Αφού τεντώθηκα και ξετσιμπλιάστηκα, επωμίστηκα τα πράγματά μου και κίνησα να εξέλθω του σταθμού. Σε δύο λεπτά ευρέθηκα να στέκομαι στην άκρη μίας σαματατζίδικης λεωφόρου. Εκτός απ’ όλα τα άλλα, χαρακτηριστική βαβούρα προκαλούσαν τα πολυάριθμα μικρολεωφορεία που είναι εκεί γνωστά ως ματάτου (ελληνιστί, κούρσα των τριών σεντς). Σαν μυρμήγκια διέρχονταν τον δρόμο πέρα-δώθε, ενώ πολλά ακόμη συνωστίζονταν σταθμευμένα μπροστά στον σταθμό, μαχόμενα να φορτώσουν επιβάτες. Όλα ήταν κοσμημένα με αερογραφίες των ζωηρότερων χρωμάτων και φανταχτερότερων παραστάσεων, με θέματα κυμαινόμενα από τον Ιησού Χριστό μέχρι λευκές, γυμνόβυζες γκόμενες. Και όλα βαρούσαν στην διαπασών διάφορες ντόπιες μουσικές μέσω πανίσχυρων ηχοσυστημάτων που έπιαναν χώρο ίσαμε τεσσάρων επιβατών. Φαίνεται τους συνέφερε αυτός ο χωρικός συμβιβασμός· μιάς-και όποιοι κατόρθωναν τα περισσότερα ντεσιμπέλ κέρδιζαν και την προτίμηση των επιβατών.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.