεδίου από την πεζογέφυρα και τα άλλα δύο σκάφη, όπου έκαναν εργασίες, πάρτι, και κάθε λογής φασαρία όλη την ώρα. Μόνο ο άκυρος σκυλοπεριπατητής θα διερχόταν πού-και-πού από την προμενάδα, και λίγοι κωπηλάτες προπονούνταν τα πρωινά στον ποταμό.
Έτσι βίωσα μια δεκαριά μέρες γαληνοζωίας σε αυτό το νέο τμήμα του Τάμεση. Όμως ο Ακτινίδιος είχε σχέδια να μού την ταράξει…
Ήταν ένα ψυχρό αλλά ηλιόλουστο πρωινό. Το προηγούμενο βράδυ, σαν γύρισα σπίτι, είχα βρει το δεύτερο σκάφος μετακινημένο και αραγμένο πίσω από το δικό μας. Θα έφερνε λέει και το τρίτο το πρωί. Σαν σηκώθηκα, το λοιπόν, και κίνησα ευθύς στο αποχωρητήριο για το ορθρινό μου κατούρημα, κοιτάζω έξω από το φινιστρίνι… και αντί να δω την συνήθη θέα του Τάμεση, αντικρίζω το τρίτο σκάφος πλαγιοδετημένο πάνω στο δικό μας. Κοίτα ο μαλάκας, σκέφτηκα, σε ολόκληρη αποβάθρα πού πήγε και έδεσε!
Εκεί που είχα αρχίσει να αποβάλλω τα πλεονάζοντά μου σωματικά υγρά, πλακώνει ξάφνως μία σκιά μέσα στο στενό ανακουφιστήριο. Στρέφω πάλι το βλέμμα στο πλάι, και θωρώ ένα ζευγάρι στρατιωτικά άρβυλα ακριβώς έξω από το φινιστρίνι. Τι διάολο; αναλογίστηκα. Με προσοχή να μην χάσω τον στόχο μου στην λεκάνη, τέντωσα τον λαιμό να διακρίνω ποιος τα φοράει. Ήταν ένας μπάτσος. Έκρουσε εξαπίνης η λέξη μπελάς συναγερμό στο νοητό μου. Μισοτινάζοντας, έτρεξα αμέσως πάνω να δω τι συμβαίνει.
Μία ολάκερη διμοιρία οπλισμένων αστυνομικών αντίκρισα επιβιβασμένη και στα τρία σκάφη. Συνόδευαν πεντ-έξι υπαλλήλους της Περιβαλλοντικής Υπηρεσίας, που είχαν τον Ακτινίδιο παρατραβηγμένο σε μια μεριά της αποβάθρας, και ήταν εμπεπλεγμένοι μαζί τού σε μία βοερή και ένθερμη αντιπαράθεση.
Ήταν προχωρημένο πρωί, και ήμουν φαινομενικά ο τελευταίος κοιμισμένος. Όλοι μου οι συγκάτοικοι, και από τα τρία σκάφη, στέκονταν ήδη να παρακολουθούν τα δρώμενα απορημένοι από την αποβάθρα. “You! Step out now!” μού έκραξε το ένα όργανο σαν με πήρε το μάτι του.
Ήταν καιρός που η εν λόγω υπηρεσία μας είχε βαλμένους στο μάτι. Αλλά όπως προανέφερα, στο σημείο που ήμασταν νωρίτερα δεν μπορούσαν να μας πειράξουν χωρίς την έγκριση και προσωπική συνδρομή της Βασίλισσας. Μα σαν περάσαμε το lock και εξήλθαμε των ορίων της βασιλικής περιφέρειας προς το Richmond, βρισκόμασταν πλέον υπό την αυτόβουλη δικαιοδοσία των κρατικών αρχών.
Επί σκοπού είχε μάλλον ο κουτός ο Ακτινίδιος καθυστερήσει την μεταφορά των δύο μεγάλων σκαφών. Πρέπει να είχε φέρει πρώτα το δικό μας το μικρό πειραματικά, να δει αν θα προβούν τα όργανα σε κάποια κίνηση. Καθησυχάστηκε φαίνεται που πέρασαν κάμποσες μέρες και δεν συνέβη τίποτε, και είπε να φέρει και τα άλλα δύο. Μα αυτό ακριβώς περίμεναν και οι αρχές. Με-το-που έδεσε και το τρίτο σκάφος, εκείνο το πρωί, εντός διαστήματος λεπτών έσκασαν μύτη με ένταλμα έξωσης.
Μας έβγαλαν όλους έξω, και σύντομα κατέφτασαν και τα ρυμουλκά, τρία τω αριθμώ. Ισχυρίστηκαν πως απλά θα τα πήγαιναν πάλι πίσω, εκεί που ήταν αρχικά, και θα μας άφηναν να ξαναμπούμε κανονικά. Προσωπικά υποψιάστηκα πως αυτός ο εφησυχασμός ήταν παγίδα για να σιγουρευτούν πως δεν θα αρνηθούμε ομαδικά να αποβιβαστούμε — πράγμα που θα καθιστούσε την επιχείρησή των εξαιρετικά πολυπλοκότερη — ενώ η αληθινή των πρόθεση ήταν να τα κατασχέσουν. Διά τούτο και βεβιασμένα φρόντισα να πάρω τουλάχιστον μπουφάν, πορτοφόλι, διαβατήριο, και κινητό πριν με αναγκάσουν να αποβιβαστώ. Άλλοι ήταν έξω με τα κοντομάνικα και αδειότσεπα παντελόνια!
Αλύσωσαν και τα τρία σκάφη στα ρυμουλκά, και έφυγαν καραβάνι κόντρα στο ρεύμα. Πέρασαν το lock, και ακριβώς όπως υποπτευόμουν, προσπέρασαν την προβλήτα χωρίς καν να κόψουν ταχύτητα, κατευθυνόμενοι προς κάποιο άγνωστο σημείο στα εξώτερα προάστια του Λονδίνου. Μας είχαν εξαπατήσει αδίστακτα.
Μεγάλη σύγχυση επικράτησε ανάμεσα στους μόλις κατεστημένους άστεγους συγκατοίκους μου. Να σού κλέβουν ολόκληρο το σπίτι μπροστά στα μάτια σου είναι κάτι που δεν βιώνεις κάθε μέρα. Κοίταζαν όλοι σαν χάνοι τα σκάφη να απομακρύνονται, καθώς περίμεναν τον Ακτινίδιο να συνέλθει και να δώσει λύση.
Εγώ κι εκείνος ο πιτσιρίκος ο Πολωνός, όμως, δεν είχαμε σκοπό να αφήσουμε την κατάσταση στην τύχη. Εξού και ανοίξαμε βήμα και πήραμε να ακολουθούμε το κονβόι από την όχθη. Όσο είχε προμενάδα ήμασταν μια-χαρά με ταχύ βάδην. Όταν φράκτες, θάμνοι, και λοιπά προσπελάσιμα εμπόδια μας καθυστερούσαν, έπρεπε να το γυρίσουμε λίγο στο τροχάδην ώστε να προλάβουμε. Όπου τοίχοι, ξυραφοσυρματοπλέγματα, βάλτοι, βαθύ νερό, και λοιπά ανυπέρβλητα εμπόδια κώλυαν την πορεία μας παντελώς, ήμασταν αναγκασμένοι να σπριντάρουμε ολοταχώς μέσα από τις γειτονιές έως να επαναπροσεγγίσουμε την όχθη.
Απογευματάκι πια, κοντεύοντας να συμπληρώσουμε μισό μαραθώνιο, ρίχναμε τις ύστατες κλεφτοματιές στα σκάφη να εξαφανίζονται από το οπτικό μας πεδίο, καθώς διασχίζαμε την γέφυρα του Hampton. Συνεχίσαμε να οδεύουμε παρά την βόρεια όχθη του Τάμεση προς τα έσχατα περίχωρα του Λονδίνου, ελπίζοντας να τα επανεντοπίσουμε, μα μάταια. Είχαν χαθεί.
Μετά από ακαταμέτρητες, επίμονες, αναπάντητες κλήσεις, καταφέραμε εν τέλει να επικοινωνήσουμε με τον Ακτινίδιο. Μας ενημέρωσε περί της τοποθεσίας των σκαφών. Τα είχαν αράξει σε έναν ντόκο της Περιβαλλοντικής Υπηρεσίας στο Sunbury-on-Thames. Θα παρέμεναν εκεί κατασχεμένα έως ότου ο άφραγκος ο Ακτινίδιος κατέβαλλε πρόστιμο ύψους τετραψήφιου ποσού στερλινών… Καλά κρασιά. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να επανακτήσουμε τουλάχιστον τα προσωπικά μας αντικείμενα.
Βράδυ πλέον, έχοντας για-τα-καλά ξεπεράσει τον ημιμαραθώνιο, στεκόμασταν επιτέλους έξω από την υψηλή σιδεροπύλη του ντόκου. Σκότος και σιγή επικρατούσαν στην αραιοκατοικημένη γειτονιά. Κάμποσα κεφάλια ξεπρόβαλαν παραξενευμένα πίσω απ’ τις παραθυροκουρτίνες των κοντινών σπιτιών, μέχρι που ένας σεκιουριτάς ανταποκρίθηκε στις φωνές μας και προσήλθε βαριεστημένα στην πύλη. Τού εξηγήσαμε την κατάσταση. Μάς είπε πως είναι μόνος και δεν δύναται να μάς ανοίξει και μάς συνέστησε να έλθουμε το πρωί. Απλά μας έγραψε και αποχώρησε αφότου επιμείναμε.
Ήμουν υποχρεωμένος να συμβιβαστώ με την αυριανή επιστροφή· ήμουν και εξουθενωμένος εξάλλου. Τον Πολωνό όμως τον ταλαιπωρούσε πιο φλέγον ζήτημα. Διατηρούσε στο δωμάτιό του κάτι που θα προτιμούσε να καπνίσει, αντί να αφήσει να μυρίσει το λαγωνικό, το οποίο φοβόταν ότι θα φέρουν την επομένη για ψαχτήρι. Αποφάσισε έτσι να μπουκάρει στην λούφα και να ανακτήσει το επίμαχο προϊόν επί τόπου.
Τρεις-τέσσερις περιφραγμένες αυλές σπιτιών, εφαπτόμενες στον ξυραφωτό συρματοφράκτη που περιέκλειε τον ντόκο, χώριζαν τον δρόμο από την όχθη. Έμεινα ‘γώ απέξω να βαστάω τσίλιες, και σάλταρε ο Πολωνός μέσα στην πρώτη αυλή. Μία-μετά-την-άλλη πήραν να ανάβουν οι αυτόματες λάμπες ασφαλείας κατά μήκος της περίφραξης των εγκαταστάσεων, υποδηλώνοντας την πρόοδό του μέσα από τις διαδοχικές αυλές. Έσπευσε σύντομα ο σεκιουριτάς με τον σκύλο να ελέγξει.
«Ψιτ» τού κάνω πίσω από τις μπάρες της πύλης. «Έλα ‘δώ να σού πω κάτι.»
Σκεπτικός, προσήλθε. Τού ξεφούρνισα λίγες κοτσάνες, με έγραψε κανονικότατα, και γύρισε πάλι πίσω να ψαχουλεύει τον φράκτη με τον φακό. Αλλά ο Πολωνός είχε κερδίσει τον απαιτούμενο χρόνο για να προχωρήσει στα ενδότερα. Με ανακούφιση είδα τον σεκιουριτά να εισβαίνει πάλι στο κτίριο — Λογικά είχε αφήσει στην μέση κάποια τηλεοπτική σειρά ή τσατάρισμα στο κινητό.
Σαν τον Solid Snake ελίχθηκε ο Πολωνός μέσα από τις αυλές, προσέγγισε την αποβάθρα, και επιβιβάστηκε μουλωχτά στο σκάφος. Δεν θα πήρε είκοσι λεπτά μέχρι που πήδηξε πάλι πίσω στον δρόμο, φέροντας ένα σακίδιο πράγματα και δύο στα-πεταχτά ετοιμασμένα σάντουιτς. Τότε μόλις συνειδητοποίησα πως ήμουν νηστικός ολημέρα.
Μασουλώντας, κινήσαμε σιγά-σιγά προς τα πίσω· να βγάλουμε και όσο δρόμο υπελείπετο για να συμπληρώσουμε τον πλήρη μαραθώνιο.
Νωρίτερα που είχα μιλήσει με τον Ακτινίδιο, μού είχε γνωστοποιήσει πως είχαν μαζευτεί όλοι σε ένα τέταρτο σκάφος, του οποίου την ύπαρξη αγνοούσα μέχρι στιγμής. Το βρήκαμε αραγμένο κάτω από την γέφυρα του Hampton, ακριβώς απέναντι από τα Ανάκτορα του Hampton Court. Ήταν σημαντικά μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα τρία, αλλά δεν το έλεγες ενδεικνυομένως ευρύχωρο για να στεγάσει τα ίσαμε εξήντα άτομα που είχαμε καταφύγει εκειμέσα.
Το εσωτερικό του σκάφους θύμιζε προσφυγικό καταυλισμό. Οι οικοδεσπότες — μόνιμοι κάτοικοι του σκάφους — παρότι σίγουρα έδειχναν κατανόηση και συμπόνια, φαίνονταν συνάμα κατιτί ενοχλημένοι από την ξαφνική εισβολή. Οι πρόσφυγες έμοιαζαν εξαθλιωμένοι και καταπτοημένοι. Οι πιο εξαντλημένοι την είχαν ήδη πέσει για ύπνο, στους καναπέδες και στρωματσάδα σε διάφορες μεριές του δαπέδου. Όσοι ήταν ακόμη ξύπνιοι έδιναν την εντύπωση πως δεν τους άφηνε να αποκοιμηθούν η απελπισία. Πολλοί δεν είχαν ρούχα και τουρτούριζαν τυλιγμένοι με ό,τι είχε καταφέρει ο καθείς να εύρει. Άλλοι δεν είχαν ταυτοποιητικά έγγραφα και χρήματα ούτε για δείγμα. Μέσα στην όλη συμφορά, ένιωσα ιδιαιτέρως προνομιούχος που είχα τουλάχιστον ευκαιρήσει να περισώσω αυτά τα πιο στοιχειώδη. Μα αυτό έμελλε σύντομα να αλλάξει…
Σαν μπήκαμε στο σκάφος, το λοιπόν, αποτελειώσαμε ό,τι είχε μείνει από το συλλογικό φαΐ που είχαν πρωτύτερα ετοιμάσει οι άλλοι… και πριν κοιμηθούμε, ώστε να κατευνάσουμε λίγο την υπερένταση, είπαμε να κάνουμε ένα παρεάκι. Αρπάξαμε μπύρες και όργανα, και την πέσαμε λίγα άτομα σε μια αδειανή γωνιά να τζαμάρουμε λίγη σιγανή μουσικούλα. Δυο-τρεις σκοπούς μετά, λέμε: πάμε έξω έξω να πιούμε κι ένα.
Εκεί που καπνίζαμε στο κατάστρωμα της πρύμνης, μέσα στην λημηρή και άσπλαχνη παγωνιά της νύχτας, μετάνιωσα λίγο που άφησα το μπουφάν μου μέσα… Σαν ξαναμπήκαμε, το μετάνιωσα σφοδρά… Το μπουφάν, μαζί με κινητό, πορτοφόλι, και διαβατήριο που περιείχαν οι τσέπες του, δεν ήταν πλέον στην πλάτη της καρέκλας όπου το είχα κρεμασμένο.
Τα παίρνω μοναστραπίς στο κρανίο, και εντός δευτερολέπτων, όλο το σκάφος είναι στο πόδι. Ενώ ταυτόχρονα φέρνω τον τόπο όλο ανωκάτω, ανακρίνω πάντες τους παρευρισκομένους. Κανείς δεν είχε δει τίποτε. Μπούκαρα σε όλες τις καμπίνες, έψαξα όπου μπορούσα να φανταστώ, ρώτησα και ξαναρώτησα… Μαύρο μπουφάν; Μαύρο μπουφάν…; Πουθενά το μαύρο μπουφάν.
Τι να κάνω… λέω θα κάτσω να κρατήσω σκοπιά μέχρι το πρωί. Σαν τον τσολιά πήρα να βαδίζω πάνω-κάτω το σκάφος, να σιγουρευτώ πως δεν θα αποχωρήσει κανείς την νύχτα. Αν αναρωτιέστε γιατί η περατζάδα: διότι, όχι να καθόμουν, να στεκόμουν μόνο ακίνητος, σφάλιζαν τα βλέφαρά μου σαν βαλβίδες εισαγωγής-εξαγωγής κινητήρα εσωτερικής καύσης.
Σχεδόν μέχρι ξεβρακώματος έψαξα κανα-δυό που θέλησαν τελικά να φύγουν την νύχτα. Προς τα ξημερώματα, δεν άντεξα άλλο και κατέρρευσα στο πάτωμα.
Δυο ωρίτσες θα είχα αναπαυτεί μέχρι που σήμανε πάλι συναγερμός στο νοητό μου. Πετάχτηκα ευθύς όρθιος και πήρα να ρωτάω τους γύρω μού αν είχε φύγει κανείς από το σκάφος. Πρωί ήταν… είχαν φύγει πολλοί. Τώρα μάλιστα, σκέφτηκα. Μα μέσα στην απόγνοια μου, μού έδωσε ένας μία ιδέα: «Την καμπίνα του τάδε το έψαξες;»
Ήταν εκείνος ο Αγγλονοτιοαφρικανός μπάρμπας, μόνιμος κάτοικος του παρόντος σκάφους. Πρώτη φορά στην ζωή μου τον είχα δει το προηγούμενο βράδυ. Εκ παραδρομής τον είχα προσέξει να στέκεται παραδίπλα μάς, μετά βίας ισορροπώντας μέσα στην σούρα του, να ευφραίνεται στο άκουσμα της μουσικής. Από την στιγμή που συνειδητοποίησα πως λείπει το μπουφάν και μετά, δεν τον ξαναείδα, και ούτε καν μού πέρασε η ύπαρξή του από το μυαλό.
Είχε βγει το πρωί, ενόσω κοιμόμουν, να πάει για δουλειά. Διέμενε στο μετατρεφθέν σε καμπίνα μηχανοστάσιο, που ήταν καταχωνιασμένο στο αμπάρι, και μόνο μία στενή, καβατζωτή σκάλα, που πρότερα καν δεν είχα προσέξει, οδηγούσε σε αυτό. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη και μετάλλινη, άσπαστη.
Υπήρχε όμως ένα σαν παραθυράκι στον τοίχο, λογικά έξοδος κινδύνου, που ήταν ξεκλείδωτο. Χώνω το κεφάλι μέσα, και πάνω σε μία μετατρεφθείσα σε ντουλαπόμπαρα σωλήνα, βλέπω κρεμασμένο το μπουφάν μου. Έβαλα έναν πιτσιρικά που χωρούσε εύκολα και πήδηξε μέσα να μού το πιάσει. Τίποτε δεν έλειπε από τις τσέπες. Φαίνεται το είχε πάρει κατά λάθος ο τύπος μέσα στο μεθύσι του. Αργότερα που τον είδα το απόγευμα, ισχυρίστηκε πως δεν θυμόταν τίποτε· πράγμα πιστευτό.
Το λοιπόν, τώρα που είχα ανακτήσει τα τιμαλφή μου, εκκρεμούσαν ακόμη τα υπόλοιπα. Δύο καφέδες βοήθησαν να ξεχάσω το πως είχα κοιμηθεί δύο ώρες στο πάτωμα μετά από διάνυση μαραθωνίου. Υπεκίνησα αρκετούς από τους συγκατοίκους για να γεμίσουμε δύο ταξιά να μας πάνε στον ντόκο να απαιτήσουμε πρόσβαση στα σκάφη. Μόνο που δεν βρήκαμε κανέναν να απευθύνουμε τις απαιτήσεις…
Ένας νέος σεκιουριτάς φώναξε έναν βαριεστημένο υπάλληλο, ο οποίος παρέμεινε στην πύλη ακριβώς όσο χρόνο χρειαζόταν για να προφέρει ότι «η συγκομιδή των πραγμάτων θα πραγματοποιηθεί ύστερα από λίγες μέρες, και θα ενημερωθείτε περί αυτής από τον ιδιοκτήτη» — και μόλις μία στιγμή λιγότερη απόσο θα χρειαζόταν για να ακούσει έστω και μία μας λέξη — πριν γυρίσει πλάτη και φύγει.
Εν καμμία περιπτώσει δεν προετιθέμην να περιμένω έστω και μία μέρα. Σε τρεις μέρες, εξάλλου, θα πετούσα για Δουβλίνο, και δεν είχα ιδέα πότε η εάν θα επέστρεφα. Δεν θα έφευγα αποκεί χωρίς να έχω συλλέξει όλα μού τα πράγματα. Εν ανάγκη, ως τελευταία επιλογή, ήμουν ψυχολογικά προετοιμασμένος να πηδήξω την πύλη και να εισβάλω κατά μέτωπο.
Μίλησα στο τηλέφωνο με τρεις-τέσσερις υπαλλήλους της υπηρεσίας, κατ’ αύξουσα κλίμακα αξιωμάτων· με άλλους τόσους στην αστυνομία· με το BBC και άλλα ΜΜΕ… δεν έβγαλα άκρη με κανέναν. Εν τω μεταξύ, οι μισοί από τους συνδιαμαρτυρομένους μου είχαν αποθαρρυνθεί και αποχωρήσει.
Τελικά, σε ένα από τα κάμποσα ειδησεογραφικά άρθρα που είχαν ήδη καλύψει το συμβεβηκός, πέτυχα το όνομα του υπεύθυνου για την επιχείρηση αξιωματικού της Περιβαλλοντικής Υπηρεσίας. Τον ανακάλυψα στο Twitter και μέσα σε δυο tweets χώρεσα ένα κατεβατό που ουσιαστικά έλεγε: «Άνθρωποι θα πεινάσουν και θα παγώσουν κυριολεκτικά. Αυτή η μεταχείριση είναι απάνθρωπη.»
Σε δύο λεπτά μέσα, πήρε τηλέφωνο και είπε ότι έρχεται σε μισή ώρα. Μεταδώσαμε τα χαρμόσυνα νέα πίσω στο Hampton, και δυο δεκάδες ενδιαφερόμενοι είχαν προφτάσει για την περισυλλογή πριν φανεί ο αξιωματικός. Μας οδήγησαν μέσα έναν-έναν, διότι φοβούνταν μην σκοπεύουμε να επανακαταλάβουμε τα σκάφη. Κατά το μεσημεράκι είχαμε καθαρίσει.
Τέλος καλό, όλα καλά. Φορτώθηκα τον σάκο μου και κίνησα σιγά-σιγά προς Kingston, όπου είχα αφήσει κλειδωμένο το ποδήλατο. Το καβάλησα και ξεκίνησα προς την άλλη μεριά της πόλης, όπου είχα τω μεταξύ κανονίσει με ένα φιλαράκι να με φιλοξενήσει λίγες νύχτες μέχρι να φύγω από την χώρα.