Μέχρι εκείνη την στιγμή, κατά όλο το διάστημα της παραμονής μου σε αυτή την ήπειρο, είχα χορτάσει να βλέπω ζώα. Είχα ευτυχήσει να δω πληθώρα συμπεριφορών από πλούσιο αριθμό κάθε σχεδόν λογής ζώων που είχα προσδοκήσει να γνωρίσω. Μόνο ένα παράπονο μού είχε μείνει εκείνο το πρωί σαν ξεκινούσαμε τον δρόμο της επιστροφής προς τον πολιτισμό. Αυτή θα ήταν μάλλον η τελευταία μέρα που θα είχα την ευκαιρία να εντοπίσω τα δύο εκείνα ζώα, τις δύο γατούλες, που εμμόνως αναζητούσαμε ανά την σαβάνα τις τελευταίες αυτές ημέρες, αλλά πουθενά δεν επετυχαίναμε. Συχνά όμως, όταν η προσπάθεια έχει αποτύχει, για την τελευταία στιγμή φυλάττεται η τύχη.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Ο ήλιος δεν είχε ακόμη ξεπροβάλει, αλλά ετοιμαζόταν. Είχε αρχίσει το λυκαυγές να διαλύει το σκότος της νύχτας. Εμείς ήμασταν ήδη στον δρόμο και κινούμασταν νοτιοανατολικά, με κατεύθυνση πίσω προς το Νγκορονγκόρο. Δυο-τρία συμμαζωμένα οχήματα στην άκρη του δρόμου ήταν που μαρτυρούσαν πως κάτι συνέβαινε. Κάποιος πρωινός περπατητής πρέπει να ευρισκόταν εκεί σε δράση. Σιμώσαμε κι εμείς· και πολύ καλά κάναμε. Ήταν μία λεοπάρδαλη!
Κάτι κακό είχε η γατούλα στο μυαλό της, το-δίχως-άλλο. Είχε αφήσει το δενδροσπιτικό της και είχε κατέβει στο έδαφος εις αναζήτηση πρωινού. Και κάτι είχε εντοπίσει σίγουρα. Ακροπατούσε σιωπηλά και αργά-αργά, κρυμμένη μέσα στο ψηλό χορτάρι. Κοντοστάθηκε για μία στιγμή… άλλες λίγες ακροπατησιές εμπρός… έσκυψε, λύγισε τα πισινά της πόδια, και σαν αστραπή εκσφενδονίστηκε και εχάθη. Κάτι ευτυχές και κάτι λυπηρό συνέβη εν συνεχεία: Είτε η γάτα εκείνη εξασφάλισε άλλη μία μέρα επιβίωσης, ενώ κάποιο άγνωστης ταυτότητας, δύσμοιρο ζωντανό γνώρισε την ύστατή του· είτε αυτό το άγνωστο ζωντανό ήταν που κέρδισε άλλη μία μέρα, παρατείνοντας την πείνα και την αβεβαιότητα του αύριο για την γάτα.
Αργότερα, κατά το μεσημέρι, εκεί που διασχίζαμε κάποιαν άλλη άγνωστη μεριά των αχανών πεδίων, «eee, huko, duma» μού έκανε ο ένας από τους δύο Μασάι που είχαμε πάρει στο αμάξι με οτοστόπ. Μού έδειχνε κάποιο σημείο στην σαβάνα. Το έμπειρο μάτι του κυνηγού δεν θα έχανε εύκολα τα τρία νεαρά τσίτα, μάλλον αδελφάκια, που εκειπέρα κωλοβαρούσαν. Παρατήσαμε τον δρόμο και τα πλησιάσαμε με το αυτοκίνητο. Δεν έδειξαν να σκιάζονται ιδιαίτερα· παραμόνο ενοχλήθηκαν μάλλον λίγο. Έμοιαζαν χορτασμένα, και σε καμμία περίπτωση δεν θα επιδίδονταν στο ξακουστό των τρέξιμο, για να το επιδείξουν σε εμάς και-μόνο. Μόνο σηκώθηκαν και άρχισαν να βαδίζουν πολύ αργά προς τα πέρα. Μάλλον τών δείξαμε αγένεια, αλλά πώς να αντισταθείς στον πειρασμό να τα ακολουθήσεις πολληώρα, να θαυμάσεις τις λυγερές των κοψιές και το περήφανό των βάδισμα;