Το λοιπόν, η πρώτη μου συνάντηση με ένα από αυτά τα άγρια ζώα δεν άργησε συμβεί. Ωστόσο δεν προέκειτο να ήταν ένα από αυτά τα ζώα που θα συνύφαινε κανείς στην φαντασία του με την Αφρική. Ήταν ένα ζώο που δεν ζει καν στην Αφρικανική Ήπειρο· ή μάλλον ένα ζώο που δεν ζει σε καμμία ήπειρο, αλλά ζει παντού, πέρα αποκεί που τελειώνουν οι ήπειροι, όπου και είναι ο αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος: ο μεγάλος λευκός καρχαρίας!
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Η νότια ακτή της Αφρικής αποτελεί ένα από τα πιο αγαπημένα στέκια αυτών των αξιοθαύμαστων ψαριών, που καταδυόμενα έως και χίλια μέτρα κάτω από την επιφάνεια, ταξιδεύουν τις θάλασσες απ’-άκρη-σ’-άκρη του πλανήτη. Πολλά εξ αυτών θα περιτριγύριζαν τις ακτές του Κέιπ Τάουν σε αναζήτηση κάποιας παχουλής φώκιας ή θαλασσίου λέοντος, ώστε να ικανοποιήσουν τα ευρύχωρά των στομάχια. Έτσι και μία ομάδα από εμάς, θα ξανοιγόμασταν με την σειρά μας στο σπίτι των, για να εντοπίσουμε τα ίδια, και να ικανοποιήσουμε την ανθρώπινή μας περιέργεια.
Ξεκινήσαμε νύχτας καταμεσής από την πόλη με ένα βανάκι και κατεύθυνση νοτιοανατολική. Όταν φάνηκε το πρώτο φως της χαραυγής, οδηγούσαμε σε έναν παράκτιο, επαρχιακό δρόμο. Δεξιά μάς, ο ωκεανός εξαπλωνόταν πλατύς και τόσο ήμερος εκείνο το ξημέρωμα. Ζερβά μάς, είχαν αρχίσει να διαγράφονται οι σιλουέτες των βουνών, που αλλού ομαλά, αλλού απότομα, επεξετείνονταν προς τον βορρά. Άνωθέν μάς, ο ουρανός είχε αρχίσει να παίρνει χρώμα. Πανδιαυγής καθώς ήταν, προμήνυε ένα σπάνιας oμορφιάς καλοκαιρινό πρωινό.
Ο ήλιος κόντευε να ανατείλει όταν αφιχθήκαμε στο παραλιακό ψαροχώρι που έφερε το όνομα Gansbaai· ανοικτά των ακτών του οποίου θα λάμβανε χώρα η συνάντησή μας με τους καρχαρίες. Το όχημά μας στάθμευσε σε ένα λιμανάκι, εντός ενός ορμίσκου, όπου το μικρό σκάφος που θα μας μετέφερε έξω στον ωκεανό προετοιμαζόταν από το ολιγομελές του πλήρωμα για απόπλου. Ενόσω περιμέναμε, άδραξα την ευκαιρία για να απολαύσω ένα καφεδάκι κι ένα τσιγάρο υπό την συντροφιά του αναδυομένου ηλίου. Ήταν ένα εξαιρετικά γαλήνιο πρωί.
Όταν πια ήμασταν σχεδόν έτοιμοι για αναχώρηση, μάς συστήθηκε ένας Αφρικανέρος τύπος, αυτοαποκαλούμενος shark expert ― και όντως ήταν, η αλήθεια είναι. Ο τύπος αυτός θα ήταν ο αρχηγός της όλης αποστολής. Πριν αποπλεύσουμε, λοιπόν, κάθισε και μάς εξήγησε τα διαδικαστικά της εξόρμησης· καθώς και μάς έδωσε διάφορες ενδιαφέρουσες, γενικές πληροφορίες περί αυτού του θαυμάσιου ιχθύος που σύντομα έμελλε να συναπαντήσουμε ― κυριολεκτικά ― πρόσωπο-με-πρόσωπο.
Από πολλά εκατομμύρια χρόνια πριν, οι προπάτορες του είδους έδρων στους ωκεανούς του πλανήτη. Εκατομμύρια γενεές των επιβίωσαν, στέφοντας το είδος των στην κορυφή της θαλάσσιας τροφικής αλυσίδας, καθιστώντας το το αναμφισβήτητο αφεντικό στο 70% της υδρογείου. Αυτά τα γιγαντόψαρα μπορούν να φτάσουν 6,5 μέτρα σε μήκος και πάνω από 3,5 τόνους σε βάρος όταν ενηλικιωθούν, μετά από περίπου τρεις δεκαετίες ζωής. Για 70 χρόνια, ή και παραπάνω, μπορεί το καθένα να συνεχίσει να οργώνει τις θάλασσες, σπέρνοντας τρόμο στις αποικίες των ανυπεράσπιστων θαλασσίων θηλαστικών. Αναζητούν τα θηράματά των επιστρατεύοντας τις εκλεπτυσμένες των αισθήσεις, που πλην των άλλων, τών επιτρέπουν επίσης να προσλαμβάνουν ηλεκτρομαγνητικούς παλμούς, τόσο ασθενείς, όσο αυτούς που εκπέμπει ο χτύπος μίας ανθρώπινης καρδιάς. Αφού εντοπίσουν κάποιο υποψήφιο θήραμα, καταδύονται, και εφορμούν κατακόρυφα κατά πάνω τού από τον βυθό, παραδίδοντάς τού μία ανελέητη δαγκωματιά, που έχει μετρηθεί μέχρι και τα 18 κιλονιούτον σε δύναμη.
Επιβιβαστήκαμε στο σκάφος και βάλαμε πλώρη για τα ανοιχτά. Πάνω-κάτω γλιστρούσαμε στα ψηλά, διερχόμενα κύματα. Όλο-και πλάταινε η θέα της ξηράς που αφήναμε πίσω, αποκαλύπτοντας την ομορφιά της ορεινής ακτογραμμής από πέρα ως πέρα. Σταματήσαμε τελικά και ρίξαμε άγκυρα σε ένα σημείο που έκρινε ο αρχηγός. Ματωμένα κεφάλια τόνων πεταχτήκαν στο νερό για να προσελκύσουν τους καρχαρίες. Μετά, ένα ατσάλινο κλουβί, δεμένο στο σκαρί του σκάφους, αφέθηκε κι αυτό να προσπέσει στο νερό. Όλα ήταν έτοιμα. Φορέσαμε τις θερμικές στολές, και μείναμε να περιμένουμε με αγωνία το πότε, οδηγούμενος από την μυρωδιά του φρέσκου αίματος, ένας μεγάλος λευκός καρχαρίας θα κάνει την μεγαλοπρεπή του εμφάνιση.
Θα πρέπει να περιμέναμε ήδη κοντά ένα δίωρο, με διαρκώς παρατεταμένη αγωνία, όταν: «look!» ακούστηκε δυνατά η φωνή ενός από τους ναύτες, που με το χέρι τεντωμένο προς τα έξω, έδειχνε ένα μεγάλο πτερύγιο που πλησίαζε ταχέως κατά πάνω μάς, σχίζοντας την επιφάνεια της θάλασσας. Θα ήταν μια εικοσαριά μέτρα μακριά, όταν κατεδύθη και χάθηκε στον βυθό. Ένα αίσθημα ευφορίας ξέσπασε πάνω στο σκάφος αυτοστιγμίς. «Did you see that?» «Holy shit!»… ακούγονταν γύροθεν φωνές ενθουσιώδεις. Ο λευκός καρχαρίας ήταν κάπου εκεί, μαζί μάς· ίσως κάπου γύρω μάς· ίσως ακριβώς αποκάτω μάς.
«Get ready guys!» ξεφώνησε ο αρχηγός, και αρχίσαμε όλοι ταυτοχρόνως να πηγαίνουμε προς το κλουβί. Εκεί που ήμασταν έτοιμοι να πηδήξουμε μέσα, αίφνης ανεδύθη εκ νέου το κτήνος. Το πτερύγιο του θα εξείχε τώρα από την επιφάνεια μόλις μια δεκαριά μέτρα μπροστά μάς. Στάθηκε εκεί λίγα δευτερόλεπτα, σαν κάτι να σκεφτόταν, και κινήθηκε τελικά πάλι καταπάνω μάς, αργά-αργά αυτήν την φορά.
Σίμωσε όσο πιο κοντά μπορούσε, ένα μέτρο από το σκαρί, και με ένα απότομο σάλτο, έβγαλε το τερατώδες κεφάλι του έξω από το νερό (τυγχάνει να είναι το μοναδικό ψάρι που σηκώνεται ίνα επιτηρήσει τον ατμοσφαιρικό κόσμο). Θα έμεινε έτσι, έξω από το νερό, για λίγα δευτερόλεπτα, παρατηρώντας μας όλο-περιέργεια με τα μεγάλα μαύρα μάτια του. Θα έλεγε μέσα τού: «Τι ΄ν΄ τούτο πάλι;» ― αν ήταν η πρώτη φορά που αντίκριζε ανθρώπους. Αλλά μιάς-και φαντάζομαι θα είχε πάμπολλες φορές στο παρελθόν ξαναδεί πολλούς από τους τουρίστες που συρρέουν στην περιοχή, μάλλον θα είπε μέσα τού: «Α, πάλι αυτοί οι μαλάκες» πριν βουτήξει πίσω στην αφάνεια του βυθού.
Ήταν μία δεσποινίς στην εφηβεία της, 4,5 περίπου μέτρα τω μήκει, μας ενημέρωσε ο αρχηγός ο shark expert. Μόλις μας είχε τιμήσει με μία επίσκεψη στο σπίτι μας. Ήταν ώρα να τής ανταποδώσουμε την τιμή με μία επίσκεψη στο δικό της. Ένας-ένας, έξι-επτά άτομα, πηδήξαμε μέσα στο κλουβί με τις μάσκες φορεμένες, έτοιμοι να βουτήξουμε μόλις ξαναπλησίαζε. Κάμποση ώρα περιμέναμε άπραγοι μέσα στο παγερό νερό· αφού η δεσποινίς καρχαρίνα όλο-και μας γυρόφερνε, δεν ήθελε όμως πια να σιμώσει αρκετά, σε ακτίνα υποβρύχιας ορατότητας.
Χωρίς αποτέλεσμα, ήδη κάμποσες φορές, είχαμε εκτελέσει το παράγγελμα «dive!» του αρχηγού· που έδινε κάθε φορά που νόμιζε πως ο καρχαρίας θα πλησιάσει. «Dive!» ακούστηκε πάλι το παράγγελμα· και εντός μίας στιγμής, για άλλη μία φορά, ήμουν υπό την επιφάνεια να αναμένω τηρώντας τον θολό υποθαλάσσιο ορίζοντα. Κάποιες δονήσεις στο νερό αντιλήφθηκα πρώτα· και το επόμενο ακριβώς δευτερόλεπτο, το κτήνος ήταν εκεί, σε απόσταση αναπνοής μπροστά μού, να με περιεργάζεται με τα αγέρωχα μάτια του. Μόνο τότε συνειδητοποίησα το πραγματικό του μέγεθος. Ήταν πραγματικά πελώριο. Δεν λέγεται ο πειρασμός που μπήκα να παραβώ τον κανόνα που έλεγε «μην βγάλετε χέρι έξω από το κλουβί», και να τού ζουλήξω λιγουλάκι το ρύγχος· έτσι, να έβλεπα πώς θα αντιδράσει.
Στάθηκε εκεί για λίγο ακίνητη, με τα σουβλερά της δόντια να προεξέχουν από το μισάνοιχτό της στόμα. Μολονότι γνώριζα το ότι σπανιότατα ― και μόνο μπερδεύοντάς μας για κάποια φώκια ή οτιδήποτε άλλο φέρον δαψιλές ψαχνό, και όχι μόνο κοκκαλάκια όπως εμείς ― θα επετίθετο σε άνθρωπο, εκείνη την στιγμή ένιωσα απείρως ευγνώμων που μας χώριζαν ατσάλινα κάγκελα.
Έκανε τελικά μία στροφή· έριξε κι ένα σκαμπίλι με την ουρά της ― ακούσιο μάλλον ― στο κλουβί, κάνοντάς το να ταραχθεί σαν σε σεισμό· και χάθηκε πάλι στα θαμπά νερά του ωκεανού.
Παρόλο που θα μπορούσε κανείς να πει ότι χρειάζεται ρινοπλαστική και σιδεράκια, εμένα μού φάνηκε ένα πραγματικά πανέμορφο πλάσμα. Ποια αίσθηση ανωτερότητας να κουβαλούσε άραγε στο κεφάλι του αυτό το θηρίο, ξέροντας ότι δεν γνωρίζει ανταγωνισμό σε όλα τα πέρατα του υδάτινου κόσμου! Εάν υπήρχε μετενσάρκωση, και δεν μπορούσα να γεννηθώ πάλι άνθρωπος, ένα από δαύτα θα ήθελα να ήμουν, μού πέρασε από το μυαλό όταν πατούσα πάλι στεριά, στο λιμανάκι του Gansbaai.