Δύο λεωφορεία μέσω Πουέμπλας μας έφεραν αργά το βράδυ στην Οαχάκα ντε Χουάρες: γραφική πρωτεύουσα της πολιτείας Οαχάκα του νότιου Μεξικού. Βρήκαμε ένα ακόμη απαράθυρο δωμάτιο στα έγκατα ενός φθηνιάρικου, απόκεντρου ξενοδοχείου, και την πέσαμε τρεις νύχτες να σπάσουμε την διαδρομή προς την ακτή.
Την μοναδική μας ολόκληρη μέρα στην πόλη, βγήκαμε για ολοήμερη αξιοθέαση. Αναγνωρισμένη ως μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς, η Πόλη της Οαχάκας αποτελεί απόλυτο υπόδειγμα και στερεότυπο μεξικανικού πολιτισμού. Βιτρίνα ζωηρόχρωμης αποικιακής αρχιτεκτονικής και μωσαϊκό ιθαγενικών παραδόσεων, αναδεδειγμένη εθνική γαστρονομική πρωτεύουσα και πυρήνας παραγωγής μεσκάλ, φημισμένο χειροτεχνικό κέντρο και επίκεντρο εορτασμών της Ημέρας των Νεκρών… Δύσκολα βρίσκεις μεξικανικότερη κοινωνία. Περάσαμε την ημέρα σουλατσάροντας στο ιστορικό κέντρο μέσω τουριστικού αδιαχώρητου, γευόμενοι πικάντικες νοστιμιές και λικέρ αγαύης, και γυρίσαμε απόβραδα σπίτι στα σκοτερά προάστια.
Μετά από άλλη μία δόση ολοήμερου βολοδαρμού και βραδινής αναμονής στον σταθμό, πιάσαμε το νυκτερινό λεωφορείο προς την ειρηνική κόστα. Ξυπνήσαμε πιασμένοι τα χαράματα, ενώ τσουλούσαμε διαμέσου απαλών, άνυδρων προθαλασσίων λόφων. Αποταχιά, απεβιβάσθημεν στην πολίχνη του Σαν Πέδρο Ποτσούτλα.
Όντας οι μοναδικοί ξένοι, όλος ο εσμός των ταξιτζήδων την έπεσε σε εμάς. Αφού επέμεναν πως δεν λειτουργούν τοπικές δημόσιες συγκοινωνίες, καταποδίσαμε τους ντόπιους αφιχθέντες μέσω ενός μαιάνδρου ρυμών που μας οδήγησε σε έναν χώρο στάθμευσης που, μάλλον ένεκεν παρέμβασης των ταξιτζήδων, βρισκόταν καβατζωμένος σε ένα μεσαύλιο. Στριμωχτήκαμε στην μουσαμαδόσκεπη καρότσα ενός αγροτικού, και φύγαμε να βγάλουμε τα ύστατα χιλιόμετρα προς την θάλασσα.
Ο ήλιος ζεματούσε σαν το πυρ το εξώτερον όταν κατεβήκαμε στο χωριό Σιπολίτε. Φορτωμένοι όλο μας το βιος, ιδροκοπώντας μες στον καύσωνα, πήραμε σβάρνα τα αμμουδερά δρομάκια εις αναζήτηση στέγης για έναν μήνα.
Καταφέραμε καλή συμφωνία για μία υποτυπώδη μα χαριτωμένη καμαρούλα σε ένα προχειροχτισμένο ξυλόσπιτο καταχωμένο στον πυκνόφυτο κήπο της περιουσίας ενός χαρωπού Γάλλου παππού και της στρυφνής του ντόπιας γυναίκας. Ο οικοδεσπότης συνόψισε την ιστορία του στο ότι μετακόμισε εκεί πριν σαράντα χρόνια και παντρεύτηκε διάφορες ντόπιες κοπέλες. Προφανώς έπεσε έξω με όλες, καθώς και με την νυν συμβίωναν συμβατικά, σε ξεχωριστά δωμάτια. Κατανοητό· ήταν στριμμένη σαν στριφτόπιτα.
Οι λοιποί μακροπρόθεσμοι ένοικοι απαρτίζονταν από το κατηφές συγγενολόι της σπιτονοικοκυράς στο πρόσθιο κτίριο και την καλοσυνάτη, υπερήλικη μητέρα του Γάλλου που, έκαστο πρωί σαν βγαίναμε στον εξώστη, μας χαιρέτιζε με ένα ολόκαρδο «bonjour» από το απέναντι ξώσπιτο. Επίσης στον κήπο στέκιαζαν και ποικίλα άλλα πλάσματα όπως σκίουροι, παρδαλά πουλιά, μεγάλες ιγκουάνες, και ένας μαύρος σκορπιός που μετανάστευσε στο δωμάτιό μας όταν τού πλημμύρισε την γη η μοναδική βροχή που έπεσε σε έναν μήνα.
Κατά τα άλλα, ο μήνας πέρασε ξερά και χαλαρά. Το χωριό ήταν η παραλία, ένα αλέγρο πλακόστρωτο αποπίσω, και ένας μισοσκότεινος δρόμος πριν το θεοσκόταδο της αυχμώδους ενδοχώρας. Πενήντα βήματα μονοπάτι διά μίας σκιερής, νωπής, φυλλόστρωτης ρεματοκοίτης μας χώριζαν από το δυτικό άκρο της μακράς αμμουδιάς και την απεραντοσύνη του ωκεανού· λιγότερα βήματα από την αρχή του πλακόστρωτου και το χίπικό του τζέρτζελο.
Ο τόπος ενέπνεε ελευθερία. Τα παπούτσια μου σκονίστηκαν, σπίτωσαν αράχνες, και παντόφλες έβαζα μόνο το μεσημέρι που γινόταν η γη τηγάνι. Για εξαιρετικές μονάχα περιστάσεις φόρεσα ρούχο άλλο από μαγιό. Τρέχαμε ξυπόλητοι κάθε αυγή μία πάνω-κάτω την παραλία, την περπατούσαμε το δείλι. Τρώγαμε και πίναμε, δουλεύαμε κι αράζαμε, πηγαίναμε κάθε-λίγο εκδρομούλες με το μηχανάκι στις γειτονικές παραλίες του Μασούντε και του Πουέρτο Ανχέλ ή στην μακρινότερη πόλη του Πουέρτο Εσκονδίδο.
Το Σιπολίτε φημίζεται για δύο πράμματα. Το πρώτο, που κατά κύριο λόγο μας είχε φέρει κείσε, είναι το σέρφινγκ. Καταλαμβάνοντας την πιο προεξέχουσα νοτοπροσανατολισμένη ακτή του Μεξικού, η παραλία βλέπει δέκα χιλιάδες απρόσκοπτα χιλιόμετρα ωκεανού μέχρι την Ανταρκτική και γειτνιάζει ένα υποθαλάσσιο χάσμα στο οποίο σπαν τα πιο πελώρια κύματα που έχω δει ποτέ μού. Ροχθώντας ως μαχητικά αεροσκάφη και κροτώντας ως εκρήξεις, σαρώνουν τον αμμοσύρτη και δέρνουν τον γιαλό με ανηλεή σφοδρότητα.
Είχα υπερεκτιμήσει το επίπεδό μου. Αντί να κάνω σέρφινγκ, έμαθα πως θα ένιωθε μια μπάλα ποδοσφαίρου. Βάναυσα πλακωνόμενος από ορμητικούς σαν φορτηγά τοίχους αφρού και σβαρνιζόμενος από ύπουλα ρεύματα που χαοτικά περιδινούσαν σαν αόρατα ποτάμια, έρμαιο ακατέργαστης φύσης, όχι σπων κύμα δεν πλησίασα, αλλά άντεχα στο νερό μισή ώρα πριν να βγω μελανιασμένος, ματωμένος, και αγκομαχώντας σαν να είχα παρατρίχα σώσει την ζωή μου.
Το δεύτερο φημίζον στοιχείο του Σιπολίτε είναι ο γυμνισμός και η ελευθεριότητα. Ηλιοψημένοι παντοφυλόφιλοι σεργιάνιζαν τσίτσιδοι ολημερίς την παραλία. Τα δύο ξενοδοχεία-κλαμπ ομοφυλοφίλων ήταν τα μόνα πολυώροφα κτίρια στο χωριό. Εκειμέσα φαντάζομαι ελάμβαναν χώρα πράξεις που θα όριζαν ως Σόδομα και Γόμορρα όσοι δεν έχουν τίποτε πιο αξιόλογο να ασχοληθούν απ’ το να κρίνουν τον καθένα, αλλά ορίζουμε ως φυσιολογική σωματική αυτοϊδιοκτησία εμείς που το τι βάζει ο καθείς στον κώλο του ουδόλως μας απασχολεί περισσότερο από το εάν ξύνει το αφτί του.
Το πιο αξιοθαύμαστο περιστατικό της παραμονής μας συνέβη μία από τις τελευταίες νύχτες που κατεβήκαμε για πίτσα στην παραλία. Νόμισα πως ήταν εξαιρετικά συνωστισμένη λόγω της πανσελήνου που διέχυνε με ασημένιο φως το σκότος. Επειδή δεν πολυπαρακολουθούσαμε ενημερωτικά μέσα εκείνον τον καιρό, μόνο καθώς συνέβαινε συνειδητοποιήσαμε εμβρόντητοι πως η σκιά της γης άρχιζε να καλύπτει το φεγγάρι. Με αγωνιώδες καρφωμένο βλέμμα παρατηρούσαμε την εξέλιξη της επισκίασης, αναρωτώμενοι αν άραγε θα ολοκληρωθεί, μέχρι που πράγματι έσβησε και η στερνή λωρίδα φεγγαριού. Άναψαν μύρια προτέρως αόρατα άστρα, καθόλου όμως δεν διέλυσαν το έρεβος που πλάκωσε προσωρινά την γη. Αυτή ήταν η μοναδική φορά στην ζωή μου που παρέστην τυχαία μάρτυρας σε ολική έκλειψη Σελήνης, και ήταν μαγικότερη από κάθε άλλη.
Σαν πέρασε με-αυτά-και-με-τα-άλλα ο μήνας, θέλαμε να μείνουμε λίγες ακόμη μέρες μέχρι να αποφασίσουμε πού θα πάμε. Ζητήσαμε τού οικοδεσπότη να παρατείνουμε την διαμονή, κι εδέχθη με χαρά. Αλλά μετά παρενέβη η μέγαιρα και αξίωσε αύξηση του μισθίου διότι, λέει, καταναλώναμε πολύ νερό (από την εξωτερική ντουζιέρα που έτρεχε σαν σταγονόμετρο) και πολύ ρεύμα (από την μία πρίζα που έπαιρνε εναλλάξ φορτιστές και ανεμιστήρα). Δεν ενεδώσαμε. Μετακομίσαμε σε ένα άλλο κατάλυμα στην άλλη άκρη της παραλίας, και ένα προσεχές πρωί, βγήκαμε στον δρόμο και πιάσαμε το πρώτο όχημα με προορισμό την Γουατεμάλα.
Βίντεο
Φωτογραφίες
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από το Μεξικό σε υψηλότερη ανάλυση.