Επιβιβαστήκαμε ξανά στο βανάκι και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Ήταν λαμπρό καταμεσήμερο όταν αρχίσαμε να κατηφορίζουμε τα τελευταία βουνά προ του πλατέος πεδίου που φιλοξενεί την μεγαλοπολιτεία του Κέιπ Τάουν. Είχαμε πάρει τον αυτοκινητόδρομο που οδηγεί στην πόλη από ανατολάς, περνώντας μέσα από τα ανατολικά της προάστια· τα οποία αποτελούν τον κύριο όγκο της πόλης και είναι περιφήμως γνωστά ως Cape Flats. Συγκλονιστικές παραστάσεις θα αντίκριζαν σε λίγο τα μάτια μου…
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Τα Cape Flats: τα χαμηλά πεδία που εκτείνονται νοτιοανατολικά της κεντρικής περιοχής του Κέιπ Τάουν, και είχαν επίσης χαρακτηριστεί ως η χωματερή του Aπαρτχάιντ. Τα πεδία αυτά ήταν ακατοίκητα μέχρι την δεκαετία του ’50, όταν το νεοεγκαθιδρυθέν ρατσιστικό καθεστώς της Νοτίας Αφρικής άρχισε να εφαρμόζει τις φυλετικής διάκρισης πολιτικές του· οι οποίες, μεταξύ άλλων, προέβλεπαν την καταναγκαστική μετεγκατάσταση όλων των μη-λευκών κατοίκων εκτός της αστικής περιοχής, που είχε καθοριστεί ως white-only residential area.
Δύο γεμάτες δεκαετίες έχουν πλέον παρέλθει από την κατάργηση του Aπαρτχάιντ. Μολαταύτα, περνώντας εκείνο το μεσημέρι από αυτά τα πεδία, ακόμη και η φαντασία μου τα ηύρε λίγο σκούρα να δει το πώς οι συνθήκες ζωής αυτών των ανθρώπων θα μπορούσαν να ήταν αθλιότερες τότε, από αυτές που έβλεπαν τα μάτια μου τώρα. Δεν μού φάνηκε πως πολλά μπορεί να είχαν αλλάξει προς το καλύτερο.
Χιλιόμετρα και χιλιόμετρα οδηγούσαμε σ’ εκείνον τον αυτοκινητόδρομο, όπου δεξιά και αριστερά μάς, επεξετείνονταν οι αχανείς παραγκουπόλεις. Ο τόπος ήταν γεμάτος από στριμωγμένες, αυτοσχέδιες κατασκευές, που οι άνθρωποι αυτοί θα αποκαλούσαν σπίτια. Τσίγκινες πλάκες, μαδέρια, μουσαμάδες, και οτιδήποτε άλλο η ανθρώπινη εφευρετικότητα μπορεί να επινοήσει, συνενώνονταν για να σχηματίσουν τέσσερις τοίχους και μία σκεπή. Μικρά, κοκκαλιάρικα παιδιά σκαρφάλωναν ξυπόλυτα στους συσσωρευμένους εδώ-και-‘κεί σωρούς απορριμμάτων, ψαχουλεύοντας να εύρουν… ποιος ξέρει τι. Κάποια άλλα, σε μία αλάνα, έπαιζαν ποδόσφαιρο με μια μπάλα που είχαν φτιάξει από πλαστικές σακούλες περιδεδεμένες με σπάγκο. Ένα άλλο, λίγο πιο πέρα, καθόταν μοναχό τού, κατάχαμα στην άκρη της ασφάλτου, παρατηρώντας απορημένο την διερχόμενη κυκλοφορία.
Λίγα μόνο χιλιόμετρα πιο πέρα, στις δυτικές συνοικίες του Κέιπ Τάουν, πίσω από τον Σηματόλοφο, κάποιοι άλλοι συμπολίτες των θα χαίρονταν την δική των ευημερία, κλεισμένοι μέσα στις περιτοιχισμένες βιλάρες των· ενώ κάποιες καλοπληρωμένες ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας θα επαγρυπνούσαν για να προστατεύσουν την ζαχαρένια των από τυχόν κακοθελητές.
Ανέκαθεν θεωρούσα πως η ανθρώπινη κοινωνία είναι άδικη· εκείνη όμως μόλις την στιγμή, μού φάνηκε να συνειδητοποιώ το τι τρομερές διαστάσεις μπορεί να πάρει η αδικία.