Ένα σημαντικό πράγμα που έχω μάθει ανά τις πολυετείς μου περιπλανήσεις: Όταν ακούς για θεούς (δη παντοδύναμους), προετοιμάσου για μπελάδες. Υπάρχουν λογιών-λογιών θεοί που η υπαρξιακή ανησυχία των ανθρώπων έχει επινοήσει. Αυτοί έχουν προσλάβει τόσο ποικίλους χαρακτήρες όσο και οι χαρακτήρες των επινοητών των. Κάποιοι είναι δημοκράτες, κάποιοι είναι παντοκράτορες· κάποιοι τοπικοί, κάποιοι πανταχού παρόντες· άλλοι φιλήσυχοι, άλλοι αιμοβόροι… Η ανάλυση των λόγων και ψυχολογικών διαδικασιών που οδηγούν σε αυτήν την θεϊκή ποικιλομορφία ξεφεύγει από τον σκοπό αυτής της ιστορίας, που προορίζεται για μία ταξιδιωτική ιστορία. Το σχετικό είναι το ότι θεοί που συναντάς στο ταξίδι έχουν μία τάση να επιγεννούν περιπλοκές.
Το σούρουπο κατέπεσε αυστηρά πάνω από εκείνο το βαθύ και απόμερο φαράγγι, κρυμμένο στις αχανείς οροσειρές του Χιμάτσαλ Πραντές. Κατασκοτείνιασε και ο αποπρότερα μαυροσύννεφος ουρανός. Ο μουσώνας, που ήδη εμαίνετο από μεσημβρίας, σαν να ενθαρρύνθηκε από το σκότος, εξαπέλυσε όλη του την μάνητα μέσα στο φαράγγι… Κι εγώ ακόμη ανέβαινα.
Μουσκεμένος, λασπωμένος, πεινασμένος, καταπονημένος, εξουθενωμένος… βήμα-βήμα ανηφόριζα το απόκρημνο φαραγγοπλάγι. Θα ήθελα από ώρες ήδη να κοιμάμαι, αλλά το να κοιμηθείς κάποιες φορές δεν είναι τόσο απλό όσο συνήθως ακούγεται. Το πρόβλημα ήταν πως η πλαγιά ήταν τόσο απότομη και πυκνόθαμνη που δεν υπήρχε σπιθαμή επιπέδου εδάφους για να στήσω σκηνή. Το πως το σκότος και η ομίχλη δεν άφηναν την φωτοδέσμη του φακού μου να εισχωρήσει πάνω από 2-3 μέτρα έκανε τον εντοπισμό ενδεικνυομένου εδάφους έτι δυσκολότερο. Φαντάζεστε την έκπληξή μου όταν, όλως ξάφνως, προσέκρουσε το φως πάνω σε έναν τοίχο: τοίχο πέτρινο στημένο από ανθρώπους.
Ήταν ένα χειμερινό, σκεπαστό μαντρί. Υπό κανονικές συνθήκες θα είχα τρέξει μέσα σούμπιτος. Οι συνθήκες, ωστόσο, δεν ήταν κανονικές. Ευρισκόμουν στα περίχωρα ενός χωριού, του πρώτου χωριού που πλησίαζα από το πρωί· χωριό επ’ ονόματι Μαλάνα.
Η Μαλάνα είναι ένα κατιτί παράξενο χωριό. Οι κάτοικοί του, έχοντας ζήσει για άγνωστο αριθμό γενεών απομονομένοι πάνω σε αυτό το στενό και δυσπρόσιτο οροπέδιο, αποτελούν μέγα μυστήριο για ανθρωπολόγους, αλλά και για τους γείτονές των.
Η προέλευσή των παραμένει άγνωστη. Η γλώσσα των, η λεγόμενη Κινάσι, αν και πρόσφατα έχει κάπως αυθέρετα καταταχθεί στην σινοθιβετική γλωσσική οικογένεια, είναι παντελώς ακατάληπτη για όλους τους γειτνιάζοντες πληθυσμούς.
Έχουν προταθεί πολλαπλές θεωρίες ως προς την προέλευση των Μαλανέζων. Η πιο φανταχτερή εξ αυτών, ιδίως για εμάς ως Έλληνες, υποστηρίζει ότι προέρχονται από τον στρατό του Αλεξάνδρου – όπως και για πολυάριθμα άλλα παρόμοια χωριά της ευρύτερης περιοχής των Ιμαλαΐων άλλωστε. Η πεποίθηση αυτή ενισχύεται από διάφορα στοιχεία φυσιογνωμικής, αρχιτεκτονικής, και διακυβερνητικής φύσεως αυτής την μικρής κοινωνίας.
Η επακρίβωση ή διάψευση αυτής της θεωρίας δεν μας αφορά εδώ. Ας μείνουμε στο ότι, από τους χιλιάδες τρισταλαιπωρημένων στρατιωτών, σίγουρα πολλοί λιποτάκτησαν, απεπέμφθησαν, χάθηκαν, ή με οιονδήποτε τρόπο και για οιονδήποτε λόγο κατέληξαν καταφυγείς στα βουνά και τα λαγκάδια. Το πόσο και με ποιους ανεμίχθησαν ανά τους ακολούθους αιώνες: άγνωστο.
Το χωριό, που αριθμεί περί τους 5.000 κατοίκους, κυβερνάται από ένδεκα συγκλητικούς· αντιπροσώπους της μοναδικής πραγματικής εξουσίας: της ουράνιας και απόλυτης εξουσίας του δημιουργού: του μοναδικού και παντοδύναμου θεού των Μαλανέζων Τζάμπλου Ντέφτα.
Ο Τζάμπλου είναι ιδιάζουσα περίπτωση θεού απ’ όσο έχω καταλάβει. Πρώτον, το γεγονός και μόνο πως είναι μοναχικός, σε μία περιοχή του κόσμου που ο μονοθεϊσμός δεν είθισται, του προσδίδει μία κάποια περιέργεια. Και αυτό το γεγονός ενισχύει την αλεξάνδρεια θεωρία προέλευσης, αφού κάλλιστα υποθέτει κανείς πως θα είχαν έλθει σε επαφή με τον ιουδαϊστικό μονοθεϊσμό.
Φαντάσου τώρα μία μικρή κάστα πνευματιστών, που σχηματίστηκε εντός του στρατού στην Μέση Ανατολή… Επηρεασμένοι από την ιουδαϊκή κοσμολογική αντίληψη, έχοντάς τα χάσει και λίγο από τις πολυετείς αιματοχυσίες και λοιπές κακουχίες, παρατούν τον στρατό και την κοπανούν μόνοι ανατολικά του Ινδού (στο απόλυτο άγνωστο!) για να κρυφτούν στα βουνά και να πλάσουν θεούς. Τίποτε παράλογο περί αυτού – Οποιοσδήποτε πάει να απομονωθεί εκειπάνω για λίγα χρόνια, και θεούς και δαιμώνους θα γεννήσει το μυαλό του.
Το δεύτερο γεγονός στο οποίο συνίσταται η ιδιομορφία του Τζάμπλου είναι το ότι είναι… πες το πολύ ακατάδεκτος… πολύ αποκλειστικός για τους ντόπιους… Όλοι οι άλλοι έξω από το χωριό είναι ρυπαρά αποβράσματα, όχι δημιουργήματα του καλού θεού. Αποτελεί φοβερή αμαρτία για τον Μαλανέζο να αγγίξει κάποιον από τους άλλους έξω· και αισχρή ιεροσυλία από μέρους ενός από τους άλλους έξω να αγγίξει κάποιον Μαλανέζο ή και την περιουσία του.
Σού επιτρέπεται να διέλθεις μέσω του χωριού, αλλά εάν αγγίξεις το οτιδήποτε ανήκει σε αυτούς, έχεις διαπράξει σοβαρό αδίκημα. Σε περίπτωση που παρατηρηθείς και συλληφθείς, οφείλεις να χρηματοδοτήσεις την θυσία μίας αγελάδας· πράγμα άκρως απαραίτητο για την εξιλέωση του εξοργισμένου Τζάμπλου.
Το χειρότερο είναι ότι αυτή η οφειλή επιβάλλεται μεμονωμένα από τον τοπικό νόμο. Χώρια του ότι χαίρουν επισήμως αναγνωρισμένης αυτονομίας, και πρακτικά πάλι, δεν σε βρίσκει ποτέ κανείς.
Περί όλων τούτων, ήμουν ήδη καλά ενημερωμένος. Διά τούτο, το λοιπόν, στεκόμουν και μελετούσα το μαντρί σκεπτικός για κάμποση ώρα. Σε καμμία περίπτωση δεν διετιθέμην να δείξω δυσσέβεια στην πίστη των ανθρώπων, αλλά η νεροποντή ήταν σφοδρή και ήμουν στα όρια της εξάντλησης. Σκέφτηκα: Είμαι ακόμη 2-3 χλμ από το χωριό, η μάντρα είναι χειμερινή και είναι καλοκαίρι… για ποιον λόγο θα έλθει κανείς εδωκάτω τέτοια ώρα με τέτοια καταιγίδα;
Έσπρωξα την σαπισμένη ξύλινη πόρτα, με προσοχή μην ξεκολλήσει από τους μεντεσέδες τελείως. Επισκόπησα τον χώρο ενδελεχώς με τον φακό: μόνο κοπριά, χώμα, άχυρο, και αράχνες. Οι τελευταίες ήταν μεγάλες και τριχωτές. Τις παρατήρησα ίσαμε ένα λεπτό να σιγουρευτώ πως δεν έχουν διάθεση να ερευνήσουν καινούργια αντικείμενα στον χώρο των.
Έστησα την σκηνή· άπλωσα την μπουγάδα (πλυμένη από την βροχή) στο δοκάρι του τσίγκινου στεγάστρου έξω από την πόρτα· φόρεσα τα στεγνά και ζεστά μου, νέα ρουχαλάκια· είχα κάνει μια κονσερβομακαρονάδα όσο χωρούσε η κατσαρόλα… και καθόμουν τώρα μακάριος κάτω από το ξωστέγαστρο, να χαζεύω την βροχή και να φέρνω μπουκιά-μπουκιά τα μακαρόνια από την κατσαρόλα στο στόμα με το μαχαίρι (είχα ξεχάσει το πιρούνι στην πόλη).
Δεν πήρε πάνω από λίγες στιγμές από το που αντιλήφθηκα φως μέχρι το που στεκόταν εμπρός μού ένας οργισμένος μπάρμπας. Δεν ξέρω τι έλεγε αλλά τα έλεγε εν πλήρει εντάσει, ενώ τα χέρια του πετούσαν μανιωδώς πέρα-δώθε σε αλλόκοτους σχηματισμούς. Εγώ έλεγα θα ηρεμήσει, και μόνο στεκόμουν εμπρός τού όρθιος και σιωπηλός, με τον φακό ριγμένο πάνω τού να τον παρακολουθώ, ενώ συνέχιζα το δείπνο μου. Δεν ηρεμούσε όμως.
Με-τα-πολλά – δεν πολυσκέφτηκα κι εγώ – τού έριξα δυο παρηγορητικά χτυπηματάκια στον ώμο, και τού κάνω «it’s alright, mate, calm down now». Εκεί ήταν που τα πήρε για-τα-καλά στο κρανίο ο παππούς και κατελήφθη από θυμικό επεισόδιο. Αφού ούρλιαξε και ωδύρατο για ίσαμε ένα λεπτό, κατέληξε σε ένα συμπέρασμα αγγλικό: “This Malana – No touch – Touch, give money – No give money, Malana kill.”
Απέμεινα τότε μόνος να αποτρώγω την μακαρονάδα, καθώς αυτός πήρε να τρέχει στο μονοπάτι προς το χωριό. Φαντάστηκα μία πομπή οργισμένων χωρικών να ψέλνουν θεοσεβείς ύμνους και να κατηφορίζουν προς τα με φέροντες τσουγκράνες και πυρσούς.
Επακολούθησε το ρεκόρ μου σε χρόνο πακεταρίσματος. Σε δυο λεπτά είχα μαζεύσει όλα μου τα υπάρχοντα και τα είχα χώσει όπως-όπως στον σάκο… Και έτσι ήμουν πάλι έξω στην μαύρη, υγρή, και ανεμοδαρμένη νύχτα.
Το επιπλέον πρόβλημα, τώρα πάλι, ήταν πως το μόνο μονοπάτι για την κορυφογραμμή που ήθελα να πάω την επομένη διερχόταν μέσα από το χωριό. Πήρε αρκετές ώρες περιπλάνησης και σπρωξίματος μέσα από τα τραχέα θαμνά. Σχεδόν χαράματα, είχα βγει πάλι στο μονοπάτι λίγα χιλιόμετρα πάνω από το χωριό. Το αρχικό μου όμως πρόβλημα επέμενε. Τελικά έστησα την σκηνή μες στην μέση του μονοπατιού, σε ένα τμήμα του που ήταν μόλις αρκετά φαρδύ για να την χωρέσει.
Δεν κοιμήθηκα πολύ. Καμμια-ώρα-δύο μετά, με ανέγειρε ο θόρυβος που έκαναν οι Μαλανέζοι καθώς περνούσαν δίπλα από την σκηνή μου να πάνε μάλλον στα οζά και τις χασισοφυτείες των, προσεκτικά να μην την αγγίξουν και να μην φύγουν κάτω από τον γκρεμό που ήταν στο πλάι.
Στην αρχή είπα να μαζεύσω γρήγορα να την κοπανήσω, αλλά αφού δεν έδειξαν κάποια εχθρική διάθεση απέναντί μού, εφησυχάστηκα. Εξάλλου, ακόμη και όντως να τους είχε εξεγείρει ο μπάρμπας την νύχτα, εγώ φαινόμουν πως είχα έλθει αποπάνω. Είχα επίσης τον φακό όλη την ώρα δυνατά ριγμένο στο πρόσωπό του, και δεν θα μπορούσε να με αναγνωρίσει μετά βεβαιότητας. Ήπια το καφεδάκι μου, μάζευσα με την ησυχία μου, και κατέβηκα και μία βόλτα στο χωριό.
Οι Μαλανέζοι δεν υπέδειξαν καμμία επιθετική συμπεριφορά απέναντί μού. Μάλλον δεν είχαν κυκλοφορήσει τα νέα του σκανδάλου. Το κάθε άλλο, ήταν ιδιαιτέρως χαμογελαστοί και – γεγονός που με εξέπληξε – παρότι δεν ήθελαν να αγγιχθούν, ηρέσκοντο να ποζάρουν στον φακό. Αφού έκοψα δυο βόλτες, το λοπόν, απηλλαγμένος από το μένος του Τζάμπλου, πήρα την ανάβαση για την κορυφογραμμή, αναμένοντας το μένος του μουσώνα που θα άρχιζε εκ νέου το απόγευμα.