Ελάχιστα αντιλήφθηκα από τον ξυπνητό μου κόσμο κατά την διάρκεια εκείνου του ταξιδιού. Είχαμε διανύσει πάνω από διακόσια χιλιόμετρα, και είχαμε περάσει από το νότιο στο βόρειο ημισφαίριο, όταν τελικά ξύπνησα κατά την άφιξή μας στο Κασέσε, λίγο μετά την μέση της νύχτας. Το Κασέσε είναι μία πόλη περί των εκατό χιλιάδων κατοίκων στην δυτική Ουγκάντα· πρωτεύουσα του ημιαυτόνομου βασιλείου Ρουενζουρούρου. Με-το-που κατέβηκα από το λεωφορείο, μισοκοιμισμένος ακόμη, το πρώτο πράγμα που πρόσεξα, μια εκατοστή μέτρα πιο ‘κεί, ήταν ένα πανδοχείο. Αυτό ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόμουν. Κίνησα αυτόθι, περίμενα λιγάκι μέχρι να ξυπνήσει ο φρουρός την υποδόχο, και οδηγήθηκα από αυτήν στο δωμάτιο που θα με φιλοξενούσε για την παρούσα και τις δύο επόμενες νύχτες.
Το πανδοχείο απετελείτο από δέκα-δεκαπέντε κλίνες ανά δύο ορόφους, γύρω από ένα γραφικό, δενδρόφυτο μεσαύλιο. Είχε επίσης περιμετρικό μπαλκόνι, ένα περιποιημένο καφέ/εστιατόριο, και ίντερνετ καφέ. Απασχολούσε μία πληθώρα υπαλλήλων: φρουρούς, μαγείρους, σερβιτόρους, καμαριέρες, πλύστρες, και άλλους ξεκάρφωτους· των οποίων το άθροισμα θαρρώ ήταν διπλάσιο από την μέγιστη χωρητικότητα πελατών της επιχείρησης.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Συμπεραίνω ότι όλοι αυτοί δούλευαν εθελοντικά· αφού δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα μπορούσαν πιθανώς να τους πληρώσουν με εμένα μοναδικό πελάτη. Δούλευαν, τρόπος του λέγειν δηλαδή· απλά παρίσταντο. Οι περισσότεροι θα σκότωναν την ώρα των σχηματίζοντας φαιδρά πηγαδάκια εδώ-και-‘κεί. Η πιτσιρίκα η υποδόχος τους σνόμπαρε όλους τους υπολοίπους, αφού ήταν και-καλά η μορφωμένη της όλης υπόθεσης. Αυτή περνούσε την ώρα της είτε πάνω από ένα κινητό, είτε να μού το παίζει εμένα γκόμενα με την κρύφια ελπίδα της εξασφάλισης ενός χλιδάτου μέλλοντος στην Ευρώπη. Άλλοι πάλι, θα είχαν πιασμένες τις διάφορες σκιερές γωνιές παρέα με τον Μορφέα. Ήταν συγκεκριμένα εκείνος ο τυπάκος που είχε το συνήθειο να την πέφτει τα μεσημέρια διάπλατα στο διαδρομάκι που οδηγούσε στο δωμάτιό μου, αναγκάζοντάς με να πηδάω αποπάνω τού κάθε φορά.
Έξω, στην πόλη, επικρατούσε μία μυστηριακή ατμόσφαιρα που σου επέφερε ένα κάπως δυσοίωνο προαίσθημα ― παρεμφερές αυτού που θα ένιωθε ο πρωταγωνιστής σε ένα από εκείνα τα αμερικάνικα έργα, όταν ξαφνικά, κατά κάποιον παράδοξο τρόπο, καταλήγει σε κάποια άγνωστη πολιτεία χαμένη στην μέση της Νεβάδας, ας πούμε, και προτού αρχίσει τον αγώνα προς λύτρωση από τα ζόμπια που μέλλει να συνειδητοποιήσει ότι την κατοικούν.
Στο Κασέσε εν τέλει απεδείχθησαν όλοι πλήρως ζωντανοί· μόνο που είχαν μία κάπως τι ιδιότυπη ιδιοσυγκρασία. Ποτέ κανείς, και για κανέναν λόγο, δεν θα μού μιλούσε πρώτος. Όλοι των πάντως έδειχναν ενεργεστάτη περιέργεια περί του προσώπου μου. Απ’ όπου και να περνούσα, όποιος και να με έβλεπε, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, θα κολλούσε το βλέμμα του καταπάνω μού επίμονα και χαύνα· και δεν θα το ξεκολλούσε στιγμούλα για όσο παρέμενα εντός του οπτικού του πεδίου. Σε περιπτώσεις που εγώ στεκόμουν και εκείνοι κινούνταν, από την στιγμή που θα με προσπερνούσαν, θα πήγαιναν έως και εκατό μέτρα με τον λαιμό ανεστραμμένο προς το μέρος μου ― Ευτυχώς δεν κατέστην η αιτία κάποιου ατυχήματος όταν προέκειτο για οδηγούς. Όσο δεν έδινα ο ίδιος σημασία, όλοι δεν έκαναν άλλο από το να με κοιτούν με ένα βλέμμα θανατικά ανέκφραστο. Εάν όμως μειδιούσα εγώ, θα αντεμειδιούσαν και αυτοί. Εάν έγνεφα, θα αντέγνεφαν. Θα αντέγραφαν γενικότερα ό,τι έκανα ωσάν μίμοι.
Στην δημιουργία της όλης μυστηριακής ατμόσφαιρας συνέδραμε επίσης και η πεντάπυκνη ομίχλη που κάλυπτε την πόλη κάθε ξημέρωμα και για τις πρώτες πρωινές ώρες. Αργότερα, προς το μεσημέρι, η ομίχλη διαλυόταν, αλλά ήταν εκείνη η πηχτή και ογκώδης νεφομάζα που ποτέ δεν απεκολλάτο από τον δυτικό ορίζοντα· σαν κάποιος αρχέγονος θεός να την είχε τοποθετήσει εκεί επιτηδείως για να αποκρύψει κάποιο πεντασφράγιστο μυστικό από τους ανθρώπους. Και πράγματι, ένα μεγάλο μυστικό ενυπήρχε εκεί κρυμμένο, πίσω από τα σύννεφα. Και αυτός ακριβώς ήταν και ο λόγος που με είχε προσελκύσει εξ αρχής σε αυτόν τον τόπο: το μυστικό αυτό: τα γνωστά από τον Πτολεμαίο και ως Σελήνης Όρος, Όρη Ρουενζόρι.