Σε περπατήσιμη απόσταση, βόρεια από το κέντρο της πόλης, ευρίσκεται επίσης το περίφημο συγκρότημα του Καρνάκ: ο δεύτερος εκτενέστερος αρχαίος χώρος λατρείας στον κόσμο, όπου μία πληθώρα ναών, αγαλμάτων, σφιγγών, οβελίσκων, και όλων των συναφών προϊόντων της ματαιοδοξίας των φαραώ και του μόχθου των δούλων των είναι συγκεντρωμένα.
Κίνησα κι εγώ, το λοιπόν, ένα πρωί, και πήγα να θαυμάσω όλα αυτά τα παμπάλαια μεγαλοέργα. Για καλή μου τύχη ευρήκα τον αρχαιολογικό χώρο εξαιρετικά ήσυχο· στερηθέντα από τον συρφετό τουριστών που φαντάζομαι είθιζε να συνάζεται κείθε καθημερινώς κατά τους προ Αραβικής Άνοιξης καιρούς. Έτσι, δεδομένου του εύρους του χώρου, μπόρεσα πανεύκολα να αποφύγω τα δακτυλομετρήσιμα γκρουπάκια των Ρώσων κυρίως τουριστών, και να ηδυνθώ περιτριγυρίζοντας μόνος και έρημος ανά τα γεραρά γιγαντομνημεία, μεταφερόμενος κατά στιγμές νοερά σε εποχές αλλοτινές, χαμένες, μαγεμένες.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Ο όλος αρχαιολογικός χώρος είναι χωρισμένος σε πτέρυγες, εκ των οποίων κάποιες είναι κλειστές για το κοινό ― θεωρητικά. Επί του καταλλήλου μπαξιζίου, οι φρουροί σε αυτήν την χώρα είναι ανά πάσα στιγμή υπερπρόθυμοι να παραβλέψουν οιονδήποτε κανονισμό για να βοηθήσουν τον εκάστοτε μπαξιζοδότη. Εν τη προκειμένη περιπτώσει, ωστόσο, δεν χρειάστηκε να βάλω το χέρι στην τσέπη ουδόλως ― ειμή για τα τσιγάρα μου ― μιάς-και μπόρεσα να εισέλθω και να περιπλανηθώ ελεύθερα σε όλους τους κλειστούς χώρους, δίχως κανείς να με πάρει χαμπάρι.
Έτσι περνούσαν οι πρωινές εκείνες ώρες στο Καρνάκ. Εκεί που σε μία φάση καθόμουν σκαρφαλωμένος σε έναν ογκόλιθο και χαιρόμουν τον λειψό, πλην πολύτιμο, ίσκιο μίας χουρμαδιάς και την ολόγυρά μού πάνσεπτη σιγαλιά, ήχησε εξαίφνης τρομερή η φωνή του ιμάμη από τα προσδεδεμένα στον μιναρέ της γειτονικής συνοικίας, τρανταχτά μεγάφωνα: «Αλαλά…ααα…αααα…ααααα…αααααα…ααααααα…» Πηδούσε με πάθος μία-μία τις νότες, σαν να ήθελε να πιάσει συχνότητα θεϊκή τινά, ώστε να ακουστεί η λαλιά του ως τα πέρατα των ουρανών. Αντήχησε η θεοκλησία διαπεραστική ανάμεσα στα πανάρχαια ερείπια, κλονίστηκαν οι τοίχοι και οι κολόνες, έτριξε η γη, εσείσθη ο ουρανός, ξέμεινε από ανάσα ο ιμάμης, έσβησε η λαλιά του στο βάθος της ερήμου… και βαριά σιγή επαναπλάκωσε τους οίκους των απαρχαιωμένων, πάλαι νεκρών Αιγυπτίων θεών.
Σε μία άλλη φάση, εκεί που γυρόφερνα σε ένα παράμερο, μικρό ναϊκό συγκρότημα, και μόλις ετοιμαζόμουν να εισέλθω σε ένα μυστηριοφανές δώμα, ένας Αιγύπτιος τύπος με σταμάτησε προ των θυρέτρων. Μετά χειρονομιών και βλεμμάτων που έφερναν σε κάτι σαν προειδοποίηση προς κακή τινά κατάρα, επιχείρησε να μού εμποδίσει την είσοδο. Σαν πήρε όμως γραμμή πως θα τον έγραφα ολότελα στα αποτέτοια μου ― πράγμα που το-δίχως-άλλο θα έκανα, μιάς-και τον νόμισα για κάποιον από εκείνους τους υποψηφίους, με-το-έτσι-θέλω ξεναγούς που συνηθίζουν να καιροφυλακτούν σε τέτοιες παράμερες γωνίες των αιγυπτιακών αξιοθεάτων ― μού επεσήμανε να κάνω τουλάχιστον ησυχία.
Ο όλος παράξενος τρόπος εκείνου του τύπου μού κινητοποίησε την φιλοπεριέργεια περί του τινός προέκειτο να απαντήσω εκειμέσα· και δεν απογοητεύτηκα…
Εισερχόμενος ακροπατώντας ως η γάτα, οδηγήθηκα σε έναν θαλαμίσκο όπου αντίκρισα το κάπως τραγελαφικό θέαμα μίας αλαφροΐσκιωτης, αλαφρόμυαλης, και αλαφροντυμένης, ψωνισμένης Ρωσίδας τουρίστριας. Πεσμένη οκλαδόν προ ενός αγαλματιδίου κάποιας ημιζωόμορφης θεότητας, λουόμενη από μία αμυδρή, εκ φεγγίτη εισερχόμενη στήλη φωτός, έκανε κάτι ανάμεσα σε προσευχή, διαλογισμό, ή της ζούρλας της τα εννιάμερα. Αφού ένα ασυγκράτητο, φευγαλέο μου χάχανο την ειδοποίησε περί της παρουσίας μου, άνοιξε τα μάτια μοναστραπίς και μού έριξε ένα παγερό και συνάμα άγριο, επικρίνον βλέμμα, ως να είχα μόλις διαπράξει την πιο αισχρή των ιεροσυλιών. Εγώ τής έδειξα με μία χειρονομία την μεταμέλειά μου ― ήτις αναγκαστικά ήταν προσποιητή. «Ιζβινίτε μινιά ντιέβουσκα» τής είπα χαμηλοφώνως πριν αποχωρήσω.