Μετά από πεντακόσια περίπου χιλιόμετρα ευχάριστης διαδρομής μέσα στην έρημο Καλαχάρι, φτάσαμε στο Μαούν: την πέμπτη μεγαλύτερη πόλη της Μποτσουάνας, όπου θα διαμέναμε απόψε. Προτού κάνουμε οτιδήποτε άλλο, πήγαμε στο αεροδρόμιο να υποδεχθούμε κάποιους φίλους που θα αφικνύονταν εκεί, και θα μας προσσυντρόφευαν για λίγες από τις επόμενες ημέρες. Ενόσω τους περιμέναμε, καθίσαμε να πιούμε έναν καφέ στο καφενείο που ευρισκόταν απέναντι από την πύλη του μικρού αεροδρομίου που έφερε την επιγραφή Maun Ιnternational Αirport. Σύντομα διαπίστωσα ότι το αεροδρόμιο αυτό δεν ήταν μόνο διεθνές, αλλά και διαζωικό. Με μεγάλη περιέργεια έμεινα να παρατηρώ μία αδέσποτη, παχιά αγελάδα, που ανενόχλητη εισήλθε στον χώρο του αεροδρομίου, έκοψε δυο τσάρκες, και βγήκε πάλι παίρνοντας κατεύθυνση προς το κέντρο της πόλης.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Ύστερα, όταν πια οι φίλοι είχαν φτάσει και κατεβήκαμε όλοι μαζί στο κέντρο, το πρώτο πράγμα που αντελήφθην ήταν το ότι σε αυτήν την πόλη τα ζώα χαίρουν ιδιαίτερης ελευθερίας. Ο τόπος ήταν γεμάτος αγελάδες, κατσίκες, γαϊδούρια, κότες, και κάθε λογής ζωντανά, που υπό διαφορετικές συνθήκες, θα χαρακτήριζες οικόσιτα. Εν τη προκειμένη ωστόσο, τοιούτος χαρακτηρισμός δεν θα έστεκε· μιάς-και τα ζωντανά εκείνα ήταν απολύτως ελεύθερα να περιπλανώνται ανεξάρτητα μέσα στην πόλη· στους δρόμους, στα πεζοδρόμια, στις πλατείες, ακόμη και μέσα στα καταστήματα ― διαπίστωσα όταν σχεδόν συγκρούστηκα με έναν τράγο, που αίφνης μού πετάχτηκε με τις μπάντες από μία στροφή στους διαδρόμους της υπεραγοράς όπου είχα μπει να ψωνίσω.
Τους ανθρώπους ― ιδίως εν συγκρίσει με τους κατοίκους της Νοτίας Αφρικής και της Ναμίμπιας ― τους βρήκα ιδιαιτέρως χαμηλών τόνων· έως και ντροπαλούς ίσως. Έχοντας συνηθίσει όλα τα βλέμματα και το ενδιαφέρον να συγκεντρώνονται πάνω μού οπουδήποτε μέχρι τώρα ευρισκόμουν ανάμεσα σε ανθρώπους, κάπως περίεργα, και ομολογουμένως πολύ πιο ξαλάφρωτος, ένιωσα τώρα εκειπέρα· αφού ― όπως και οι αγελάδες εξάλλου ― μπορούσα να περπατώ ήσυχα και ανενόχλητα τριγύρω. Επίσης, αν και κάτι λίγο υποτονικούς, τους βρήκα αρκετά ευπροσήγορους, κάθε φορά που εγώ, για οποιονδήποτε λόγο, θα τών μιλούσα πρώτος.
Έτσι λοιπόν η ζωή σ’ εκείνη την πόλη κυλούσε στους ιδιόμορφους μεν, ήσυχους και τακτικούς δε, ρυθμούς της. Η Μποτσουάνα μπορεί ως χώρα να καυχηθεί υπέρ της ευφημίας που φέρει ως η μακράν πιο προοδευτική κοινωνικά, σταθερή πολιτικά, αδιάφθορη, και ειρηνική χώρα της Αφρικανικής Ηπείρου. Η χώρα αυτή έπαυσε να αποτελεί προτεκτοράτο του Ηνωμένου Βασιλείου και ανεκηρύχθη ανεξάρτητη πολυκομματική κοινοβουλευτική δημοκρατία τω έτει 1966.
Έκτοτε έχει προβεί στην διενέργεια αδιάλειπτων και απαρεμπόδιστων εκλογών έως και σήμερα. Επίσης, παρά τον πολυφυλετικό της πληθυσμό, δεν έχει ποτέ βιώσει εσωτερική ένοπλη διένεξη· και ούτε έχει ποτέ εμπλακεί σε κανέναν διακρατικό πόλεμο. Πράγμα ευλογότατο εάν αναλογιστεί κανείς ότι δεν διατηρεί στρατό ― παρά ένα περιορισμένο σώμα για την καταπολέμηση της λαθροθηρίας και την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών. Κάλλιστα θα μπορούσε να είχε αναπτύξει ισχυρότατες στρατιωτικές δυνάμεις ― εάν τις χρειαζόταν για να διατηρήσει στην εξουσία κάποιο τυραννικό, διεφθαρμένο, πλουτοκρατικό καθεστώς. Αλλά μιάς-και τοιούτο καθεστώς δεν υφίσταται, τα έσοδα του κράτους ― που προέρχονται κυρίως από την εξόρυξη των δαψιλών κοιτασμάτων διαμαντιών που η χώρα κατέχει ― δαπανώνται για την ανάπτυξη της χώρας και την εξέλιξη του ανθρωπίνου της δυναμικού.
Η Μποτσουάνα διατηρεί κοινωνική πρόνοια παραδειγματική για ολόκληρη την Αφρική, και όχι μόνο βεβαίως. Αυτή η χώρα φαίνεται να έχει διαψεύσει οικτρά εκείνον τον Λιβεριανό τύπο που είχε πει ότι: «Εάν δεν είχαμε διαμάντια [ο λαός] θα ζούσαμε καλύτερα»· πράγμα που ισχύει βεβαίως για την Λιβερία και κάθε άλλη αφρικανική χώρα που διαθέτει ορυκτό πλούτο. Ωστόσο, αγαστώς, δεν ισχύει στην Μποτσουάνα. Αξιοσημείωτο νομίζω επίσης είναι το ότι η Μποτσουάνα κατέλαβε την 28η θέση στον παγκόσμιο δείκτη δημοκρατίας (democracy index) που συνέταξε το Economist Intelligence Unit. Η Ελλάδα ακολουθεί στην 41η.
Τα-και-τα λέγαμε με έναν προσηνή και φαιδρό ντόπιο τύπο που είχαμε ανοίξει κουβέντα σε μία πλατεία, όταν συνέβη κάτι τελείως απρόσμενο… Μία ψιχάλα μού φάνηκε πως μόλις είχε προσπέσει στο χέρι μου. Κοίταξα ουρανόθεν, και είδα πως εκείνοι οι τουφωτοί σωρείτες που νωρίτερα κατελάμβαναν τον ουρανό, είχαν τώρα αντικατασταθεί από μία ογκηρή, πυκνή μάζα μελανών βροχοσυννέφων. Μία ξαφνική λάμψη διαπέρασε την νεφομάζα· και λίγα δευτερόλεπτα μετά… Μπαμ! βρόντηξε και εσείσατο ο τόπος όλος. Ένα-δυο λεπτά ύστερα, έτρεχε ο κόσμος όλος να εύρει καταφύγιο από τα αθρόα μπουγέλα που έβρεχε.
Έτρεξα κι εγώ προς το αμάξι και έμεινα να περιμένω τους δικούς μου κάτω από ένα υπόστεγο. Χάζευα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τον κεντρικό δρόμο, που σε λίγα μόλις λεπτά, μετατραπείς σε ποτάμι, είχε ερημώσει πλήρως ― από τους ανθρώπους τουλάχιστον· οι αγελάδες έδειχναν να το απολαμβάνουν στο έπακρο.