Το καλοκαίρι του 2015, πλέον του ενός έτους από την επανάσταση του Μεϊντάν, το Κίεβο ήταν μία εντελώς ειρηνική πολιτεία. Ιδίως κατά την κορύφωση του καύσωνα, ούτε πουλί δεν ακουγόταν ανά το αραιόκτιστο προάστιο των Δνειπέρου Ηρώων, στον τερματικό σταθμό της βόρειας γραμμής του μετρό, το οποίο τότε αποκαλούσα γειτονιά μου.
Ήμουν εκεί για καλοκαίρι. Αυτό θα τελείωνε, και σύντομα θα έπρεπε να κινήσω προς εύρεση νέου καλοκαιριού στους τροπικούς. Μα έπρεπε πρώτα να κατέβω Ελλάδα για υποθέσεις. Και αφού είχα ακόμη λίγους μήνες μέχρι να αρχίσει να χειμωνιάζει και τίποτε άλλο εξαιρετικά σημαντικότερο να κάνω… και είχα κι άλλους λίγους μήνες αποπίσω στάσιμος, και με έτρωγε τώρα για περιπέτεια… σκέφτηκα να κατέβω με το ποδήλατο.
Ήταν τελικά ένα ζεστό χάραμα που το δίκυκλό μου, φορτωμένο 30-40 κιλά ουσιωδών αποσκευών, έστεκε στερεωμένο σε έναν στύλο έξω από το πρότινό μου σπίτι που είχα μόλις εγκαταλείψει. Το κοίταζα από ένα παγκάκι λίγα μέτρα πιοπέρα με φόντο την ανατολή μίας καινούργιας προσωπικής εποχής. Μόλις ετέλευα έναν λυπηρό αποχαιρετισμό με ένα αγαπημένο πρόσωπο για να ξεκινήσω ένα μακρύ μοναχικό ταξίδι.
Είχε-δεν-είχε πέντε μοίρες ο ήλιος στον ουρανό όταν έστρεψα το βλέμμα μπρος και πάτησα την πρώτη από τις τρέχα-γύρευε πόσες πεταλίες μού πήρε για να φτάσω, δύο μήνες αργότερα, στην Θεσσαλονίκη…
Έφυγα βιαστικά επί σκοπού, όχι μόνο για να γλιτώσω την ζέστη, αλλά και την κίνηση. Είχα να διασχίσω την πόλη ολόκληρη, τριάντα χιλιόμετρα απ’-άκρη-σ’-άκρη.
Οι πλατιές λεωφόροι του Κιέβου ήταν ακόμη ήσυχες και ως-επί-το-πλείστον κατηφορικές. Φανάρια και όλα, ζήτημα αν μού πήρε δύο ώρες να βγω στον αυτοκινητόδρομο και να τσουλάω σφαίρα προς τον νότο. Είχε καλή κατηφόρα, και φρέσκος-φρέσκος καθώς ήμουν, έβγαλα ογδόντα χιλιόμετρα προτού καλά-καλά κάνω στάση για καφέ και γεύμα.
Την έκανα σε ένα κιόσκι κάτω από έναν ξύλινο ανεμόμυλο στην άκρη του δρόμου. Ο καφές ήταν στιγμιαίος, ανακατεμένος με το πιρούνι σε ζεστό νερό· το γεύμα ψωμοτύρι και παραδοσιακό ουκρανικό σάλο — ωμό χοιρινό λίπος — από ένα κομμάτι σαν τούβλο που είχα πάρει από την λαϊκή, και έπρεπε να ξεπλένω από την κάθε φέτα το αλάτι που είχα βάλει για να μην χαλάσει δυο-τρεις εβδομάδες που το κουβαλούσα μες στο λιοπύρι.
Απογευματάκι, άφησα την εθνική και κατέβηκα μία βόλτα στην πρώτη αξιομεγέθη πόλη. Λεγόταν Μπίλα Τσέρκβα, που σημαίνει Λευκή Εκκλησία. Είχε κάμποσες τέτοιες· τουλάχιστον τρεις από τις οποίες έχω φωτογραφίες. Μετά από έναν καφέ και παγωτό στην κεντρική πλατεία, συνέχισα παρακάτω.
Είχα διανύσει πάνω από εκατόν-πενήντα χιλιόμετρα σαν το δειλινό με πλησίαζε καταμεσής ανωνύμων χωραφιών. Πήρα τον πρώτο επαρχιακό δρόμο, έναν χωματόδρομο ύστερα, και μία ατραπό στο τέλος, και κατέληξα καβατζωμένος σε μία πυκνή λόχμη στην όχθη ενός έλους.
Έστησα σκηνή, έβρασα μία κοσνερβομακαρονάδα, έκανα κι ένα τσάι, και άραξα να χαρώ το σούρουπο. Τότε διεπίστωσα δύο πράγματα: 1) ότι τα ουκρανικά βαλτοκούνουπα δεν καταλαβαίνουν από σπρέι και φιδάκια, και 2) ότι το πρωί θα έχω δυσκολία να κινήσω τα πόδια μου.
Εκείνο το βράδυ στην σκηνή, χρησιμοποίησα πρώτη φορά στην ζωή μου tiger balm. Μού το είχε χαρίσει μήνες πριν μία φίλη στην Αφρική. Είχε ξεμείνει στο φορητό μου φαρμακείο, και θυμήθηκα που μού ‘χε πει να το αλείφω αν με πονούν οι μύες. Επέφερε οργασμιακή αίσθηση — δεν μπορώ να πω — μα άσχετα, ο πόνος με έγειρε πριν ακόμη ροδοχαράξει.
Με το πρώτο ίχνος φωτός, μάζευσα κι έφυγα. Λίγο η κυκλοφορία του αίματος, λίγο η μαγεία της χαραυγής μες στην πρωινή αχλύ… λίγες πεταλιές πιοκάτω, ένιωθα πάλι σε φόρμα. Το αναπτερωμένο μου ηθικό έπεσε σταδιακά μέχρι που πάτωσε πριν το καταμεσήμερο.
Μπορεί να ήταν η πιο ζεστή μέρα αυτού του ουκρανικού καλοκαιριού. Το θερμόμετρο άγγιξε σαράντα. Σε ληθαργική κατάσταση, υπνωτιζόμενος γρικώντας τον κυματιστό βόμβο των προσπερνώντων οχημάτων, ως σε αργή κίνηση θωρούσα τις καταιονήσεις ιδρώτα να πιτσιλίζουν την τηκόμενη επιφάνεια της ασφάλτου με την κάθε μου πεταλιά. Κοιτούσα καταγής διότι η θέα της γειτνιαζομένης από ατέρμονα καλαμποκοχώραφα, ατελείωτης ευθείας ήταν έτι ανιαρότερη. Και έτσι περιστρέφονταν τα πόδια μου μηχανικά, και διήνυα σιγά-σιγά τα χιλιόμετρα.
Ευτυχώς, για σήμερα προέβλεπα σχετικά βραχεία διαδρομή. Με μπόλικες στάσεις, καμμια-ογδονταριά χιλιόμετρα μετά, αφίχθην στην πόλη Ουμάν. Μόλις πρόλαβα κατέφυγα σε ένα βενζινάδικο σαν ξεσπούσε απογευματινή καταιγίδα. Πλημμύρισε ο τόπος, βγήκε ουράνιο τόξο, βράδιασε… και περίμενα ακόμη στο πρατήριο να σχολάσει η ντόπια φίλη που θα με φιλοξενούσε απόψε. Ευχαριστήθηκε κρεβάτι το καταπονημένο μου κορμί.
Η επομένη μέρα ήταν πιο ευχάριστη, όχι μόνο διότι ήμουν ξεκούραστος, μα κι επειδή παράτησα την εθνική και πήρα έναν περιφερειακό δρόμο, κατευθυνόμενος νοτιοδυτικά προς τα μολδαβικά σύνορα. Εκεί η κίνηση ήταν αραιή και η ησυχία τερπνή. Η μονοτονία του καλαμποκιού επίσης διεκόπτετο συχνά από λοιπά δημητριακά και βοσκοτόπια, και κατά βραχέα διαστήματα, ακόμη και συστάδες δένδρων που προσέφεραν σκιά στην άκρη του δρόμου.
Μέσω διαφόρων κωμοπόλεων και χωριών, απογευματάκι έφτασα σε μία πόλη ονόματι Μπερσάντ. Έκοψα μία βόλτα αναγύρω χωρίς να εντοπίσω κάτι το εξαιρετικά ενδιαφέρον, κι έτσι είπα να πάω για ύπνο.
Μόνο επίπεδα χωράφια διετίθεντο ως χώρος κατασκήνωσης στα περίχωρα. Τελικά έστησα όσο πιο κοντά μπορούσα στα δένδρα στην άκρη ενός εξ αυτω΄ν· αφού έκρινα ότι ο κίνδυνος να μού φύγει κανας-κλάδος στο κεφάλι ήταν μικρότερος από το να με οργώσει μαζί με το χώμα ο αγρότης με το τρακτέρ. Πράγματι, με ξύπνησε στην μέση της νύχτας για να δω το αλέτρι να με περνά ξυστά.
Το ακόλουθο πρωί βρέθηκα σε μέρη που φάνταζαν ξεχασμένα απ’ τον Θεό. Προς του πισινού μου την δεινή δυσχέρεια, ανωκατηφόριζα αναπηδηχτά κάποιους μεσαιωνικούς λιθόστρωτους δρόμους· καθώς διερχόμουν από υποτυπώδη χωριουδάκια, όπου μαντηλωμένες γιαγιάδες λοξοπαρατηρούσαν το πέρασμά μου, ενώ αντλούσαν κουβάδες νερού από πηγάδια εντός ακλάδευτων κήπων.
Απόγευμα, έφτασα στα σύνορα. Ξεμπερδεύοντας στα-μπαμ από την ουκρανική μεριά, αντίκρισα μία ελαφρώς παραλλαγμένη σοβιετική σημαία και σταμάτησα στο κάτωθέν της φυλάκιο. Οι δύο νεαροί συνοριοφύλακες με το σφυροδρέπανο στα πηλίκια φάνηκαν ιδιαίτερα εκπεπληγμένοι από την προσέλευσή μου. Μπορεί να ήμουν και ο πρώτος διερχόμενος ολημέρα. Έριξαν δυο πεταχτές ματιές στο διαβατήριο, μού το επέστρεψαν, και με κράτησαν καμμια-ώρα να πιούμε καφέ και να σκοτώσουν την βαρεμάρα.
Σαν τελειώσαμε, πήρα την καλή κατηφόρα προς την όχθη του Δνείστερου Ποταμού και τα ενδότερα του γνωστού ως Υπερδνειστερία δορυφορικού ρωσικού ψευδοκράτους. Βρέθηκα σε μία κωμόπολη που την έλεγαν Καμιένκα. Προτομές του Λένιν ήταν μάλλον ό,τι το πιο ενδιαφέρον εκειπέρα. Έτσι και μετά από λίγη βόλτα και άραγμα, αποφάσισα να περάσω την γέφυρα προς την Μολδαβία.
Εντός ολίγου ήμουν σε έναν χωματόδρομο που διέτρεχε μία χορτόφυτη κοιλάδα περικυκλωμένη από πυκνά δάση, εντός των οποίων σκόπευα να κατασκηνώσω. Αγελάδες έβοσκαν και άλογα έτρεχαν ελεύθερα αναγύρω.
Ένας μπάρμπας, που ήταν λογικά ο ιδιοκτήτης του μοναδικού οικήματος εντός της απόμερης αυτής κοιλάδας, με πέτυχε στον δρόμο και μού είπε κάτι στα ρουμάνικα. Σαν κατάλαβε πως δεν καταλαβαίνω, με ρώτησε στα ρώσικα πού πάω. Και τού είπα «εκεί», δείχνοντας προς τα δάση πέρα από το αδιέξοδο. Μόνο μού έριξε ένα μπερδεμένο βλέμμα που σήμαινε κάτι σαν «καλά, εσύ ξέρεις» και κίνησε στον δρόμο του, αφήνοντάς με να συνεχίσω στον δικό μου.
Ύστερα από μία εύκοπη διαδρομή, μεσημεράκι ακόμη της επομένης, αφίχθην στην πόλη Μπάλτι της βόρειας Μολδαβίας. Εκεί ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση αυτού του ποδηλατικού μου ταξιδιού.
Με αντάμειψα με μία πλατιά, καλοφορτωμένη πίτσα, που ήταν το πρώτο μου αξιόγευστο, μη-αυτομαγείρευτο γεύμα αποτότε που άφησα το Κίεβο. Και άραξα στην πιτσαρία μέχρι να σχολάσει η φίλη που θα με φιλοξενούσε για λίγες ακόλουθες ημέρες.
Περάσαμε πολύ ωραία. Χώρια από καλές παρέες και εκτενείς βόλτες ανά την χαριτωμένη αυτή πόλη και τα γραφικά, κατειλημμένα από εγκαταλελειμμένα σοβιετικά εργοστάσια προάστιά της, πήγαμε και ημερήσιες εκδρομούλες με το αμάξι: μία στην ζωντανή πρωτεύουσα: Κισινάου· και άλλη μία στην θεωρούμενη από τους ντόπιους ως πανευρωπαϊκή πρωτεύουσα των γύφτων: Σορόκα.
Η τελευταία ήταν ολόγιομη με ημιτελείς — προφανώς για λόγους φοροδιαφυγής — γύφτικες βιλάρες. Μπορεί να είχαν και τρεις ορόφους και κάμποσα στρέμματα περιφραγμένων με ψηλά τείχη αυλών να τις περιβάλλουν. Όλες χαρακτηρίζονταν από ιδιόρρυθμες αρχιτεκτονικές απόψεις που πάντρευαν μεσαιωνικούς τρούλους, αραβικές αψίδες, αρχαιοελληνικά αγάλματα, υάλινους τοίχους, και ό,τι γυφτιά τού είχε καθενός κατέβει στο κεφάλι.
Σαν παρήλθαν οι μέρες, αναζωογονημένος ξεκίνησα εκ νέου το πετάλισμα προς την Ρουμανία. Παρότι σχετικά βραχεία, η διαδρομή ήταν λοφώδης, και δεν πέρασα τα σύνορα παραμόνο αργά το απόγευμα. Την έπεσα τελικά σε μία λόχμη παρά την εθνική, λίγα χιλιόμετρα πριν από το Ιάσιο.
Μπήκα στην πόλη μόλις λίγο μετά την ανατολή της επομένης. Και ήπια τον καφέ μου σε ένα παγκάκι στο κέντρο, χαζεύοντας την κίνηση να πυκνώνει. Περί τα εκατόν-πενήντα χιλιόμετρα ύστερα, κατασκήνωσα κάπου στα πέριξ της πόλης Μπακάου, σε ένα σημείο του οποίου δεν φέρω καν συνειδητή ανάμνηση. Νωρίς το πρωί, ξεκίνησα την απαιτητικότερη διαδρομή όλου του ταξιδιού.
Μετά από μία ευχάριστη, σχετικά επίπεδη πορεία μέσω ενός γοητευτικού λαγκαδιού, μεγαλοπρεπώς εμφανίστηκε μπροστά μού η ανατολικότερη απόληξη της οροσειράς των Καρπαθίων. Όσο η θέα των βουνών ήταν εντυπωσιακή, τόσο ήταν και αποθαρρυντική, διότι έπρεπε να τα ανέβω.
Πεταλιά-την-πεταλιά — και βήμα-βήμα όπου η κλίση ήταν τόσο απότομη που δεν μπορούσα να ποδηλατήσω ταχύτερα απότι να περπατήσω — μόλις κατά το ηλιοδύσιο, έφτασα στην κορυφογραμμή. Είχα καλή ψυχολογία επειδή με περίμενε σκέτη κατηφόρα αύριο. Αλλά ήμουν εξουθενωμένος, και πρώτα χρειαζόμουν έναν καλό ύπνο.
Μέσω φθίνοντος λυκόφωτος, πήρα ένα δασικό μονοπάτι και κατασκήνωσα βαθιά καβατζωμένος ανάμεσα σε γιγαντιαία κωνοφόρα. Δεν είχα καν ενέργεια να μαγειρεύσω. Τσίμπησα μόνο λίγο από τα στεγνά, και ξεράθηκα καθαυτήν την στιγμή που ακούμπησα το κεφάλι στο μαξιλάρι (που ήταν βασικά το παντελόνι μου). Μα δυστυχώς, δεν κοιμήθηκα πολύ…
Καταμεσής μελανής, ασέληνης νυκτός, κυριολεκτικά δεν έβλεπα την μύτη μου όταν με ξύπνησε εκείνο το τσοπανόσκυλο. Δεν ξέρω ποιο ήταν το πρόβλημά του, μα δεν με άφησε να κλείσω μάτι. Σβούριζε οληνώρα μανιασμένα την σκηνή, αδιάκοπα γαβγίζοντας και αλυχτώντας· ενώ εγώ καθόμουν μέσα μαζεμένος, με το μαχαίρι ανά χείρας μην τυχόν μου κάνει κανα-ντου, καταρώμενος την τύχη μου.
Κάθε λίγο που η τσαντίλα μου ξεχείλιζε, άνοιγα το φερμουάρ και έβγαινα με ιαχές και κραδαίνοντας το μαχαίρι για να τον ξουτάρω. Μα μόνο αποτραβιόταν στο σκοτάδι πέρα από τα εύρος του φακού μου και συνέχιζε τον χαβά του, για να επιστρέψει πάλι στο μισό μέτρο αφότου ξανάμπαινα στην σκηνή. Ήμασταν σε κατάσταση πατ. Μπορεί να τράβηξε και κανα-τρίωρο αυτή η ιστορία, μέχρι που τελικά κατέφτασε προς αρωγή μου εκείνη η αρκούδα…
Εν μέσω του όλου σαματά, αιφνιδίως το έβαλε ο σκύλος στα πόδια. Πώς τό ‘παθε; απόρησα παραξενεμένος στα λίγα δευτερόλεπτα σιγής που επακολούθησαν. Και τότε ήχησε θραύση ποδοπατημένων κλαδιών· κλαδιών μεγάλων, που θα μπορούσαν να σπάσουν ποδοπατημένα μόνο από κάτι μεγάλο.
Τώρα δέσαμε, σκέφτηκα. Κοκάλωσα σαν άγαλμα και περίμενα με διαρκώς εντεινομένη αγωνία καθώς αγρικούσα το τρίξιμο να πλησιάζει. Το καρδιοχτύπι κόντευσε να μού ραγίσει τα πλευρά όταν κατεστήσαντο ακουστά τα ξεφυσήματά της ακριβώς έξω από την σκηνή.
Προς μεγάλη μου ανακούφιση, δεν έδειξε ενδιαφέρον σε αυτήν. Συνέχισε ακάθεκτη προς το έλατο εκείνο όπου είχα κρεμάσει την φαγητοσακούλα μου σε έναν ψηλό κλάδο, μια-εικοσαριά μέτρα παρακάτω· ακριβώς διότι δεν ήθελα καμμία πεινασμένη αρκούδα να μπουκάρει στην σκηνή μου μεσονυχτιάτικα.
Αρχικά είπα να την αφήσω να το πάρει και να πάει στο καλό. Μα σαν πέρασαν λίγα λεπτά που πάλευε ανεπιτυχώς να σκαρφαλώσει, δεν μπόρεσα να αντισταθώ άλλο στην περιέργεια, και τής άναψα τον φακό κατάμουτρα. Εστράφη ξαφνιασμένη, στάθηκε δυο στιγμές, και την έκανε με το πάσο της από την άλλη… αφήνοντάς με επιτέλους στην ησυχία μου να κοιμηθώ λίγο ακόμη άχρι της αυγής.
Λειψά αναπαυμένος πλην ευδιάθετος, πήρα την επομένη τον κατήφορο προς την καρδιά της Τρανσυλβανίας.
Μεσημεράκι αφίχθην στο Μπράσοβ. Η περικαλλής αυτή μεσαιωνική πολιτεία με έθελξε τόσο εκ πρώτης όψεως που πείστηκα, πρώτη φορά σε αυτό το ταξίδι, να πληρώσω για διαμονή ώστε να μείνω λίγο να την χαρώ. Εγκατεστάθην σε ένα χόστελ, έκανα καλά παρεάκια, και πέρασα λίγες αμέριμνες, ευχάριστες ημέρες ως πολιτισμένος άνθρωπος.
Την έκανα τελικά ένα απογευματάκι και κίνησα εξήντα χιλιόμετρα δυτικά μέχρι την πόλη Φαγκαράς. Διενυκτέρευσα σε ένα ύψωμα απέξω τής, απόπου απήλαυσα μία φανταστική θέα του Αλύτου Ποταμού και των Καρπαθίων. Και το πρωί, κατέβηκα πάλι στο κέντρο, όπου είχα ραντεβού με μία φίλη. Περάσαμε μία χαλαρή μέρα, κοιμηθήκαμε σε ένα ξενοδοχείο, και με την αυγή πήρα εκ νέου τον μοναχικό μου δρόμο προς τα αγριώματα.
Μέχρι στιγμής είχα διανύσει πλέον των χιλίων χιλιομέτρων, και με είχε κουράσει λίγο το πετάλι. Έτσι είπα να σπάσω την μονοτονία με λίγη πεζοπορία…
Ποδηλάτησα μια-τριανταριά χιλιόμετρα έως κάποιο περίφημο μοναστήρι στης οροσειράς τους πρόποδες. Εκεί συνειδητοποίησα πως ήταν Κυριακή, αφού ο τόπος ήταν γεμάτος Χριστιανούς εκδρομείς. Παρότι οι ταβέρνες και τα ειδωλοπωλεία ήταν ορθάνοιχτα και ολόγιομα πελάτες, το μοναδικό παντοπωλείο ήταν κλειστό. Έτσι, προς εκνευρισμό μου, αναγκάστηκα να γυρίσω στο τελευταίο χωριό όπως ψωνίσω τρόφιμα για την επόμενη εβδομάδα που δεν θα απαντούσα πολιτισμό.
Πίσω στο μοναστήρι, πήρα σβάρνα τα σπίτια έως ότου ένας ευγενικός άνθρωπος μού επέτρεψε να αφήσω το ποδήλατο στην αυλή του. Φόρτωσα στον σάκο όσα πράγματα μού χρειάζονταν, και έβαλα μπρος τον δρασκελισμό…
Ένας απότομος χωματόδρομος με οδήγησε σε ένα παραμυθένιο οροπέδιο, περικεκλεισμένο από πανύψηλα κωνοφόρα, κατακόρυφους γκρεμούς, και οξύληκτες κορυφές. Ένα γραφικό, ξύλινο καλύβι έστεκε στην μέση της, όπου ήταν εγκατεστημένη μία μικρή ομάδα ορειβατών. Εγώ πήγα έστησα σκηνή σε ένα άνετο κομμάτι χλόης λίγο παραπέρα, παρέα με έναν συμπαθέστατο ρουμανικό ποιμενικό που μυρίστηκε πως θα έψηνα λουκάνικα.
Περιλαμπούς ημέρας ανατειλάσης, μάζευσα και ανηφόρισα. Εντός ολίγου, στεκόμουν στην κορυφογραμμή των Τρανσυλβανικών Άλπεων, δύο χιλιάδες μέτρα υπέρ της θαλάσσης, να θωρώ την Τρανσυλβανία από την μία και την Πεδιάδα του Δούναβη από την άλλη.
Εντός των επομένων λίγων ημερών, μέσω τρανής ηλιοφάνειας και ηλεκτρισμένων καταιγίδων, κατασκηνώνοντας κάθε βράδυ σε ονειρώδεις αλπικές λίμνες, διέσχισα μια-εκατοστή χιλιόμετρα όλο το μήκος της οροσειράς, κατακτώντας καθ’ οδόν τις τέσσερις υψηλότερες κορυφές της Ρουμανίας.
Ήμουν λίγο κουρασμένος, και το κεφάλι μου βούιζε από τον ολονύκτιο ρόχθο, σαν ξύπνησα στην όχθη εκείνης της χειμαρρώδους ρεματιάς, κάπου στις δυτικές παρυφές της οροσειράς. Μετά από μία ευχάριστη πρωινή πορεία μέσω μαυλιστικών δασών, προσέγγισα τον δρόμο. Τώρα είχα μια-εξηνταριά βαρετά χιλιόμετρα ασφάλτου για να επιστρέψω στο ποδήλατο…
Περπάτησα περίπου τα μισά. Τα άλλα μισά τα έβγαλα με τρεις-τέσσερις ντόπιους οδηγούς που ανταποκρίθηκαν στον εκτεταμένο μου αντίχειρα. Ο τελευταίος εξ αυτών ήταν ένας ευπροσήγορος αστυνομικός που κατοικούσε κοντά στο μοναστήρι. Ήξερε ιταλικά, όντας έτσι ο μόνος απ’ όλους με τον οποίον μπορούσα να επικοινωνήσω με λέξεις. Με κάλεσε σπίτι του για φαΐ, και βραδάκι, με πήγε όλον τον δρόμο μέχρι το ποδήλατο. Είχε νυχτώσει όταν την έπεσα σε ένα ξεκάρφωτο χωράφι λίγο έξω από τον οικισμό.
Είχα αφήσει την είσοδο της σκηνής ανοιχτή να βλέπει την ανατολή. Χρυσαυγές φως εισέβαλε στο εσωτερικό της κατά το λιόβγαλμα. Άνοιξα ευθύς τα μάτια και είδα έναν πεντακάθαρο ουρανό. Ευαρεστημένος, βγήκα αμέσως έξω να χαρώ την χαρμόσυνη έναρξη αυτής της ημέρας.
Και εκεί που ακόμη τεντωνόμουν, βρόντηξε αποπίσω μού εκκωφαντικά ένα μπουμπουνητό. Έκανα επί τόπου μεταβολή για να αντικρίσω μία κατάσκουρη μάζα συννέφων — της οποίας το όριο έφτανε στις ενενήντα μοίρες πάνω από το κεφάλι μου — να καλύπτει ολόκληρη την δύση… ποι ακριβώς τώρα θα κατευθυνόμουν.
Οι πρώτες ψιχάλες έπεσαν εντός δευτερολέπτων. Μέχρι που μάζευσα και φόρτωσα τα πάντα φύρδην-μίγδην, και ενόσω ο ήλιος ακόμη φωτοβολούσε από χαμηλά στην ανατολή, είχε ξεσπάσει κατακλυσμική καταιγίδα σαν πατούσα τις πρώτες πεταλιές.
Καθόλου δεν είχε κοπάσει η έντασή της έως ότου, ώρες ύστερα, στάζοντας και μουσκεμένος μέχρι το μεδούλι, εισέβην σε εκείνο το πανδοχείο στο Σιμπίου.
Στην πανευειδή αυτή πόλη ήταν που πλήρωσα στέγαση για τρίτη και τελευταία φορά σε αυτό το ταξίδι. Εγκατεστάθην εκεί κάμποσες ημέρες, αναπαυόμενος καθώς περίμενα να αρχίσει ένα ωραίο ψυχεδελικό φεστιβάλ που είχα προγραμματίσει να παρακολουθήσω…
Έχοντας αφήσει το ποδήλατο στο πανδοχείο, ένα μεσημέρι κίνησα στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, οπόθεν θα αναχωρούσε ένα λεωφορείο που είχε μισθώσει η διοργάνωση. Δεν είχαν ορίσει ακριβές ωράριο, και το περιμέναμε αρκετές ώρες μαζί με διάφορους παρτόβιους που πέτυχα εκειπέρα. Αφότου τελικά ήλθε, πήρε και κανα-διωράκι ακόμη μέχρι να μας πετάξει στην πόλη Αϊούντ.
Είχαμε ακόμη απόσταση εκείθεν, αλλά το λεωφορείο δεν μπορούσε να προσεγγίσει άλλο. Με δύο Αυστρίδες και έναν πιτσιρίκο Γερμανό, σταματήσαμε εν τέλει έναν άλλο Γερμανό που πήγαινε στο πάρτι με άδειο αμάξι. Μετά από μία μακρά διαδρομή επί κακοτραχάλων χωματοδρόμων, φτάσαμε στον χώρο στάθμευσης την νύχτα. Και μετά από πεζοπορία με τους φακούς μέσω ενός δύσβατου φαραγγιού, φτάσαμε επιτέλους στον χώρο της εκδήλωσης, βαθιά κρυμμένο μέσα στα δυσπρόσιτα βουνά Απουσένι.
Στην παραδείσια αυτή τοποθεσία έσμιγαν τρία αβυσσαλέα φαράγγια και τα καθάρια ρέματα που τα διέτρεχαν. Καταρράκτες και ολοδιάφανες λιμνούλες σχηματίζονταν ανά τα δάση και τα λιβάδια που κάλυπταν τον περιορισμένο χώρο ανάμεσα στους γκρεμούς. Μέσα σε μία φουντωτή λόχμη, δίπλα από ένα μειλιχίως συρίζον ρυάκι, κατασκηνώσαμε μία μικρή ομάδα.
Ο Γερμανός ο πιτσιρίκος, 17-18 χρονών, πήγαινε στο πρώτο μεγάλο ρέιβ στην ζωή του. Ήταν τόσο ενθουσιασμένος που έφερε τόσον κατασκηνωτικό εξοπλισμό που θα έπαιρνες για διακοπές με πολύτεκνη οικογένεια ολόκληρο καλοκαίρι στην παραλία. Αλλά φυσικά κάηκε τόσο πολύ που ζήτημα αν φάνηκε καθόλου στην κατασκήνωση όλην την εβδομάδα που διήρκεσε το πάρτι. Οι υπόλοιποι κάναμε δαψιλή χρήση των σκευών του — ιδίως της αιώρας — να μην πάει χαμένο το κουβάλημα που έκανε το παιδί.
Ο Γερμανός ο οδηγός κατασκήνωσε πιοπέρα με τους γονείς και την κόρη του (μοναδική φορά που συνάντησα τρεις γενεές σε ρέιβ πάρτι), αλλά ερχόταν άραζε σ’ εμάς συχνά — κυρίως όταν ήταν να επιδοθεί σε μη-συνιστώμενες προς ανηλίκους δραστηριότητες.
Εκτός από εμέ και τις Αυστρίδες, και μεταξύ διαφόρων άλλων, κόλλησαν κι άλλοι δυο Γερμανοί ποδηλάτες. Ο ένας, στα πενηνταβάλε του, είχε περάσει όλην του την ζωή δουλεύοντας στο Αμβούργο ως ποδηλατοταχυδρόμος λίγους μήνες τον χρόνο για να ταξιδεύει τον κόσμο κατά τους υπολοίπους με το ποδήλατο.
Ήμασταν από τους πρώτους. Το πάρτι θα άρχιζε σε δύο μέρες. Μόνο ένας καρατσουφλισμένος Ρώσος ήταν ήδη στην πίστα. Φορώντας μόνο ένα ρυπαρό σλιπάκι και βαστώντας ένα ταχέως κενούμενο μπουκάλι βόντκα, χόρευε σε μουσική που έπαιζε εντός της κεφαλής του. Ούτε καν είχαν φτάσει τα ηχεία ακόμη. Και ποτέ δεν έφτασαν…
Κατέληξαν στον πάτο μίας χαράδρας μαζί με τον διοργανωτή της εκδήλωσης· εκεί που τα κατέβαζε με το τρακτέρ από έναν μουλαρόδρομο ο ίδιος, επειδή δεν έβρισκε άλλον αρκετά μουρλό να επιχειρήσει. Ευτυχώς έσπασε μόνο λίγα κόκαλα και το διασωστικό ελικόπτερο κατάφερε να τον ανασύρει.
Επίσης ευτυχώς, εν τέλει έφεραν και αναπληρωματικά ηχεία, που έστω και ασθενή, ήρκεσαν για να γίνει ένα αξιοπρεπές πάρτι. Τα περάσαμε ωραία… ραχάτεμα στην κατασκήνωση, εξερεύνηση του τοπίου — όπως ένα απόγευμα που, με την μία Αυστρίδα, επί σαρών και αγκαθιών, ανεβήκαμε οκτακόσια μέτρα μέχρι την κορυφογραμμή ξυπόλητοι, και μού πήρε όσες μέρες και για να ξεμαστουριάσω για να καταλάβω πως είχαν πληγιάσει οι πατούσες μου — και πολλή εγκεφαλική ανακατωσούρα…
Έχοντας περάσει εκεί κοντά δέκα μέρες, την έκανα τελικά με τους τελευταίους και επέστρεψα στο Σιμπίου, όπου διέμεινα λίγες ακόμη μέρες μέχρι να επανέλθει η τάξη στο κεφάλι μου.
Γραμμή προς νότο, έφυγα μέσω ενός στενού φαραγγιού που μόλις επέτρεπε χώρο για δύο λωρίδες αυτοκινητοδρόμου ανάμεσα στον Άλυτο Ποταμό και την κάθετη βραχοπλαγιά. Ακόμη στενότερος ήταν ο χώρος που απέμενε για μένα, αφαιρώντας τον που πιανόταν από τις αδιάκοπα διερχόμενες νταλίκες· οι οποίες όχι μόνο με κρατούσαν συνεχώς στην τσίτα μην με φυσήξουν στον βράχο ή στο ποτάμι με την αέρια διαταραχή και-μόνο, αλλά διασπούσαν και την ησυχία με τις κόρνες.
Έχοντας αποφύγει και σύγκρουση και καρδιακή συγκοπή, απογευματάκι έφτασα στην πόλη Ραμνίκου Βάλτσα. Σκόπευα να κατασκηνώσω στα πέριξ της, αλλά εκεί που έκανα στάση σε ένα κατάστημα για προμήθειες, με σίμωσε ένας ντόπιος και με κάλεσε να κοιμηθώ σπίτι του. Ευγενικότατος κι αυτός και η γυναίκα του, μού προσέφεραν άψογη φιλοξενία.
Την επομένη κινήθηκα έτι νοτιότερα επί δολιχών ευθειών μέσω της απέραντης πεδιάδας του Δούναβη. Μια-εκατοστή χιλιόμετρα ύστερα, αντιλήφθηκα κάτι να με προσπερνάει και έκανα ενστικτωδώς στην άκρη. Ήταν ένας νεαρός αθλητής ποδηλάτης σε προπόνηση. Έκοψε, τα είπαμε, και με προσκάλεσε κι αυτός σπίτι του στην κοντινή πόλη Καράκαλ.
Ξηγήθηκε η μαμά του θεσπέσιο μαμαδίστικο δείπνο· πήγαμε βόλτα να μού δείξει την πόλη, παρέα και με τον μικρό του αδελφό· και σαν αναχώρησα το πρωί, με φόρτωσαν μία μεγάλη σακούλα κρέατα. Για τρεις-τέσσερις ημέρες… πρωινό, μεσημεριανό, βραδινό… έτρωγα σκέτα κοψίδια για να μην χαλάσουν.
Παρακάτω, διέσχισα με το πορθμείο τον Δούναβη και κατέληξα να κοιμάμαι σε μία λόχμη έξω από κάποιο τερατώδες εργοστάσιο της Βράτσας. Μεσημεράκι της επομένης, αφίχθην στην Σόφια, όπου και διέμεινα λίγες ημέρες σε φιλικά σπίτια.
Κουρασμένος από τους πρωτευουσιάνικους ρυθμούς, είπα εν συνεχεία να πάω σε καμμια-ερημιά. Μετά από εβδομήντα ανηφορικά χιλιόμετρα, κατέληξα στο χωριό Μπόροβετς, στην βόρεια υπώρεια της Ρίλας: υψηλοτέρου βουνού των Βαλκανίων.
Το μέρος αυτό παραήταν τουριστικό· έτσι που δεν βρήκα κανέναν γενναιόδωρο ντόπιο να μού επιτρέψει να αφήσω το ποδήλατο στην αυλή του. Αναγκάστηκα πλήρωσα έναν ξενοδόχο για αυτήν την χάρη. Λίγη πεζοδρομία ύστερα, την έπεσα δίπλα σε ένα γάργαρο ρυάκι κάτω από έναν πάναστρο ουρανό.
Το ακόλουθο μεσημέρι στεκόμουν στην κορυφή του όρους. Αρχικά σκόπευα να κατέβω γραμμή στο ποδήλατο. Μα σαν αποκειπάνω αγνάντευσα μία παράμερη, έκπαγλη αλπική λιμνούλα, και αφού εξάλλου είχα μπόλικο φαΐ, άλλαξα σχέδιο. Τρία γεμάτα μερόνυχτα την έπεσα στην όχθη της, ρίχνοντας γυμνές βουτιές τις ημέρες και κουρνιάζοντας τυλιγμένος στον υπνόσακο παρά την φωτιά τις νύχτες, διαλογιζόμενος στην απόλυτη μοναξιά.
Σαν εν τέλει το πήρα απόφαση, κατέβηκα και έβαλα μπρος πετάλι προς τα ελληνικά σύνορα. Κάπου στην μέση της διαδρομής, ο ήλιος είχε πέσει και δεν πετύχαινα έξοδο ούτε για δείγμα να παρατήσω την εθνική. Αφού απηύδησα, αποφάσισα να πηδήξω τις μπάρες· πράγμα που σήμαινε πως έπρεπε να ξεφορτώσω το ποδήλατο για να μπορέσω να το σηκώσω και να το περάσω αποπάνω. Αλλά η μεγαλύτερη δυσκολία με περίμενε από την άλλη…
Ήταν μία σιδηροτροχιά επί μίας τρίμετρης, απότομης, τεχνητής ράχης, της οποίας αμφότερες οι πλαγιές ήταν κατειλημμένες από κάθε λογής δασείες αγκαθιές. Καταϊδρωμένος, κουρελιασμένος, γρατσουνισμένος και ματωμένος, και ξελαρυγγιασμένος απ’ τα πολλά καντήλια… κατόρθωσα και πέρασα στον παράδρομο.
Εκεί είχε πυκνά δάση, και επιτέλους θα μπορούσα να βρω μία καλή καβάτζα να ξαποστάσω. Η εύρεση αυτή ωστόσο πήρε λίγο χρόνο παραπάνω απότι είχα αρχικά ελπίσει, διότι, μετά τις πρώτες λίγες πεταλιές, συνειδητοποίησα μού είχε σκάσει λάστιχο, και έπρεπε να σπρώξω. Είχε νυχτώσει μέχρι που έστησα σκηνή και ξεράθηκα αυτοστιγμεί. Άλλαξα σαμπρέλα το πρωί και συνέχισα.
Την πορεία εκείνη την μοιράστηκα με μία μεγάλη ομάδα ποδηλατών από την Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας. Με μία ολόκληρη πομπή αυτοκινήτων συνοδεία να τών κουβαλάει τις αποσκευές, κατέβαιναν από την πατρίδα των στο Άγιο Όρος. Τους αποχαιρέτησα αργά το απόγευμα, ελάχιστα χιλιόμετρα προ των ελληνικών συνόρων, όπου εστράφην προς δυσμάς για να παρατείνω λίγο ακόμη το ταξίδι και να διέλθω από άλλη μία χώρα. Σουρούπωνε σαν βρέθηκα σ’ εκείνο το χωράφι, λίγα χιλιόμετρα εντός της Βόρειας Μακεδονίας.
Το χωράφι ήταν πήχτρα στην ομίχλη τα ξημερώματα. Έβλεπα-δεν-έβλεπα τρία μέτρα ακτίνα. Ο ανατέλλων ήλιος, συρρικνωμένος σε σημείο, εμπότισε τους υδρατμούς και τις δροσοσταλίδες με φως αντανακλώμενο σε μία παράσταση εισόδου παραδείσου — ή προθανάτιας εμπειρίας.
Δεν είχε ακόμη διαλυθεί η ύστατη αχλύς όταν είχα φορτώσει και έκανα πετάλι. Κράτησε μέχρι αργότερα το πρωί που έπιασε καλή ζέστη και έφτανα στην Στρουμίτσα: μία ήσυχη κωμόπολη.
Δεν ήμουν σε βιασύνη, και πήγα άραξα στο πάρκο να κάνω έναν καφέ. Έφυγα τελικά όταν μού διέσπασε την γαλήνη ένας πούστης παππούς που βρήκε τον δρόμο του στο παγκάκι να μού την πέσει.
Ο καύσωνας τότε άγγιζε το αποκορύφωμα της ανελεημοσύνης. Μα το χειρότερο ήταν πως είχα βαρβάτη ανηφόρα. Έσταζε ο ιδρώτας σαν από ποτιστήρι καθώς πατούσα με ένα βογκητό την κάθε πεταλιά προς την διηνεκή διάθλαση στο τέρμα της ασφάλτου.
Με εκστασιακή ανακούφιση σταμάτησα στο πέρασμα να αντικρίσω την αντίπερα θέα, μα μού τράβηξε την προσοχή ένας άλλος ποδηλάτης που εκτελούσε τις δικές του ύστατες ανηφορικές πεταλιές ερχόμενος από την άλλη.
Επί ενός σαραβαλιασμένου ποδηλάτου, φέροντας όλο-όλο ένα σακίδιο πράγματα, φορούσε μόνο ένα τζιν κομμένο σε σώβρακο. Το ξανθό μαλλί του ήταν ξέξανθο για τον ίδιο λόγο που το δέρμα του ήταν ακόμη καμένο πάνω σε μήνες μαυρίσματος. Ερχόταν από την Σκωτία. Είπαμε δυο κουβέντες, ανταλλάξαμε καλές τύχες, και κατηφορίσαμε προς αντίθετες κατευθύνσεις· αυτός προς όπου ούτε ο ίδιος δεν ήξερε, κι εγώ προς την Λίμνη Δοϊράνη που πιάτο θωρούσα τώρα κάτωθέν μού.
Η σκοπιανή μεριά της λίμνης ήταν ανεπτυγμένη με διαδοχικά τουριστικά θέρετρα. Λίγο πριν τα σύνορα, σταμάτησα και τα είπα με έναν Τσέχο νομά που μαζί με το σκυλί του είχαν περπατήσει από την Τσεχία στην Κωνσταντινούπολη και επί στιγμής επέστρεφαν.
Μιλώντας πρώτη φορά ελληνικά σε μήνες με τους συνοριακούς φρουρούς, πέρασα στην ελληνική όχθη· της οποίας το μεγαλύτερο τμήμα έχει προστατευτεί από ανάπτυξη και αφεθεί να χρησιμοποιείται από άγρια ζωή ως τόπος επιβίωσης και από ντόπιους ως χωματερή.
Κατέληξα σε έναν παρατημένο χώρο πικνίκ — όπου δίμετρα χορτάρια κατέπιναν ένα σάπιο κιόσκι με παιδική χαρά, και ένας λαβύρινθος ιστών κατελάμβαναν το εσωτερικό μίας ετοιμόρροπης καλύβας, και τα κουνούπια εφορμούσαν ως μοίρες spitfire — και βολεύτηκα.
Τελευταίο μεσημέρι του ταξιδιού, είχα μόλις ανέβει τον λόφο του Κιλκίς και αναζητούσα μία ήσυχη καφετέρια στο κέντρο. Χώρια από την σύντομη στάση στην Στρουμίτσα, ήταν η πρώτη φορά που έμπαινα σε σημαντικό πολιτισμό αποτότε που άφησα την Σόφια. Ήθελα να συνδεθώ στο διαδίκτυο να επικοινωνήσω με κόσμο.
Βρήκα μία σε έναν αθόρυβο πεζόδρομο και παρήγγειλα τον πρώτο γνήσιο μου ελληνικό φραπέ σε περίπου έναν χρόνο. Για κακή μου τύχη, πήρε ο άλλος αποδίπλα να δουλεύει τον τροχό ασταμάτητα επί καθαυτής της στιγμής που σερβιρίστηκα.
Παρότι Σεπτέμβριος, ο καύσωνας ήταν ανελέητος όταν καταμεσήμερα ανηφόριζα τον Χορτιάτη. Μα αποπίσω είχε καλή κατηφόρα· έτσι που σχεδόν απεταλιστί έφτασα στην ακτή του Θερμαϊκού, όπου και αυτή η ιστορία τελειώνει.