Το όλο σκηνικό είχε αρχίσει να καταντάει λιγουλάκι ανιαρό. Πηγαίναμε για ώρα και δεν είχαμε δει τίποτε το ιδιαίτερα ενδιαφέρον, μέχρι που τελικά κάτι μάς κίνησε την προσοχή. Στην αρχή δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι ήταν. Μόνο απορούσαμε, διακρίνοντας στο βάθος κάτι σαν… μία δολιχή μαύρη γραμμή να τέμνει την πεδιάδα στην μέση και να εκτείνεται ως αμφότερα τα πέρατα του ορίζοντα. Μάς πέρασε από τον νου η υποψία, αλλά μόνο σαν πλησιάσαμε αρκετά έγινε ευκρινές το ότι, αλήθεια, μπροστά στα μάτια μας, ελάμβανε χώρα η μεγάλη μετανάστευση!
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Σχεδόν δύο εκατομμύρια κοννοχαίτες, συνοδευόμενοι από εκατοντάδες χιλιάδες λοιπές αντιλόπες και ζέβρες, επ’ ετησία βάσει μεταναστεύουν ομαδικώς από τον βορρά στον νότο και αντιστρόφως, εις αναζήτηση τροφής και νερού. Γεμάτοι συγκίνηση είχαμε πέσει στην άκρη του δρόμου να τηρούμε αυτό το εξαιρετικό θέαμα. Μεγάλα και μικρά τρεχάτα γνούια αθρόως διέσχιζαν απέναντι τον δρόμο απομπροστά μάς. Ως ποταμός, ασταμάτητα και συνεχώς, έρρεε η ορμητική των ορδή από τα βάθη του πεδίου. Τελικά αναγκαστήκαμε να οχλήσουμε για λίγο την πορεία των, μιάς-και κάποια στιγμή έπρεπε να συνεχίσουμε κι εμείς την δική μας.