Την αμέσως επόμενη κιόλας μέρα από εκείνη της επιστροφής μου στο Κασέσε, ήμουν στον λεωφορειακό σταθμό της πόλης, οπόθεν θα έπαιρνα το λεωφορείο προς την Καμπάλα: την πρωτεύουσα της Ουγκάντας. Ήμουν εκεί, φορτωμένος όλα μου τα υπάρχοντα, ίσαμε δέκα λεπτά πριν την δεδηλωμένη πρωινή ώρα αναχώρησης. Βόλευσα τα πράγματα, κάπνισα ένα τελευταίο πριν το ταξίδι τσιγάρο, και κάθισα στην θέση μου. Τέσσερις ώρες θα κάναμε, σύμφωνα με τα λεγόμενα του οδηγού, να φτάσουμε στον προορισμό μας…
Πέρασε το τετράωρο, και ούτε καν είχαμε ξεκινήσει από τον σταθμό ακόμη. Τι κάναμε…; Οι επιβάτες τίποτε· μόνο περιμέναμε καθισμένοι μέσα στο λεωφορείο. Ο οδηγός πάλι, καθώς και οι υπόλοιποι τρεις υπάλληλοι του λεωφορείου (κι εγώ απορώ εξίσου γιατί μπορεί ένα λεωφορειακό δρομολόγιο να χρειάζεται τετραμελές πλήρωμα), ούτε και αυτοί έκαναν τίποτε το ιδιαίτερο· εκτός από το να κάθονται, να κόβουν βόλτες στον σταθμό, και άλλα τέτοια. Το μόνο που σίγουρα δεν έκαναν, πάντως, ήταν να πουν: «Παιδιά, ξέρετε τι… Δεν θα φύγουμε τελικά τώρα. Τραβάτε, και ελάτε πάλι σε λίγες ώρες.» Αντί αυτού, εκάστη φορά που θα τών παρετίθετο η σχετική ερώτηση, θα απαντούσαν βαριεστημένα: «Σε λίγο φεύγουμε.»
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Πέντε ώρες περίπου περιμέναμε, το λοιπόν, στον σταθμό, και τελικά, προς μεγάλη μου ανακούφιση, ξεκινήσαμε. Ωστόσο δεν πήγαμε μακριά. Μόλις εξήλθαμε του σταθμού, κάναμε πάλι στάση για κάποια άγνωστη αιτία. Με-τα-πολλά, μετά από καμμια-εικοσαριά ακόμη στάσεις, και κανα-δίωρο γυροφοράς, αφήσαμε επιτέλους πίσω μάς το Κασέσε. Άλλο ένα εξάωρο μετά, βράδυ πλέον, ήμασταν κολλημένοι στην ασφυκτική κίνηση της Καμπάλας. Δεν περίμενα να φτάσουμε στον σταθμό, διότι έκρινα ότι θα έπαιρνε ώρες ακόμη. Έτσι και κατέβηκα νωρίτερα και πήρα ένα πικιπίκι, που επιδεξίως ελισσόμενο ανάμεσα στα αμάξια και τους πεζούς, με έφερε στο πι-και-φι στο πανδοχείο εκείνο που σκόπευα να διαμείνω.
Αφού βόλευσα τα πράγματά μου στο δωμάτιο, ήταν επιτέλους ώρα για άραγμα. Ανέβηκα στην ταράτσα, πήρα μία παγωμένη μπύρα από το αυτοεξυπηρετούμενο μπαρ, και την έπεσα να τέρπομαι στο άκουσμα των βιρτουόζικων σκοπών που ένα τυπάκι έπαιζε σε ένα ουντούνγκου ― Αυτό είναι ένα παραδοσιακό έγχορδο μουσικό όργανο της Ουγκάντας που θυμίζει άρπα. Δεν το είχα ξανακούσει από κοντά πρωτύτερα, αλλά γνώριζα ήδη την ύπαρξή του, επειδή, στο Καμπάλε ακόμη, είχε τύχει να ακούσω μία άκρως συγκινητική ιστορία για ένα παιδί που το έλεγαν Τσάρλι.
Ο Τσάρλι καταγόταν από ένα μικρό χωριό της βόρειας Ουγκάντας. Μικρό παιδί καθώς ήταν, στην προεφηβική του ακόμη ηλικία, το χωριό του υπέστη επιδρομή από αντάρτες. Κατά την συνήθη των τακτική, λεηλάτησαν τον τόπο, ξεκλήρισαν τον ενήλικο πληθυσμό, και απήγαγαν τα παιδιά να τών δώσουν όπλα. Έτσι ο Τσάρλι πέρασε την εφηβεία του ως στρατιώτης, μαχόμενος στο πλευρό των ανταρτών. Η ψυχή του όμως, καθώς φαίνεται, δεν ήταν καμωμένη για πόλεμο και αίματα. Έτσι, χρόνια μετά, κατά το δέκατο όγδοο έτος της ζωής του, πήρε την απόφαση να διακινδυνεύσει την απόδρασή του. Και τα κατάφερε! Ξέφυγε, πέταξε το καλάσνικοφ, έπιασε το ουντούνγκου, και πήγε στην Καμπάλα, όπου πλέον διαπρέπει ως μουσικός.
Αυτή η ιστορία ανέτρεχε στον λογισμό μου καθώς άκουγα το τυπάκι στην ταράτσα να τσιμπάει με τέχνη τις χορδές του οργάνου του, όταν, αίφνης, μού εντυπώθηκε η ιδέα πως ο σκοπός που έπαιζε μού ήταν γνώριμος. Σήκωσα τότε το κεφάλι και πήρα να τον ξανοίγω. Μία διαισθητική βεβαιότητα με κατέλαβε πως στην απέναντι μεριά της ταράτσας έπαιζε αυτοπροσώπως το ίδιο τυπάκι, του οποίου την ιστορία και τα τραγούδια είχε τύχει να ακούσω στο Καμπάλε. Από τα διάφορα τραγούδια του που μού είχαν βάλει να ακούσω, ήταν ένα που μού άρεσε ιδιαιτέρως και το είχα απομνημονεύσει. Ο τίτλος του ήταν Pingaru (ο άστεγος). Κατέβηκα τότε στο δωμάτιο και έφερα πάνω την κιθάρα. Κάθισα στην ίδια απόμερη γωνιά και έπιασα ένα ρε μινόρε: «Pingaru… pingaru… why you’re standing on my way… on my way to my freedom… on my way to my happiness…»
Σαν το άκουσε αυτό το τραγούδι το τυπάκι, σηκώθηκε και ήλθε να σταθεί μπροστά μού. Άκουγε και θωρούσε με ένα στραφταλίζον από συγκίνηση και υπερηφάνεια βλέμμα. Ντρρρν, βάρεσα το ρε μινόρε και έκλεισα το άσμα. Έμεινε τότε να με κοιτάει μπερδεμένος για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι που πρόφερε με μία φωνή μισο-αμήχανη και μισο-ενθουσιώδη: «This song is mine.» Ήταν πράγματι ο Τσάρλι. Γίναμε καλά φιλαράκια, και κατά την διάρκεια της παραμονής μου στην Καμπάλα, περάσαμε παρέα πολλές ώρες να παίζουμε μουσική και να συζητούμε την ζωή. Ήταν, πραγματικά, παρά τις κακοτοπιές του, παιδί σπάνιας αγνότητας και καλοκαρδοσύνης.
Ποιοι να είναι άραγε οι νόμοι εκείνοι της ειμαρμένης που προορίζουν κάποιους ανθρώπους για να μεταχειρίζονται πολυβόλα, και κάποιους άλλους μουσικά όργανα; Να είναι άραγε δυνατόν πως κάποιοι άνθρωποι μπορεί να προτιμούσαν το πρώτο από ελεύθερη επιλογή των, χωρίς να καταπιέζονται από κάποια μοχθηρή, ψυχοδιαφθείρουσα ανωτέρα βία; Πώς θα έμοιαζαν άραγε οι κοινωνίες μας εάν οι νέοι, αντί υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, υποβάλλονταν σε υποχρεωτική μουσική παιδεία;
Η Καμπάλα γενικά, τώρα, ήταν άλλη μία εξευρωπαϊσμένη αφρικανική μεγαλούπολη. Όπως και οι δύο πάλαι πρωτεύουσες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, έτσι και αυτή είναι χτισμένη επί επτά λόφων, στην βόρεια ακτή της Λίμνης Βικτωρίας. Αποτελεί σπίτι για δύο περίπου εκατομμύρια ανθρώπους. Διασχίζοντας τις πολυσύχναστες λεωφόρους της, μπορείς να δεις πάμπολλα υπερμοντέρνα κτίρια που στεγάζουν πολυεθνικούς ομίλους εταιρειών, πολυτελή ξενοδοχειακά συγκροτήματα, πληθώρα μνημειακών υπουργείων και δημοσίων υπηρεσιών, κατοικίες, και οτιδήποτε άλλο συναντάς σε μία εξελιγμένη πολιτεία του εικοστού πρώτου αιώνα.
Η ουδετεροθρησκότητα αποτελεί και εκεί σημαντικό στοιχείο της κοινωνικής δομής· όπως και στην υπόλοιπη ανατολική Αφρική εν γένει. Η πόλη βρίθει από εκκλησίες κάθε λογής δογμάτων, ισλαμικά τεμένη, συναγωγές, και δεν ξέρω τι άλλο. Ο περιλαμπρότερος ναός όλων πάντως, καθώς και το σήμα κατατεθέν της πόλης ίσως, είναι το κυκλώπειων διαστάσεων Εθνικό Τέμενος της Ουγκάντας· ευεργέτης του οποίου υπήρξε ο συγχωρεμένος (από τον Θεό ενδεχομένως, διότι από τον λαό του μάλλον όχι) ο Καντάφι. Το τέμενος αυτό στέκεται πάνω στην κορυφή ενός από τους λόφους της πόλης· και από τους πανύψηλους μιναρέδες του, μπορεί κανείς να θαυμάσει μία υπέροχη θέα προς τους λοιπούς λόφους που απαρτίζουν την πόλη.
Η πείνα, η φτώχεια, οι πόλεμοι, και οι λοιπές στυγερότητες που γενικά μαστίζουν τον πολύπαθο λαό αυτής της χώρας δεν φαίνεται να έχουν ιδιαίτερο αντίκτυπο στην πρωτεύουσα. Εκεί οι ζήσεις των ανθρώπων δείχνουν να κυλούν σε ρυθμούς σχετικά ειρηνικούς, ευημερείς, και εύτακτους. Η διάθεση των πολιτών έναντι της κυβέρνησης του επί τριακονταετίας προέδρου-μαθουσάλα Γιοουέρι Μουσεβένι φαίνεται να είναι συγκαταβατική. Οι δεσποτικές πολιτικές και συνταγματικές αυθαιρεσίες, με τις οποίες έχουν διατηρηθεί στην εξουσία ο πρόεδρος και το κόμμα του, δεν φαίνεται να ενοχλούν τους κατοίκους· αφού υπό την παρούσα ηγεσία, ιδίως η πρωτεύουσα, αλλά και όλη η χώρα σε κάποιον ορισμένο βαθμό, έχουν βιώσει πρωτοφανή για τα δεδομένα των σταθερότητα και οικονομική ανάπτυξη. Εξάλλου, το φάντασμα της τυραννίας του διαβόητου δικτάτορα Ιντί Αμίν πρέπει ακόμη να πλανάται στις μνήμες των ανθρώπων και να σκιάζει τις ψυχές των. Διά τούτο μάλλον η παρούσα καθεστηκυία τάξη μπορεί να θεωρηθεί τρανταχτό άλμα προόδου για τον πληθυσμό της χώρας συνόλω, και απολύτως θεμιτή για τους κατοίκους της Καμπάλας.
Άξιο περιέργειας είναι το πώς ένας τύπος που κανονικά θα τού ταίριαζε το επάγγελμα του δραχμοδίαιτου, χαζούλη τραμπούκου της μαφίας κατέληξε να εξουσιάσει έναν ολόκληρο λαό. Ο φρενοβλαβής εκείνος τύπος, αυτοανακηρυχθείς εν πλήρει τίτλω ως Η Εξοχότης του, Ισόβιος Πρόεδρος, Στρατάρχης, Χατζής, Δόκτωρ Ιντί Αμίν Ντάντα, Άρχων πάντων επί της γης θηρίων ιχθύων τε εν θαλάσση, πορθητής της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και Βασιλεύς της Σκωτίας, κυβέρνησε την Ουγκάντα με σιδηρά πυγμή επί μία οκταετία, από το 1971 έως το 1979.
Στο ευρύ διεθνές κοινό έχει μείνει περισσότερο γνωστός ως κωμικοτραγικός ήρωας· για τις γελοίες του οιήσεις, τον φαύλο του βίο, και τις σκαιές του συνήθειες· όπως χαρακτηριστικά: την φανφαρονική του συμπεριφορά· την πολυγαμία και τον απροσμέτρητο αριθμό των τέκνων του· τον θαυμασμό του για τον Αδόλφο Χίτλερ· τον φημολογούμενο κανιβαλισμό του, και την δεξίωση που λέγεται ότι παρέθεσε έχοντας γαρνίρει το τραπέζι με κεφάλια πολιτικών του αντιπάλων· ένα γράμμα που έστειλε στην Βασίλισσα της Αγγλίας που έλεγε «αγαπητή Λίζα, εάν επιθυμείς έναν αληθινό άνδρα, έλα στην Καμπάλα»· και άλλα τέτοια πολλά…
Στους ανθρώπους της Ουγκάντας, πάλι, είναι περισσότερο γνωστός ως αυτός που έστειλε στον τάφο εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριωτών των· και για τα χίλια-δύο άλλα δεινά που προκάλεσε η τρομοκρατική του διακυβέρνηση. Τελικά εκθρονίσθηκε από συνδυασμένες αντιφρονούντες ουγκαντικές και τανζανικές στρατιωτικές δυνάμεις. Κατάφερε και διέφυγε από την χώρα, αρχικά στην Λιβύη, και ύστερα στην Αραβία, όπου βρήκε άσυλο στην αυλή των οικτιρμόνων Σάουντι. Έζησε εκεί μεγαλοπρεπώς τα εικοσιτρία υπολειπόμενα έτη της ζωής του, σπαταλώντας το αμύθητο κομπόδεμα που είχε κάνει υπεξαιρώντας τον πλούτο της χώρας του.
Πολύ αλλιώτικη, το λοιπόν, πρέπει να ήταν η ζωή σε αυτήν την πόλη πριν μερικές δεκαετίες. Σήμερα πλέον, λίγα πράγματα διέφεραν στην ζωή των κατοίκων της απότι σε μία ευρωπαϊκή πόλη. Η πλειονότητα αυτών φαίνονταν να είναι απασχολημένοι σε κάποιον κλάδο της οικονομίας· ή αν όχι, της παραοικονομίας σίγουρα. Την πενία, μολονότι υπαρκτή βεβαίως στα πέριξ της πόλης, δεν την έκρινα κατά πολύ χειρότερη από εκείνη της Αθήνας ή της Βουδαπέστης π.χ.
Περισσότεροι από σαράντα χιλιάδες φοιτητές φοιτούν σήμερα στο πανεπιστήμιο Μακερέρε της Καμπάλας, το οποίο τυγχάνει ένα από τα αρχαιότερα και πιο αναγνωρισμένα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Αφρικής. Η καλλιτεχνική ζωή της πόλης είναι επίσης ιδιαιτέρως δραστήρια και ακμάζουσα. Σχεδόν καθεμία από τις λίγες ημέρες που παρέμεινα τελικά στην Καμπάλα, επισκέφτηκα το εθνικό της θέατρο· που αποτελεί στέκι καλλιτεχνών και καλών ανθρώπων γενικότερα. Είχα εκεί την ευκαιρία να γνωρίσω πολλά ενδιαφέροντα άτομα. Κατεξοχήν ζωντανή είναι επίσης και η νυχτερινή ζωή της πόλης· με πολλές μουσικές εκδηλώσεις να λαμβάνουν χώρα ανά τακτά διαστήματα· και με τα πολυάριθμα νυχτερινά της κέντρα να σφύζουν κάθε βράδυ από διασκεδάζοντες θαμώνες.
Σε αντίθεση με το Καμπάλε, η ηλεκτροδότηση και οι λοιπές αστικές παροχές λειτουργούσαν σχεδόν άριστα όπου έτυχε προσωπικά να παρατηρήσω. Αλλά σαν να με είχε βάλει η γκαντεμιά στόχο, συνέπεσε να πέσει το διαδίκτυο στο πανδοχείο μία Κυριακή πρωί ― κομιδή οπόταν μού παρέστη η σπάνια συγκυρία να πρέπει να το χρησιμοποιήσω επειγόντως και εν απολύτη ανάγκη. Έμπλεξα έτσι, εκείνο το πρωί, σε μία τρελή περιπέτεια. Έτρεξα στον δρόμο, σταμάτησα το πρώτο πικιπίκι, και πήραμε να αναζητούμε εναγωνίως κάποιο ανοιχτό ίντερνετ καφέ ή οποιοδήποτε άλλο μέρος που θα μπορούσα να συνδεθώ. Τελικά ευρήκαμε ένα· αλλά πρώτα είχαμε σταματήσει να ρωτήσω σε τουλάχιστον πενήντα διαφορετικά μέρη· και είχαμε κοντεύσει και να σκοτωθούμε και άλλες πενήντα τουλάχιστον φορές ενώ περιοδηγούσαμε σαν τρελοί γύρω-γύρω όλη την πόλη για ίσαμε δύο ώρες.
Μία περίπου εβδομάδα διέμεινα τελικά σε εκείνο το πανδοχείο· και άλλες δύο μέρες στην οικία ενός νεαρού ζευγαριού, που είχα την ευτυχία να γνωρίσω και μού προσέφεραν ανιδιοτελώς την φιλοξενία και την συντροφιά των ― πράγμα για το οποίο τους ευγνωμονώ βαθύτατα. Έτσι πέρασα με την καλή των παρέα το τελευταίο διήμερό μου στην Καμπάλα· και με συνόδευσαν και μέχρι το λεωφορείο, να με αποχαιρετήσουν, εκείνα τα χαράματα που θα άφηνα την Ουγκάντα να περάσει από την καθημερινότητα στις τερπνές μου αναμνήσεις.