Ένας αιμάτινος, ψυχοπραϋντικός ήλιος βουτούσε προς τον ατέρμονο ορίζοντα του Ατλαντικού. Εξασθενούσε η θαλάσσια αύρα και αραίωνε ο κόσμος στην απέραντη φιναμμουδιά. Τα τουριστικά φαγοποτάδικα άρχιζαν να γεμίζουν στην παράκτια προμενάδα αποπάνω. Λάμβανε τέλος άλλη μία ερατεινή ανοιξιάτικη μέρα στο Αλγκάρβε.
Κόντευε να βραδιάσει στο Πορτιμάο της νότιας Πορτογαλίας… και βάσει σχεδίου, ήμασταν ακόμη νηφάλιοι. Επισκεπτόμουν μία καλή Νορβηγίδα φίλη που είχε τελευταία εγκατασταθεί στο νοτιοδυτικότερο αυτό άκρο της Ευρώπης. Όχι να δικαιολογηθώ ή να ρίξω ευθύνες, μα οι Σκανδιναβοί αποτελούν εν γένει κακή επιρροή όταν προσπαθεί κανείς να απέχει από την κατανάλωση οινοπνεύματος. Μία εβδομάδα που ήμουν εκεικάτω, το είχαμε ξεφτιλίσει τελείως. Αν ήταν οι σανγκρίες και τα λικέρια σε κουτάκια, θα αρκούσαν για μεγαλύτερα κάστρα από αυτά που θα μπορούσαμε κάθε πρωί να χτίσουμε με τα αδειασμένα μπυρόκουτα.
Μα σήμερα τα είχαμε καταφέρει καλά, διότι υπήρχε σημαντικός λόγος. Ήταν η τελευταία μου μέρα στην χώρα. Είχα πτήση τα χαράματα και έπρεπε να οδηγήσω περί τα 70 χιλιόμετρα μέχρι το αεροδρόμιο του Φάρο για να την πιάσω… Ε να μην τρέχω πάλι μεθυσμένος κι άυπνος να προλάβω μέσα στην νύχτα… (όπως εκείνη την φορά που έφτασα ξημερώματα, με την ψυχή στο στόμα, στο αεροδρόμιο του Ρέικιαβικ και κάνω τής τύπισσας στο τσεκίν: «Έλα μού, τι; Υγρά στον σάκο; Στον σάκο όχι μα το στομάχι ξεχειλίζει.»)
Έτσι και είχαμε σήμερα περάσει μία χαλαρή, νηπτική μερούλα με άραγμα, παραλία, και βολτίτσες. Τώρα που σουρούπωνε, ήμουν έτοιμος και για έναν καλό υπνάκο πριν από το ταξίδι, μετά από μία μπυρούλα…
Ψιλοπανικοβλήθηκα όταν κοίταξα το ρολόι και, στο κέντρο της διαθλασμένης μου όρασης, είδα πως κόντευε τέσσερις… Δυο-τρεις ωρούλες ανάπαυσης θα ήταν μια-χαρά αν είχαμε όντως πάει σπίτι μετά από το τέταρτο ή έστω το πέμπτο μπαρ. Αλλά τελικά, με κάποιον αναπνομνημόνευτο τρόπο, καταλήξαμε σε εκείνο το πεζούλι, σε έναν πάντερμο, ημιφωτισμένο πεζόδρομο, με μια δεκαριά αγνώστων να τζαμάρουμε και να πίνουμε κάποια σπιτικά ξίδια· φυσίγγια διασποράς τα κεφάλια… Ίσα που αποχαιρέτησα σαν πετάχτηκα αίφνης όρθιος και πήρα να τρέχω παραπαίοντας προς το αμάξι.
Κάποιος θα κρίνει: «Πού πας ρε φονιά, δημόσιε κίνδυνε, στον αυτοκινητόδρομο που με το ζόρι βλέπεις μπροστά σου!»
Κι εγώ θα δικαιολογούμουν: «Κι εσύ τι θά ‘κανες δηλαδή ρε φίλε; Θα έχανες την πτήση;»
Κι αυτός: «Δεν θα έπινα εξ αρχής.»
Κι εγώ: «Εντάξει, μπράβο, άνθρωποι είμαστε και έχουμε τις αδυναμίες μας.»
Εξάλλου, στατιστικά τουλάχιστον, φαίνεται οδηγάω ασφαλέστερα μεθυσμένος. Έχω οδηγήσει σε ακραίες καταστάσεις, μα καθ’ όλα από τα κάμποσα τροχαία που είχα στην ζωή μου, μηδεμίας εξαιρέσεως, ήμουν νηφάλιος σαν πάπια.
Τέλος πάντων, με μύτη σχεδόν να ακουμπάει στο παρμπρίζ, οδηγούσα τώρα στα σκοτεινά στενά του Πορτιμάο… ήδη για κάμποση ώρα… και θαρρούσα μέρη που έβλεπα τα είχα ξαναδεί μόλις προ ολίγου…
Ήταν εποχή που δεν είχα ακόμη έξυπνο τηλέφωνο και ποτέ στην ζωή μου δεν είχα χρησιμοποιήσει GPS πόλης. Χωρίς ορατό ορίζοντα, μού ήταν λίγο δύσκολο να προσανατολιστώ, ιδίως σουρωμένος. Σπίτια, οδοί, διασταυρώσεις… όλα τα ίδια μού δοκούσαν. Και ήταν και αργά· δεν κυκλοφορούσε ψυχή να ρωτήσω.
Λίγοι ξενυχτισμένοι που συνέτυχα, περισσότερο με καθυστέρησαν παρά με κατατόπισαν. Παρότι κατανοούσαν τι ρωτούσα σε αγγλικά ή ισπανικά, εγώ δεν καταλάβαινα Χριστό από τα πορτογαλικά που μού αράδιαζαν. Και ήταν τόσο πρόθυμοι που ντρεπόμουν να τους διακόψω.
Τελικά, με λίγη ακόμη περιφορά, πέτυχα ένα διανυκτερεύον βενζινάδικο. Μπήκα, παράτησα το όχημα αναμμένο, και προσήλθα στο αμυδρό φως που εξεχύνετο από το στενό παραθυράκι του σταθμού. Έχωσα το κεφάλι μέσα και ξάνοιξα έναν υπάλληλο να λαγοκοιμάται σε μία ψάθινη καρέκλα.
«Αουτοπίστα; Αουτοβία; Αουτοστράντα;» τού φώναξα. «Φάρο, Φάρο;» προσέθεσα αφότου άνοιξε καλά τα μάτια και εστίασε συνειδητά στην παρουσία μου.
«Πραλατσαλανοτζανταραντελακάρα…» κάπως έτσι μού ακούστηκε το που μού είπε στην γλώσσα αυτή που πάντοτε μού θύμιζε έναν πιωμένο Ρώσο που προσπαθεί να μιλήσει ισπανικά.
«Ινγκλές; Εσπανιόλ;» παρακάλεσα.
«Περίμενε» μού δήλωσε με μία εκτεταμένη παλάμη, που με λίγο πιο ανοικτά δάκτυλα θα περνούσε και για μούντζα.
Πάει να φωνάξει τον συνάδελφο τον γλωσσομαθή, σκέφτηκα σαν τον είδα να σηκώνεται και να εκβαίνει προς ένα οπίσθιο δωμάτιο…
Μόνον όσον αφορά την γλωσσομάθεια έπεσε μέσα η μαντευσιά μου. Έπεσα έξω, πρώτον, στον αριθμό, αφού φάνηκαν τρία άτομα αντί για ένα· και δεύτερον, στο επάγγελμα, αφού δεν ήταν συνάδελφοί του…
Δύο μπάτσοι και μία μεσογειακή μπατσίνα έσκασαν μύτη γύρω από την γωνία, έξω από το κτίριο, μαζί με τον υπάλληλο – με τον καφέ ανά χείρας· έκαναν διαλειμματάκι από τον μόχθο της νυχτερινής βάρδιας. Και προσηνώς-προσηνώς δρασκέλιζαν τώρα κατά πάνω μού.
Πρώτη μου σκέψη ήταν: Πώπω και να σε τράκαρα εσένα σε καμμια παραλία με το μαγιό αντί με την στολή υπό τις περιστάσεις…
Και δεύτερη: Ώπα, την κάτσαμε. Πάει το δίπλωμα. Συγκεντρώσου, Μήτσε, συγκεντρώσου.
Άνοιξα διάπλατα τα μάτια, ανόρθωσα κορμί και ώμους, καλοστήθηκα σε μία σοβαρή, καθωσπρέπει πόζα, και φόρεσα την πιο φιλική και φλεγματική μου φυσιογνωμία.
«Good morning!» τών απευθύνθηκα πρώτος σε μία επείγουσα – και ως απεδείχθη επιτυχή – απόπειρα να διακόψω μηχανικά την πορεία των σαν με είχαν πλησιάσει στα δύο μέτρα.
Με μόλις μία σχισμή ανάμεσα στα χείλη και φωνή από το διάφραγμα – ώστε να μην εκτινάξω αναθυμιάσεις προς μέρους των – συνέχισα: «Would you be so kind and helpful as to direct me to the motorway towards Faro, please…? Got an early flight, you know.»
Υπολόγιζα δύο εκβάσεις… πρώτη, επιθυμητή αλλά απιθανότερη: να μού εξηγήσουν με λέξεις κατανοητές πώς να βγω στην ρημάδα την εθνική· και δεύτερη, ανεπιθύμητη αλλά πιθανότερη: να με χώσουν όπως είμαι στο κωλάδικο και να με φέρουν γραμμή στο τμήμα. Την οριστική εξέλιξη δεν την είχα καν ονειρευθεί…
«Sure» μού έκανε το θηλυκό όργανο με άπταιστη προφορά και παραδειγματική ευπροσηγορία. «Get in your car and follow us. We’ll lead you there.»
Άναψαν τον φάρο – μην τους χάσω δα – και προηγήθηκαν στον δρόμο προς το Φάρο. Το παραδέχομαι, την ευχαριστήθηκα την αίσθηση του προνομιούχου· πρώτη φορά μού άνοιγε αστυνομία δρόμο· ούτε πολιτικός να ήμουν. Λίγες ευθείες και στροφές μετά, την έπεσαν με τα αλάρμ στο πλάι πριν από μία γέφυρα ανισόπεδου κόμβου. Μία μεγάλη πράσινη ταμπέλα άνωθέν τών έγραφε Faro.
Έκοψα δυο στιγμές ταχύτητα παράλληλά τών. Ευθεία έδειχνε το τραμπαλιζόμενο χέρι του οδηγού έξω από το παράθυρο.
«Muito obrigado, officers!» αναφώνησα, νετάροντας στην αστυνομικίνα στο πίσω κάθισμα μία πεταχτή ματιά που υπαινισσόταν στο υποσυνείδητό της τον προηγούμενό μου λογισμό, και γκάζωσα προς τον αυτοκινητόδρομο.
Αδιακώλυτος ανά τις έρημες εκτάσεις ασφάλτου, υπό έναν μαυλιστικό έναστρο ουρανό και μία λειψή σελήνη, με την συντροφιά του Bob Marley στο ραδιόφωνο, και ένα πρώιμα μαραζωμένο όνειρο εαρινής νυκτός που το στερνό μειδίαμα της μελαχρινής, ένστολης ομορφιάς από το πίσω κάθισμα είχε εντυπώσει στην αισθηματική μου αποθυμία… πάτησα κάτι εκατονογδοντάρες να προλάβω το αεροπλάνο.
Στα-γρήγορα παράτησα το ενοικιασμένο αυτοκίνητο στο αυτοματοποιημένο σύστημα παράδοσης, και κίνησα τροχάδην εντός του αεροδρομίου. Με υποδέχθηκε κι αυτό ονομαστικά που με καλούσε από το μεγάφωνο να βιαστώ να προσέλθω στην πύλη.
Ένας πυροκόκκινος ήλιος θα ξεπρόβαλε πίσω από τις ιβηρικές οροσειρές. Οι πλάγιες του ακτίνες θα έβαψαν με θερμές χροιές την άνυδρη γη και την απεραντοσύνη του Ατλαντικού. Όλο-και θα εξετεινόταν ο ωκεάνιος ορίζοντας καθώς το αεροσκάφος κέρδιζε ύψος, ταξιδεύοντας βόρεια, παράλληλα με την ακτογραμμή… Αλλά δεν παρατήρησα τίποτε απ’ όλα αυτά. Μία-που συνάντησε ο πισινός μου κάθισμα, και μία-που ξεράθηκα μέχρι να προσγειωθούμε.