Αγουροξυπνημένος και πιασμένος από το ολονύκτιο ταξίδι μέσω της αραβικής ερήμου, κατέβηκα από το λεωφορείο. Αφότου έφθισε στην απόσταση αυτού η βουή, ούτε γρύλος δεν διασπούσε την κατανυκτική σιγή. Η νύχτα ήταν απόλυτη σε εκείνο το άσημο σημείο του ατέρμονου κεντρικού αυτοκινητοδρόμου της Μουσκάτης. Εκτός από αραιές πορτοκαλιές λάμπες και άστρα, μονάχα το εικοσιτετράωρο καφετυροπιτάδικο μπροστά μού εξέπεμπε φως εντός οπτικού πεδίου.
Ο υπάλληλος μισοκοιμόταν πάνω από το κινητό πίσω από τον πάγκο. Η φυσιογνωμία του υπεδήλωσε ότι, ιδανικά, θα προτιμούσε να παρέμενε στην ασχολία του αντί να μού κάνει καφέ και σάντουιτς. Άραξα σε ένα από τα λιγοστά εξωτερικά τραπέζια και άρχισα να καλοξυπνάω μέσα στην ευχάριστη, δροσερή ησυχία. Προς του καφετζή την ενόχληση, σταμάτησε σε λίγο μία αμαξιά ελαφρομεθυσμένων και πλέρια πεινασμένων νεαρών ανδρών και ξεμαντίλωτων γυναικών. Μετά αυτών την αποχώρηση, δεν πέρασε ψυχή μέχρι την αυγή.
Αυτή σήμανε την πρώτη μου μέρα στο Σουλτανάτο του Ομάν. Είχα μόλις έλθει από Ντουμπάι και σκόπευα να εξαντλήσω τον έναν μήνα επιτρεπόμενης διαμονής προς εξερεύνηση και περιπέτειες στην εξωτική αυτή χώρα. Μα προς το παρόν, είχα να περπατήσω λίγα χιλιόμετρα μέχρι του φίλου που θα με φιλοξενούσε στην πρωτεύουσα έως ότου κάνω ταξιδιωτικό σχέδιο.
Εκτός του κεντρικού δρόμου, το ονόματι Αλ-Σαΐμπ ακροδυτικότερο προάστιο της πόλης ήταν ένας δαίδαλος αμμωδών οδών. Ως είθισται σε ζάπλουτα και ολιγάνθρωπα πετρελαιοβασίλεια, όπου ντόπιοι δεν έχουν λόγους τύπου εργασίας για να κυκλοφορούν τέτοιες πρωινές ώρες, αυτές ήταν ακόμη ολότελα κενές. Μόνο σποραδικοί μιναρέδες υπερείχαν των κατ’ ανώτερον διώροφων κατοικιών και διείσδυαν στο καταγάλανο του ουρανού. Παρότι ο ήλιος δεν είχε ακόμη ξεπεράσει τις ταράτσες, η θερμοκρασία ανέβαινε με αισθητή ραγδαιότητα.
Ακολουθώντας γραπτές οδηγίες, εντόπισα το σπίτι, την σχεδόν κρυφή, ανοιχτή είσοδο, και την σκάλα που με οδήγησε στην πόρτα του διαμερίσματος. Αφού δύο διακριτικά χτυπήματα δεν έστειλαν ήχο βημάτων προς το μέρος μου, είπα να μην καταβάλω επιτακτικότερη προσπάθεια να τον αφυπνίσω.
Κατέβηκα έτσι και την έπεσα να περιμένω στο σκιερό πεζούλι, προτιθέμενος να χαζεύσω κίνηση. Αυτήν συντέλεσε αποκλειστικά ο Πακιστανός μπακάλης που με το πάσο του προσήλθε και άνοιξε το μαγαζί στο απέναντι πεζοδρόμιο, σταματώντας βραχέως, εκπεπληγμένος από την ξένη μου παρουσία στην άσχετη αυτή γειτονιά, να ανταλλάξουμε δύο κουβέντες. Πήρε κανα-δίωρο αναμονής μέχρι που ξύπνησε ο οικοδεσπότης μου, και υποψιαζόμενος ότι θα είχα αφιχθεί, βγήκε να με βρει.
Ο Τσάρλς ήταν Αμερικανός πολίτης, γόνος στρατιωτικής οικογένειας, που είχε μεγαλώσει από-βάση-σε-βάση ανά τις πολιτείες και τον κόσμο. Είχε κανα-έτος εγκατεστημένος στο Ομάν, όπου εργαζόταν ως καθηγητής ιστορίας σε ένα ανωτέρας κλάσης, αγγλόφωνο ιδιωτικό σχολείο με διεθνείς μαθητές τέτοιου βάθους τσέπης όπως ανίψια του Άσαντ και εγγόνια του Καντάφι. Υπήρξε πρωταθλητής στο Εθνικό Ακαδημαϊκό Τουρνουά Κουίζ των ΗΠΑ. Εξαιρετικά μορφωμένος, έξυπνος, και πολυταξιδεμένος άνθρωπος.
Τυπική για εργένη, η κατοικία του ήταν στριμόκωλη, ακατάστατη, και δυσώδης. Την απάρτιζαν ένα υπνοδωμάτιο, μία στοιχειώδης κουζινούλα/μπαλκόνι, και ένα άφεγγο σαλονάκι που λίγο-πολύ εμπεριείχε μία τηλεόραση, μία βιντεοκονσόλα, και έναν καναπέ. Στον τελευταίο ξεράθηκα λίγες ώρες, έως ότου επιστρέψει ο Τσάρλς από την δουλειά να βγούμε παρέα στην πόλη.
Αρχικά πήγαμε σε εκείνη την κοντινή καφετέρια που στο εξής θα επισκεπτόμασταν τακτικά και θα περνούσαμε αμέτρητες ώρες με καλές συζητήσεις και ναργιλέ. Ήταν ευρύχωρη και χλιδάτη, με γυαλιστερό μαρμάρινο πάτωμα και ολότοιχη υάλινη πρόσοψη. Ο κλιματισμός ήταν τόσο αποδοτικός που ώρες-ώρες ευχόμουν να είχα ζακέτα. Οι αποκλειστικά φύλου αρσενικού θαμώνες, ντυμένοι με φίνες κελεμπίες, έκλειναν κι αυτοί βάρδιες στην αίθουσα, καθούμενοι συνήθως μόνοι και απόμερα, νωχελικά να πιπιλούν τσιμπούκια και να χαζεύουν στο κινητό φωτογραφίες ανθρώπων του τοπικώς σπανίζοντος, ετέρου φύλου.
Σαν αργά υποχωρούσε ο καύσωνας, ήλθε ώρα για βόλτα στο κέντρο. Η μητροπολιτική περιοχή της Μουσκάτης καταλαμβάνει μία έκταση φάρδους δύο-τριών και μήκους κοντά εκατό χιλιομέτρων παρά την ακτή του Κόλπου του Ομάν. Χώρια από σκόρπια τζαμιά, κάστρα, ανάκτορα, ξενοδοχεία, εμπορικά κέντρα, και λοιπά σύνθετα κτίσματα, αποτελείται κυρίως από λουσάτες μονοκατοικίες, παρεμβαλλόμενες από αλάνες μεγέθους ποδοσφαιρικών γηπέδων. Ενδιαφέρον το ότι οικόπεδα παρέχονται σε αυτόχθονες δωρεάν από το κράτος, με μόνη προϋπόθεση να προτίθενται να τα χτίσουν.
Εξυπονοείται ότι αυτή η πολιτεία είναι από τις λιγότερο φιλικές προς μη-αυτοκινητιστές που υπάρχουν. Διατρέχεται από μία κεντρική λεωφόρο, η οποία—όπως και το μέγα τέμενος, το πανεπιστήμιο, το λιμάνι, το αθλητικό κέντρο, και σχεδόν καθέν σπουδαίο κρατικό έργο—φέρει το όνομα του πλέον εκλιπόντος Σουλτάνου Καμπούς. Κατά μήκος αυτής πηγαινοέρχονται εκείνα τα βανάκια που εκτελούν την πρακτικά μοναδική γραμμή δημόσιας συγκοινωνίας στην πόλη.
Σταματήσαμε το πρώτο και μπουκάραμε στην μπροστινή θέση μαζί με τον οδηγό. Αυτός ήταν και ο πρώτος Ομανός με τον οποίο συναναστράφηκα (οι εργαζόμενοι σε αυτήν την χώρα είναι κατά κανόνα αλλοδαποί—τω πλείστω Φιλιππινέζοι και Πακιστανοί—αλλά για κάποιον λόγο—που μάλλον σχετίζεται με κούραση—η οδήγηση αποτελεί κατ’ εξοχήν επάγγελμα γηγενών).
Αργότερα που θα συγχρωτιζόμουν με περισσότερους ντόπιους, θα καταλάβαινα πόσο εξαιρετικά στωικοί και φιλήσυχοι άνθρωποι είναι. Μα ο συγκεκριμένος έτυχε περιπτωσάρα και με έκανε προς το παρόν να τους παρεξηγήσω.
Ο τύπος πρέπει να μασούσε χατ. Χαραμιζόμενη ακατανόητα σε εμένα, η αραβική του γκαρίλα βροντούσε δίπλα στο αφτί μου με τέτοια συνεχή ένταση, που τα ούτια που βαρούσε στην διαπασών το ηχοσύστημα τα ξεχώριζα πλιότερο από το τρίξιμο του οχήματος παρά με την ακοή. Το κεφάλι μου ένιωθε σαν μηχανή φλίπερ όταν επιτέλους αποβιβαστήκαμε στο Χάγιου Αλ-Σαρούζ.
Αυτή είναι μία από τις κοινωνικά πιο δραστήριες συνοικίες της Μουσκάτης. Καφετέριες, εστιατόρια, ξενοδοχεία, και καταστήματα είναι συγκεντρωμένα στην άκρη μίας πλατιάς αμμουδιάς όπου κάτοικοι χαίρονται απογευματινούς περιπάτους. Αράξαμε για καφέ και ναργιλέ με θέα ενός εξαίσιου θαλάσσιου ηλιοβασιλέματος, φάγαμε κάτι λιβανέζικο, και πήγαμε σε ένα από τα ξενοδοχεία· τα οποία αποτελούν και τους μοναδικούς χώρους όπου επιτρέπεται η διάθεση οινοπνεύματος.
Το μπαρ ήταν μία σκοτεινή, απαράθυρη αίθουσα, καβατζωμένη στα ενδότερα του κτιρίου. Τα τραπέζια, προκαλυπτόμενα μεταξύ τών με παραπετάσματα φάση κωλόμπαρου, τα καταλάμβαναν μυστικοπαθείς Άραβες μπαρμπάδες, είτε μόνοι είτε με Φιλιππινέζες φιλενάδες. Είχε και ζωντανή μουσική· μία τριμελή μπάντα που έπαιζε κλασικές ροκιές. Καλός χαβαλές. Θα καθόμασταν πιο αργά εάν η οικονομικότερη επιλογή στο μενού δεν ήταν Heineken 250ml για δέκα ευρώ.
Την δεύτερη μέρα μου στο Ομάν την πέρασα σπίτι και στο ναργιλεδάδικο παρέα με τον Τσαρλς και δύο ξενιτεμένους Έλληνες που γνώρισα επί τόπου. Ο ένας ήταν προσωρινός, ο άλλος μόνιμος· ο ένας συνάδελφος του Τσαρλς, ο άλλος ξάδελφος φίλου φίλου· ο ένας δίδασκε σεζόν στο ιδιωτικό σχολείο και έπαιζε τζαζ σε ξενοδοχεία, ο άλλος ήταν παντρεμένος με Ομανή και δούλευε κτηνίατρος στον βασιλικό στάβλο.
Την τρίτη μέρα σκόπευα να φύγω να πάρω τα βουνά, αλλά αναγκάστηκα να αναβάλω την αναχώρηση λόγω εκτάκτου περιστατικού. Όπως εκάστη φορά που βρίσκομαι σε αραβική χώρα—πρέπει να φταίει η πενήντα-πενήντα περιεκτικότητα ζάχαρης-νερού στο κάθε φλιτζάνι τσαγιού που σε κερνούν όπου-σταθείς-κι-όπου-βρεθείς—με έπιασε ξαφνικός, δριμύς πονόδοντος. Έτσι-και πήγα το πρωί σε έναν Αιγύπτιο οδοντίατρο που μού εξήγαγε τον φρονιμίτη με την πένσα, και έβγαλα το απόγευμα πάλι στο ναργιλεδάδικο.
Την επομένη, με ακόμη πρησμένο και μουδιασμένο μάγουλο, άφησα ό,τι δεν χρειαζόμουν στου Τσάρλς, αποχαιρέτησα προσωρινά, και κίνησα σιγά-σιγά για τις ερημιές.
Προορισμός μου ήταν η οροσειρά Αλ-Χατζάρ (ελληνιστί τα Βραχώδη Όρη), η οποία αποτελεί προέκταση των Ορέων Ζάγκρος αντίπερα του Περσικού Κόλπου και σχηματίζει την ανατολικότερη απόληξη της Αραβικής Χερσονήσου. Σημερινός μου στόχος ήταν το ευρισκόμενο στην υπώρεια χωριό Αλ-Χάμρα, οπόθεν την επαύριον θα άρχιζα πεζοπορία, και οίπερ τώρα έπρεπε να φτάσω με συνδυασμό συγκοινωνίας και οτοστόπ.
Είχα πέντε χιλιόμετρα ποδαρόδρομο μέχρι τον σταθμό και μπόλικο χρόνο να προλάβω το λεωφορείο. Όμως το έχασα, διότι αντί καθαυτού του σταθμού, είχα κατά λάθος σημαδεύσει στον χάρτη μία στάση απόπου περνούσε αστικό για αυτόν, που στην πραγματικότητα βρισκόταν πέντε χιλιόμετρα προς την τελείως αντίθετη κατεύθυνση. Το αστικό πήρε περισσότερο χρόνο να φανεί απότι θα μού έπαιρνε να περπατήσω και τα δέκα, μα τουλάχιστον περίμενα στην σκιά.
Το θετικό της ιστορίας ήταν ότι το απογευματινό λεωφορείο που εν τέλει πήρα με έφερε λίγο πιο κοντά στο χωριό απότι θα με είχε φέρει το πρωινό. Μια-δεκαπενταριά μόλις χιλιόμετρα απείχε η Αλ-Χάμρα από εκείνη την έρμη διασταύρωση. Μα η διάνυση της απόστασης ήταν αποστολή ημερινή· τώρα νύχτωνε.
Ψώνισα λίγα φαγώσιμα στο μοναχικό, επιτόπιο ψιλικατζίδικο και πήρα να σκαρφαλώνω τον κοντινότερο των διάσπαρτων βραχολόφων που διασπούσαν την επιπεδότητα της ερήμου. Κάπου καταμεσής της πλαγιάς, εντόπισα ένα καλλίθεο, στρωτό κομμάτι εδάφους και έστησα σκηνή.
Ήταν παραμονή πανσελήνου, και το παρολίγον ολοστρόγγυλο φεγγάρι ξεπρόβαλε σχεδόν ταυτόχρονα με το ηλιοδύσιο υπέρ της τραχείας ανατολικής λοφοράχης, αυγάζοντας το ερημικό τοπίο με άπλετο, ασημένιο φως. Σε συνδυασμό με την ευλαβική φωνή κάποιου ιμάμη, που διεχέετο στον αιθέρα μέσω του μεγαφώνου κάποιου αθέατου μιναρέ, δημιουργούσε μία χαρακτηριστικά πλάνα ατμόσφαιρα βραδιάς μαγικής, νύχτας αραβικής.
Αισθανόμουν προνομιούχος να απολαμβάνω αποκειπάνω την σαγήνη, ολομόναχος και απερίσπαστος, μέχρι που περισπάστηκα. Μία ισχυρή φωτοδέσμη διαπέρασε αίφνης το σκοτάδι και προσέπεσε στον κατέναντί μού λόφο. Εξεπέμπετο από έναν προβολέα, φορτωμένο σε ένα αγροτικό που αχνά διέκρινα να αργοκινείται κάτω στο πεδίο. Σάρωνε μεθοδικά την κλιτύ, προφανώς αναζητώντας κάτι.
Σαν προσέγγισε το αμάξι την βάση του δικού μου λόφου, στράφηκε η δέσμη να σκανάρει την εμή πλαγιά. Κινούμενη πέρα-δώθε από-κάτω-προς-τα-πάνω, σταμάτησε απότομα με-το-που συνάντησε την θέση μου. Έμεινε ακίνητη δυο στιγμές να με τυφλώνει, και έσβησε μετά μαζί με τον κινητήρα του αυτοκινήτου. Ανεπαίσθητα άκουσα την πόρτα να ανοιγοκλείνει και αστραπιαία ξεχώρισα μία σκιώδη φιγούρα να γλιστράει και να χάνεται στα άλυχνα βράχια της λοφοβάσης.
Αυτόματα θεώρησα πως ήμουν εγώ το αντικείμενο της αναζήτησης και θα δεχόμουν επίσκεψη. Υπό διαφορετικές συνθήκες, θα υπέθετα πως ήταν μπάτσοι. Μα εν τη προκειμένη, σε μία χώρα τόσο ασφαλή και εύτακτη που με-το-ζόρι βλέπεις δείγμα αστυνομικής παρουσίας ακόμη και στο κέντρο της πρωτεύουσας, και επιπλέον η ελεύθερη κατασκήνωση δεν είναι καν παράνομη, η ταυτότητα του πιθανού επισκέπτη ήταν άγνωστη και μυστηριώδης. Καλού-κακού, άρπαξα το μαχαίρι και ανέμενα σε θέση ετοιμότητας.
Άναψε ξαφνικά πάλι ο προβολέας, ερχόμενος στο μέρος μου απευθείας. Έμεινα σιωπηλός και κρυμμένος πίσω από έναν βράχο, έως ότου με πλησίασε τόσο που μού διέλυσε και την ελάχιστη αμφιβολία του ότι μπορεί να αγνοούσε την ύπαρξή μου. Πετάχτηκα τότε, και ανάβοντας ταυτόχρονα καταπάνω τού τον φακό, εκφώνησα «σαλαμαλέκουμ!».
Προς απάντηση αρχική έλαβα μία κοφτή στοναχή που δήλωσε παρακάτι αποφευχθείσα συγκοπή. Ο κακομοίρης τελικά δεν ήξερε πως ήμουν εκεί και τού κόπηκε η χολή. Τού πήρε λίγες στιγμές να συνέλθει και να εκφέρει «αλέκουμ σαλάμ».
Ήταν ένας γεροβοσκός. Απ’ όλα τα αραβικά που ύστερα μού αράδιασε, κατάλαβα μόνο το «μπέε μπέε», συμπεραίνοντας έτσι πως έψαχνε κάποιο παραστρατημένο γίδι. Τού έκανα κι εγώ «δάχτυλο κάτω, μπέε μπέε, δάχτυλα στα μάτια, δάχτυλο περαδώθε», ούτως ώστε κατανοήσει ότι εδώ ζωντανό εγώ δεν είδα. Αποχαιρετιστήκαμε, ροβόλησε αυτός να συνεχίσει την αναγύρευση, σύρθηκα εγώ στην σκηνή να ξεραθώ.
Μετά από μία ψυχρούτσικη νύχτα, η ζέστη αυξήθηκε ακαριαία με το φανέρωμα του ηλίου. Ήδη ζεματούσε η άμμος και ο ορίζοντας διεθλάτο σαν κατέβηκα στο πάτωμα της ερήμου και πήρα να βαδίζω προς τον δρόμο. Ακολούθησα αυτόν προς το χωριό, εκτείνοντας το χέρι με όρθιο αντίχειρα κάθε που άκουγα αμάξι να σιμώνει αποπίσω.
Σταμάτησε το δεύτερο. Ο οδηγός, που φυσικά τον έλεγαν Μοχάμεντ, πήγαινε στον παρακείμενο οικισμό, αλλά ευγενικά προσφέρθηκε να βγει από την πορεία του για να με πετάξει όλον τον δρόμο. Τρέχοντας σαν ραλίστας από το κάθε σαμαράκι στο επόμενο, και σχετιλιάζοντας με πάθος για αυτών την πρόσφατη εγκατάσταση σε κάθε επιβράδυνση, εντός λεπτών με είχε αφήσει στο ριζοχώρι της Αλ-Χάμρας.
Επιβλητικά και τρομερά υψούντο τώρα μπρος μού τα βαραθρώδη βραχοβούνια πέρα από του χωριού την παρυφή. Η προμεσημβρινή λάβρα ήταν τόσο ανυπόφορη, που να άρχιζα να τα σκαρφαλώνω αμέσως θα ισοδυναμούσε με μαζοχισμό.
Αναβάλλοντας την ανάβαση, τσίμπησα κάτι σε ένα μπαγκλαντέζικο μαγειρείο, και κίνησα να βρω αναπαυτήριο. Διασχίζοντας τις αδειανές οδούς, ανάμεσα σε θαλερούς οπωρώνες με χουρμαδιές και πορτοκαλιές, όπου μόνο κελαηδήματα και παιδικά γέλια ενίοτε διέκοπταν την νεκρική σιγή, κατέληξα υπό μία μονήρη ακακία στην άκρη μίας κατάξερης κοίτης. Με την είσοδο της σκηνής ανοιχτή, να κυκλοφορεί εντός τής το λιγοστό αεράκι, την έπεσα για μία σιέστα άχρι αποσπερνού.
Πίνοντας καφέ το δείλι, μάζευσα και πήρα τον σκοτερό ανήφορο. Μέσω ενός οφιοειδούς δρόμου, έφτασα σε λίγο στο ανωχώρι Μισφάτ Αλ-Αϊμπριίν. Εκεί που είχα καθίσει για τσάι και σάντουιτς σε μία καντίνα, ανέτειλε υπέρ της κορυφογραμμής μία γοητευτική, λευκαυγής πανσέληνος. Δύο αραβόπουλα, που τότε έτυχε να κατηφορίζουν με δυο ποδηλατάκια, τροχοπέδησαν επιτόπια και έμειναν κι αυτά μαυλισμένα να θαυμάζουν το θεσπέσιο θέαμα με άφωνο δέος.
Το χωριό ήταν παραμυθικώς γραφικό. Αρχαία πέτρινα καστρόσπιτα ακρόστεκαν στους βράχους, και τρυφερά διηύγαυζε το φεγγαρόφωτο τις περιβάλλουσες χουρμαδοκαλλιέργειες. Ρύμες, σκάλες, και στοές στριφογύριζαν δαιδαλείως ανάμεσα στα κτίρια και τους κήπους, οδηγώντας με σε αδιέξοδα και κύκλους. Το ότι κάποιες ρούγες έφεραν πινακίδες απαγόρευσης χρήσης σε άνδρες—και προτιμούσα να αποφύγω άτυχα ανταμώματα με σκανδαλισμένες, στριγκλίζουσες γυναίκες—κατέστησε την εύρεση της αφετηρίας του μονοπατιού έτι πολυπλοκότερη.
Ακολουθώντας ένα τσιμέντινο αυλάκι μέσα από τα περιβόλια, όπου αμέτρητα βατράχια εκσφενδονίζονταν τρομαγμένα εκτός του περάσματός μου, και διαρκώς γλυκοπίπιζαν άγνωστα νυχτοπούλια, κατάφερα εν τέλει και προσπέρασα το χωριό. Αφού προσπέλασα και ένα βαθύ, τρισκότεινο φαράγγι, άρχισα την σκληρή ανάβαση επί της κατασελάγιαστης βραχοπλαγιάς.
Επιβοηθούμενη κι από την ανοιχτή απόχρωση του εδάφους, η πανσέληνη νύχτα ήταν τόσο φαεινή που άναβα φακό μόνο για να εντοπίζω σημάδια και να σιγουρεύομαι ότι τα φίδια, που κροτάλιζαν ανάγυρα κάθε-τόσο, δεν κινδύνευαν βρεθούν στο πάτημά μου. Αν-και κατεβιβάζονταν από την αίγλη του φεγγαριού, λαμπύριζαν ταπεινά και τα άστρα και οι αραιές πολιτείες. Η θερμοκρασία ήταν ιδανικά δροσερή, μα ύπουλες ριπές ψυχρού ανέμου ράπιζαν περιοδικά το όρος και ριγούσα.
Μετά από χίλια-πεντακόσια υψομετρικά μέτρα, σχεδόν ξημέρωμα, έφτασα την ράχη. Άλλα τόσα μέτρα κάτω από την άλλη, στον πάτο μίας αβυσσαλέας χαράδρας, έστεκαν δυο χωριουδάκια. Πέρα από σκόρπιες, ισχνές λάμπες, το καθέν σηματοδοτούσε από ένας εξέχων, πρασινοφώτιστος μιναρές. Κείσε θα κατέβαινα αύριο, μα πρώτα χρειαζόμουν ξεκούραση. Τώρα ο άνεμος ήταν συνεχής και τσουχτερός. Μιάς-και δεν είχα χειμερινό υπνόσακο, αναγκάστηκα να στήσω ένα πρόχειρο τείχος με λίθους για να μην ξεπαγιάσω.
Σαν σε λίγες ώρες ξύπνησα, ύστερο πρωί, μέσω ενός άσπιλου, φωτόλουστου ουρανού, αντίκρισα το ορεινό μεγαλείο που απέκρυβε πρότερα το πέπλο της νύχτας. Βρισκόμουν στην κορυφή του Όρους Τζαμπέλ Αχντάρ—στα 2.980 μέτρα, δεύτερο-υψηλότερο σημείο της χώρας—οπόθεν ο ορίζοντας όλος καταλαμβανόταν από διαδοχικές, αλαργινές, αυχμηρές οροσειρές. Σε επίδειξη σχετικότητας ορολογίας, του όρους αυτού το όνομα σημαίνει πράσινο βουνό· λογικά ένεκεν των λιγοστών ξερόθαμνων και των ζαβών κυπαρισσιών που φύτρωνουν στις χαραμάδες.
Αφού χόρτασα θέα, μάζευσα και ακολούθησα την κορυφογραμμή μέχρι ένα φαινομενικά παρατημένο ορεινό θέρετρο. Αποκεί περνούσε ένας χωματόδρομος. Πήρα να κατηφορώ τον προς τον πυθμένα της χαράδρας.
Ήλπιζα να σταματήσω όχημα να με κατεβάσει, αλλά την κίνηση δεν την έλεγες πυκνή. Σε πάνω από μία ώρα, είχαν περάσει δύο αμάξια. Το πρώτο ήταν μία σακαράκα τίγκα ντόπιους χωρικούς. Με ειλικρινή λύπη απελογήθησαν που δεν είχαν χώρο. Το δεύτερο ήταν μία τζιπάρα με έναν μόνο λευκό οδηγό. Ο τύπος με έγραψε στα παπάρια του, απαξιώντας και να με κοιτάξει.
Σταμάτησε το τρίτο. Ήταν ένα πεπαλαιωμένο τζιπάκι που είχε προσλάβει το ωχρό χρώμα της επικαλυπτούσης σκόνης. Ο γεροπατέρας οδηγός, η μάνα με ένα νεογέννητο στην αγκαλιά, και τέσσερα στριμωγμένα αγόρια στο πίσω κάθισμα απάρτιζαν την επιβαίνουσα οικογένεια. Με ένα επιτακτικό κέλευσμα, ο πρώτος έστειλε δύο των τελευταίων στην στενή μπαγκαζιέρα πίσω από την πλάτη του καθίσματος όπως, με τυπικώς μεγαλόκαρδη αραβική ευγένεια, κάνουν χώρο και για μένα με τον σάκο στα πόδια.
Με άφησαν στα πρόθυρα του ονόματι Αλ-Χαζίρ, πρώτου χωριού αυτής της θεοξέχαστης κοιλάδας. Ένας μικρός υδαταγωγός, που πιο στάλαζε παρά έρρεε ευθέως από το βουνό, ζωογονούσε απέριττους χουρμαδόκηπους και φρύγανα που φειδωλά μασούλιζαν ασκητικά κατσίκια.
Υπολόγιζα να βρω εκεί κάποιο κατάστημα να αναπληρώσω τα φαγώσιμά μου. Μα αφού ανεπιτυχώς περπάτησα όλα τα δρομάκια, στεκόμουν απογοητευμένος να υπολογίζω τον βαθμό της επικείμενης, μερικής μου νηστείας. Τότε ξεμύτισε ένα τουρμπανιασμένο αγοράκι στο κατώφλι μίας παραδιπλανής θύρας, και σαν να διάβαζε τις σκέψεις μου, μού τράβηξε την προσοχή με φωνές και προσκλητικές χειρονομίες. Με προβάδισε στο σπιτικό και μού έδειξε ένα μοναδικό ραφάκι με κονσέρβες και μπισκότα που αποτελούσε του χωριού το μαγαζί. Συμπληρώνοντας με αυτά, την έπεσα κάτω από μία χουρμαδιά και ετοίμασα το γεύμα μου. Αναγκάστηκα να αρνηθώ τις προσκλήσεις όλων των περαστικών, διότι περνούσε η ώρα και είχα ακόμη δρόμο.
Διασχίζοντας την κοιλάδα και προσπερνώντας κάμποσες οάσεις, κατά το σύθαμπο έφτασα στον προορισμό μου: το έμπα μίας στενωπής βουνορωγμής που είναι γνωστή ως το φαράγγι των φιδιών. Άγνωστη μέχρι στιγμής μού ήταν η εκεί ύπαρξη ενός απόμερου καταλύματος/εστιατορίου. Μία ολιγομελής παρέα κοντοχωριανών και ενός Πακιστανού υπαλλήλου παρευρίσκετο εντός αυτού τον ειδυλλιακό κήπο, ραθυμώντας πάνω από μία διάταξη φλιτζανιών και γύρω από μία πιατέλα με χουρμάδες. Εκμεταλλευόμενος την περίσταση, κράτησα τις κονσέρβες ρεζέρβα και δείπνησα με φρέσκα, εκλεκτά αραβικά εδέσματα. Το σκότος ήταν βαθύ όταν, βοηθεία φακού, κατασκήνωσα σε μία παρακείμενη λόχμη.
Μετά από μία γενναιόδωρη δόση εωθινού χουζουρέματος, πέρασα όλη σχεδόν την ημέρα ξάπλα, διαβάζοντας και ονειροπολώντας. Παράτησα την σκηνή μονάχα για μία σύντομη μεσημεριανή εξόρμηση στα εσώτερα του φαραγγιού—όπου, αντί φιδιών, είδα μόνο στιλπνά πετρώματα που μαρτυρούσαν την περιστασιακά ορμητική ροή νερού—και μία βραδινή επίσκεψη στο κονάκι—όπου πέτυχα και άραξα με ένα ζευγάρι Ελβετών και άλλο ένα Ολλανδών ταξιδιωτών που περιηγούντο τα βουνά με ένα ενοικιασμένο τζιπ και δύο ποδήλατα αντίστοιχα.
Ξεκούραστος κι εμψυχωμένος, ηγέρθην μες στην νύχτα και επανασυγκέντρωσα όλα μου τα υπάρχοντα σε μεταφέρσιμη σύναξη. Το εισέτι εύσωμο φεγγάρι μού έφεγγε την στράτα μέχρι το ονόματι Μπιλάντ Σαΐτ, κεφαλοχώρι της κοιλάδας. Τότε έδυσε, και το υποτονικό φαιό του φως αντεκατεστάθη από το φλογερό πορτοκαλί της χαραυγής. Από-πάνω-προς-τα-κάτω, φωτίζονταν γραμμικά οι πανάρχαιοι πύργοι επί των επαρμάτων και τα αλλοεποχίτικα σπίτια αποκάτω, καθώς μέσω πράσινων μπαξέδων, περιδιέβαινα το ακροπολίτικο χωριό. Λαλούσαν και βέλαζαν λοιπά ζωντανά, μα άνθρωπος δεν είχε φανεί ακόμη εν κοινή θέα.
Παρά τη νότια εσχατιά του οικισμού, προσέγγισα τα βόρεια πρανή του Τζεμπέλ Αχντάρ, απόπου χίλια-τριακόσια κάθετα μέτρα με χώριζαν απ’ την προχθεσινή μου θέση. Ο ήλιος με βρήκε στην μέση της ορθοπλαγιάς και κατέστησε το άνω ήμισυ του σκαρφαλώματος κοπιαστικότερο μα ομορφότερο. Αφού διαπέρασα την κορυφογραμμή, πήρα να κατηφορώ τον ίδιο μακρύ δρόμο που είχα ανηφορίσει πριν τρία φεγγάρια, θαυμάζοντας αυτήν την φορά το ευρύ φυσικό κάλλος που μού είχε αποκρύψει η νύχτα. Σταματώντας το μεσημέρι για σιέστα σε έναν σπάνιο, πολυπόθητο ίσκιο, αποσπερίς ήμουν πίσω στο Μισφάτ Αλ-Αϊμπριίν. Και κάπου σε αυτού τα περίχωρα, σε ένα λείο βραχοπλάτωμα με θέα τον τάπητα λαμπών της Αλ-Χάμρας, έστησα αποσκότεινα την σκηνή για την ύστατη διανυκτέρευση αυτής της ορειβατικής περιπέτειας.
Η πρωινή μου αποστολή ήταν να βρω τρόπο να επιστρέψω στην πρωτεύουσα. Μετά από κάποιες εκατοντάδες κατηφορικών βημάτων και τρία αμάξια που αγνόησαν το σήμα μου, σταμάτησε το τέταρτο. Ήταν ένας ξεναγός με ένα νεαρό ζευγάρι Ιταλών που με κατέβασαν στο κέντρο της Αλ-Χάμρας.
Η εύρεση δεύτερης κούρσας απεδείχθη δυσκολότερη. Περπάτησα κοντά πέντε χιλιόμετρα έως ότου έκοψε ένα γηραιό ζευγάρι Ιταλών τουριστών που με πέταξαν μόλις μέχρι τον επόμενο κεντρικό κόμβο. Κατιτί αποθαρρημένος από την μέτρια οτοστοπιστική μου απόδοση, είπα να γυρεύσω εναλλακτικό μέσο. Προσέγγισα κάποιους Πακιστανούς εργάτες που περίμεναν στην απέναντι μεριά του δρόμου, και μισθώσαμε από κοινού ένα ταξί για την Νίζουα.
Η ιστορική αυτή πόλη διετέλεσε πρωτεύουσα του Ομάν κατά την περίοδο της γέννησης του Ισλάμ και παρέμεινε σπουδαίο επίκεντρο ισλαμικών σπουδών καθ’ όλην την μετέπειτα ιστορία. Πιο πρόσφατα, υπήρξε επίσης πρωτεύουσα του Ομανικού Ιμαμάτου κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στο τελευταίο και το Σουλτανάτο (Σουλτάνος vs Ιμάμης: 1-0). Σήμερα αποτελεί σημαντικό κέντρο γεωργίας, μεταφορών, και τουρισμού.
Εκεί έμαθα πως λεωφορείο για Μουσκάτη φεύγει μόνο ένα από το Φαρκ (μία παραπλήσια κωμόπολη) και το έχω ήδη χάσει. Είχα να σκοτώσω χρόνο μέχρι το πρωί, και έμεινα να περιγυρίζω εική στην πόλη.
Είδα ένα εντυπωσιακό φρούριο του 17ου αιώνα, διάφορα ιστορικά τεμένη—κάποια εκ των οποίων χρονολογούνται από την πρωτοϊσλαμική εποχή—και εκτενή παζάρια, όπου εκτίθετο ποικιλία αγαθών, από πήλινα και λοιπά χειροποίητα, παραδοσιακά τεχνουργήματα μέχρι ζωντανά κατσίκια. Εκτός κέντρου, η πόλη κατελαμβάνετο από συνδυασμό συγχρόνων συνοικιών με πριγκιπικές βίλες και κυριλάτα φαγητοτσαγάδικα, από-την-μία, και κατεστραμμένους, ίσως για αιώνες εγκαταλελειμμένους, θελκτικώς παρηκμασμένους, πλίνθινους μαχαλάδες από-την-άλλη. Τουρίστες, αν-και συγκριτικά με αντικειμενικά δημοφιλείς προορισμούς ελάχιστους, παρατήρησα περισσότερους απότι σε οιοδήποτε άλλο μέρος της χώρας.
Όντας φαίνεται πιο συνηθισμένοι στους ξένους, οι ντόπιοι ήταν σχετικά αδιάφοροι προς την παρουσία μου. Όλη μέρα, μού μίλησε μόνο ένας παραφιλικός Πακιστανός. Ήλθε κάθισε δίπλα μού σε ένα πεζούλι, και με το καλημέρα, πήρε να μού δείχνει στο κινητό τσόντες—ψαχνόμενος προφανώς να κάνει με οποιονδήποτε πράξεις που η κουλτούρα του αυτόχρημα τού απαγορεύει να κάνει προτού εργαστεί αρκετές δεκαετίες για να συγκεντρώσει το απαιτούμενο κεφάλαιο για αγορά μίας οικονομικής γυναίκας από κάποιον φτωχοπατέρα.
Βραδάκι, είπα να κινήσω να κοιμηθώ στο Φαρκ να είμαι το πρωί κοντά στον σταθμό. Ένα κοινόχρηστο ταξί με άφησε στα περίχωρα της πολίχνης, μπροστά σε ένα κεμπαπτζίδικο στα ριζά ενός λόφου. Ικανοποίησα στο πρώτο την πείνα μου και ανέβηκα στον δεύτερο να ικανοποιήσω την νύστα μου σε μία προνομιούχα, δροσάτη και καλλίθεη τοποθεσία.
Με έναν απολαυστό περίπατο μέσω της εισέτι κοιμισμένης πολιτείας, έφτασα πουρνιάτικα στον σταθμό, που ήταν ένα καβατζωτό γραφείο σε έναν άσχετο δρομίσκο. Εντός ολίγων ωρών, ήμουν πίσω στην Μουσκάτη και το σπίτι του Τσάρλς.
Πλην ωρών στο ναργιλεδάδικο, η δεύτερη διαμονή μου στην ομανική πρωτεύουσα περιελάμβανε προετοιμασία του επόμενου εξορμητικού μου σχεδίου. Αφού είχα ήδη εξερευνήσει πεζός, τώρα έκανα κέφι ρόδες. Βρήκα στο δίκτυο έναν νεαρό Ολλανδό ταξιδιώτη, τον Μαξ, που προσεχώς θα ερχόταν στο Ομάν, και κανονίσαμε να μοιράσουμε το κόστος ενοικίασης αυτοκινήτου και να περιπλανηθούμε παρέα. Την επομένη της άφιξής του, βρεθήκαμε σε ένα καφενείο στην Μούτρα (ιστορικό κέντρο της Μουσκάτης) να γνωριστούμε και να σχεδιάσουμε.
Ήλθε μαζί με μία Ολλανδέζα, την Ανεσίν, που είχε γνωρίσει εχθές στο αεροπλάνο. Αυτή ήταν φοιτήτρια αραβικής γλώσσας που μόλις είχε μετακομίσει στο Ομάν για σπουδές και είχε άμεσα ποριστεί με το απαραίτητο για μακροπρόθεσμη κατοίκηση σε αυτήν την πόλη μέσο μεταφοράς. Αυτού επωφελούμενοι, κατά την παρούσα και ακόλουθη μέρα προβήκαμε σε περιήγηση και αξιοθέαση της Μουσκάτης.
Τριγυρίσαμε στην Μούτρα· με τα προαιώνιά της κάστρα και τζαμιά, τις γραφικές επαύλεις και τους ευθαλείς της κήπους, το εμβληματικό της λιμάνι επί του στρατηγικού σμιξίματος της Αραβικής Θάλασσας και του Περσικού Κόλπου, και τον ασυνήθη για την περιοχή, σχετικά πυκνό ρου εξωτικών ανθρώπων. Επισκεφτήκαμε τα ανάκτορα και το μέγα τέμενος του έως τότε έμβιου Σουλτάνου Καμπούς. Βρεθήκαμε σε διάφορες γειτονιές και καταπράσινες με άλγη ακρογιαλιές.
Σαν παρήλθε αυτό το θυμηδές διήμερο, ο Μαξ θα έμενε για δύο ακόμη νύχτες στην πόλη. Εγώ, βαριεστημένος ελαφρώς απ’ την πρωτευουσιάνικη ζωή, είπα να ενοικιάσω το αμάξι μια-ώρα-αρχύτερα, να πάω να την πέσω σε κάποια κοντινή ερημιά, και να επιστρέψω μεθαύριο να τον πάρω να φύγουμε για μακρινές ερημιές. Έτσι-και, μεσημεράκι, παρέλαβα ένα Hyundai Accent από κάποιον Μοχάμεντ και πήρα τον νοτόνδε παράκτιο δρόμο.
Διασχίζοντας θεϊκώς ερημικά τοπία—όπου λιγοστά, μοναχικά ξερόδενδρα προτρέπουν τον θεατή των να εκτιμήσει βαθύτερα το θαύμα της ζωής—και διερχόμενος μέσω υποτυπωδών οικισμών—όπου παραδοσιακά ενδεδυμένες, υπέργηρες γιαγιάδες και παππούδες έγνεθαν και κωλοβαρούσαν αντίστοιχα στα σκιερά φλιά των χαμοκελών των—απογευματάκι, ο δρόμος τερμάτισε σε μία απέραντη αμμουδιά, που πλησίον της κυανής αλός, φιλοξενούσε ένα χωριό που το έλεγαν Ας-Σίφα.
Αφού αυτό ήταν γενικά άδειο από ανθρώπους και δεν προξενούσε ενδιαφέρον, σταμάτησα σε ένα μαγαζάκι για προμήθειες και κίνησα να βρω κάποιον ωραίο γιαλό για να την πέσω. Εκεί που, με το φλας αναμμένο, ετοιμαζόμουν να πάρω μία στροφή προς την κατεύθυνση της θάλασσας, ήλθε και καρφώθηκε αποπίσω μού μία μαντιλωμένη θείτσα που οδηγούσε με το τηλέφωνο ανά ωτός.
Ευτυχώς με κοπάνησε ξώφαλτσα και μού άφησε λίγες μόνο γρατζουνιές στο πίσω φτερό. Παροτρυνθέντες από πανικόβλητή της κλήση, κατέφτασαν οσονούπω δύο άνδρες-προστάτες (πιθανώς σύζυγος και αδελφός) να επιβλέψουν την κατάσταση. Τών εξήγησα με παντομίμα τι συνέβη, και απελογήθησαν για λογαριασμό της. Έβγαλαν τότε μία τύπου-μαγική αλοιφή, που με λίγη απαλή επάλειψη, εξάλειψε ολωσδιόλου τις χαραγματιές και το ενδεχόμενο να μού τα πρήξει ο ιδιοκτήτης ο Μοχάμεντ.
Κατέληξα κάτω από ένα από τα ελάχιστα δένδρα του τόπου, σε μία απόσταση από την κυματωγή του βόρειου άκρου της παραλίας όπου άρχιζε ο φλοίσβος να φθίνει. Βολεύτηκα και πήρα να μαγειρεύω. Λογάριαζα θα διατηρούσα όλον τον ευρύ αιγιαλό ιδιωτικό. Μα καθώς έγερνε ο ήλιος, μαζεύτηκαν παρέες λογικά πρωτευουσιάνων κατασκηνωτών· μάλλον λόγω του ότι, ως μόλις συνειδητοποίησα, ήταν Πέμπτη.
Απλώθηκαν αραιά ανά την αχανή αμμουδιά. Δεν τους έβλεπα καν σαν έπεσε το σκοτάδι, και θα είχα πλήρως λησμονήσει την παρουσία των εάν δυο-τρείς μαγκλαράδες εξ αυτών δεν έπαιρναν να οργώνουν ασταμάτητα την παραλία πανωκάτω με δίχρονα μοτοκρόσια και γουρούνες.
Αφού δεν θα έκλεινα μάτι πριν βαρεθούν ή ξεμείνουν από βενζίνη, έχρηζα ψυχαγωγίας. Μπήκα στο hangout του Couchsurfing (μία εφαρμογή όπου ευρισκόμενα στον ίδιο χώρο, άγνωστα άτομα μπορούν να συνδεθούν και να κανονίσουν να συναντηθούν στον αληθινό κόσμο). Ήμουν εντός εμβέλειας Μουσκάτης και έπιασα αποκεί ένα ενεργό τσάτρουμ.
Σε αυτό συμμετείχαν: μια-δεκαριά Μοχαμέντηδες· άλλοι τόσοι μεικτοί Αλίδες, Αχμέντηδες, Αμπντούληδες, και Ιμπραήμηδες· και μία υποτιθεμένως Καναδέζα τύπισσα με μία σεξουλιάρικη φωτογραφία προφίλ—που πιθανότατα ήταν τύπος και τους δούλευε όλους ψιλό γαζί.
Έλεγε αυτή: «Αγόρια, έχουμε έλθει με την αδελφή μου Ομάν και θέλουμε να πάμε παραλία. Κανείς για παρέα;»
Έπεφταν όλοι οι μαντράχαλοι αποπάνω, και ο καθείς ανεξάρτητα των άλλων έριχνε δελεαστικές προτάσεις για δωρεάν μεταφορά και πλουσιοπάροχα τσιμπούσια σε μαγευτικές ακρογιαλιές.
Και συνέχιζε η υποψήφια αρραβωνιάρα: «Τέλεια, παιδιά, πολύ γουστάρω! Να κανονίσουμε! Αλλά να… Παίζει ένα θεματάκι… Έχω ακούσει πως η χώρα σας είναι λίγο συντηρητική… Και είναι που σε μένα και στην αδελφή μου μάς αρέσει να κολυμπούμε με κωλοκόφτες και αυτοκόλλητα αστεράκια στις ρώγες… Μήπως μας παρεξηγήσει ο κόσμος;»
Πωρώνονταν κιάλλο οι επίδοξοι μνηστήρες και προσέθεταν τον παράγοντα της άκρας ιδιωτικότητας στις προηγούμενές των προσφορές… Και ανεπτύσσετο έτσι η διασκεδαστική αυτή συζήτηση μέχρι που κουράστηκαν οι γκαζοφονιάδες και με πήρε ο ύπνος.
Νωρίς-νωρίς ξεκίνησαν εκ νέου οι τελευταίοι το γκαζοφονιλίκι και μού αρνήθηκαν το χουζούρεμα. Τα μάζευσα στα-γρήγορα και μετέβην λίγο βορειότερα, όπου έκειτο ο Όρμος του Αλ-Χαϊράν.
Κόλποι, παράκολποι, και διάσπαρτες βραχονησίδες σχημάτιζαν εκεί ένα παραδείσιο μίνι φιόρδ. Επί αγκυροβολημένων ανά τα σμαραγδένια νερά κοτέρων, διέκρινες αλλοδαπές γυναικείες σιλουέτες με μπικίνια στα καταστρώματα και φανταζόσουν πετρελαιάδες που αγουροξυπνούσαν πάνω από θινίσκες άσπρης σκόνης στις καμπίνες.
Ως ήταν Παρασκευή, οι παραλιούλες ήταν κατειλημμένες από εκδρομείς. Με κάμποση περιφορά, αφού σκαρφάλωσα πίσω από κάποια ράχτα, εντόπισα μία ελεύθερη για την πάρτη μου.
Πέρασα εκεί σχεδόν όλη την ημέρα, ξάπλα με ένα βιβλίο στην ξηρά και σνορκελάροντας στα λαγαρά νερά εναλλάξ. Τα τελευταία έβριθαν με μαλάκια, καρκινοειδή, και πολυειδή ψάρια. Κάποια γλιστροβολούσαν ολόγυρα σαν σφαίρες· άλλα έκαναν τούμπες και πιρουέτες στην ατμόσφαιρα· μερικά μικροσκοπικά συνάζονταν και τσιμπολογούσαν το δέρμα μου. Πριν βραδιάσει, έφυγα να γυρίσω στην Μουσκάτη στην ώρα για το πάρτι.
Προτού ξεκινήσουμε με τον Μαξ το ταξίδι το επόμενο πρωί, με είχε καλέσει σε μία μάζωξη που έκανε ο φίλος που τον φιλοξενούσε. Ο Μαλίκ ήταν ένας ευγενέστατος κι ευχάριστος τύπος πακιστανικής καταγωγής που είχε καζαντίσει στο Ομάν με αντιπροσωπίες ηλεκτρονικών ειδών. Κατοικούσε σε μία σπιτάρα με κηπάρα και μόνιμη Φιλιππινέζα υπηρέτρια.
Μία ακόμη Φιλιππινέζα φίλη του Μαλίκ, η Ανεσίν η Ολλανδέζα, ο Τσάρλς, ο φίλος ο Έλληνας ο Νίκος ο καθηγητής, δύο εκπατρισμένοι Αλγερινοί, ένας εργασιομανής και φιλοχρήματος Γερμανός παππούς που είχε μεσοκοπιάσει δουλεύοντας στα κράτη του Κόλπου, και μία Ρωσίδα κουκλίτσα που είχε μετοικήσει στο Ομάν με κάποια απασχόληση που θα απέφευγε να καλοεξηγήσει… Αυτοί—αν δεν ξεχνάω κάποιoν—απαρτίσαμε την σύναξη.
Αράξαμε υπό τα άστρα, ανάψαμε ναργιλέδες, φάγαμε τα κέρατά μας, και όσοι το επιδεχόμασταν από απόψεως θρησκευτικής ηθικής, λιώσαμε στα ξίδια. Το κλου πάντως της βραδιάς ήταν το καραόκε. Η Φιλιππινέζα η υπηρέτρια έκλεψε την παράσταση. Πράγματι, είχε στην χώρα της συμμετάσχει και προκαλέσει εντύπωση σε διαγωνισμό ταλέντου· μα φαίνεται η υπηρέτηση στο Ομάν ήταν πιο προσδοφόρα από επιδίωξη μουσικής καριέρας. Η Ρωσίδα πάλι, απ’ όλα τα τραγούδια, διάλεξε να μάς τραγουδήσει τον ρωσικό εθνικό ύμνο. Βούρκωσαν τα ματάκια της εκεί που φάλτσα κλιμάκωνε με αυτήν την ιχ στρανά.
Με έλλειψη ύπνου και υπερπλήρωση οξέων στο στομάχι, αφήσαμε το πρωί με τον Μαξ την πόλη. Αντί του παράκτιου επαρχιακού που είχα πάρει τις προάλλες, ακολουθήσαμε τον αυτοκινητόδρομο, που μέσω της κάτερμης ενδοχώρας, ξανάσμιξε με την ακτή νοτιότερα από το σημείο που είχα φτάσει.
Εκεί συναντήσαμε το στόμιο του Φαραγγιού (και σποράδην Ποταμού) Ντάικα, που στις υψηλές του ανάβρες περιέχει το ομώνυμο, μεγαλύτερο φράγμα και τεχνητή λίμνη της χώρας. Μιας-και αυτό ήταν δυσπρόσιτο και μακρινό, δεν είχαμε χρόνο να το προσεγγίσουμε. Εναλλακτικά, παρατήσαμε την εθνική και δοκιμάσαμε να ανέβουμε λίγο μες στο φαράγγι με το αμάξι.
Αφότου—βγαίνοντας οληνώρα να απομακρύνουμε μεγάλες πέτρες και κοπανώντας στις μικρότερες—καταλάβαμε ότι πεζοί θα είχαμε διανύσει την διπλή απόσταση, βγήκαμε και συνεχίσαμε με τα πόδια. Προχωρήσαμε δυο-τρία χιλιόμετρα και αγάσαμε την καταπληκτική τριχρωμία που συντελούσαν ο γαλάζιος ουρανός, οι ερυθροκάστανες πλευρές του φαραγγιού, και ο λευκόφαιος, κροκαλένιος του πάτος. Βρήκαμε ίσκιο να γευματίσουμε σε ένα στενό παραφάραγγο, και έχοντας οριακά γλιτώσει σοβαρό ηλιέγκαυμα, γυρίσαμε στο αμάξι και κινήσαμε παραπέρα.
Η δεύτερη στάση της ημέρας ήταν η Καταβόθρα Μπίμα· μία τεράστια—διαμέτρου εξήντα μέτρων και μέγιστου βάθους πλέον των εκατό—φυσική γούβα, της οποίας τον πυθμένα πληροί μίξη γλυκού και, διεισδύοντος υπογείως για εξακόσια μέτρα από την θάλασσα, αλμυρού νερού. Την περικλείει ένα ευρύ, περιφραγμένο τεχνητό πάρκο. Οι τοπικές δημοτικές αρχές έχουν καταβάλει άξια προσπάθεια όπως κάνουν αυτό να μοιάζει με κανονικό πάρκο—με δένδρα και λουλούδια και τέτοια—αλλά η ακραία ξηρασία συνιστά δυσυπέρβλητο εμπόδιο.
Πλήθος ανθρώπων, ντόπιων και ξένων, παρευρίσκετο στον χώρο. Εν μέσω πλήρους επιπεδότητας, η τοποθεσία της τρύπας δεν κατέστη ορατή μέχρι που βρεθήκαμε στο χείλος της. Είκοσι μέτρα κάτω έκειτο η στάθμη των τιρκουαζών υδάτων. Μέσω μίας τσιμεντένιας σκάλας, κατέβαιναν και χαίρονταν οι εκδρομείς αυτών την δροσεράδα.
Αποτελεί αξιοσημείωτη ιδιοτροπία του είδους μας το ότι, βλέποντας έναν γκρεμό δίπλα από μία μάζα νερού, μάς γεννάται αυτόματα η επιθυμία να πηδήξουμε για την τέρψη και-μόνο. Αφού πρώτα έριξα δυο βουτιές να εξετάσω το βάθος—σιγουρευόμενος πως δεν θα χρειαστώ και ορθοπαιδικό μετά τον οδοντίατρο—ανέβηκα και πήρα να γυρεύω βατήρα.
Ένα εξόγκωμα του βράχου πάνω απ’ το βαθύ σημείο παρεμπόδιζε το άλμα από το χείλος καθαυτό. Διά τούτο κατήλθα να χρησιμοποιήσω αυτό ως πατάρι. Γύρω στα δεκαεπτά μέτρα απείχε αποκεί η υγρή επιφάνεια. Με το τρία, σάλταρα, και εντός διαστήματος κατά πολύ βραχύτερου απότι φάνταξε, μπήχτηκα με μία πλαταγή στο νερό. Πήρε λίγες στιγμές ως να αναδυθώ με έναν αλαλαγμό εκτόνωσης αδρεναλίνης.
Κατ’ εξαίρεσιν συννεφιασμένο βράδυ, αφίχθημεν σε ένα παράκτιο χωριό που το έλεγαν Τίουι. Μία μαλέγρα αύρα ρομαντικού μαρασμού απέπνεε αυτός ο τόπος. Λίγα φροντισμένα σπίτια στέκονταν σκόρπια ανάμεσα σε σωρούς μπάζων πάλαι κατοικιών. Παιδικές ομηγύρεις παιζογελούσαν ανέμελα στους δρόμους, και γεροντικές κομπανίες κατάχαμα έπαιζαν χαρτιά μπροστά από ορθάνοικτες πόρτες, ενώ αναδιδόμενα εξ αυτών μοσχοβολήματα υπεδήλωναν τις ασχολίες των άφαντων, θηλυκών μελών της κοινότητας. Είχε νυχτώσει σαν είχαμε αποφάει σε μία τοπική λοκάντα και πήραμε σβάρνα την ακτή εις αναζήτηση κατασκηνωτηρίου.
Καταλήξαμε σε μία απάνεμη πλατωσιά υπέρ της κατασκότεινης, παφλάζουσας ακροθαλασσιάς. Δίπλα ήταν η είσοδος του Φαραγγιού Σαμπ, στο οποίο και κινήσαμε να μπούμε με το πρώτο φως.
Ο χώρος στάθμευσης ήταν ήδη ολόγιομος επισκέπτες. Χώρια αυτών, στην όχθη της ποταμολίμνης που τελμάτωνε στην εμπασιά του φαραγγιού, ήταν συναγμένο ένα μπουλούκι βαρκάρηδων. Λέγεται ότι σε άλλες εποχές του έτους η στάθμη είναι αρκετά χαμηλή για να τσαλαβουτήσει κανείς απέναντι. Μα δεδομένου του παροντικού βάθους—πάρεξ κολύμπι ή σχεδόν εγγυημένως θανατηφόρο σκαρφάλωμα από τα παράπλευρα ορθοπλάγια—η μόνη μέθοδος διάσχισης ήταν να πληρώσουμε εκείνους ένα ριάλι.
Πήραμε από την άλλη το μονοπάτι προς τα ενδότερα. Στένευε προοδευτικά το φαράγγι και ομοίαζε με δίοδο παραδείσου. Πολυάριθμα αυλάκια κατένεμαν τα ευεργετικά ρεματόνερα πανταχού ανά την φτενή κοιλάδα, ποτίζοντας, εκτός από τις κλασικές χουρμαδιές, λαχανικά, παπαγιές, και άλλα ασυνήθιστα στην περιοχή φρουτόδενδρα.
Σε κανα-μισάωρο, είχαμε φτάσει στην πρώτη φυσική πισίνα. Εντεύθεν, θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε τσαλαβουτώντας και κολυμβώντας μέσω μίας διαδοχής αυτών μέχρι την τελευταία, την ευρισκόμενη εντός ενός σπηλαίου. Αλλά διότι είχα μαζί τον διαπερατό μου σάκο, τον οποίο δεν ήθελα ούτε να μουσκεύσω ούτε να παρατήσω απρόσεκτο, αποφασίσαμε να προχωρήσουμε εναλλακτικά.
Πιάσαμε μιαν ατραπό πάνω στο απότομο μπαΐρι και φύγαμε πεζοί προς τα βάθη της χαράδρας. Κάτω χαμηλά, προσπεράσαμε όλες τις πισίνες, κι-όλο παίρναμε ύψος. Θέλαμε πλέον να επαναπροσεγγίσουμε τον πάτο, μα δεν εντοπίζαμε διαδρομή που προσέφερε εύλογες πιθανότητες επιβίωσης. Τελικά, καταφέραμε σε ένα σημείο και κατεβήκαμε με λίγη καταρρίχηση και τσουλήθρα επί μίας σάρας.
Παρακάμπτοντας και σκαρφαλώνοντας γιγάντιους ογκολίθους, οπισθοδρομήσαμε την κοίτη μέχρι που φτάσαμε στην σπηλιά· ή, ακριβείας χάρη, πάνω από την σπηλιά.
Στεκόμασταν στο χείλος μίας οπής, εντός της οποίας βλέπαμε ανθρώπους να πλατσουρίζουν ξεκαρδισμένοι στην φανταστική σπηλαία λιμνούλα. Η φυσιολογική συνέχιση τώρα ήταν πηδήξουμε μέσα όπως ήμασταν. Ωστόσο, το πρόβλημα ήταν το εξής:
Άπαξ και μπαίναμε στο νερό, δεν υπήρχε τρόπος να ξαναβγούμε στο ίδιο σημείο. Η μοναδική επιλογή για να συλλέξουμε τον σάκο θα ήταν να κολυμβήσουμε στην αρχή και να ξανάλθουμε και να επιστρέψουμε μέσω της ίδιας διαδρομής· διαδικασία ολοήμερη.
Η λύση: Επιστρατεύοντας την μαστορική μου πατεντοσύνη, με όποια λιγοστά κλαριά ευρίσκονταν τριγύρω και λίγο σπάγκο, θα κατασκεύαζα μία πρόχειρη σχεδία. Θα πηδούσα εγώ μέσα από την τρύπα· ο Μαξ θα ερχόταν απογύρω σε ένα χαμηλότερο παταράκι δίπλα από την είσοδο της σπηλιάς· θα μού πάσαρε αποκεί πρώτα την σχεδία, μετά τον σάκο· θα βουτούσε κι αυτός· και όμορφα-κι-ωραία, θα ωθούσαμε τον σάκο πλωτό και στεγνό έως την έξοδο.
Έτσι κι έγινε. Τα πάντα πήγαν βάσει σχεδίου μέχρι αυτού το στάδιο που προέβλεπε ότι η ευρεσιτεχνία μου θα άντεχε το βάρος. Μία-που ακούμπησε ο σάκος την ψάθα που κορδώθηκα να αποκαλέσω σχεδία, μία-που η αυτή διαλύθηκε σε σκόρπια κλωνάρια και αυτός βούλιαξε ευθύς προς τον βυθό.
Έπεσε μέσα κι ο Μαξ αμέσως. Αρπάξαμε τον σάκο με ένα χέρι ο καθείς, και κωπηλατώντας υποβρυχίως με πόδια και ένα ελεύθερο χέρι, αγκομαχώντας και πασχίζοντας για κάθε ανάσα, τον κρατήσαμε όσο ήταν δυνατό πάνω από την επιφάνεια και τον μεταφέραμε με-τα-χίλια-ζόρια στην στεριά. Αν-και ήταν δυο-τρείς φορές βαρύτερος, ό,τι ευαίσθητο ήταν εντός τού παρέμεινε σχετικά ανότιστο μέσα στις πλαστικές σακούλες.
Λίγες ώρες ύστερα, είχαμε γυρίσει στο αμάξι και οδηγήσει νοτιότερα στο Σουρ. Η μεγαλούτσικη αυτή πόλη, ευρισκόμενη μεταξύ της θάλασσας και μίας λιμνοθάλασσας, συνδέεται με την υπόλοιπη ξηρά μέσω μίας στενής λωρίδας γης και περικλείεται σχεδόν ολούθε από νερό.
Παρκάραμε πρώτα στην θαλάσσια μεριά και πήγαμε μία περπατησιά κατά μήκος της δολιχής παραλίας. Ψαρόβαρκες και παρέες ποδοσφαιριστών κατελάμβαναν το ευρύ αμμοπέδιο. Πριν το ηλιοδύσιο, οδηγήσαμε στην μεριά της λιμνοθάλασσας. Δίπλα από ένα προσστεριωμένο, εκτιθέμενο παλαιό ιστιοφόρο, εκεί βρήκαμε μία ωραία ψαροταβέρνα. Νύχτα, ελισσόμενοι σε έναν λαβύρινθο ρυμών, όπου τζαμιά αποτελούσαν τις μοναδικές πηγές φωτός, βγήκαμε στης πόλης το πανηγυρτζίδικο παζάρι.
Οδούς και στοές κατέκλυζαν άνθρωποι, φωνές, τσίκνα, και ντουμάνια. Συγκριτικά με την νόρμα της χώρας, κυκλοφορούσαν επίσης και πολλές γυναίκες. Χαλαρά, συχνάκις ακόμη και ασυνόδευτες, σεργιάνιζαν και μπαινόβγαιναν στα κυριλάτα ραφεία, τσεκάροντας τις τάσεις της μόδας σε μπούρκες και νακίμπια. Σε διάφορες γωνίες, μπαρμπάδες παζάρευαν παθιασμένα πάνω από κλουβιά παραπονετικώς κλωζόντων πουλερικών.
Κάτι χαρακτηριστικό που πρόσεξα σε αυτήν την πόλη ήταν ότι, στα πανταχού παρόντα του πορτρέτα—εν αντιδιαστολή με την συνήθη, καλοκάγαθη, πατρική του απεικόνιση—ο Σουλτάνος εδώ πόζαρε με πολυβόλο και σφαιροζώνες χιαστί στους ώμους. Η ευγενής διάθεση των κατοίκων της, ωστόσο, δεν υστερούσε διόλου από την των υπολοίπων Ομανών.
Καρακότσαγα, σαουαρμάδες, τσεμπάμπια, κουβέντες… μας πήρε αργά. Διασχίζοντας την γέφυρα υπέρ του διαύλου της λιμνοθάλασσας και οδηγώντας κάμποσα ακόμη παράκτια χιλιόμετρα, θα κόντευε μεσάνυχτα σαν αφίχθημεν στην Λιμνοθάλασσα του Χουρ Αλ-Ζαράμα. Δεδομένης και της τρανταχτής απουσίας της σελήνης, ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να εντοπίσουμε χώρο για κατασκήνωση μες στην απέριττη μαυρίλα. Εκεί που γυρεύαμε σε ένα πεδίο, μας κοντοζύγωσε αποπίσω ένα αμάξι και μάς έκανε νόημα με τα φώτα να σταματήσουμε.
«What look for, habib?» ρώτησε ο οδηγός σαν φρέναρε αποδίπλα.
«A place to camp» έλαβε για απάντηση.
«No problem, habib» είπε, έγνεψε να ακολουθήσουμε, και προηγήθηκε.
Παρκάραμε τα αμάξια κοντά στο στόμιο της στομαλίμνης και βαδίσαμε ξοπίσω τού παράλληλα με την ακτή της ανοιχτής θάλασσας. Τερματίσαμε σε μία παράμερη παράγκα, όπου λίγοι ακόμη—μάλλον αδελφοί ή ξάδελφοι—συνάδελφοι ψαράδες όκνευαν πριν έλθει ώρα να βγουν στο πέλαγος.
Καθίσαμε, ήπιαμε τσάι, και καπνίσαμε από ένα πιπάκι έναν ιδιαίτερο τύπο καπνού που αποτελεί χαρακτηριστικό συνήθειο Ομανών αλιευτών. Δεν μιλούσαν πολλά αγγλικά, αλλά ευχαριστήθηκαν να μάς δείχνουν στα κινητά φωτογραφίες και βιντεοκλίπια τοπικής παραδοσιακής μουσικής.
Όσο για ύπνο, πρότειναν να μας πάνε με την βάρκα σε ένα άγνωστης χρήσεως πασσαλόπηκτο οικηματάκι που μόλις διεκρίνετο έξω στο τρισκότεινο θαλάσσιο πέραν. Η ιδέα ενέβαλλε μία κάποια θέλξη, ήταν όμως λογιστικά περίπλοκη. Έπρεπε να πακετάρουμε όποια πράγματα χρειαζόμασταν και να μείνουμε αποκλεισμένοι μέχρι να ξανάλθουν να μας πάρουν το πρωί. Αφού λοιπόν δηλώσαμε προτίμηση στην στεριά, ξαναμπήκαμε στα αμάξια και μας οδήγησε σε ένα ωραίο ύψωμα υπέρ του όρμου και μίας γραφικής, μισοσάπιας και στραβής, ξύλινης προβλήτας.
Στήσαμε εκεί σκηνές και ξεραθήκαμε στον ύπνο έως ότου, σε μία αόριστη νυκτερινή στιγμή, αυτός διεκόπη από ένα σφυροκόπημα σφοδρών σπιλιάδων. Ενστικτωδώς πετάχτηκα πάνω με παρορμητική εγρήγορση αντιμετώπισης επερχόμενης καταιγίδας. Μα σαν σε δυο στιγμές το νοητό μου πρόφτασε το ένστικτο, θυμήθηκα πως είμαι στο Ομάν, σκέφτηκα εδώ δεν βρέχει, και επανασωριάστηκα στο μαξιλάρι, μέχρι που οριστικά με ξύπνησαν οι πρώτες σταγόνες, που ενδυναμωμένες ριπές πλαταγωδώς πήραν να βάλλουν εναντίον των σκηνών.
Αυτές ήταν όσο-πάει καλοκαιρινές· ιδανικές για να τις διαπερνάει η όποια αμελητέα φρεσκαδούρα, όχι για να αντέχουν θύελλες και θεοποντές. Τις ξεστήσαμε στα-μπαμ και τις ξαπλώσαμε, να μην σκιστούν και σπάσουν, ρίξαμε αποπάνω από δυο κοτρόνια να τις κρατήσουν εκεί που ήταν, και καταφύγαμε στο αμάξι να συνεχίσουμε τον ύπνο μέσω του χαλασμού και άχρι της αποκατασταθείσας αιθρίας της αυγής.
Τότε διανύσαμε την βραχεία απόσταση μέχρι την ακροανατολικότερη απόληξη της Αραβικής Χερσονήσου και την εκεί ευρισκόμενη παραλία Ρας Αλ-Ζενζ, η οποία είναι περίφημη για δύο λόγους: ίχνη προϊστορικής ανθρώπινης δραστηριότητας και εξακολούθηση προϊουρασιακής χελωνίσιας ωοτοκίας.
Ενεργοποιημένη από την νωπή βροχή, μία ασυνήθως πυκνή συγκέντρωση σκληροτράχηλων θάμνων σκέπαζε τα αμμοπέδια στον δρόμο κείσε. Καμήλες και κατσίκες τους μετέτρεπαν σε στομαχικό πολτό βιαστικά και με ξέχειλη ικανοποίηση. Στο παραπλήσιο χωριό Αλ-Χαντ, με αντίστοιχα συναισθήματα πλατσούριζαν παιδάκια στις ταχέως εξατμιζόμενες λασπονερολακούβες, προς εμφανή αγανάκτηση πολλών πλυστρών μανάδων.
Και φτάσαμε στο άκρο τέλος της ξηράς προ της Αραβικής Θαλάσσης. Ένα ξενοδοχείο χωρητικότητας δέκα ΚΑΠΗ, που ζήτημα αν φιλοξενούσε ένα-δύο ζευγάρια Ευρωπαίων συνταξιούχων, ήταν το μόνο παρόν κτίσμα, καθώς και το τέρμα του δρόμου. Παρκάραμε και κατεβήκαμε παραλία.
Σε ένα συγκρότημα πελώριων βράχων, μία ταμπέλα απαγόρευε την αφαίρεση αντικειμένων. Απόρησα τίνα αντικείμενα μπορούσε κανείς να αφαιρέσει αν όχι άμμο και πέτρες, έως που είδα έναν βράχο που παραέμοιαζε με ελέφαντα για να είναι τυχαίο. Αν ψάχναμε καλά, θα βρίσκαμε και ζωγραφιές που άφησαν κάποιοι τύποι που είχαν συνδέσμους με την Κοιλάδα του Ινδού πριν πέντε χιλιετίες. Αλλά δεν καθοδηγούσε στοιχείο, και μπορούσε το ψάξιμο να πάρει όλη μέρα.
Ανά την διάπλατη αμμουδιά, χνάρια συρσίματος χελωνών σήμαιναν πως πάει καλά το αβγοβόλι. Θα μπορούσαμε να τις δούμε επιτόπου την νύχτα· μα αφού κι εξάλλου είχαμε μείνει εκεί πόσες ώρες, μέσα-έξω θάλασσα, είπαμε να πάμε να τις δούμε σε μία πιο καβατζωτή παραδιπλανή παραπαραλία.
Προχωρήσαμε όσο ήταν εφικτό με το Accent, και πήγαμε μετά μία κατεβασιά με το πεζό-το-δύο. Τα μόνα δύο ανθρωποκατασκεύαστα πράγματα ανά τα λίγα εκατοντάδες μέτρα της αμμούδινης έκτασης ήταν μία βάρκα κι ένα δίχτυ μέσα σε μία σπηλιά. Εκειμέσα στήσαμε σκηνές—μην έχει συνέχεια η κακοκαιρία—και περιμέναμε την νύχτα.
Ήταν ασέληνη και εξαιρετικά ζοφώδης. Μύριοι ήλιοι και ο γαλαξίας λαμπύριζαν αυστηρώς ασάλευτοι από τα πέρατα της ύπαρξης, και άλλα τόσα σώματα πλαγκτόν φωσφόριζαν και στροβιλίζονταν με τα κύματα σε χαώδεις, μαυλιστικές πατέρνες—μηχανορραφώντας ενδεχομένως πλεκτάνες κατά του Μπομπ του Σφουγγαράκη. Χελώνες όμως δεν φαίνονταν. Έτσι είπαμε να ρίξουμε έναν υπνάκο και να δοκιμάσουμε πιο αργά.
Πιο αργά, στην εξίσου ταρτάρεια και έτι μαγευτικότερη προχωρημένη νύχτα, κατεβαίνοντας εκ νέου από την σπηλιά στην άμμο, σχεδόν αμέσως προσέπεσε ο φακός σε μία αργοκινούμενη, σκούρα φιγούρα. Εκεί ήταν μία προσεχώς μαμά θαλασσοχελώνα, εμπόνως πτερυγίζοντας τον ανήφορο προς την περιπόθητη μητρότητα. Την παρακολουθήσαμε διακριτικά μέχρι που γλίστρησε σε μία προεσκαμμένη λακκούβα, και πιθανώς ξεθάβοντας παράλληλα τα αβγά της προκατόχου της, πήρε βραδέως και κοπιωδώς να φτυαρίζει την άμμο με τα αδέξιά της πτερύγια.
Τότε προσέξαμε άλλες δύο που μόλις ετοιμάζονταν να εξέλθουν του ωκεανού. Ήταν πρώτη φορά που παρατηρούσα το θέαμα, και μέχρι στιγμής θα είχα θεωρήσει ότι αυτό θα τών ήταν ευκολότερο. Κουράστηκα ο ίδιος να τις βλέπω να παλεύουν εναντίον του ανάλαφρου κυματισμού, παρασυρόμενες από αυτόν μπρος-πίσω σαν κουφάρια. Φαντάστηκα θα ήταν κάπως σαν να προσπαθούσα να κολυμβήσω εγώ εάν οι παλάμες και οι πατούσες μου άρχιζαν κατευθείαν από τους ώμους και την λεκάνη. Όπως μοχθούσαν, μπήκα σε έναν πειρασμό να πάω να τών δώσω ένα σπρωξιματάκι, μα τον υπερνίκησα. Δεν θα με πείραζε να μείνω να τις χαζεύω ολονυχτίς, αλλά υπέθεσα πως θα πειράζονταν αυτές. Έτσι-και τις αφήσαμε ήσυχες και γυρίσαμε στην σπηλιά να ολοκληρώσουμε τον ύπνο.
Στρεφόμενοι καθέτως στην πρότερη γενική μας πορεία, πήραμε ταχινά την ακτή προς νότο και δύση έως το λιμάνι της πολιτείας Αλ-Ασκίρα. Εκεί έλεγε ο χάρτης πως υπήρχε μία παμπ. Η πιθανότητα του να μην είναι αυτό λάθος μού έδοξε μηδαμινή, πήγαμε όμως ούτως-ή-άλλως να την εξετάσουμε (ίσως για ξένους ναύτες). Αφού εξακριβώσαμε το λάθος, και μείναμε στην καθιερωμένη πακιστανική κουζίνα με φυσικό χυμό, αφήσαμε την θάλασσα για την ενδοχώρα.
Κάμποσα χιλιόμετρα εντός αυτής, σε μία άνυδρη κοίτη σφηνωμένη ανάμεσα σε αμμόλοφους και βράχους, φτάσαμε στην μεγαλούτσικη πόλη Ζαλάν-Μπάνι-Μπου-Αλί. Αγοράσαμε φαγώσιμα και πήραμε να ψάχνουμε καπνίσιμα. Μού φαίνεται στο Ομάν είναι ευκολότερο να βρεις καρβουνάκια ναργιλέ παρά ένα πακέτο τσιγάρα. Έχοντας ρωτήσει μια-κατοστή αγνώστων, που ο καθείς μας έστελνε προς νέα τυχαία διεύθυνση, κατά πλήρη τύχη ρωτήσαμε τελικά και τον καπνοπώλη αυτοπροσώπως, που άνοιγε το άσημο καπνοπωλείο αποκλειστικά κατά παραγγελία.
Μετά πήγαμε στης πόλης το αρχαίο φρούριο. Ήταν ρημαγμένο, μα επιβλητικό και γραφικό. Προσέχοντας μην καταρρεύσουν ταβάνια και πατώματα υπέρ και υπό των κεφαλών και των ποδών μας, ανεβήκαμε στα άνω επίπεδα και θαυμάσαμε χρυσόωρες, χιλιονυκτικές θέες της περιβάλλουσας αραβικής γεωγραφίας. Θα ήταν παραμυθένιο μέρος να κατασκηνώναμε, μα αποφασίσαμε να βρούμε κάποιο ερημικότερο στις Άμμους της Ουαχίμπας.
Έτσι ονομάζονται οι αχανείς διαδοχές θινών που φιλοξενούν την πιο αφιλόξενη έκταση στο Ομάν εκτός της Ερήμου Ρουμπ Αλ-Καλί: των λίγο δυτικότερα ευρισκομένων, αχανέστερων διαδοχών θινών που φιλοξενούν την πιο αφιλόξενη έκταση στον πλανήτη εκτός της Ανταρκτικής.
Πάχαινε η επίστρωση πεφυσημένης άμμου υπέρ του στενωπού, ραγισμένου οδοστρώματος· μειωνόταν και η ταχύτητα του πατινάροντος, αναπηδώντος οχήματός μας. Ίσα που κινούμασταν σαν κόλλησε αποπίσω ένα πιεστικό, στρατιωτικό τζιπάκι. Έκανα πλάι. Παρατήρησα από τον καθρέφτη το τζάμι του συνοδηγού να χαμηλώνει καθώς ετοιμαζόταν για προσπέραση. Και εντός ολίγου, παρατήρησα κι απ’ το παράθυρο την τσαντισμένη φυσιογνωμία του οδηγού να εκπλήσσεται στιγμιαία, προτού υιοθετήσει ένα αγνό, φαιδρό χαμόγελο.
Σταμάτησε λίγο πιομπρός, κατέβηκε, και μάς έγνεψε ακινητοποίηση. Ήταν ένας τυπικός μεσήλικας Άραβας με στρατιωτικό μουστάκι, ντυμένος με μία καθημερινή, γκρίζα κελεμπία και ένα λιτό, ελεκτρίκ φέσι. Προβλέψιμα, συστήθηκε ως Μοχάμεντ.
«Ψάχνουμε τόπο να κατασκηνώσουμε» ικανοποίησα την περιέργειά του.
«Είστε στην γη μου!» προέφερε σε σπαστά αγγλικά και κατενθουσιασμένο τόνο. «Είστε μουσαφίρηδές μου· ακολουθήστε με» προσέθεσε επιτακτικά, και δίχως να περιμένει στιγμή για απάντηση, ξαναμπήκε στο αμάξι και προηγήθηκε.
Καταλήξαμε στην κορυφή ενός αμμολόφου. Ένα τσαρδάκι, ένα κοτέτσι, και διάφορα σκόρπια αντικείμενα βρίσκονταν εκειπάνω. Καμήλες και ερίφια έβοσκαν νωχελικά ό,τι σπάνιο προσφερόταν για βόσκηση. Ένα μισοκοιμισμένο βοσκόπουλο αντέδρασε στην απρόσμενη άφιξη του αφέντη με πανικόβλητη έγερση και ανυπέρθετο κατάπιασμα με ασχολίες.
Με παρακίνηση του οικοδεσπότη, ξανοίξαμε την ολόπλατη θέα. Αραιές οάσεις και εγκαταστάσεις διέσπειραν τα μεσοδιαστήματα των κοκκινοπών αμμολόφων, προτού αυτοί εξαπλωθούν μόνοι, απροσμέτρητοι προς τον μακρινό ορίζοντα, υπέρ του οποίου κόντευε τώρα να δύσει ένας πυρόχρους ήλιος.
«Χάμνταλα» επιφώνησε η αφεντιά του Μοχάμεντ. «Ό,τι βλέπετε ανήκει σε εμένα και την οικογένειά μου» συνέχισε με δακρύβρεκτη υπερηφάνεια. «Να κατασκηνώσετε όπου θέλετε» προσέφερε με ειλικρινή μεγαλοψυχία. Και «όλα με τα χέρια μου τα έφτιαξα» κατέληξε, μοστράροντας τις δικές του παλάμες μα εννοώντας μάλλον των εργαζομένων για αυτόν βοσκόπουλων.
Ως μας προέτρεψε, μπουκάραμε στο τζιπ να μας πάει περιήγηση στις κτήσεις του. Το πιο ενδιαφέρον που είδαμε ήταν ένα μισογκρεμισμένο, πετρόπλινθο αρχοντικό με έναν γειρτό, υποψηφίως στοιχειωμένο πύργο. Ήταν ο ιστορικός του οικογενειακός οίκος. Παραπονετικά και εκτεταμένα, σχολίασε την άρνηση της κυβέρνησης να χρηματοδοτήσει την αναστύλωσή του ως διατηρητέο πολιτισμικό μνημείο.
Τα αναρίθμητα άστρα της μεσοέρημης νυκτός είχαν ανάψει σαν ήμασταν πίσω στον λόφο. Εκεί μας άφησε ο Μοχάμεντ, υποσχόμενος πως επιστρέφει συντομότατα. Κανονικά, τέτοια ώρα θα ετοιμάζαμε δείπνο. Αλλά αυτό ήταν απόψε περιττό. Παρότι, εκάστη των πέντε-δέκα φορών που μας ρώτησε αν πεινάμε, απαντήσαμε ότι «ναι, μα έχουμε πολύ φαΐ και είναι κρίμα να πάει χαμένο», δεν το νόμισα πολύ πιθανό να γυρίσει με άδεια χέρια. Και μετά το νόμισα απίθανο, όταν, από τον σκοτεινό ορνιθώνα, ήχησε η στερνή στριγκλιά μίας κότας λίγο πριν εξαχθεί απαγχονισμένη στην χούφτα του αναχωρούντος Μοχάμεντ.
Εκτός των προβλεψαμένων σακουλών φαγητού, έφερε και ένα ακόμη αμάξι παραφορτωμένο συγγενείς: γιούς, γαμπρούς, εγγονούς, και την μαντιλοφορούσα του γυναίκα. Έστρωσαν ένα πανί στην άμμο και σε αυτό ποικίλες και εκλεκτές λιχουδιές.
Καθίσαμε σε έναν κύκλο να μασολογούμε οι άνδρες· κάθισε λίγο παραπέρα και η γυναίκα σιωπηλή. Από κάποιας φεμινίστριας την κεφαλή, θα περνούν τώρα λέξεις όπως μισογύνης, σωβινιστής, και σεξιστής. Δικαίως, φιλοσοφικά. Συγκριτικά και σχετικά, ωστόσο, το γεγονός και-μόνο του ότι έφερε την ακριβογυναίκα του να δειπνήσει με δύο αγνώστους, ξένους, αρσενικούς περιπλανητές στην μέση του πουθενά—πόσο-μάλλον με ένα απλό χιτζάμπι και κούτελο και πιγούνι στην φόρα—επιδεικνύει το τίς προοδευτικός τύπος ήταν ο Μοχάμεντ.
Αφού ελαττώσαμε στο-μέγιστο-δυνατόν την ποσότητα των αποφαγίων, έφυγαν οι υπόλοιποι για σπίτι, και μείναμε οι τρεις μόνοι. Σερβίροντας πρώτα τελετουργικά το τσάι, πήρε τότε ο αμφιτρύων να μάς διηγηθεί τον καημό του…
«Ινσάλα…» ξεκίνησε. «Το έχω πάρει απόφαση. Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Θα παντρευτώ!»
Θα σκέφτεσαι τώρα: Καλά, μόλις δεν μάς είπες πως είχε γυναίκα; Ναι… μα αυτή ήταν η σύζυγος η πρώτη του η πρωτοξαδέλφη· αυτή που όφειλε να πάρει στα είκοσι από τον περιορισμένο κύκλο της δευτεροβάθμιας συγγένειας· αυτή που η αδελφή του—η οποία μπορούσε προκαταβολικά να δει τα πρόσωπά των—είχε βεβαιώσει πως ήταν η ομορφότερη όλων των ξαδελφάδων… Τώρα εννοείται μιλάμε για δεύτερη· αυτήν που θα μπορούσε να διαλέξει τελείως αυτόβουλα· αυτήν που θα μπορούσε να τού κάνει κι άλλα από αυτά που η πρώτη πλέον αδυνατούσε μετά την εμμηνόπαυση· από αυτήν που όλοι του οι φίλοι—συχνά πολύ νεότεροι—είχαν ήδη και δεύτερη και τρίτη και τέταρτη.
«Δεν πάει άλλο» ανακοίνωσε—αφού επέκρινε για λίγο τον υπερπληθωρισμό της ομανικής αγοράς συζύγων (από το ισότιμο εξακοσίων δολαρίων που στοίχισε η πρώτη, τώρα ξεκινούσαν από είκοσι χιλιάρικα για τριανταπεντάρες). «Έχω πάρει την απόφασή μου.»
Τον ρώτησα τότε αν σκοπεύει να νυμφευθεί την γκόμενά του (εκείνη για την οποία μάς είχε μιλήσει νωρίτερα).
«Όχι βέβαια!» εξήγγειλε σοκαρισμένος. Και επεξήγησε ότι το που εννοούσε με το «τελείως αυτόβουλα» ουσιαστικά ήταν «υπό την βασική προϋπόθεση να είναι Μουσουλμάνα Ομανή της φυλής από καλό σπίτι».
Την Φιλιππινέζα του γκόμενα την αγαπούσε και την τιμούσε. Δεν ήταν καμμία τυχαία—όπως κάποια εφήμερη βιζιτού που μπορεί να έκλεινε πού-και-πού για μία ξεπέτα στην πρωτεύουσα, ή κάποια του δρόμου από εκείνες που ψώνιζε κατά τις ενιαύσιες του διακοπές στην Ταϊλάνδη. Ήταν, ας πούμε, επίσημη ερωμένη, ή αρχιπαλλακίδα. Την είχε φέρει ειδικά από τις Φιλιππίνες, με την βοήθεια ενός φίλου που σκάμπαζε από κομπιούτερ και ιντερνετικά νυφοπάζαρα. Την είχε σπιτωμένη στην Μουσκάτη, εύκαιρη για επίσκεψη όποτε λαχταρούσε. Τής είχε ανοίξει και κοσμηματοπωλείο να απασχολείται. Όχι μόνο κάλυπτε τα έξοδά της, αλλά τού έβγαζε και κέρδος. Μα μέχρι εκεί· δεν έκανε φυσικά για σύνευνος· ήταν Χριστιανή και ξένη.
Βασικά, είχε ήδη επιλέξει νύφη. Για αυτήν, χρόνια τώρα, φτερούγιζε η καρδιά του και τού σπάραζε τα ντέρτια. Ήταν κόρη ενός δευτεροξάδελφου. Τού είχε ήδη υπαινιχθεί τις προθέσεις του, και «χάμνταλα», τις είχε προσλάβει θετικά. Σε λίγους μήνες, όταν ολοκλήρωνε η κοπέλα τις σπουδές της και γύριζε στο πατρικό, «ινσάλα», θα έκανε το μεγάλο βήμα και θα την ζητούσε επισήμως.
Πέρασε η ώρα γρήγορα με την ιδιάζουσα αυτή κουβέντα. Αφού επιβεβαιώθηκε για νιοστή φορά ότι προτιμούσαμε να την πέσουμε αμέσως έξω στην δροσιά αντί να τρέχουμε σπίτι του, καληνύχτισε και αποχώρησε.
Ήλθε και μας πήρε πάλι το πρωί, και πήγαμε τότε σπίτι του. Το σαλόνι περιείχε μόνο βελούδινους καναπέδες και μαξιλάρες, ένα φωτιστικό και έναν ανεμιστήρα στην οροφή, ένα μικρό πορτρέτο του νεαρότερου εαυτού του με στρατιωτική στολή και ένα μεγαλύτερο του Σουλτάνου στους τοίχους, και περσικά χαλιά στο πάτωμα. Σε αυτά βολευτήκαμε κατάχαμα και χλαπακιάσαμε νοστιμιές που έφτιαξε η γυναίκα του και σέρβιραν εγγονές. Ευχαριστήσαμε θερμά για την εξαίσια ξενία, αποχαιρετήσαμε, και φύγαμε πάλι βόρεια.
Για ώρες εν μέσω άμμου και βράχων, δεν είδαμε άνθρωπο μέχρι που, σε ένα άσχετο σημείο, μάς έκαναν νόημα δύο οτοστοπιστές. Ήταν ένα νεαρό, προοδευτικό ζευγάρι πενήτων ταξιδευτών από την Περσία. Πήγαιναν στην Ίμπρα· μία πόλη από την οποία θα διερχόμασταν αργότερα το απόγευμα, αφότου πρώτα σταματούσαμε για μία σύντομη πεζοπορία στο Φαράγγι Μπάνι Χάλιντ. Τών έδωσα δύο επιλογές: είτε τους αφήνω εκεί και περιμένουν άλλη κούρσα· είτε έρχονται κι αυτοί για περπάτημα και συνεχίζουμε ύστερα παρέα. Πήραν την δεύτερη.
Εντός ολίγου, είχαμε αφιχθεί στο Αλ-Μπατίν· ένα χαριτωμένο, ήσυχο χωριουδάκι, περιζωμένο από εξαιρέτως θαλερούς οπωρώνες που υδροδοτούντο από την ολοετή ροή του εκεί απολήγοντος φαραγγιού. Σταθμεύσαμε και πορευτήκαμε εντός αυτού προς εξερεύνηση.
Σκόρπια ρυάκια, λούτσες, και φρέατα κατελάμβαναν την ευρεία κροκαλοκοίτη. Τα τελευταία απαρέγκλιτα σηματοδοτούντο, οπτικά, από μία στρεβλή ακακία, και ακουστικά, από μία ελαφρώς βουίζουσα γεννήτρια που ηλεκτροδοτούσε από μία υδρευτική αντλία. Τα γύρωθεν όρη έφεραν ασυνήθιστους, παρδαλούς χρωματισμούς.
Διασχίσαμε το επίπεδο μέρος της κοίτης και πήραμε έναν ανήφορο. Κάπου καταμεσής της πλαγιάς, συναντήσαμε ένα μονήρες σπιτάκι με έναν νεαρό τσοπάνη στο κατώφλι που μας προσκάλεσε στο εσωτερικό του. Οκλάσαμε στο ταπητωμένο σαλονάκι και φιλευθήκαμε τσάι και χουρμάδες. Από στραταρίζοντα αγοράκια μέχρι χωλαίνοντες γέρους, όλα τα αρσενικά μέλη της οικογένειας συνήχθησαν, στρογγυλοκάθισαν ανάγυρά μάς, και γύρευαν μετάφραση από τον αρχικό προσκλητή που κάτεχε λίγα στοιχειώδη αγγλικά και διηύθυνε την κουβέντα. Τω μεταξύ, κάποια κοριτσάκια έριχναν κλεφτές, ντροπαλές ματιές από το προαύλιο.
Ευχαριστήσαμε για το μουσαφιριλίκι και γυρίσαμε στο αμάξι. Κοντόβραδο, αφήσαμε τους Ιρανούς στον προορισμό των και την πέσαμε λίγο παραπέρα για την ύστατη διανυκτέρευση του οδικού αυτού ταξιδιού.
Μεσημέρι της επομένης, φτάσαμε σε εκείνη την διασταύρωση όπου οι δρόμοι μας με τον Μαξ χώρισαν προσωρινά. Αυτός ξεκίνησε με οτοστόπ προς την μακρινή Σαλάλα. Εγώ, προτού πάω να τον ξαναβρώ εκεί σε λίγες μέρες με λεωφορείο, κατευθύνθηκα προς την Μουσκάτη να επιστρέψω το αυτοκίνητο. Χάρη στην μαγική αλοιφή και στην απρονοησία του να ελέγξει το κάτω μέρος του οχήματος, ο ιδιοκτήτης ο Μοχάμεντ δεν υποψιάστηκε την κατάχρηση που υπέστη το μέλος του στόλου του και το παρέλαβε με πλήρη ικανοποίηση.
Είχε νυχτώσει σαν έφτασα στο σπίτι της Φιλιππινέζας φίλης που θα με φιλοξενούσε κατά την τρίτη αυτή διαμονή μου στην πρωτεύουσα. Προς ξάφνιασμά μου, δεν την βρήκα μόνη, αλλά με την Ομανή κολλητή της.
Καθόταν στον καναπέ μαζεμένη, με την μαντίλα ριγμένη στους ώμους, τα δασιά, σγουρά, κατάμαυρα, μακρύτατα μαλλιά της να περιτυλίσσουν το πεπλωμένο της κορμί σαν αφγανικού λαγωνικού, και με ξάνοιγε με τα εβένινά της μάτια αμήχανα και συνεσταλμένα. Τώρα τελευταία είχε πιάσει φιλίες με την Φιλιππινέζα και είχε αρχίσει να ξεψαρώνει. Μάλιστα, έχοντας πει ψέματα στους αυστηρούς γονείς της ότι θα μείνει για Σαββατοκύριακο στης φιλενάδας, οι δύο των είχαν πρόσφατα πάει διακοπές-αστραπή στις Φιλιππίνες. Αλλά κι εκεί ακόμη, δεν είχε τολμήσει να ξεμαντιλωθεί· παρά βουτούσε στην θάλασσα με ολόσωμη ρόμπα και χιτζάμπι. Τώρα μόλις αποφάσισε να κατέβει το επόμενο αυτό σκαλί της διαφθοράς. Ο διάολος, ήμουν ο πρώτος μη-συγγενής αρσενικός άνθρωπος που θωρούσε αυτήν την απαγορευμένη, κομμωτική ομορφιά. Κρίμα που δεν κατεστάθην και ο τυχερός διακορευτής στον πάτο του ηθικού της ξεπεσμού. Δεν έβγαλα κιχ, και έλαβα θέση ετοιμότητας να κρυφτώ σε περίπτωση που ήθελε να ανέβει, σαν κάλεσε ο αδελφός της που είχε φτάσει αποκάτω για να την παραλάβει.
Η Φιλιππινέζα επιτελούσε καίρια καθήκοντα σε ένα διυλιστήριο πετρελαίου. Η βασική της αρμοδιότητα ήταν επικεφαλής των παραδόσεων—έτσι-που είχε συχνά παρεδώσε με Έλληνες πλοιάρχους και εφοπλιστές—μα προς μεγάλη της παραπόνεση και αγανάκτηση, η κακομαθημένη της αφεντικίνα την είχε επιπρόσθετα και ετσιθελικά μετατρέψει σε προσωπική γραμματέα. Ίσα-που αντιστεκόταν να μην καταντήσει και παραδουλεύτρα στο τέλος.
Η τύπισσα η εργοδότρια ήταν μοναχοκανακάρισσα ενός επιφανούς μέλους της βασιλικής οικογένειας, του οποίου τον μυθικό πλούτο ζήλευε ακόμη και ο Σουλτάνος. Διαχειριζόταν—τρόπος του λέγειν—πολλές από τις μεγαλομπίζνες του μπαμπά. Ωστόσο, λίγοι την γνώριζαν για την επιχειρηματική της δραστηριότητα—που ως δραστηριότητα καθαυτή, μάλλον την αγνοούσε και η ίδια. Το ευρύ ομανικό κοινό την αναγνώριζε πρωτίστως για το ενάρετο, κοινωνικό και φιλανθρωπικό της έργο, την παρουσίαση του οποίου φαίνεται προτιμούσε να παραγγέλνει από τα ΜΜΕ.
Λες-και η δύσμοιρη η Φιλιππινέζα δεν είχε να διευθετεί ένα-κάρο υποθέσεις για την επιχείρηση, την καλούσε οληνώρα η αφέντισσα να γυρεύσει κάθε λογής θελήματα: «Κλείσε μού ένα ιδιωτικό τζετ για Λονδίνο ή Νέα Υόρκη… Κράτα μού και ένα πεντάστερο ξενοδοχείο για πάρτι με διακόσια άτομα… Κανόνισε όσο θα λείπω να έλθει κι ο μηχανικός να συντηρήσει την Λαμποργκίνι… Α, παράγγειλέ μού κι ένα νέο βραδινό από του Γκούτσι (ξέρεις, για εξωτερικό, από τα ανοιχτά που μού αρέσουν)… Κάνε το ένα και φτιάξε το άλλο…» Ήταν συνέχεια στο παρατσάκ να παραιτηθεί. Μα έβγαζε καλά λεφτά και υπέμενε.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, την επαγγελματική της ζωή την είχε περαιτέρω περιπλέξει ένας καινούργιος εργασιακός νόμος. Σε μία προσπάθεια να κινητοποιήσουν τον γηγενή πληθυσμό να συμμετάσχει στην οικονομία και ως παραγωγός εκτός από καταναλωτής, οι νομοθέτες είχαν υποχρεώσει όλες τις δραστηριοποιούμενες στην επικράτεια επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν τουλάχιστον το ήμισυ του εργατικού των δυναμικού από την εγχώρια αγορά εργασίας. Αντί του επιθυμητού, το αποτέλεσμα ήταν ότι, εάν μία εταιρία χρειαζόταν για να λειτουργήσει εκατό π.χ. υπαλλήλους, πλέον όφειλε να προσλάβει εκατό ξένους για να δουλεύουν και άλλους τόσους ντόπιους για να τα ξύνουν.
Ήγγικεν το λοιπόν η ώρα να αφήσω για τέταρτη φορά την πρωτεύουσα προς μία ύστατη δόση ομανικής περιπέτειας. Ως προανέφερα, προορισμός μου ήταν η αλαργινή Σαλάλα. Η πόλη αυτή βρίσκεται στην νοτιοδυτικότερη ακτή της χώρας, χίλια χιλιόμετρα ερήμου πέρα από την κύρια πληθυσμιακή της μάζα. Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, η περιοχή κατακλύζεται από ομίχλες των μουσώνων, χλοερά λιβάδια, και τουρίστες. Και κατά τους άλλους μήνες—που ήταν τώρα—είναι σημαντικά υγρότερη και πρασινότερη από την υπόλοιπη Αραβία.
Παρότι κατέφτασα στον σταθμό αρκετή ώρα πριν την απογευματινή αναχώρηση, το λεωφορείο ήταν γεμάτο. Εκεί που καθόμουν απογοητευμένος έξω από το ταξιδιωτικό γραφείο και αναρωτιόμουν τι θα κάνω μέχρι το αυριανό, πρόσεξα ένα άλλο, άγνωστο λεωφορείο που έγραφε Σαλάλα να κατευθύνεται προς την έξοδο. Σαν τον Κεντέρη εκσφενδονίστηκα και το πρόλαβα στο-τσακ. Μού είχαν μία θέση.
Το υπέρ των νυχτερινών λεωφορείων είναι ότι κοιμάσαι, περνάει η ώρα γρήγορα, και γλιτώνεις και το κόστος μίας διανυκτέρευσης (στην παρούσα χώρα δεν είχα τέτοια κόστη έτσι-κι-αλλιώς, μα λέμε τώρα γενικά). Το κατά είναι ότι χάνεις την θέαση των τοπίων. Αλλά αφού εν την προκειμένη αυτά αποτελούντο από σκέτη άμμο, μικρό το κακό.
Το σκότος ήταν ακόμη πλήρες όταν αφυπνίστηκα στο κέντρο της εξωτικής Σαλάλας. Έτριψα τσίμπλες, τέντωσα μυς, φόρτωσα αποσκευές, και προσπερνώντας πληκτικές πολυκατοικίες, άδεια οικόπεδα, και παραμυθικώς φωταγωγημένα τεμένη, πήρα να διασχίζω τις ήσυχες οδούς προς κάποιο προαστιακό εμπορικό κέντρο όπου είχα ραντεβού με τον Μαξ.
Ο ήλιος είχε άρτι ανατείλει σαν έφτασα και έγινα ο πρώτος πελάτης ενός Ινδού καφετζή που μόλις σήκωνε ρολό. Αφίχθη σε λίγο και ο Μαξ. Εγώ κοιμήθηκα στο λεωφορείο… αυτός είχε κάνει κακό ύπνο. Την είχε πέσει έξω από ένα τζαμί—ιδανικός χώρος κατασκήνωσης, με εξασφαλισμένη παροχή νερού για νύψιμο το πρωί—και ήταν κάποιος μαλάκας που πετούσε μεσονυχτιάτικα στην σκηνή του πέτρες.
Με σύντομη αναζήτηση, επιλέξαμε σήμερα να πάμε σε μία παραλία που την έλεγαν Αλ-Μαγσίλ, μια-πενηνταριά χιλιόμετρα δυτικά της πόλης προς τα σύνορα της Υεμένης. Η κίνηση είχε αρχίσει να πυκνώνει στον κεντρικό δρόμο μπροστά από το εμπορικό. Σταμάτησαν στο σήμα μας πολλοί οδηγοί, αλλά αυτοί είτε δεν πήγαιναν τόσο μακριά είτε ήταν αδήλωτοι ταρίφες.
Έπρεπε να βγούμε παραέξω για να βρούμε τζάμπα κούρσα. Εντοπίσαμε ένα εξαιρετικά σπανίζον στην χώρα ενδοαστικό λεωφορείο που μας πέταξε σε έναν κυκλοκόμβο στα δυτικά όρια της πόλης. Εκείθεν ξεκινούσε ο δρόμος οπόθεν θα διέρχονταν τα οχήματα για την παραλία εφόσον δεν ήταν υπό συντήρηση. Εν μέσω ασφυκτικού καύσωνα, ζαλιστικού θορύβου κατασκευαστικών μηχανημάτων, και εμετικής μπόχας νωπής ασφάλτου, τον περπατήσαμε για τέσσερα χιλιόμετρα έως τον επόμενο κόμβο όπου κατέληγε η παράκαμψη.
Έκοψε το πρώτο κιόλας αμάξι· μία πολυτελέστατη τζιπάρα με δύο Άραβες μπιζνεσμάνους με χρυσά ρολόγια και συναφή. Ο ένας ήξερε και λίγα ελληνικά διότι έκανε λέει μπίζνες με Έλληνες. Απελογήθησαν πολλάκις επειδή δεν είχαν χρόνο να μας πάνε όλον τον δρόμο μέχρι την παραλία. Είχαν αργήσει για ένα σημαντικό μίτινγκ σε ένα καθ’ οδόν εργοστάσιο και μας άφησαν σε αυτού την είσοδο.
Αποκεί μας μάζευσε ο πρώτος διερχόμενος, Ινδός νταλικιέρης και μας πέταξε κι εκείνος λίγο παραπέρα. Τέλος, μας πήραν τρεις Αλγερινοί που ταξίδευαν στην περιοχή με νοικιασμένο αυτοκίνητο. Πήγαιναν κάπου δυτικότερα από εμάς και θα περνούσαν από την παραλία. Η γέφυρα που κάποτε διέσχιζε τον ποταμό που χύνεται σε αυτής το ανατολικό άκρο είχε καταρρεύσει. Διά τούτο υποχρεωθήκαμε να προβούμε σε έναν μακρύ κύκλο μέσω των βουνών. Είχε απογευματιάσει όταν εν τέλει φτάσαμε.
Προτού εγκατασταθούμε στην αμμουδιά, κινήσαμε μία βόλτα στα ράχτα στην δυτική της άκρη. Εκεί υπήρχαν σπηλιές και πίδακες που δυστυχώς εκτοξεύουν θαλασσινό νερό μονάχα κατά την περίοδο των μουσώνων. Υπήρχε επίσης και ένα ημιλειτουργόν κυλικείο όπου απολαύσαμε καφεδάκι υπέρ της υπέροχης θέας της ακτής και της Αραβικής Θαλάσσης.
Υπολογίζαμε θα είχαμε την παραλία ιδιωτική, μα τελικά ανέκυψε παρέα. Ήταν μία μεγάλη ομάδα γερμανόφωνων συνταξιούχων καραβανιστών. Είχαν διασχίσει Ευρώπη, Κασπία, Κεντρική Ασία, Περσία, Περσικό Κόλπο… Και παρεπιδημούσαν τώρα σε αυτήν την ακτή, αναμένοντας και ελπίζοντας—φοβάμαι μάταια—μπας-και τών εκδώσουν οι Σάουντι βίζα για να γυρίσουν μέσω Αραβικής Χερσονήσου.
Εκτός αυτών, μιλήσαμε και με λίγους ντόπιους. Ένας ήταν ένας τρατάρης που ήλθε και μάς δώρισε τέσσερα ψάρια από την άρτι αλιευθείσα ψαριά του. Τα ψήσαμε την νύχτα στην φωτιά να συνοδεύσουν τα επιούσια μακαρόνια. Ένας άλλος ήταν ένας Μοχάμεντ που ήλθε για κουβέντα και υποσχέθηκε να περάσει το πρωί να μας πάρει με το αμάξι να μάς δείξει ωραία μέρη.
Πιστός στον λόγου του, ο Μοχάμεντ ήταν ήδη εκεί όταν ξυπνήσαμε. Αφού τσακίσαμε στα-μπαμ τα περισσεύματα της ψεσινής ψαρομακαρονάδας για πρωινό, πήραμε δρόμο.
Προορισμός μας ήταν η παραλία Αλ-Φαζάγια, όποι τώρα κατηφορίζαμε μέσω ενός δύσπορου χωματοδρόμου. Ημών εξαιρουμένων, αυτόν χρησιμοποιούσαν μόνο καμήλες, αργωδώς βαδίζοντας ανάμεσα στα λιβανόδενδρα και τις λοιπές λιχουδιές που φύτρωναν επί της κακοτράχαλης βραχοπλαγιάς.
Κάπου σε αυτής την μέση, κάναμε στάση σε ένα σκιερό κοίλωμα όπου απεσχόλαζε μία ποιμενική οικογένεια. Κάθονταν πάνω σε ένα χαλί και γύρω από μία αχνώς ατμίζουσα τσαγιέρα. Άνοιξαν αμέσως χώρο στον κύκλο και μάς προσέφεραν από ένα φλιτζάνι. Διερμηνεία του Μοχάμεντ, κάναμε κουβέντα με τον πατέρα. Την σήμερον ημέραν, περνούν λέει πολλοί ξενοτοπίτες από τα απομονωμένα των μέρη. Αρέσκεται και σέβεται πλιότερο τους αλλοδαπούς από τους Ομανούς διότι οδηγούν αργά και δεν τού παίρνουν σβάρνα τις καμήλες.
Κατεβήκαμε ύστερα στην ακτή, όπου εξαπλώνετο μία μακρά διαδοχή ράχτων και τρισέρημων αμμούδων. Σε μία στενωπή, προφυλαγμένη εξ αυτών, έστεκε ένα υπόστεγο, όπου λαγοκοιμόνταν κάμποσοι ψαράδες. Η απρόσμενη άφιξη μας τους σήκωσε και τους έστειλε να μάς φέρνουν απανωτά τσάγια και ποτήρια γάλακτος καμήλας. Το τελευταίο ισχυρίστηκαν πως επιφέρει μακροζωία. Σε λίγο ήλθε και ένα μεταλλικό μπολ μεγέθους λεκάνης που εμπεριείχε ένα γιγαντιαίο ψάρι βρασμένο σε θαλασσινό νερό. Μια-δεκαριά άτομα, συναχθήκαμε όλοι τριγύρω τού και το καταβροχθίσαμε με τα χέρια εντός λεπτών. Μάτια, μάγουλα, και μυαλά επίσης φαγώθηκαν. Γλείφτηκε και το τελευταίο κοκαλάκι.
Οι τρεις, μαζί με έναν νεαρό των ψαράδων που ακολούθησε παρέα, κινήσαμε μετά για μία βουτιά σε έναν κοντινό ορμίσκο. Υπετίθετο ότι αυτός ήταν ιδανικός για σνόρκελινγκ, αλλά η υποβρύχια ορατότητα ήταν επί στιγμής πολύ περιορισμένη. Μόνο ο Μαξ ευτύχησε να δει στιγμιαία μία χελώνα.
Κατά το σύθαμπο, ήμασταν πίσω στον τόπο της πρωινής μας εκκίνησης και σταματήσαμε λιγάκι να τα πούμε με τους Γερμανούς. Ένα ενδιαφέρον περιστατικό είχε λάβει χώρα κατά την απουσία μας. Η παραλία όλη είχε γεμίσει πλαστικά σακουλάκια. Εξήγησε ο Μοχάμεντ ότι αυτό αποτελεί συχνό φαινόμενο. Υπαίτιοι είναι Υεμενοί λαθρέμποροι που μεταφέρουν τις νύχτες χατ με ταχύπλοα. Κάθε που τους ανευρίσκουν οι ομανικές λιμενικές αρχές, πριν επιχειρήσουν να αποδράσουν, απορρίπτουν τις συσκευασίες χαραγμένες στο νερό. Διαλύει η θάλασσα το ενοχοποιητικό των περιεχόμενο και τις ξεβράζει το κύμα άδειες στον γιαλό.
Ψυχή δεν κυκλοφορούσε στις σκοτεινές οδούς της Σαλάλας όταν μας άφησε σε αυτές ο εθελοντής ξεναγός μας. Αυτός θα την έπεφτε σε ενός φίλου, και εμείς όπου-νά-‘ναι, προτού ξαναβρεθούμε την επαύριον για μία ακόμη περιήγηση.
Ξυπνήσαμε στο προαύλιο ενός ερειπωμένου οικήματος. Μαζεύσαμε τις σκηνές, περάσαμε από το τζαμί να πλυθούμε, τσιμπήσαμε κάτι σε ενός Ινδού, και συναντήσαμε πάλι τον Μοχάμεντ.
Σήμερα πήραμε την ακτογραμμή—που βρύαζε από μπανανιές, μανγκιές, παπαγιές, και λοιπές τροπικές καλλιέργειες—προς ανατολάς, έως ότου μείναμε από βενζίνη μπροστά από ένα μανάβικο. ο Μαξ δανείστηκε του μανάβη το ποδήλατο να πάει στο κοντινότερο βενζινάδικο να φέρει ένα μπιτόνι· εμείς αγοράσαμε κάποια από αυτού τα προϊόντα να μασουλάμε ενόσω περιμέναμε.
Κάνοντας και μία στάση στο πρατήριο να φουλάρουμε, φτάσαμε τελικά στην παράκτια κωμόπολη Τάκα. Χαζεύσαμε λίγο την θέα από τους ψηλούς βράχους στην άκρη της αχανούς της παραλίας, και οδεύσαμε προς τα ηπειρωτικά.
Μολονότι εποχή ξηρασίας, το εσωτερικό του Φαραγγιού Ντάρμπατ έβριθε από βλάστηση και ρέματα. Αυτή ήταν μακράν η πρασινότερη περιοχή που πέτυχα σε αυτήν την χώρα. Καταλήξαμε σε ένα εδεμικό τοπίο όπου μία επαλληλία βαθμιδωτών κυανών λιμνουλών τροφοδοτούσαν η-μία-την-άλλη μέσω κελαρυστών καταρρακτών. Ογκώδη δένδρα και Πέρσες και Ευρωπαίοι τουρίστες τέρπονταν στις όχθες των.
Αφού εξερευνήσαμε λιγάκι ακόμη με το αμάξι, απογευματάκι γυρίσαμε στον κεντρικό δρόμο και αποχαιρετήσαμε τον Μαξ. Σταμάτησε το πρώτο περαστικό όχημα και κίνησε προς νέα μέρη. Εγώ με τον Μοχάμεντ πήγαμε άλλες δύο γύρες έως που ήλθε η ώρα να με πετάξει στον σταθμό να πάρω το νυχτερινό λεωφορείο της επιστροφής για την Μουσκάτη, οπόθεν, μόλις προτού λήξει ο ένας μήνας της επιτρεπόμενης διαμονής μου στο Ομάν, θα έπαιρνα το αυριανό νυχτερινό λεωφορείο της επιστροφής για τα Εμιράτα.