Ήταν μόλις κατά το πέρας του συθάμπου, όταν ξαφνικά αντικρίσαμε ενώπιόν μάς εκείνο το εξέχον θέαμα. Ήταν ένα βουνό. Ένα βουνό από εκείνα τα τόσο θηριώδη και μεγαλοπρεπή, που κάνουν την ψυχή σου να σκιρτήσει και την καρδιά σου να αναπηδήσει στην θέασή των και-μόνο. Και σού ξυπνούν τοιαύτη διάπυρη λαχτάρα να τα ανέβεις και να μοιραστείς μαζί τών λίγη από την υψηλότητά των, που εάν χαραμίσεις την ευκαιρία, είσαι καταδικασμένος να το κουβαλάς παράπονο για το υπόλοιπο της ζωής σου. Συμβουλευτήκαμε τον χάρτη και είδαμε ότι προέκειτο για ένα βουνό ονόματι Ουσαμπάρα· και επίσης ότι υπάρχει δρόμος που οδηγεί πάνω τού. Ενθάδε κατευθυνόμασταν αυτό το πρωί το λοιπόν.
Μιάμιση εκατοντάδα χιλιόμετρα είχαμε αφήσει πίσω μάς τον ωκεανό, όταν ευρεθήκαμε στην υπώρεια της Ουσαμπάρας και παρατήσαμε τον κύριο δρόμο, παίρνοντας την ανωφέρεια. Κάπου δύο ώρες οδήγησης στον στενό, φιδίσιο δρόμο μάς πήρε ακόμη μέχρι να φτάσουμε στο Λουσότο. Αυτό ήταν το χωριό που ο εθνικός χάρτης που κρατούσαμε είχε σημειωμένο πάνω στο βουνό. Έχοντας φτάσει εκεί ωστόσο, είχαμε ήδη καταλάβει ότι αυτό δεν ήταν παραμόνο το κεφαλοχώρι. Αυτό το βουνό ήταν εκτενώς κατοικημένο από ανθρώπους. Ένα πολυδαίδαλο σύστημα δρόμων και μονοπατιών συνέδεε τα απροσμέτρητα χωριουδάκια που έβριθαν ανά τα οροπέδια, τις κοιλάδες, και τα λαγκάδια του όρους. Εκείνο το περιβάλλον είχε αρχίσει ήδη να μού επιφέρει εντυπώσεις που έφερναν κάτι σε ουτοπικό παραμύθι.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Αποφασίσαμε να διαμείνουμε εκεί, στο χωριό, για αυτήν την νύχτα. Περάσαμε την ημέρα ράθυμα. Κωλοβαρέσαμε λιγάκι στο χωριό, και κατά το ύστερο απογευματάκι είπα να πάω για μία περπατησιά. Κατευθύνθηκα προς την μεριά εκείνη που κάποιοι χωριανοί μού είχαν πει πιο πριν πως το όρος απολήγει σε έναν κατακόρυφο κρημνό· απ’ όπου θα μπορούσα να θαυμάσω μία σπάνια θέα.
Ανέβηκα τον δρόμο που οδηγούσε πάνω στην δυτική από το χωριό πλαγιά, και πήρα την υποδεδειγμένη προς τον προορισμό μου ατραπό. Προχωρούσα, προχωρούσα, και εμβρόντητος θωρούσα όλα δαύτα τα αξιοθαύμαστα που με περιέβαλλαν. Οι πλαγιές που ανεβοκατέβαιναν πανταχόθεν ήταν αρμονικά καταμερισμένες σε ανθρώπινες καλλιέργειες λογιών-λογιών τροπικών φυτών, και πυκνή, βαθιά, άγρια ζούγκλα· όπου αξιοπερίεργα πτηνά, παράξενα φίδια, ποικιλόχρωμοι χαμαιλέοντες, πελελές μαϊμούδες, και διάφορα πλασματάκια της ζούγκλας συμβίωναν πλάι-πλάι με τους δίποδους συγκατοίκους των.
Εκεί που προχωρούσα, αφηρημένος και καταμαυλισμένος από τις θεσπέσιες ομορφιές που ορούσα γύρω μού, πήρα αίφνης είδηση, αποδίπλα, και λίγο χαμηλότερα, έναν μπόμπιρα που με είχε πάρει στο κατόπι. Δεν είμαι καλός στο να εικάζω ηλικίες παιδιών· οπότε δεν θα προσπαθήσω. Ήταν σίγουρα πολύ μικρούλης πάντως. Μόλις που ήταν λίγο ψηλότερος από ένα λάστιχο αυτοκινήτου. Και χρησιμοποιώ αυτήν την σύγκριση επειδή, πράγματι, το ανθρωπάκι εκείνο έφερε μαζί τού ένα λάστιχο αυτοκινήτου. Ιδροκοπώντας το κυλούσε μπρος τού, προσπαθώντας, καθώς φαίνεται, να με προσπεράσει. Μού έριχνε διαδοχικές, ανταγωνιστικές ματιές με τα μάτια γουρλωμένα ― ματιές που μού θύμισαν εκείνες που αντάλλασσαν οι οδηγοί στο Fast and Furious. Το έπιασα το υπονοούμενο: ο πιτσιρίκος ήθελε κόντρα.
Άρχισα να ανοίγω δρασκελιές, μέχρι που πήγαινα τροχάδην· Έτρεχε και το τυπάκι σαν τρελό παραδίπλα μού, σκοντάφτοντας εδώ-και-‘κεί, παλεύοντας ταυτόχρονα να κρατήσει και το λάστιχο σε τροχιά, σαν έπαιρνε κι αυτό φόρα και γκέλαρε προσκρούον στις πέτρες και τις ανωμαλίες του δρόμου.
Έτσι τρέχαμε για λίγο, και προσεγγίσαμε έναν συνοικισμό. Με-το-που πλευρίσαμε τα πρώτα σπίτια, μία χάβρα, αποτελούμενη από παιδικά γέλια και φωνές, εξαπλώθηκε στον αέρα. Και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, χωρίς να καταλάβω από πού, ένα ολόκληρο παιδομάνι είχε πλακώσει να τρέχει κι αυτό μαζί μού. Συνεχώς προσετίθεντο κι άλλα. Όι ενήλικες πάλι, έβγαιναν στην άκρη του δρόμου και μας προϋπαντούσαν με ζητωκραυγές και επευφημίες. Δεν θα μπορούσα να αποφύγω το να νιώσω κι εγώ σαν μικρό παιδί· σαν ένα από αυτά· σαν ένα μέλος της συμμορίας των.
Τρέχαμε όλοι μαζί, και μπορούσα κι εγώ να βιώσω το συναίσθημα που στα αγαθά των μαύρα ματάκια καθρεφτιζόταν ότι και εκείνα βίωναν· εκείνο το συναίσθημα το συνυφασμένο με την καθημερινότητα όλων των παιδιών της υφηλίου· εκείνο που όλοι έχουμε βιώσει, αλλά το λησμονούμε μεγαλώνοντες και διαφθειρόμενοι τη ψυχή· μέχρι που η θύμησή του χάνεται στην λήθη, μαζί με την αθωότητά μας· εκείνο το συναίσθημα της αναίτιας και ανυποκίνητης χαράς· της καθάριας και άσπιλης, αγνοτέρας των χαρών, που μόνο τα παιδιά μπορούν να γευθούν. Τα παιδιά νομίζω είναι φύσει χαρούμενα. Και την χαρά αυτή, ούτε και οι σκληρότερες των παιδωμών, που οι διαστροφές των μεγάλων επιβάλλουν, δεν δύνανται να εξαλείψουν.
Συνεχίσαμε και τρέχαμε, και αφού αφήσαμε τον οικισμό αρκετά ξοπίσω μάς, άρχισαν το-ένα-μετά-το-άλλο να εγκαταλείπουν την κούρσα. Μόνο ένα αλάνι, κάτι μεγαλύτερο από τα άλλα, έμεινε μαζί μού μέχρι τέλους. Τρέξαμε κάμποσα χιλιομετράκια, και φτάσαμε τελικά σε αυτό το χωριό όπου ήταν και ο προορισμός μου. Ήταν ένα από αυτά τα χωριά που δεν πιστεύει κανείς εύκολα ότι πράγματι είναι αληθινό. Εμπνέει ωστόσο μία γνώριμη ζεστασιά σε κάποιον που συνηθίζει να εντρυφεί σε εκρομαντισμένα ονειροπολήματα. Ήταν αραιά χτισμένο σε έναν ανοιχτό, περικυκλωμένο από κορυφές και ζούγκλα λειμώνα.
Εκεί που σταματήσαμε να ξελαχανιάσουμε, άλλα δύο αλανάκια μας σίμωσαν και αντάλλαξαν κάποιες λέξεις με τον δικό μου· ενώ μού έριχναν εμένα έκπληκτες ματιές στο ενδιάμεσο. Αφού τελείωσαν την σύντομη κουβέντα των, ξεκίνησαν και τα τρία μπροστά, νεύοντάς μού να τα πάρω στο κατόπι. Με οδήγησαν μέσα στην ζούγκλα, όπου προχωρήσαμε λίγη ώρα τρυπώνοντας ανάμεσα στην πυκνή χλωρίδα και σκαρφαλώνοντας βράχους, μέχρι που βγήκαμε σε ένα ξέφωτο, επί ενός πλακουτσωτού βράχου· μετά την άκρη του οποίου δεν υπήρχε τίποτε, παρά ένα βαθύ χάσμα και η απέραντη θέα των τανζανικών πεδίων.
Καθίσαμε με τους μικρούς μου φίλους στο χείλος του βράχου, με τα πόδια μας να κρέμονται στο κενό. Μείναμε εκεί για μπόλικη ώρα να θαυμάζουμε την μαγευτική θέα· μέχρι που ο ήλιος είχε κατέβει πιο χαμηλά από εμάς και ετοιμαζόταν να χαθεί κάτω από τον μακρινό ορίζοντα.
Εκμεταλλευτήκαμε επίσης όλη αυτήν την ώρα για γλωσσικά μαθήματα. Μού έδειχναν με το χέρι διάφορα από τα πράγματα που μας περιέβαλλαν, και μού έλεγαν: «Kwa kiswahili…» και μού συλλάβιζαν αργά-αργά την λέξη. Και αφού την είχα επαναλάβει επιτυχώς, μού έκαναν: «Eee, na katika kiingereza…» και τών έλεγα κι εγώ την αγγλική λέξη, οπόταν έκαναν και τα τρία μαζί «εεε», ενώ επαναλάμβαναν και αλληλοκοιτάζονταν με το βλέμμα που παίρνουν συνήθως τα παιδιά την στιγμή που μόλις έχουν κάνει μία καινούργια ανακάλυψη.
Όλη την επομένη μέρα την περάσαμε εξερευνώντας το βουνό. Μέσα στην ζούγκλα, έξω στα λιβάδια, πάνω στις ράχες, κάτω στις κοιλάδες, σε χωριά και σε ερημιές, γυρνούσαμε από το πρωί ως το βράδυ, γυρεύοντας οτιδήποτε ενδιαφέρον και συναρπαστικό μπορούσαμε να εντοπίσουμε εκειπάνω. Εδώ που τα λέμε βέβαια, δεν χρειαζόταν δα και να γυρεύσουμε τίποτε. Προς οπουδήποτε και να κατευθυνόμασταν, ο τόπος όλος έβριθε από καθηλωτικές εικόνες. Πόσα πόστα με υπέροχες θέες προς τον κάτω κόσμο! Πόσα μαγευτικά καμώματα της φύσης! Πόσα παράξενα, σπάνια πλάσματα!
Το πιο αξιοπρόσεκτο όμως απ’ όλα σε αυτό το βουνό ήταν για μένα αυτή η ιδιόμορφη ανθρώπινη κοινωνία που έθαλλε πάνω εκεί ψηλά, κρυμμένη ανάμεσα στις κορυφές από τον υπόλοιπο κόσμο. Ήταν νομίζω μία πραγματικά ευτυχής κοινωνία. Περνούσαν εκεί τις ημέρες των ολιγαρκώς, ήσυχα, και ειρηνικά· χωρίς να δείχνουν να σκιάζονται κι από πολλά-πολλά. Όλοι, άνδρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, είχαν συνεχώς μία γελαστή έκφραση κολλημένη στα πρόσωπά των. Κρίνοντας από τις δομές των χωριών, και από την γενικότερη εμφάνιση των κατοίκων, μού φάνηκε ότι σε αυτά τα μέρη κυριαρχούσε η ισότητα. Καμμία αρχή δεν είδα πουθενά· και ούτε πρέπει εκείνα τα χωριά να είχαν καμμία ιδιαίτερη επαφή με τον νόμο εν γένει. Τολμώ να πω ότι αυτή η κοινωνία ήταν ό,τι πιο προσομοιάζον έχω ποτέ δει σε ουτοπική αναρχία.
Έτσι γυρνούσαμε ολημέρα, μέχρι που μία στιγμή, οπόταν το σκοτάδι επέκειτο, ευρεθήκαμε σε εκείνο το χωριό, το χτισμένο στους πρόποδες της υψηλότερης κορυφής της Ουσαμπάρας. Αφήσαμε εκεί το αυτοκίνητο, πήραμε μαζί την σκήνη και λίγα ακόμη πράγματα, και κινήσαμε προς τα πάνω· τόσο πάνω που δεν είχε άλλο.
Ο ήλιος είχε πέσει πίσω από τις δυτικές κορυφογραμμές. Το εναπομένον λυκόφως μόλις ήρκεσε για να στήσουμε την σκηνή και να μαζεύσουμε κάμποσα ξερόκλαδα. Ανάψαμε φωτιά, και πήρε ο καπνός να υψώνεται προς τον πλατύ ουρανό, που λεπτό-με-το-λεπτό γινόταν όλο-και πιο ερεβεννός· μέχρι που και τα τελευταία ψήγματα ηλιακού φωτός χάθηκαν πίσω από τον όγκο της γης, και ολόκληρο το φιρμαμέντο απέμεινε μόνο με τα μύρια άστρα και τον οριζόντιο μηνίσκο που μάς χαμογελούσε μαυλιστικά από ψηλά να σπάνε την μαυρίλα του.
Όπως πάντοτε συμβαίνει μετά από μία εξαίσια νύχτα, έτσι και τότε ξημέρωσε μία εξαίσια μέρα. Απολαύσαμε τον καφέ μας υπό την θέαση εκείνου του σπανίας ομορφιάς λυκαυγούς· και κινήσαμε, νωρίς-νωρίς, πίσω προς τα χαμηλότερα στρώματα αυτού του κόσμου.