Η τύχη μού χαμογέλασε πάλι, όταν με-το-που βγήκα από τον χώρο του φυλακίου, πέτυχα ένα μικρολεωφορείο έτοιμο προς αναχώρηση για Κιγκάλι. Επιβιβάστηκα και ξεκινήσαμε αμέσως. Το ταξίδι αυτό προς την πρωτεύουσα προδιαγραφόταν σύντομο. 150 μόλις χιλιόμετρα απείχαμε από αυτήν, και ο δρόμος ήταν καλός.
Ωστόσο, εν τέλει δεν αποδείχθηκε διόλου σύντομο. Τέσσερις ώρες είχαμε κλείσει στον δρόμο και ούτε ίχνος από Κιγκάλι. Όχι επειδή οδηγούσε αργά ο οδηγός ― του θανατά το έτρεχε το εργαλείο ― αλλά μόνο όταν αποφάσιζε να οδηγήσει. Την περισσότερη ώρα θα ήμασταν κάπου σταματημένοι… σε χωριά, στην άκρη του δρόμου χύμα… για κάποιον λόγο και σκοπό, που όσο και αν πάσχισα, δεν μπόρεσα να καταλάβω.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Το καλό σε αυτή την ιστορία ήταν ότι το όχημα αυτό ήταν κατά πολύ ανετότερο από καθέν άλλο δημόσιο μέσο συγκοινωνιών που είχα πάρει σε όλο αυτό το ταξίδι. Καθόμασταν ένα άτομο μόνο ανά κάθισμα, και τα περισσότερα πράγματα τα είχαν βολεύσει στην οροφή. Δεν κρατούσα πάνω μου παραμόνο την κιθάρα, που ήταν ελαφριά ούτως ή άλλως.
Το κακό πάλι ήταν ότι εκείνος ο μεθυσμένος τύπος με την ουρανομήκη φωνή που καθόταν αποδίπλα μού δεν έβαλε γλώσσα μέσα τού σε όλη την διαδρομή. Ίσως να μού διηγούταν την ιστορία της ζωής του, ή κάτι τέτοιο, και δεν έμοιαζε να νοιάζεται ποσώς που δεν καταλάβαινα λέξη από τα κινιαρουαντικά του.
Ο πονοκέφαλος είχε αρχίσει να παίρνει ανυπόφορες διαστάσεις, όταν μετά από πέντε περίπου ώρες, καθώς το σύθαμπο είχε αρχίσει να πλακώνει, μπαίναμε επιτέλους στο Κιγκάλι. Πραγματικά έκπληκτος είχα μείνει να θωρώ έξω από το παράθυρο του λεωφορείου. Μού πέρασε προς στιγμήν η ιδέα ότι πήραμε λάθος δρόμο και είχαμε βγει στην Ευρώπη· αλλά την απέβαλα, διότι δεν ήταν εύλογη. Μάλλον η Ευρώπη είχε έλθει εδώ κάτω και είχε εισβάλει στην κουλτούρα των πολιτών αυτού του τόπου. Οι δρόμοι ήταν όλοι άριστων προδιαγραφών και καλώς φωταγωγημένοι. Υπήρχαν πεζοδρόμια, καθαρότατα μάλιστα, στην άκρη των. Υπήρχαν φανάρια στις διασταυρώσεις, τα οποία οδηγοί και πεζοί τηρούσαν. Δουλειές μερακλήδων ανθοκόμων κοσμούσαν τις διαχωριστικές νησίδες, τις κυκλοδιασταυρώσεις, και τα πολυάριθμα πάρκα που προσπερνούσαμε. Και το πρωτοφανέστερο όλων: οι πικιπικιστές φορούσαν κράνη! Και οι συνεπιβάτες των ακόμη!
Έτσι, με-το-που φτάσαμε στον σταθμό, μού έδωσε κι εμένα να βάλω κράνος εκείνος ο μοτοσυκλετιστής που μίσθωσα να με πάει στο πανδοχείο που σκόπευα να διαμείνω. Μεγάλη πόλη. Πάνω-κάτω πηγαίναμε λόφους κι άλλους ακόμη λόφους, κι άλλη ακόμη πόλη είχε. Η διαδρομή αυτή βασάνισε την μέση μου απηνώς· αφού καθ’ όλη την διάρκειά της έπρεπε να κρατώ όπως-όπως τους σάκους μου και την κιθάρα. Φτάσαμε τελικά στο πανδοχείο που θα αποτελούσε την βάση μου για τις επόμενες λίγες ημέρες· απ’ όπου θα εξορμούσα για τις εξερευνήσεις μου σε αυτόν τον νέο τόπο· και πριν γίνει τίποτε άλλο, θα έριχνα απόψε έναν καλό ύπνο.
Νωρίς-νωρίς το επακόλουθο πρωί ήμουν έξω να περιδιαβάζω τις διάφορες συνοικίες του Κιγκαλίου. Πολυάσχολοι οδοί, καινούργια αυτοκίνητα, ουρανοξύστες και μοντέρνα κτίρια, πολυκαταστήματα και εμπορικά κέντρα, σικάτες καφετέριες και εστιατόρια, καλοντυμένοι ― βάσει ευρωπαϊκής μόδας ― άνδρες και γυναίκες… Τα πάντα συντελούσαν στην δημιουργία μίας ατμόσφαιρας… ευρωπαϊκής. Πολύ περίεργα μού φαίνονταν τώρα όλα δαύτα· άλλος κόσμος. Είχα απουσιάσει καιρό από την γηραιά ήπειρο, και ήταν σαν να την ξαναπάντησα μπροστά μού εκεί που δεν το περίμενα καθόλου, στην μέση της Αφρικής, και μάλιστα σε αυτή την συγκεκριμένη χώρα.
Το μόνο πράγμα που έκανε διαφορά από την Ευρώπη των ημερών μας ήταν η έντονη παρουσία του στρατού ανά την πόλη. Στην ουσία επικρατούσε στρατοκρατία· ίσως έμμεση, ανεπίσημη, μη-ανακεκηρυγμένη, μη-αναγνωρισμένη, ή ό,τι άλλο, δεν έπαυε όμως να είναι στρατοκρατία ― στα μάτια μου τουλάχιστον. Ο στρατός ήταν πανταχού παρών, σε κάθε δρόμο, σε κάθε πλατεία, σε κάθε γειτονιά. Στους ιδιωτικούς πάλι χώρους, είχε αναλάβει ιδιωτικός στρατός. Όπως όταν μπήκα σε μία υπεραγορά: Στεκόταν παρά την θύρα ένας τύπος που θύμιζε τον Ράμπο, και με πέρασε από ανιχνευτή μετάλλων, και μού έψαξε και τις τσέπες ― Το έχουν φαίνεται εκεί χούι τι με το ψάξιμο.
Ώρα περιτριγύριζα στην πόλη να χαζεύω τα διάφορα ενδιαφέροντα. Είχε πια μεσημεριάσει και είπα να σταθώ κάπου να ξαποστάσω. Πήρα έναν καφέ και κάθισα σε μία απόμερη, σκιερή μεριά ενός πολυσύχναστου δρόμου. Έστριψα κι ένα τσιγάρο, και έμεινα να παρατηρώ αθέατος τους ανύποπτους περί της παρουσίας μου περαστικούς.
Αινιγματικός μού εδόκει ο λαός αυτής της χώρας. Κανείς ― εκτός από τον μεθυσμένο συνταξιδιώτη μου την προηγουμένη ― δεν μού είχε μέχρι στιγμής δώσει υπέρ του δέοντος σημασία. Με το ζόρι μού είχε κανείς δώσει και καμμία σημασία εν γένει. Ούτε και αναμεταξύ τών, ο ένας στον άλλον, δεν πρόσεξα ποτέ να δίνουν καμμία ιδιαίτερη σημασία. Στην κοσμάρα των και εκεί που καθόμουν διέβαιναν όλοι βιαστικά-βιαστικά τον δρόμο, με έναν χαρτοφύλακα ή ντοσιέ ανά χείρας, χωρίς να νοιάζονται για οτιδήποτε άλλο συμβαίνει γύρω τών· σαν αληθινοί Ευρωπαίοι. Κόσμος πήγαινε, κόσμος ερχόταν, ανέμελα εντός αυτής της καλώς οργανωμένης, υποδειγματικής κοινωνίας. Καθόμουν κι εγώ στην άκρη και τους παρατηρούσα σκεπτικώς και χαύνως. Και κάτι δεν μού κολλούσε καλά σε όλη αυτήν την φάση. Σαν κάποιο φάντασμα θαρρούσα επλανάτο σε αυτήν την πολιτεία. Και κάθε που κατάφερνα να αρπάξω κάποιο βλέμμα, κάτι βαρύ και ζοφερό φαινόταν στα μάτια των να σκιάζει την ψυχή των.
Όταν ξεκινούσα αυτό το ταξίδι δεν το είχα κανέναν σκοπό να περάσω από την Ρουάντα. Ούτε και μέχρι δύο μέρες προ της αναχώρησής μου από την Αρούσα το είχα σκοπό. Η απόφασή μου να έλθω σε αυτόν τον τόπο ήταν εντελώς στιγμιαία και αυθόρμητη. Έτσι και ήμουν πολύ ελλιπώς προϊδεασμένος περί του τινός θα απαντούσα· και όλα τούτα που θωρούσα τώρα γύρω μού, μού προξενούσαν ιδιαίτερη εντύπωση.
Οφείλω να ομολογήσω πως οι εικόνες που έφερα στον νου μου συνυφασμένες με αυτή την χώρα δεν ήταν άλλες από αυτές που λίγο-πολύ ο καθείς μάς φέρει· δηλαδή αυτές οι βγαλμένες από τα ιστορικά βιβλία και ντοκιμαντέρ: λοφίσκοι στοιβαγμένων νεκροκεφαλών, πτώματα καταπλέοντα επ’ αιματοβαμμένων ποταμών, σωροί κατακρεουργημένων γυναικοπαίδων εντός εκκλησιών, κ.τ.λ… Με άλλα λόγια, η πρώτη λέξη που ανέκαθεν μού περνούσε από το μυαλό στο άκουσμα της λέξης Ρουάντα ήταν αδηρίτως η λέξη γενοκτονία.
Εδώ, εντός αυτής της επικράτειας που μόλις ξεπερνάει το μέγεθος της Πελοποννήσου, έλαβε χώρα, από τον Απρίλιο έως τον Ιούλιο του 1994, η πιο αισχρή, συστηματική εθνοκάθαρση που γνώρισε η ανθρωπότητα μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου ― και ίσως αείποτε εκτός πολιτισμένων χωρών και από μη-πολιτισμένο λαό.
Εν αντιθέσει με την πλειονότητα των αφρικανικών κρατών, τα σύνορα του προκειμένου δεν χαράχθηκαν απόσποντα από τους Ευρωπαίους. Πριν την άφιξη των τελευταίων, η Ρουάντα αποτελούσε κυρίαρχο προαποικιακό βασίλειο, και κατοικείτο από ομοιογενή φυλετικά πληθυσμό, φέροντα την ίδια γλώσσα και εθιμοτυπία. Η κοινωνία των, ωστόσο, ήταν διατετμημένη σε δύο ταξικά στρώματα: το μεν πλειοψηφούν και καθυποτεταγμένο των Χούτου, και το δε μειοψηφούν και άρχον των Τούτσι. Κατά τα προοίμια των γεγονότων του 1994, οι ισορροπίες είχαν πλέον αλλάξει. Οι Χούτου είχαν πάρει την εξουσία μέσω ιδιαζόντων πολιτικών συγκυριών, και η χώρα ευρισκόταν σε ανοιχτή εμφύλια σύρραξη. Παραστρατιωτικές ομάδες εντός του καθεστώτος είχαν σχεδιάσει λεπτομερώς το εκτελεστικό σχέδιο της γενοκτονίας που άρχισε την εβδόμη Απριλίου, λίγες ώρες μετά το έναυσμα (πρόσχημα) που εδόθη από την δολοφονία του τότε προέδρου της χώρας Αμπιαριμάνα.
Τάγματα θανάτου, σχηματισμένα από τις τάξεις του στρατού και της αστυνομίας, βγήκαν παγανιά και μεθοδευμένα εκτέλεσαν προύχοντες Τούτσι και αντιφρονούντες Χούτου. Ακολούθως, ανήγειραν οδοφράγματα ανά όλη την επικράτεια της χώρας και συνέχισαν το θανατερό των έργο εκτελώντας επί τόπου όλους όσους είχαν την ατυχία να μην φέρουν ταυτότητα που αναγράφει πάνω τής Χούτου. Ταυτόχρονα χρησιμοποίησαν ευρέως το κρατικό ραδιόφωνο και παν άλλο μέσον προπαγάνδας και εκφοβισμού, ούτως ώστε να παροτρύνουν σύσσωμο τον λαό των Χούτου να πάρουν όπλα εναντίον των γειτόνων των. Ως αποτέλεσμα, χειριζόμενοι σπαθιά, ρόπαλα, πέτρες, και κυριολεκτικά οτιδήποτε, δάσκαλοι πήραν να θανατώνουν μαθητές, μαθητές δασκάλους και συμμαθητές, ιερείς ενορίτες… και ούτω καθεξής. Κάπου 70% του πληθυσμού των Τούτσι και 20% της χώρας ― έως ένα εκατομμύριο άνδρες, γυναίκες, και παιδιά ― είχαν αφανιστεί εντός των εκατό ημερών που διήρκεσε τελικά η αιματοχυσία· μέχρι που έλαβε τέλος όταν ο αντάρτικος στρατός των εκπατρισμένων στην Ουγκάντα Τούτσι (RPF) κατάφερε, μετά από μήνες μαχών, να πάρει τον έλεγχο της χώρας.
Δύο δεκαετίες έχουν πλέον παρέλθει από εκείνα τα τραγικά γεγονότα. Mόνο η ιστορία έχει απομείνει να στοιχειώνει τις ζωές των μισών περίπου κατοίκων της χώρας που είναι κάτω από είκοσι ετών. Χούτου και Τούτσι συμβιώνουν σήμερα ειρηνικά μετ’ αλλήλων. Κόσμος διερχόταν ασταμάτητα από τον δρόμο μπροστά μού. Κάποιοι εξ αυτών ήταν Χούτου, κάποιοι Τούτσι· δεν μπορούσα εννοείται να διακρίνω την διαφορά… Και πολύ αμφιβάλλω εάν και οι ίδιοι μπορούσαν.
Είλκυσε την προσοχή μου ένα κορίτσι, ίσαμε εικοσιλίγων ετών, μάλλον φοιτήτρια, ερχόταν αποκάτω με ένα σακίδιο στην πλάτη και έναν φάκελο στο χέρι. Σκέφτηκα πως κάλλιστα θα μπορούσε να είναι μία Τούτσι, ίσως ορφανή από τα παιδικά της χρόνια. Ερχόταν αποκάτω ευθύμως βαδίζουσα, και σαν πέρασε απομπροστά μού, διασταυρώθηκε με έναν μεσήλικα κοστουμαρισμένο τύπο, ο οποίος ερχόταν αποπάνω βιαστικός με έναν χαρτοφύλακα στο χέρι. Κάλλιστα και τούτος, σκέφτηκα, μπορεί πριν είκοσι χρόνια να σεργιάνιζε τους δρόμους με μία ματσέτα αντί για χαρτοφύλακα, και με αυτά του τα χέρια να είχε αφήσει αυτήν την κοπέλα ορφανή.