Μετά από λίγες μόνο ώρες ύπνου σηκώθηκα το επόμενο πρωί. Με μία σπανιότατη ευεξία πετάχτηκα πάνω και κίνησα βιαστικά να εξέλθω της σκηνής· ώστε να χαρίσω στα μάτια μου την γηθοσύνη του αντικρίσματος μίας ακόμη όμορφης, νέας ημέρας.
Σαν τράβηξα το φερμουάρ της σκηνής, άκουσα ξαφνικά μία συνήχηση από κάποια παράξενα τετερίσματα και σκουξίματα, συνοδευόμενα από ένα ελαφρύ, απομακρυνόμενο ποδοβολητό. Βιάστηκα να ανοίξω την σκηνή, όλο-περιέργεια περί του τινός συνέβαινε. Έκπληκτος έμεινα, σαν είδα μία συμμορία μια δεκαριά σουρικάτες να στέκονται πεντ’-έξι μέτρα μπροστά μού. Στέκονταν εκεί παρατεταγμένες, όρθιες, με τα χεράκια των ενωμένα μπροστά, να με κοιτούν κι αυτές με περιέργεια.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Ανεγέρθηκα με μία κίνηση έξω από την σκηνή. Και αυτές, με την σειρά των, έκαναν μεταβολή, και αρθρώνοντας τις αλλοπρόσαλλες λαλιές των, έτρεξαν παρακεί, για να στηθούν πάλι στην προηγούμενή των παράταξη και να μείνουν να με επεξεργάζονται βουβές. Όλο το πρωί έμειναν τελικά στην παρέα μας αυτά τα χαριτωμένα πλασματάκια, να μας παρατηρούν διαρκώς από την απόσταση ασφαλείας που τα ίδια θα όριζαν. Παρέμειναν μαζί μάς μέχρι που είχαμε όλοι επιβιβαστεί στο όχημα και ξεκινούσαμε την μακρά βόρεια πορεία που προβλεπόταν για την ημέρα εκείνη.
Χάθηκαν οι σουρικάτες από την θέα μας, όταν τις σκέπασε το πυκνό σύννεφο σκόνης που το φορτηγό μας άφηνε ξοπίσω τού. Χάθηκε μετά από λίγο και η θέα των βράχων, όταν η κυρτότητα της γης τους ανάγκασε να κρυφτούν πίσω από τον ορίζοντα. Μίλια επί μιλίων οδηγούσαμε στους χωματοδρόμους, εν μέσω των επιπέδων, άγονων εκτάσεων. Ανεμοστρόβιλοι διέσχιζαν την έρημο εδώ-και-‘κεί, και σού είλκον ευθύς το μάτι, όντας τα μόνα τινά που κινούνταν μέσα σε όλο αυτό το αχανές πεδίο.