Μια πεντακοσαριά χιλιόμετρα πάνω-κάτω ταξιδεύσαμε εκείνη την ημέρα στους ανεξαντλήτως ευθείς χωματοδρόμους που διέσχιζαν την έρημο. Φτάσαμε τελικά απομεσήμερα στο Εθνικό Πάρκο Namib-Naukluft, που ήταν ο σημερινός μας προορισμός.
Το απόγευμα επισκεφτήκαμε ένα ακόμη φαράγγι: το Sesriem Canyon. Οι ακόμη φρέσκες εντυπώσεις από το χθεσινό, κολοσσιαίο φαράγγι έκαναν εκείνο εκεί να μοιάζει με φαράγγι νάνο. Αντικειμενικά ωστόσο, ήταν επίσης ένα ιδιαιτέρως εντυπωσιακό φυσιοποίημα. Ήταν μία καλώς κρυμμένη κόγχη στην επιφάνεια της ερήμου· που ανά σημεία στενεύει μέχρι και τα δύο μέτρα, και έχει μια τριανταριά μέτρα βάθος. Ο πυθμένας του προσέφερε ένα δροσερό καταφύγιο από τον καυτό ήλιο· και φιλοξενούσε μόνιμες συγκεντρώσεις νερού, όπου σύχναζαν διάφορα πουλιά και ζώα της περιοχής. Το ηύρα ιδιαιτέρως απολαυστικό να εξερευνώ τους διάφορους διαδρόμους στους οποίους διακλαδιζόταν ο πυθμένας, αδράχνοντας ευκαιρίες για λίγη αναρρίχηση στα ιδανικά για αυτόν τον σκοπό τοιχώματα του φαραγγιού.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Το επακόλουθο πρωί ― ή μάλλον, για την ακρίβεια, κάμποσες ώρες πριν από το πρωί, καταμεσής αγρίας νυκτός ― ξεκινούσαμε να επισκεφτούμε εκείνο το ξεχωριστό, θαυμάσιο μέρος· περί του οποίου οφείλω να ομολογήσω ότι ποτέ μού δεν είχα αντικρίσει οτιδήποτε συγκρίσιμο μαζί τού· και πιθανόν ούτε και να υπάρχει ανά όλη την υφήλιο. Είναι γνωστό επί τω ονόματι Sossusvlei· μία μπάσταρδη ναμα-ολλανδική λέξη, που θα μπορούσε να μεταφραστεί ως ο αδιέξοδος βάλτος.
Το πρώτο αμυδρό φως είχε αρχίσει να σηματοδοτεί την ανατολή, προμηνύοντας την επικείμενη έλευση άλλης μίας ημέρας, όταν ευρεθήκαμε στην βάση εκείνου του πελώριου αμμολόφου. Ήταν ο γνωστός Αμμόλοφος 45 ― ένας από τους υψηλότερους της περιοχής ― από την κορυφή του οποίου θα καλωσορίζαμε τον ήλιο εκείνον τον όρθρο.
170 περίπου μέτρα χρειάστηκε να ανέβουμε μέχρι την κορυφή του λόφου. Ωστόσο, όταν πια πάτησα το ανώτατο σημείο, μού είχε φανεί σαν μόλις να είχα ανέβει χίλια ή δυο χιλιάδες. Μετά πολλού κόπου ανηφόριζα πρώτος στην απάτητη, ψιλή, ρευστή άμμο. Ένα βήμα έκανα πάνω, σχεδόν άλλο ένα γλιστρούσα κάτω.
Βήμα-βήμα, σιγά-σιγά, με πολλή επιμονή, φτάσαμε στην κορυφή. Ξαπλώσαμε χάμω στην μαλακή άμμο και περιμέναμε τον ήλιο, που από-στιγμή-σε-στιγμή θα ξεμύτιζε. Κατάπληκτος είχα μείνει να αγναντεύω το τι ευρισκόταν γύρω μού, όταν τελικά το άρτι αφιχθέν φως άρχισε να σαρώνει το τοπίο. Ολογύρωθεν άμμος, και απολύτως τίποτε άλλο παρά άμμος. Αναρίθμητοι αμμόλοφοι υψώνονταν σαν κύματα προς πάσα κατεύθυνση, μέχρι το τέλος του ορατού πεδίου.
Όλος αυτός ο απίστευτος όγκος άμμου, προερχόμενος από την έρημο Καλαχάρι στην ανατολή, έχει εναποτεθεί εκεί, σε μία λωρίδα πάχους πολλών χιλιομέτρων κατά μήκος της ναμιμπιανικής ακτής. Ένα διαρκώς τροποποιούμενο τοπίο ευρίσκεται εκειπέρα. Εκεί παγιδευμένη, η άμμος είναι έρμαιο του ανέμου, που συνάζει την σε ψηλούς λόφους που μετακινεί κατά βούληση.
Έτσι καθόμουν ξαπλωτός στην άμμο και θωρούσα τον ήλιο που αργά-αργά υψωνόταν στον ουρανό και μετέθετε τις σκιές των λόφων, όταν, χωρίς να το καταλάβω, βυθίστηκα σε έναν γλυκύτατο πρωινό υπνάκο. Ονειρεύτηκα. Είδα, λέει, πως ήμουν σε έναν θεόπνευστο τόπο. Έναν τόπο που κάποιος θεός επί σκοπού είχε δημιουργήσει απολύτως γαλήνιο και νεκρικό· ώστε μόνος αυτός να κατοικεί τον και να χαίρεται την σεπτή σιγή που τον χαρακτηρίζει. Ήμουν, λέει, κι εγώ εκεί, σε αυτόν τον τόπο, μαζί με εκείνον τον θεό· και μπορούσα κι εγώ να γευθώ μαζί τού λίγη από αυτήν την ύψιστη, θεσπέσια τέρψη, της οποίας εκείνος έχαιρε παντοτινά.
Όταν επανήλθα στον ξυπνητό μου κόσμο, συνειδητοποίησα ότι πράγματι ευρισκόμουν σε έναν τέτοιο τόπο· ακριβώς σαν αυτόν που μόλις είχα ονειρευτεί. Ποια σπάνια και εκλεκτή συγκίνηση να βγαίνει ένα σου όνειρο αληθινό την ίδια στιγμή που ανοίγεις τα μάτια!
Ήταν ώρα να κατέβουμε. Αποφάσισα να πάρω τον σύντομο δρόμο προς τα κάτω. Άρχισα να τρέχω κατακόρυφα στην απότομη πλευρά του αμμολόφου με όλη μου την γοργάδα. Δεν πήρε πολλά βήματα μέχρι που έχασα την ισορροπία μου και άρχισα να κουτρουβαλάω κατακάτω την πλαγιά. Όταν ανέκτησα την αίσθηση του πού είναι η γη και πού ο ουρανός, ευρισκόμουν ήδη στην βάση. Ό,τι μού πήρε πλέον μίας ώρας να ανέβω, το είχα κατέβει σε μάλλον λιγότερο από ένα λεπτό, ξεκούραστα και διασκεδαστικά. Αφού τίναξα όση μπορούσα από την άμμο που είχε κατακαθίσει μέσα στις τσέπες μου, το στόμα μου, τα μαλλιά μου, και γενικότερα κάθε μέρος πάνω μού όπου μπορούσε να εισχωρήσει, κίνησα προς το αμάξι.
Καμμια-δυό ωρίτσες οδήγησης μετά, είχαμε φτάσει στο τέλος του δρόμου, και στην αρχή του μονοπατιού που οδηγούσε σε αυτό καθαυτό το Sossusvlei. Εκεί μπορούσες να μισθώσεις, έναντι ενός χαμηλοτάτου ποσού, τζιπάκια που παρείχαν οι αρχές του πάρκου, για να σε μεταφέρουν τα πεντ’-έξι χιλιόμετρα που απέμεναν μέχρι το αξιοθέατο. Μού φάνηκε όμως πολύ πιο ενδιαφέρον να κινήσω πεζός. Έτσι το λοιπόν ― μόνος μου, αφού δεν μπόρεσα να πείσω κανέναν από την παρέα να ακολουθήσει ποδαράτο ― πασαλείφτηκα με μπόλικο αντηλιακό, και με μόνη συντροφιά το νεροπάγουρο και το καπέλο μου, ξανοίχτηκα στην έρημο.
Ο δρόμος ήταν μακρύς και δύσβατος· και ο καυτός, μεσημεριανός, καλοκαιρινός ήλιος της ερήμου, σφοδρός και ανηλεής. Συνέχισα να προχωρώ, αναζητώντας οποιοδήποτε κομμάτι στερεάς γης μπορούσα να εκμεταλλευτώ προς εύκοπο βάδισμα. Ώρα πολλή μου πήρε μέχρι να φτάσω· ώρα πάντως που την ηύρα εξαιρετικά ευχάριστη. Ποια υπέροχη εμπειρία να περπατάς μονάχος μέσα στην ησυχία της ερήμου, θωρώντας μόνο τους κόκκινους αμμολόφους και τον αστιγμάτιστο, βαθυγάλαζο ουρανό!
Τελικά έφτασα σε έναν χώρο όπου ήταν σταθμευμένα κάμποσα τζιπάκια στην βάση ενός αμμολόφου. Ακολούθησα τις πατημασιές που ανέβαιναν την πλαγιά. Και όταν έφτασα στο διάσελο, αντίκρισα ένα πραγματικά απίθανο θέαμα. Κάτω, χαμηλά, κρυμμένος ανάμεσα στους όγκους άμμου που τον περικύκλωναν, ευρισκόταν ο πυθμένας μίας αποξηραμένης λίμνης. Τα εξατμισθέντα ύδατα είχαν παρατήσει ποσότητες αλάτων, που σχημάτιζαν μία επίπεδη, ραγισμένη, λευκή έκταση, που ερχόμενη σε αντίθεση με το κόκκινο της σιδηρούχας άμμου που την περιέβαλλε, δημιουργούσε μία εξωκοσμική εικόνα. Εδώ-και-‘κεί, ξεπετάγονταν πάνω από την επιφάνεια τα μεγάλα κουφάρια κάποιων από αιώνων νεκρών δένδρων.
Σαν κατέβηκα κάτω και άρχισα να βαδίζω πάνω σε αυτήν την παράξενη, αλάτινη γη, με συνεπήρε ένα αλλόκοτο συναίσθημα αμφιβολίας. Μολονότι θυμόμουν πεντακάθαρα ότι μόλις είχα έρθει εκεί περπατώντας, μού πέρασε από το μυαλό η ιδέα πως ίσως και να με είχαν απαγάγει εξωγήινοι, και σβήνοντας το περιστατικό από την μνήμη μου, με είχαν αφήσει να περιπλανώμαι εκεί, μονάχος σε κάποιον άγνωστο, μυστηριώδη πλανήτη, κάμποσα έτη φωτός μακριά από την γη.