Γεμάτος απογοήτευση έμεινα να θωρώ το σκηνικό πίσω από την τραβηγμένη κουρτίνα… Τα οργουελικά, φαιώδη, τσιμέντινα ανθρωποδοχεία που οι Σοβιετικοί ονόμασαν χρουστσιόβκες έδειχναν έτι μουντότερα πίσω από το πέπλο της αντάρας. Η πυκνή μάζα μαυροσυννέφων που τα σκέπαζε δεν άφηνε ούτε ίχνος ηλιαχτίδας έστω και να δηλώσει την τοποθεσία του ηλίου, που άρτι θα είχε ανατείλει δίπλα από τους επιβλητικούς κώνους των ηφαιστείων Κοριάκσκι και Αβάντσισκι. Μόνο ένα αποψυχώτικο ψιλόβροχο διαπερνούσε την απέραντη γκριζάδα του ουρανού και ράντιζε το παράθυρο. Το Πετροπαβλόβσκ φάνταζε σκηνή κάποιας δυστοπικής ιστορίας.
Η άγνωρη και μυστήρια αυτή πολιτεία είναι πρωτεύουσα και ουσιαστικά μοναδική πόλη της Καμτσάτκας: μίας απόμακρης χερσονήσου στην ρωσική άπω ανατολή που φιλοξενεί πληθυσμό δύο Πατρών σε έκταση δύο Ελλάδων. Δύο-τρίτα των όλων κατοίκων ζουν παρά τον κεντρικό δρόμο μήκους δεκάδων χιλιομέτρων που απαρτίζει την πρωτεύουσα, ενώ το υπολειπόμενο τρίτο είναι σκόρπιο σε στρατιωτικές βάσεις και υποτυπώδεις, κυρίως αλιευτικούς και ξυλοκοπικούς, καταυλισμούς ανά τα αφιλόξενα αγριώματα. Η περιοχή αποτέλεσε αποκλειστική στρατιωτική ζώνη κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου· πρόσβαση σε αυτήν παρέμεινε παντελώς απαγορευμένη μέχρι το 1989 για Σοβιετικούς πολίτες, και μέχρι το 1991 για αλλοδαπούς.
Πρόσθεσε στην ιστορική απομόνωση και την γεωγραφική — τα εκατοντάδες χιλιόμετρα παγωμένου ωκεανού και χιλιάδες χιλιόμετρα άδρομης τούνδρας που χωρίζουν το κράι από την σιβηρική ενδοχώρα — και καταλαβαίνεις ότι μιλάμε για ένα από τα πιο απρόσιτα και αραιοεπισκεπτόμενα μέρη στον πλανήτη… μία αχανή, ανάνθρωπη γη, οριζόμενη από ατέρμονες μαύρες αμμουδιές· κοσμούμενη από πανύψηλα αειχιόνιστα ηφαίστεια· και κυριαρχούμενη από αρκούδες και κάθε λογής θηρία… Φυσικά και ανυπομονούσα να αφήσω την πόλη προς εξερεύνηση· αλλά ο καιρός…
Είχαμε πλέον κλείσει μία εβδομάδα παρεπιδημώντας σε ένα φιλικό σπίτι στο κέντρο του Γιελιζόβου: προέκταση του Πετροπαβλόβσκ. Μέναμε σε ενός μεσήλικου ζευγαριού· γονείς ενός πρώην της αδελφής της τότε μου. Χρυσοί άνθρωποι, αλλά δεν ήμασταν δα και κολλητάρια από το σχολείο — η έστω συμπότες σε κάποια επικά διασκεδαστική βραδιά σ’ έναν εξωτικό τόπο — για να τών έχω και τόσο θάρρος. Είχα αρχίσει και ντρεπόμουν λίγο την φιλοξενία των, που μέρα-μέρα την είχαμε επεκτείνει από τις δύο αρχικά ζητηθείσες στις επτά-και-μετράμε νύχτες, ιδίως διότι το είχαν αυτοανατεθεί καθήκον να μας ταΐζουν ολημέρα κρέατα, σολομούς, χαβιάρια, και τι-όχι. Μα τι να έκανα; Κάθε πρωί το ίδιο σκηνικό…
Μονάχο σήμαινε το ξυπνητήρι την κάθε αυγή, ελάχιστα υποβοηθούμενο από το αμυδρό φυσικό φως· πάχαινε το στρώμα σκόνης επί των σωρευμένων παρά τον τοίχο αποσκευών· ομίχλη και βροχή μαίνονταν με επίμονη δυσθυμία έξω από το παράθυρο…
Με φθίνουσα κάθε πρωί ελπίδα καλούσα στα κεντρικά του Εθνικού Δρυμού της Κουριλικής Λίμνης, για να λάβω την ίδια πάντοτε αποκαρδιωτική ενημέρωση: «Οι καιρικές συνθήκες δεν επιτρέπουν την απογείωση ελικοπτέρου. Βλέπουμε αύριο.»
Το σήμερα ήταν καιρικά χειρότερο από κάθε προηγούμενο αύριο. Έλεγα να μην μπω καν στον κόπο να τηλεφωνήσω, μα έλα που τηλεφώνησαν αυτοί… Προμήθειες απαιτούντο εκτάκτως στον σταθμό του εθνικού πάρκου. Επεβάλλετο σήμερα η μεταφορά των διά ξηράς. Είχαν φυλάξει θέσεις και για εμάς. Ζήτησαν να μεταβούμε στο γραφείο άμεσα.
Αρχικά έλαβα την είδηση με μικτά συναισθήματα. Βεβαίως με συνήρπασε η επικείμενη αναχώρηση, αλλά είχα και προθερμανθεί στην ιδέα της ελικοπτεράδας, και η μη-πραγμάτωση αυτής μού αποπτέρωσε κατιτί τον ενθουσιασμό. Μα σαν το ζύγισα λιγάκι το θέμα, ανατονώθηκα. Εξάλλου, κατά πάσα πιθανότητα θα πετούσαμε στην επιστροφή.
Μέχρι και αυτήν ακριβώς την στιγμή, πίστευα ότι η χερσαία διάνυση των διακοσίων ευθύγραμμων χιλιομέτρων μέχρι την λίμνη δεν ήταν καν δυνατή με τροχοφόρο όχημα — και αυτό διότι δεν υπήρχε δρόμος. Το πώς θα περατωνόταν αυτό το εγχείρημα, εκτός από απορία, μού γέννησε διακαή προσδοκία μίας εκπληκτικής περιπέτειας. Σήμερα έμελλε να διαπιστώσω κατηγορηματικά το ότι, σε μία χώρα όπου η κατασκευή δρόμων είναι ασύμφορη, η παραγωγή εξαιρετικών ξώδρομων οχημάτων καθίσταται επιτακτική.
Οι τερατώδεις, ντυμένοι με ελαστικά λάσπης τροχοί του μού έφταναν μέχρι την μέση, και η εδαφική του ανοχή μόλις λίγο χαμηλότερα. Μία τρίπατη σκαλίτσα οδηγούσε στην θωρακισμένη του καρότσα, η οποία ήταν ήδη τιγκαρισμένη με πολυάριθμα χαρτόκουτα και σακιά εφοδίων. Αφότου φορτώσαμε και τα δικά μας τα μπαγκάζια, μόλις έμεινε χώρος να στριμωχθούμε και οι δύο εμείς, άλλες δύο εθελόντριες, και τρεις μαθητευόμενοι δρυμοφύλακες, επτά επιβάτες τω συνόλω, στους δύο ξύλινους πάγκους που ήταν μονταρισμένοι εν εκάστη πλευρά της κόφας. Η όλη φόρτωση μού ξύπνησε αναμνήσεις από αφρικανικά λεωφορεία — μόνο οι κότες και τα κατσίκια έλειπαν.
Ο ιθαγενής Κοριάκος οδηγός και ο συνοδός γαμπρός του, που μέχρι στιγμής κάπνιζαν αδιάλειπτα και νωχελικά λίγο παραδίπλα, μπούκαραν τότε στην καμπίνα του φορτηγού. Με τρομερή βοή και δόνηση πήρε στροφές ο πανίσχυρος κινητήρας προτού βγούμε στον δρόμο, ώρα οκτώμισι.
Το πρώτο κομμάτι της διαδρομής ήταν σχετικά ευοδήγητο. Υπήρχε δρόμος, έστω και αν η συνολική επιφάνεια της ασφάλτου μόλις ξεπερνούσε εκείνη των λακκουβών. Προσπεράσαμε λίγα αραιά χωριά· κάναμε και καμμια-δυο στάσεις για τσάι, τσιγάρο, και πιρόσκες· και συναντήσαμε την δυτική ακτή της χερσονήσου.
Εκεί στραφήκαμε νοτόνδε και βρεθήκαμε να διασχίζουμε έναν λασπόδρομο επί μίας στενόμακρης λωρίδας γης, μήκους σαράντα χιλιομέτρων και πλάτους κυμαινόμενου από πενήντα έως πεντακόσια μέτρα, ανάμεσα στον ποταμό Προτόκα και την Οχοτσκική Θάλασσα. Πέρα από μία φαινομενικά εγκαταλελειμμένη κωμόπολη — χτυπητό παράδειγμα σοβιετικού μαρασμού — δεν είδαμε παρά γκρίζο ωκεάνιο ορίζοντα και μία απέραντη μελανή παραλία, διάσπαρτη με σαπρά ναυάγια και εφορμούμενα από υπερτροφικούς γλάρους, αποσυντιθέμενα φαλαινοκουφάρια.
Η πορεία μας εκωλήθη προ των υδάτων στο στόμιο του ποταμού. Στην αντίπερα όχθη, εκατό μέτρα παραπέρα, ήταν αραγμένο ένα πορθμείο· τοώντι μία επιπλέουσα εξέδρα, δεμένη σε μία σαραβαλιασμένη βενζινάκατο. Το οξειδωμένο κοντέινερ που ήταν ο πορθμειακός σταθμός φάνταζε έρημο και στοιχειωμένο. Τον πορθμειάρχη πρέπει να τον είχε πάρει ο ύπνος εντός τού. Πήρε κάμποσες φωνές και αναμονή μέχρι να φανεί, τσιμπλιάρης και μισοντυμένος, έξω από την πόρτα και να κινήσει αργά-αργά και βαριεστημένα να βάλει μπρος το σκάφος.
Απέναντι, αμφότερα τα ίχνη πολιτισμού και δρόμου εξέλειψαν. Μόνο αρκούδες διακρίναμε έξω από το παράθυρο, περιφερόμενες μοναχικά ανά την ατελείωτη τούνδρα, καθώς η κιβωτάμαξα χοροπηδούσε ατσούμπαλα πάνω στις καταπονημένες αναρτήσεις. Εκεί ψιλοτραυμάτισα τους αγκώνες και τις δακτυλαρθρώσεις μου — μα έτσι ήταν καλύτερα απ’ το να κοπανούσα το κεφάλι απροστάτευτο. Αντικείμενα ίπταντο ελεύθερα ανά τις διαστάσεις της καρότσας, και κρόκοι αβγών στάλαζαν από διάφορες επιφάνειες.
Μετά η στεριά πάλι απέληξε κοντά στο σημείο όπου συμβάλλουν οι ποταμοί Γκολίγκινο και Οπάλα, λίγο πριχού εκρεύσουν από κοινού στην αλμυρή θάλασσα. Ενόσω περιμέναμε ξανά το προχειροφτιαγμένο πορθμείο, είχαμε την ευκαιρία να χαζεύσουμε λίγες φώκιες που ράθυμα κατέπλεαν την ποτάμια επιφάνεια, βραχέως ξεπροβάλλοντας τα μουστακοφόρα των μουσούδια για να θαυμάσουν την σύνθετη ομορφιά του ατμοσφαιρικού κόσμου και να προσλάβουν το ζωτικό του οξυγόνο, και βουτώντας εκ νέου στην αφάνεια του υγρού των κατωκόσμου.
Επιβιβαστήκαμε στην πλατφόρμα και φύγαμε κατωρεματιά τον Οπάλα πριν πιάσουμε ανωρεματιά τον Γκολίγκινο. Εν τω μεταξύ αποθαυμάζαμε τις διάφορες αποικίες που αρίφνητες φώκιες είχαν εγκαθιδρύσει στις σκόρπιες ξερονησίδες. Λίγες μόνο περιέπλεαν βαρυκίνητα στο νερό. Οι περισσότερες μάλλον είχαν αποκάνει με την επιούσια θήρα και έπεπταν τώρα νωθρώς ξαπλωμένες ανά τους βράχους. Αετομεγέθεις γλάροι στροβιλίζονταν μανιακά άνωθέν τών, διασπώντας κάθε-λίγο την σιγαλιά με διαπεραστικές τσιρίδες.
Ξεμπαρκάραμε και πήραμε δρόμο. Ύστερα από πολλά ακόμη χιλιόμετρα ανώμαλης οδήγησης και έτι μία διάσχιση ποταμού, κατά την ώρα που θα βλέπαμε ένα υπέροχο ηλιοδύσιο εάν φαινόταν τίποτε πίσω από την συννεφιά, καταλήξαμε στον ποταμό Οζόρναγια.
Την φορά αυτή δεν διαπλεύσαμε, αλλά ακολουθήσαμε την βόρεια όχθη προς ανατολάς για τριάντα χιλιόμετρα, όπου και η μηχανοκίνητη πορεία μας τερματίστηκε όταν οι δύο δρυμοφύλακες που περίμεναν την εκεί άφιξή μας μας ενημέρωσαν ότι η διαδρομή είχε περαιτέρω καταστεί απροσπέλαστη λόγω πρόσφατων καταιγίδων.
Με την αρωγή του ύστατου λυκόφωτος, αδειάσαμε όλο το φορτίο και το επισωρεύσαμε παρά την όχθη. Σε ελαφρά αντίθεση με την μουχρή επιφάνεια, φάνηκε τελικά η σιλουέτα μίας λέμβου γύρω από την πέρα καμπή, ακόπιαστα γλιστρώντας στο ρέμα προς το μέρος μας. Μεταφορτώσαμε ό,τι χωρούσε μέσα τής· έκανε μεταβολή και έφυγε βοώντας κόντρα προς το σκοτάδι· επωμιστήκαμε ό,τι δεν χωρούσε και αρχίσαμε να δρασκελίζουμε τα δεκαπέντε εναπομείναντα χιλιόμετρα προς την λίμνη.
Με φακούς στραμμένους το πλείστον καταγής, να εντοπίζουμε την ρηχότερη λάσπη, ροκανίζαμε την απόσταση. Ήταν μακρά και χαλεπή, μα άκρως απολαυστική.
Πρώτη φορά σε πόσες ημέρες, μεγαλοπρεπώς ξάνοιξε ο ουρανός. Αντιτέθηκαν στα όριά του περιγράμματα επιβλητικών βουνών και ηφαιστείων. Σελάγισε πάνω τού ο γαλαξίας με την ένταση που το κάνει όταν η πλησιέστερη πηγή τεχνητού φωτός απέχει εκατοντάδες χιλιόμετρα. Σπινθήριζαν και τα μάτια των αρκούδων που πετύχαιναν οι φωτοδέσμες των φακών, στιγμιαία, προτού το βάλουν στα πόδια τρομοκρατημένες από το ηχηρό μας ποδοβολητό.
Άγρια, ψυχρά μεσάνυχτα αφιχθήκαμε στον θεοσκότεινο κεντρικό σταθμό του Εθνικού Δρυμού της Κουριλικής Λίμνης.
Αυτόν απάρτιζαν μία αράδα καλύβες, ένα πρόχειρο ελικοδρόμιο, και μία μικρή προβλήτα στην ακτή του όρμου Ιστόκ, στην δυτική πλευρά της λίμνης. Η πιο περιποιημένη από αυτές τις καλύβες λειτουργούσε ως κουζίνα, τραπεζαρία, και χώρος συνάθροισης. Εκεί μαζευτήκαμε υπό την παρουσία του αρχηγού, ο οποίος μας συνόψισε την επερχόμενή μας καθημερινότητα, ενώ δειπνούσαμε με βουτηρόψωμο, ψαρόσουπα, χαβιάρι, και σολομό.
Στην πιο απεριποίητη των καλυβών, που περιείχε τις κλίνες μας, ήταν που μας οδήγησε μετά το φαΐ. Οι άλλοι όλοι, εξαντλημένοι, ξεράθηκαν στον τόπο. Εγώ βγήκα πάλι έξω να εντρυφήσω στην νυκτερινή φυσική μαγεία. Κίνησα στην βεράντα μπροστά στην κουζίνα, που ήταν ο μοναδικός ενδεδειγμένος για κάπνισμα χώρος, και εκεί πέτυχα τον τύπο εκείνο με το όνομα που δεν θυμάμαι. Και κρίμα που το ξέχασα, διότι ήταν ωραίος και τακιμιάσαμε.
Το σφρίγος του δεν μαρτυρούσε πως είχε κλείσει τα εβδομήντα. Το άσπρο και παχύ — όχι αρνάκι — αλλά πεταλωτό του μουστάκι αλα-Χαλκχόγκαν με υποψίασε περί του ότι ήταν στρατιωτικός, αποπρίν μού το πει ο ίδιος. Σαν βγήκε στην σύνταξη, άφησε την οικογένεια στην Μόσχα και αποσύρθηκε στο τέρμα αυτό του κόσμου, όπου δούλευε τώρα ως επιστάτης του σταθμού και ζούσε γαλήνια γεράματα.
Σαν απεκαπνίσαμε, χτυπώντας τα δάκτυλα με νόημα στον λαιμό, με κάλεσε στην κάμαρά του, πίσω ακριβώς από την κουζίνα. Εκεί είχε καταλήξει η κούτα με τις βόντκες και τις σαμογκόνκες που φέραμε νωρίτερα με το φορτηγό. Εκεί ήταν και ο Κοριάκος με τον γαμπρό. Οι τρεις των είχαν ήδη αδειάσει τα μισά μπουκάλια. Μέχρι σχεδόν πρωί, αδειάσαμε και τα υπόλοιπα παρέα. Ζήτημα να αφήσαμε δύο για αύριο.
Θά-‘χα-δεν-θά-‘χα κλείσει τρεις ώρες μάτι σαν εισέβαλε αγλαό φως από το μοναδικό παραθύρι στο δορμιτόριο. Όλοι ήταν τάβλα, και ένας ροχάλιζε σαν κομπρεσέρ. Ντύθηκα και βγήκα να δω τι παίζει.
Ένας καταγάλανος ουρανός σκέπαζε την ως γυαλί επίπεδη στάθμη της λίμνης. Τούφες αχλύος ολίσθαιναν απαλά στις χλοερές πλαγιές ανά την περιφέρειά της. Αστραπτοβολούσαν οι χιονούρες ψηλά στον σχεδόν τέλειο κώνο του ηφαιστείου Ιλίινσκι που δέσποζε στο τοπίο. Μία μαμά αρκούδα τσάρκαρε αγαληνά κάτω στον αιγιαλό, τερπόμενη καθώς φαίνεται στην άθροη λιακάδα, ακολουθούμενη μετά από λίγο και από τα τρία της στραταρίζοντα αρκουδάκια.
Από ανθρώπους, μόνο η μαγείρισσα ήταν ξύπνια και οκνηρώς προετοίμαζε πρωινό, με ένα βιντάζ φορητό κασετόφωνο να σιγοπαίζει παλιά ρώσικα τραγούδια. Πήραν ένας-ένας να ξυπνούν και οι υπόλοιποι (εκτός από τον επιστάτη και τον Κοριάκο που δεν φάνηκαν μέχρι αργά το απόγευμα), και άρχισε έτσι μία όμορφη μέρα στην Κουριλική Λίμνη· η πρώτη από κάπου τριάντα που θα περνούσα σε αυτόν τον ονειρικό τόπο…
Ο αρχηγός και πεντ’-έξι ακόμη δρυμοφύλακες· ο επιστάτης, η μαγείρισσα, τρεις Ουκρανοί χτίστες, και άλλοι τόσοι διάφοροι εργαζόμενοι· τρεις-τέσσερις επιστήμονες· μια-δεκαριά μαθητευόμενοι δρυμοφύλακες· έξι-επτά εθελοντές· κανας ξεκάρφωτος… ένας φεύγει άλλος έρχεται, τριάντα-με-σαράντα ψυχές διαμέναμε μέσω όρω στον σταθμό.
Ως προς εθελοντές, ακριβείας χάρη, ήμουν μόνο εγώ ένας· ήταν εθελόντριες όλες οι άλλες. Φαίνεται ο αρχηγός συμμετείχε ενεργά στην επιλεκτική διαδικασία. Είχε εγκαταστήσει τον κοιτώνα των κοριτσιών στο αρχηγείο, ένα πάτωμα κάτω απ’ το δωμάτιό του, και όλο-και μοχθούσε να σπάσει την αποχή. Με την σειρά των μάχονταν και οι δρυμοφύλακες για μία καλή δικαιολογία ή την εύνοια μίας που θα επέτρεπε πρόσβαση στον κοιτώνα. Εγώ είχα πιο ελεύθερη πρόσβαση απ’ όλους λόγω της τότε.
Αυτές δούλευαν με την μαγείρισσα. Καθάριζαν καμμια πατάτα και λιάζονταν κατά το πλείστον στην βεράντα, χαιρόμενες αυτάρεσκα το αδιάκοπο πέσιμο των απεχόντων. Εγώ πήγαινα πότε με τους Ουκρανούς που σηκώναμε ένα ωραίο κιόσκι λίγο έξω απ’ τον σταθμό, πότε με τον επιστάτη που θα κόβαμε ξύλα, θα κουρεύαμε γρασίδια, θα ανοίγαμε μονοπάτια, και άλλα τέτοια κατά διαλείμματα από άραγμα και τσάι. Κάθε δε που ερχόταν ο Κοριάκος με το φορτηγό, την επομένη είχε αυστηρό ρεπό.
Είχαμε και τουρίστες. Ήταν καρδιά καλοκαιριού, και του καιρού επιτρέποντος, θα έσκαγαν ένα-δυό ελικόπτερα την ημέρα· Σαββατοκύριακα μπορεί και μέχρι δέκα. Έμεναν εκεί λίγες ώρες και πλήρωναν από επτακόσια και πάνω δολάρια. Μία φορά μόνο είχαμε ένα γκρουπ δέκα-δεκαπέντε Ιαπώνων φωτογράφων — με κάτι τηλεσκοπικούς φακούς που θύμιζαν όργανα δορυφόρου της NASA — που έμειναν πέντε μέρες κατασκηνωτές. Ο Βούδας ξέρει τι πλήρωσαν.
Εννέα στους δέκα τουρίστες ήταν Ρώσοι· οι υπόλοιποι Ασιάτες. Ευρωπαίους μια φορά θυμάμαι ένα ζευγάρι Ελβετών. Γενικότερα δεν είχα πολλά-πολλά με όλους δαύτους. Και οι Ρώσοι που τους καταλάβαινα ήταν λεφτάδες σνόμπιδες και δεν πολυμιλιόντουσαν. Κουβέντα — έστω και όχι με την έννοια της αλληλοκατανοήσιμης — έκανα μόνο μια φορά με έναν μεθυσμένο Κινέζο.
Τού ‘λεγα ‘γώ ό,τι ξεκάρφωτο κινέζικο μού κατέβαινε στο κεφάλι, μού ‘λεγε κι αυτός τα δικά του. Είχε πάθει πλάκα που έστριβα τσιγάρο. Τού έκανα ένα, και μού ‘δωσε κι αυτός λίγα από τα δικά του τα κινέζικα της πολυτελείας — Το ήξερα πως κόστιζαν κάπου τριάντα ευρώ το πακέτο διότι τα είχα αγοράσει κατά λάθος, φρέσκος στην Κίνα καθώς ήμουν, που συνήθιζα ακόμη τις ισοτιμίες. Πάω πρώτη φορά ν’ αγοράσω τσιγάρα και δείχνω δείγμα που είχα πακέτο που μού ‘χε δώσει Κινέζα που δεν κάπνιζε και κάπου το βρήκε. Σαν έκανα τις πράξεις, είκοσι βήματα κάτω το πεζοδρόμιο, γύρισα πίσω και τού έκανα τσαμπουκά για νόμιζα με έκλεψε. Τέλος πάντων…
Το λοιπόν… Οι τουρίστες έρχονταν κυρίως για τις αρκούδες. Μιλάμε για πολλή αρκούδα. Την πρώτη μέρα μόνο της παραμονής μου στον σταθμό, είδα περισσότερες από δαύτες απότι στην ζωή μου πρωτύτερα.
Γύρω στις τριακόσιες καφετιές αρκούδες ζουν ανά την περίμετρο της λίμνης. Πρόσφατα είχαν τότε ξυπνήσει από χειμερία νάρκη και βρίσκονταν ακόμη σε λειτουργία εξοικονόμησης ενέργειας. Την πρώτη φάση της σεζόν την βγάζουν σε μόντο διατήρησης, τσιμπολογώντας φύλλα και καρπούς κατά διαλείμματα από χουζούρεμα στην λιακάδα.
Εκεί κατά τον Αύγουστο αρχίζει το μεγάλο πανηγύρι. Στίφη σολομών πυκνά από τα πλάτη του Ειρηνικού κατακλύζουν τους ποταμούς της Καμτσάτκας, κοπιάζοντας ακάθεκτα εναντίον των ρευμάτων, και κατευθύνονται προς την λίμνη να γεννοβολήσουν. Κατασπεύδουν τότε και οι αρκούδες στις όχθες, εμπλεκόμενες αναμεταξύ τών σε θεαματικότατες μάχες για τα καλύτερα πόστα ψαρέματος, και δουλεύοντας νύχια και δόντια ολημερίς, σβήνουν διά παντός τα χρωμοσώματα των πιο άτυχων ψαριών από την γονιδιακή δεξαμενή.
Θα αναρωτηθεί κανείς: γιατί δεν τρων και καναν άνθρωπο μιάς-και βρίσκονται τόσοι πρόχειροι; Διότι, εν αντιθέσει με τις πολικές των ξαδέλφες, δεν έχουν συμπεριλάβει πρωτεύοντα στην δίαιτά των. Γενεές συμβίωσης με το κυρίαρχο είδος τών έχουν διδάξει ότι δεν αξίζει το ρίσκο.
Ωστόσο δεν παύει να ισχύει το ότι ένας άοπλος ενήλικος άνδρας αποτελεί για αυτήν ό,τι αντίπαλο αποτελεί ένας μεγάλος λαγός για τον ενήλικο άνδρα. Φτάνοντας και τα εξακόσια κιλά, να σού χυμήξει μόνο είναι σαν να σε παίρνει σβάρνα Smart. Το μισό σου βάρος σε μυς ενός μόνο γαμψώνυχου χεριού, να σού ρίξει σφαλιάρα πρέπει να είναι σαν να σού φέρνει στην μούρη τσουγκράνα σφυροβόλος με ροπή σημαιοκόνταρου. Για δάγκωμα ας μην μιλήσουμε.
Αμοιβαία θέλετε απόσταση να σας χωρίζει. Στο πλείστον των περιπτώσεων, θα σε αντιληφθεί αυτή κατά πολύ πρώτη και πρόθυμα θα απομακρυνθεί. Τα σκούρα τυχαίνουν εάν διασταυρωθείτε αίφνης…
Σε καταστάσεις παρουσίας θορύβου, όπως δίπλα στο ποτάμι ή σε δυνατό άνεμο, καλό είναι να δηλώνεις την παρουσία σου με μία σφυρίχτρα ή τραγουδώντας — μα μην το παρακάνεις, διότι σπας τα νεύρα των συμπεζοπόρων σου.
Εάν γίνει η στραβή και την βρεις μπροστά σού ξαφνιασμένη, το χειρότερο που μπορείς να κάνεις είναι να τρέξεις (εκτός κι αν έχει κλίση το έδαφος μεγάλη, οπόταν το βάζεις στα πόδια κατηφόρα, που αν σε κυνηγήσει θα την πάρει το βάρος κουτρουβαλητή). Στο πρωτόγονο οικοσύστημα μετρούν όσο τίποτε άλλο τα μεγέθη. Αν είστε παρέα, στριμωχθείτε· και δύο άτομα ακόμη, πάρ’ το ελαφρύτερο κούτσα στην πλάτη. Θα κρίνει ότι δεν την παίρνει.
Αν είσαι μόνος και σού δηλώνει επιθετικότητα, οπισθοδρόμησε αργά και ήρεμα, μιλώντας τής ταυτόχρονα με-το-καλό και εν ανάγκη με-το-άγριο. Τέλος, στην εξαιρετικά απίθανη και γκαντέμικη περίπτωση που σού κάνει ντου… αν έχεις όπλο ή κροτίδα, ρίξε στον αέρα· αν δεν έχεις πράμμα, πέσε μπρούμυτα, κλείδωσε τα χέρια πάνω στο σβέρκο — ευελπίστως θα φοράς και σάκο να σού καλύπτει την ράχη — παίχ’ το πτώμα… και την σκαπουλάρεις με κανα πετσοκομμένο μηρογλούτι.
Στον σταθμό, εννοείται πως παίρναμε και παν εφικτό μέτρο προφύλαξης. Ο χώρος ήταν περιφραγμένος με ηλεκτροφόρο φράκτη· έστω κι αν δεν σού ενέπνεε απόλυτη εμπιστοσύνη…
Ήταν βασικά δύο σύρματα στερεωμένα σε αραιούς, πασσαλωμένους, πλαστικούς πόλους ανθεκτικότητας σκηνής των Jumbo. Το πάνω μού έφτανε ίσαμε την κορυφή της κνήμης, και η τάση — που τύχαινε συχνά να δοκιμάσω κατά λάθος ή εξεπίτηδες — δεν θα με πτοούσε αν ήταν να συλλέξω σε ευρώ το αξιολογικό ισότιμο ενός γεύματος της αρκούδας· όπως εξάλλου δεν πτοούνταν κι αυτές που μπούκαραν συχνά τις νύχτες για επιδρομή στα αποφάγια — συνήθως την επομένη της άφιξης του Κοριάκου, που δεν καίγαμε τα σκουπίδια στο ρεπό — και μας ανάγκαζαν ύστερα, χώρια από την περισυλλογή και αποτέφρωση δύο μερών ξεσχισμένων και διασκοριπισμένων απορριμμάτων, να επισκευάζουμε και τον φράκτη.
Εκτός δε του σταθμού, κατά κανονισμό οφείλαμε να κυκλοφορούμε σε ομάδες τουλάχιστον των δύο και οπλοφορώντας. Ο κανονισμός αυτός βέβαια δεν ετηρείτο και κατά γράμμα — ιδίως αφότου ήλθε νέος αρχηγός που ησχολείτο ακόμη λιγότερο με την ασφάλεια και περισσότερο με τις εθελόντριες απότι ο προκάτοχος — αλλά γενικά χαλαρά· δεν έπαιζε σοβαρό θέμα κινδύνου.
Η απειλή στατιστικώς ήταν αστρονομικά απίθανη. Δεν είχε συμβεί θανατηφόρο ατύχημα από την δεκαετία του ογδόντα. Και τότε ήταν ένας τρελαμένος Ιάπωνας φυσιολάτρης-φωτογράφος, που μήνες γυρνούσε μόνος τού με την σκηνή στα δάση και την τούνδρα, και όλο-και ξεθάρρευε εισβάλλοντας στην ιδιωτικότητά των… Πόσο παπαρατσιλίκι να αντέξει και μία αρκούδα; Κατά τραγική σύμπτωση, το επόμενο δυστύχημα συνέβη μόλις λίγες μέρες μετά την αποχώρησή μου…
Μα κάτσε να ξεφύγω λίγο εδώ από τον ρου να γράψω ένα ωραίο που έβλεπα στο YouTube λίγο πριν πάω στην Καμτσάτκα… Ήταν δύο Αργεντίνοι ψαράδες που έκαναν ντοκιμαντέρ το ταξίδι των στην χερσόνησο. Όχι μόνο τών έκλεβαν τα ψάρια τών αρκούδων, αλλά πήγαιναν κι αυτοί γυρεύοντας σαν τον Ιάπωνα με την κάμερα… Μαγνητοσκοπούν μια νύχτα μες στο σκοτάδι της σκηνής, και διηγούνται πως δέχθηκαν επίθεση και τών λείπουν τώρα κάτι κωλομέρια και τέτοια… Αλλά περισσότερο μού έχει μείνει αυτό που έκαναν στο ξενοδοχείο στο Πετροπαβλόβσκ μετά την ανάρρωση. Μαγείρευαν με το γκαζάκι στο πάτωμα και έκαψαν μια τρύπα στο χαλί. Έκοψαν τότε τετράγωνο από γύρω και το άλλαξαν με άλλο ισομεγέθες κομμένο κάτω απ’ το κομοδίνο… Το ταξίδι απαιτεί εφευρετικότητα.
Πίσω στην Κουριλική Λίμνη, εμένα με ανησυχούσαν πλιότερο τα κουνούπια, που να έκανα το σφάλμα να βγω σούρουπο χωρίς γάντια και καπέλο με δίχτυ, φοβόμουν θα γρατζουνίσω κόκκαλο απ’ το πολύ ξύσιμο. Μοναδική φορά που μού κόπηκε η χολή ήταν ένα απόγευμα που κούρευα χορτάρι, και την μπουμπούνισε παραδίπλα κατά λάθος ένας μαθητής στον αέρα, εκεί που καθάριζε το τουφέκι του στημένο όρθιο. Πάλι-καλά που δεν κοιτούσε και μέσα στην κάννη να βλέπει τι καθαρίζει.
Κάπως έτσι λοιπόν περνούσα τις μέρες μου σε αυτόν τον τόπο… λίγη δουλίτσα· άραγμα στην βεράντα και τον κοιτώνα τον κοριτσιών· βολτίτσα γύρω-γύρω· λίγο σκάκι με τον δρυμοφύλακα τον Πετροπολίτη· καμμια βουτίτσα στην λίμνη με όποιον τολμούσε την θερμοκρασία· βραδινά παρεάκια με φωτιά και κιθάρα στο κιόσκι υπό την επίβλεψη μίας προτομής του Λένιν· κανα ξύδι με τον επιστάτη, τον Κοριάκο, τον γαμπρό, και εκείνον τον Μοσχοβίτη φοιτητή νομικής τον Γενάδιο που είχε βρεθεί εκειπέρα ως δώρο από κάποιον διαγωνισμό· και πολλή μάσα…
Τρώγαμε ποσοτικά καλά, μόνο που έλειπε κατιτί η ποικιλία. Είχα μπουχτίσει σολομό και χαβιάρι, άντε και ψωμί και πατάτες, που μόνο με δελτίο αγοράς τροφίμων δεν έφταναν κι αυτά εκεικάτω… Τρως ό,τι υπάρχει διαθέσιμο… Και το ψάρεμα εκεί με-το-ζόρι απαιτούσε περισσότερη τέχνη από την συλλογή βοτσάλων. Έριχνες και μάζευες.
Από τον έξω κόσμο ήμασταν πρακτικά απομονωμένοι. Διετηρείτο στο αρχηγείο ένα μικρό δορυφορικό πιάτο, μα ίσα-που επαρκούσε για επικοινωνία με τα κεντρικά του εθνικού πάρκου στην πόλη. Υπετίθετο ότι εξέπεμπε και ουαϊφάι, αλλά αυτού το εύρος ζώνης δεν ήταν και κατά πολύ αποδοτικότερο από τις τηλεπικοινωνίες της προ-τηλεγράφου εποχής. Με λίγη τύχη, σού φόρτωνε μηνύματα μέσα σε μισή ωρίτσα, αν πήγαινες αργά την νύχτα που κοιμούνταν όλοι. Την ημέρα, ο χώρος γύρω από το αρχηγείο ήταν διαρκώς συχναζόμενος από απεγνωσμένους, που μάταια και άδικα — όπως και ο τζογαδόρος πάνω απ’ την ρουλέτα — καρτερούσαν, με βλέμμα βυθισμένο στην οθόνη, μπας-και τών μεταδώσει κανα νέο από Ίνσταγκραμ ή Βκοντάκτιε. Έτσι και δεν πολυασχολήθηκα, και βίωσα την μεγαλύτερή μου αποχή από το διαδίκτυο από τον καιρό που ήμουν στην Κούβα.
Από εξορμήσεις μακριά από τον Όρμο του Ιστόκ, κάναμε αρκετές… Πόθος μου από την στιγμή που πάτησα εκεί πόδι ήταν να σκαρφαλώσω το Ιλίινσκι… μα ούτε να πείσω κανέναν να κάνουμε ομάδα κατάφερα, ούτε να πείσω τον αρχηγό να με περάσει μόνο απέναντι στους πρόποδες χαράματα με το ταχύπλοο και να έλθει πάλι να με πάρει το δείλι — που ήταν ο μοναδικός τρόπος που καθιστούσε την ανάβαση δυνατή άνευ διανυκτερεύσεως.
Κάναμε ωστόσο ομαδούλες και πήγαμε διάφορες πεζοπορίες… στις «βάρκες του γηγενούς θεού Κούτχου», που ήταν γεωλογικοί σχηματισμοί ηφαιστειακής ελαφρόπετρας τύπου πύργων Καππαδοκίας· στον καταπράσινο «σπιτικό λόφο», απόπου θαυμάσαμε υπέροχες πανοραμικές θέες της λίμνης· στον «βόρειο όρμο» που ήταν ακριβώς το που το όνομά του υποδηλώνει και οριζόταν από μία πανέμορφη, δολιχή βοτσαλοπαραλία… Και συχνά επίσης κινούσαμε με το σκάφος στον όρμο του Εταμίνκ, που δεν έχω ιδέα τι σημαίνει, φιλοξενούσε όμως ένα απόμερο, δευτερεύον δρυμοφυλάκιο και τρεις-τέσσερις ψυχές, δίπλα από το στόμιο του ποταμού Χακιτσίν, αγαπημένη ψαροκαβάτζα των αρκούδων.
Πέρασε τελικά ο καιρός, και ένα αίθριο απόγευμα επιβιβαστήκαμε στο ελικόπτερο για Πετροπαβλόβσκ. Μεγαλειώδης απλώθηκε αποκάτω η φυσική αίγλη της Καμτσάτκας κατά την διάρκεια της πτήσης. Τέσσερα άτομα παρέα απ’ τον σταθμό, πήγαμε την πέσαμε στο διαμέρισμα ενός δρυμοφύλακα, το οποίο τόσο μεγαλόκαρδα μας παραχώρησε. Παραμείναμε εκεί τρεις μέρες, μέχρι να συντονιστούμε και προετοιμαστούμε για την επόμενη εξόρμηση που είχαμε τω μεταξύ σχεδιάσει. Σαν ξαναγυρίσαμε στον πολιτισμό, μια-δεκαριά μέρες αργότερα, ήταν που λάβαμε τα θλιβερά νέα…
Ήταν εκείνος ο πιτσιρίκος, μαθητευόμενος δρυμοφύλακας. Άφησε την βάση μόνος κι άοπλος να κάνει την καλή να φέρει μια τσάντα που είχε ξεχάσει ένας τουρίστας. Το πήρε φαίνεται όχθη-όχθη και πέρασε κοντά απ’ την ψαροκρυψώνα της αρκούδας. Χρειάστηκε λίγες μέρες μέχρι να εντοπίσουν το πτώμα του… Τι να γίνει… συμβαίνουν αυτά.
Μα να μην κλείσουμε την αφήγηση ούτως μακαβρίως, ας πούμε κάτι πιο ευχάριστο… τι να πούμε… ωραία κι άγρια η Καμτσάτκα, παράξενος τόπος που τραγουδά κι ο Τσόι.