Κατά την δεύτερή μου, τώρα, εξόρμηση, ευτύχησα να δω από κοντά όλα αυτά που τόσο αλλιώτικα φάνταζαν πρώτα από τα ψηλά. Πήρα ένα από τα πρώτα καραβάκια της γραμμής, και σύντομα, με ένα πηδηματάκι εγκατέλειπα το σκαρί, θέτοντας πόδι στην δυτική όχθη του Νείλου. Αντάλλαξα χαιρετισμούς με έναν ερωδιό, που στητός και καμαρωτός στεκόταν παρά την όχθη, ξανοίγοντάς με επίμονα και περίεργα, τινάσσοντας σπασμωδικά το λοφίο του, και άρχισα να δρασκελίζω προς την δύση. Προς τα όρια της συνοικίας πέτυχα έναν τύπο που ενοικίαζε ποδήλατα, και μού παραχώρησε ένα για κάτι λιγότερο από ένα δολάριο. Καβάλησα, και με πεταλιές πλέον αντί δρασκελιών, ευρέθηκα σε λίγο εκτός πολιτισμού να διασχίζω επιμήκεις ευθείες καταμεσής της Σαχάρας, και να χύνω ιδρώτα με το κιλό υπό τον, αν και πρωινό, μόλις υποφερτό της ήλιο.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Ο πρώτος μου σταθμός δεν ήταν άλλος από ένα εκ των περιφημοτέρων μνημείων της Αιγύπτου: ο μεγαλοπρεπής επιτύμβιος ναός της Φαραωίνας Χατσεψούτ. Το τριεπίπεδο και τριαντάμετρο αυτό κτίσμα ανεσκάφη και ανακατεσκευάσθη στις αρχές του προηγουμένου αιώνα. Χτισμένο με λίθους από εκείνο το κατακόρυφο βραχογκρέμι, στου οποίου ακριβώς την βάση ευρίσκεται, φαντάζει σε άριστη εναρμόνιση με το περιβάλλον του. Τα υπολείμματα των γλυπτών και των τοιχογραφιών που απομένουν εντός και εκτός των αιθουσών ομολογούν ιστορίες ξεχασμένες, επικές· όπως την θεία γέννηση της πρώτης ηγεμόνισσας της Αιγύπτου, που η ψυχή της σαν ακόμη να στοιχειώνει τον τόπο.
Σαν ευχαριστήθηκα αρκετά το νοερό μου χρονοτάξιδο, κίνησα προς τον δεύτερό μου προορισμό: την πολυξάκουστη κοιλάδα των βασιλέων. Εκεί αναγκάστηκα να αφήσω το ποδήλατο στην είσοδο και να συνεχίσω με τα πόδια. Αυτή η κοιλάδα, κρυμμένη ανάμεσα στα όρη της καρδιάς της θηβαϊκής νεκρόπολης, θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηρισθεί ως το ενδοξότερο νεκροταφείο της ιστορίας. Για μισή περίπου χιλιετία, αμέτρητοι σκλάβοι μοχθούσαν συνεχώς, σκάβοντας βαθιές σήραγγες στους βράχους, όπως στεγάσουν τα κιβούρια με κουφάρια των φαραώ του νέου βασιλείου για το υπόλοιπο της αιωνιότητας.
Το εισιτήριο του αξιοθέατου υπολογιζόταν βάσει του αριθμού των τύμβων που σκοπεύει κανείς να επισκεφτεί ― τρεις, εάν θυμάμαι καλά, ήταν το ελάχιστο· καθώς και το που έβγαλα ο ίδιος, μιάς-και για να μπεις σε περισσότερους, συμφέρει πολύ καλύτερα να δωροδοκήσεις τους φρουρούς εντός του αρχαιολογικού χώρου. Κάμποση ώρα πέρασα και εκειπέρα μπαινοβγαίνοντας από τον ένα τάφο στον άλλο. Συγκλονιστικό το συναίσθημα να κατηφορίζεις τους σκοταδερούς εκείνους διαδρόμους, αψηφώντας τις στομφώδεις ιερογλυφικές αναπαραστάσεις με τις τρομερές κατάρες, περί των οποίων προειδοποιούν τους βέβηλους παραβάτες της ησυχίας της εκάστοτε μούμιας που θα εύρεις στον θάλαμο στο τέρμα του διαδρόμου.