Είναι κάποιες φορές που οι καιροί αλλάζουν ραγδαία. Διαφόρως από τις ομαλές μεταβάσεις της δικής μας εύκρατης ζώνης, και εν πλήρει αντιθέσει με την απούσα κλιματική ποικιλία των τροπικών, οι εποχές στα βόρεια γεωγραφικά πλάτη αυτού του πλανήτη μεταβάλλονται ακραία και ξαφνικά.
Τρεις μήνες διαρκεί ο κίτρινος φυλλοτάπητας του φθινοπώρου. Γιγαντιαίες δρύες, λεύκες, κλήθρες, και σημύδες στέκουν ολόγυμνες μέσα στην άπαυτη ομίχλη και την πνιγερή υγρασία. Και τότε, κάποιο τσουχτερό βράδυ, αρχίζει και χιονίζει…
Αμέτρητα ακολουθούν μερόνυχτα ασπρόμαυρα. Το άσπρο κυριαρχεί ολοκληρωτικά στο έδαφος, αλλά στον ουρανό διακόπτει μόνο την μαυρίλα για κανα-τρίωρο ανά κύκλο· μέχρι που αρχίζουν οι μέρες και μεγαλώνουν…
Περνούν ελπιδοφόρες εβδομάδες. Το καφετί της λάσπης κερδίζει βαθμηδόν έδαφος έναντι του τηκόμενου χιονιού. Το γαλάζιο του ουρανού κάνει τις πρώτες του δειλές εμφανίσεις. Ξεπετάγονται διστακτικά και οι πρωτοπόρες χλοοτούφες. Και μετά, εν μία νυκτί, η ζωή εκρήγνυται.
Ξυπνάς ένα πρωί και βρίσκεσαι μέσα σε ένα παραμύθι. Σε μία πράσινη πανδαισία, χορτάρι φουντωτό και φυλλωσιές πεντάπυκνες καλύπτουν την γη και τις πολυσύνθετες διακλαδώσεις των δένδρων. Άνθη χιλίων-δύο έντονων, προσκλητικών αποχρώσεων ξεπηδούν κατάσπαρτα ανά την κυρίαρχη πρασινάδα. Σμήνη μελισσών βουίζουν στις πορείες των από λουλούδι σε λουλούδι και εκτελούν εκστατικούς χορούς εν μέσω του πλημμυρισμένου με γύρη αέρα. Σκίουροι και άλλα μικρά θηλαστικά περιτρέχουν φευγαλέα στο χώμα και τους κλάδους. Πουλάκια πεταρίζουν σβέλτα ανάμεσα στα φυλλώματα και κατασιγάζουν το ανεπαίσθητο θρόισμα με γλυκύφθογγα κελαηδήματα. Σμάρια μεγάλων πτηνών, εξαντλημένα από το μακρύ ταξίδι, ει μη τι άλλο ικανοποιημένα από την επικείμενη τέλεση αυτού σε κάποιο εγγύς παραθεριστήριο, πετούν αθόρυβα ψηλά στον καταγάλανο ουρανό, ο οποίος, λόγω της χαμηλής γωνίας του ηλίου, μοιάζει πλατύτερος κι από την απειρότητά του. Το οικοσύστημα ολάκερο φαντάζει ένας ενιαίος, αυτοτελής οργανισμός που γνωρίζει και χαίρεται την ύπαρξή του. Και ως άνθρωπος, σού υπενθυμίζεται όπως ποτέ άλλοτε το ότι αποτελείς κι εσύ ένα αναπόσπαστο μέρος του όλου.
Το λοιπόν, ένα τέτοιο ακριβώς καλοκαιρινό πρωί ήταν που τα συλλογούμουν όλα αυτά, αραχτός καθώς ήμουν με μία κούπα καραβίσιου καφέ χάμω στο ζεστό γρασίδι, σε ένα ηλιόλουστο ξέφωτο εκείνου του νορβηγικού δάσους.
Ήταν σχεδόν τέλειος ο χρονισμός της άφιξής μου. Είχα μείνει ψιλομπατίρης τελευταία· και τι καλύτερο μέρος για να βγάλεις λεφτά από την Νορβηγία; Το πρόβλημα είναι ότι, εφόσον δεν ξέρεις να ζεις οικονομικά, όσο εύκολα τα αποκτάς τα χρήματα σε αυτήν την χώρα, άλλο τόσο εύκολα τα σπαταλάς. Στην βέλτιστη των περιπτώσεων, σκεπτόμενος συμβατικά, θα έπρεπε να πληρώνω πέντε εκατοστάευρα τον μήνα μόνο για διαμονή σε κοινόχρηστο διαμέρισμα.
Έτσι και, εναλλακτικά, σαν βρέθηκα στο Όσλο το προηγούμενο πρωί, κουβαλώντας έναν σάκο αποσκευές και μία κιθάρα, προσπέρασα την πόλη και πήρα να ανηφορίζω εκείνον τον δασώδη λόφο παρά τα νότιά της προάστια.
Ήταν ένα πρωί μουντό και νοτερό. Για ώρες ελίχθηκα πάνω-κάτω στις λασπερές πλαγιές, μέσα στο ψιλόβροχο και την καταχνιά, μουσκεμένος και καταβεβλημένος, ξεφωνίζοντας παναγίες κάθε που νόμιζα ότι περνούσα από το ίδιο δένδρο… μέχρι που επιτέλους εντόπισα το ειδυλλιακό μου σημείο.
Λίγο παραδίπλα από το προαναφερθέν ξέφωτο, βαθιά καταχωμένο σε μία πηχτή λόχμη φουντουκιών, βρήκα το ονειρεμένο μου, μόλις αρκετά φαρδύ, επίπεδο κομμάτι μαλακού εδάφους. Έστησα στα-μπαμ την σκηνή, και καταχωνιάστηκα μέσα να στεγνώσω.
Η βροχή δυνάμωσε και ξέμεινα μέσα αποκλεισμένος. Σαν πήρε να μουχρώνει αργά το βράδυ, ο ουρανός ξερνούσε μία κατακλυσμική νεροποντή. Ο πάταγος που προκαλούσε το προσκρούον νερό στην τέντα ήταν εκκωφαντικός, έστω και αν οι φουντουκιές προσέφεραν σημαντική κάλυψη. Καταπνιγόταν μόνο περιοδικά από εκρηκτικές βροντές που έτριζαν την γη και μόλις έπονταν των εκθαμβωτικών αστραπών που ξέσπαγαν υπέρ του λόφου και φέγγιζαν το εσωτερικό της σκηνής ως στροβοσκόπιο. Υπό αυτό το εξαίσιο νανούρισμα, εν τέλει αποκοιμήθηκα.
Και ύστερα ξημέρωσε το έξοχο καλοκαιρινό πρωί που λέγαμε… Σαν λοιπόν αποτελείωσα τον καφέ και το εωθινό μου ηλιόλουτρο, παράτησα το ξέφωτο και αποτραβήχτηκα στην σκιερή μου καβάτζα. Είχε απογευματιάσει όταν αλαφρά ηχίσματα διέκοψαν την σιέστα μου…
Όσοι συχνάζετε σε ψυχοπλάνα δάση γνωρίζετε πώς αυτά δύνανται να σού εξαπατήσουν τις αισθήσεις. Έτσι κι εγώ αμφιταλαντεύτηκα λιγάκι περί του εάν η ασθενής ψυχεδελική μουσική που άκουγα έπαιζε όντως στον εξωτερικό κόσμο ή μέσα στο κεφάλι μου. Μα αφού δεν σταματούσε, όσο και να το ταρακουνούσα το ξερό μου, πείστηκα και κίνησα να βρω την πηγή της.
Εσείς οι δασολάτρες επίσης θα ξέρετε πόσο απατηλά διαχέονται οι αντηχήσεις διαμέσου της πυκνής χλωρίδας. Ιδιαιτέρως δε στην ιδιογενή μου περίπτωση—που ακούω μόνο από το ένα αφτί, και το μόνο στοιχείο που κατατοπίζει τον εγκέφαλό μου ως προς την κατεύθυνση ενός ήχου είναι η αυξομείωση της αυτού έντασης όσο βρίσκομαι εν κινήσει—καταλαβαίνετε ότι αυτός ο εντοπισμός δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Μού πήρε ίσαμε δυο ώρες περιφοράς, χρησιμοποιώντας την ακοή μου παρομοιοτρόπως με ανιχνευτή μετάλλων, μέχρι που προσέγγισα το σημείο όπου η μουσική ακουγόταν σε μέγιστη ένταση, στην κορυφή του λόφου.
Η προέλευσή της ήταν ένα ευρηματικό, φορητό ηχοσύστημα, μονταρισμένο σε ένα αυτοσχέδιο καροτσάκι με τρακτερωτά ελαστικά και τροφοδοτούμενο από μπαταρίες αυτοκινήτου. Κατασκευαστής του ήταν ένας ψιλοκαμένος Νορβηγός ψυχοχίπης, ένας εκ των τριών παρευρισκομένων. Οι λοιποί δύο ήταν ένας ντροπαλός πιτσιρίκος Τσέχος χασικλής και μία Νορβηγίδα αναρχοκαταληψίας.
Όπως κι εγώ, έτσι και οι τρεις των είχαν μετοικίσει σε αυτό το δάσος με την πρόσφατη έλευση του καλοκαιριού, και στεγάζονταν σε τρία προχειροφτιαγμένα με κλαδιά και μουσαμάδες τίπια. Αποτελούσαν ένα ετερόκλητο σινάφι· είχαν μαζωχθεί εκειπάνω για πολύ διαφορετικούς λόγους.
Ο πρώτος ήταν εκεί για να το παίξει ερημίτης, να καεί πλειόνως στα ναρκωτικά, να διοργανώσει παράνομα πάρτι, και να μαυλίσει τα εναλλακτικά ψυχογκομενάκια που ευελπιστούσε θα παρευρίσκονταν· ο δεύτερος, ωσαύτως με εμένα, για ένα ήσυχο και δωρεάν μέρος να εγκατασταθεί ενόσω συγκέντρωνε κεφάλαιο· η τρίτη, ψυχή και οργανωτικό πνεύμα του κοινοβίου, να μοχλεύσει συλλογική δράση έναντι της προβλεπόμενης από τον δήμο καταπάτησης του αρχαίου δάσους προς σύσταση κάποιου είδους πάρκου γλυπτών.
Ενώ ο πρώτος ήταν χαμένος στην κοσμάρα του και ο δεύτερος στην ντροπαλοσύνη του, αυτή πήρε ένθερμα να μού εξηγεί τον σκοπό της. Εξεπλάγη σαν τής δηλοποίησα ότι και εγώ κατοικώ στο δάσος, και αμέσως με προσκάλεσε με περίσσια ζέση να μετεγκατασταθώ μαζί τών.
Ήταν καλά άτομα της αρεσκείας μου, μα προερχόμουν από ψυχοφθόρες συναναστροφές με ανθρώπους, και προς το παρόν προτιμούσα να διατηρήσω την απομόνωσή μου. Άραξα όλο το απόγευμα, ήπιαμε έναν καφέ και δυο-τρία τσιγάρα, είπα «ενδεχομένως θα έλθω να συνοικήσουμε κάποια άλλη μέρα, και αν όχι, σίγουρα θα ξαναπεράσω επίσκεψη», και κατηφόρισα προς το μοναχικό μου κρησφύγετο.
Θα είχε παρέλθει κοντά μία εβδομάδα όταν τελικά μού εδόθη αιτία να επισκεφτώ εκ νέου. Προέκυψε τότε μία έκτακτη δουλίτσα στην Σουηδία που θα με ανάγκαζε να λείψω λίγες ημέρες, και φοβόμουν λίγο να παρατήσω τα πράγματά μου για τέτοιο μακρύ, συνεχόμενο διάστημα—Σκυλιά περιπατητών είχαν αρχίσει και εξιχνίαζαν την θέση μου τελευταία. Σκέφτηκα: Αντί να μαζεύω και να κουβαλάω τα πάντα περαδώθε σαν μαλάκας, δεν πάω καλύτερα να τα αφήσω στα παιδιά να μού τα προσέχουν;
Αρχικά ξίνισε ελαφρώς η φίλη η Νορβηγίδα διότι μάλλον θεώρησε τους καταχρώμαι. Αλλά τής υποσχέθηκα θα απουσιάσω μόνο για λίγες ημέρες, και ύστερα θα εγκατασταθώ εκεί και θα βάλω και ένα χεράκι να οργανώσουμε τον χώρο. Έτσι κι έγινε: Έφυγα, έφτιαξα, κι επέστρεψα σε ένα καινούργιο σπίτι.
Το αρχικό διάστημα της εκεί διαμονής μου κύλησε ομαλά και ήρεμα. Έστησα την σκηνή μου λίγο παραπέρα από τα τσαντίρια των άλλων και διατήρησα μία σχετική ιδιωτικότητα. Την τοποθεσία μας δεν την έλεγες και την μυστικότερη του δάσους· φάτσα-φόρα ήμασταν στην κορυφή του λόφου, απόπου ένα κύριο μονοπάτι περνούσε μόλις λίγο παραδίπλα. Διόλου σπανίως μας εντόπιζαν περαστικοί οδοιπόροι, αλλά αυτοί ως επί το πλείστον ήταν φιλικοί ή αδιάφοροι. Σίγουρα, όλο-και κάποιος μα- …κακόβουλος θα βρισκόταν να καλέσει τους μπάτσους, αλλά καρφί δεν μάς καιγόταν περί αυτού· ήμασταν διασφαλισμένοι.
Η Νορβηγίδα είχε φροντίσει για διασυνδέσεις. Είχε δικτυωθεί με τους γείτονες—καθωσπρέπει οικογένειες Νορβηγών που κατοικούσαν στα πέριξ του λόφου—και είχε κερδίσει την υποστήριξή των· αφού εγκολπώνονταν κι αυτοί τον αγώνα της έναντι της κατάχρησης του δάσους. Μία και μοναδική φορά που μάς την έπεσε η αστυνομία για έξωση, έκανε η τύπισσα δυο τηλεφωνήματα, και εντός λεπτών κατέφτασε μία πλειάδα ευκόσμων πολιτών προς σολινταρισμό μας. Μόνο κλωτσηδόν που δεν τα ξούταραν τα όργανα… Άλλο το μούτρο του πολισμάνου μπροστά στον καταληψία, και άλλο μπροστά στον ιατρό και τον δικηγόρο.
Κατά τα άλλα, χαλαρά. Ο τύπος που διαχειριζόταν την οργανωμένη κατασκήνωση, ένα τεταρτάκι δρόμο από την ημετέρα μας την αυθαίρετη, ήταν επίσης υποστηρικτής μας και γενναιόδωρα μας άφηνε να χρησιμοποιούμε τις ντουζιέρες και τα πλυντήρια του. Κανα-τέταρτο πάλι προς την αντίθετη κατεύθυνση, είχαμε και την κοντινότερη στάση τραμ να τραβιόμαστε στην πόλη όταν παρίστατο λόγος.
Δεχόμασταν επισκέψεις μόνο από λίγα, εκλεκτά, δικά μας άτομα. Και περνούσαμε ξέγνοιαστες βραδιές, ψήνοντας κοψίδια στην σχάρα, πίνοντας ξίδια και μπάφους, και παίζοντας μουσική γύρω από την φωτιά… Τα πάντα όμως άλλαξαν ριζικά αφότου τελικά κάναμε το πρώτο ρέιβ…
Το διοργανώσαμε ενδελεχώς με πλέριο επαγγελματισμό. Ο Νορβηγός είχε ήδη φροντίσει για τον ήχο, ως προανέφερα, και μεριμνήσαμε για επαρκές απόθεμα πλήρως φορτισμένων μπαταριών. Ο ίδιος επιμελήθηκα των εγκαταστάσεων: Με τάβλες, παλέτες, κλαδιά, και ταρπολίνες, στήσαμε ένα υπόστεγο για τον ηλεκτρονικό εξοπλισμό και ένα πρόχειρο αλλά λειτουργικότατο μπαράκι.
Ψυχεδελειάρες φίλες ανέλαβαν την διακόσμηση, γεμίζοντας τον τόπο πανό με φωσφορίζοντα μανιτάρια και καλικαντζάρους, ονειροπαγίδες, και παντοδαπά ευφάνταστα μπιχλιμπίδια. Πολωνοί γνωστοί εφοδίασαν το μπαρ με τρεις φουλαρισμένες μαυροσακούλες λαθραίες, φθηνές πολωνικές μπίρες. Κάποιος προμήθευσε σπιτικό νορβηγικό μουνσάιν.
Λίγο-πολύ όλοι συνεισέφεραν το μερτικό των σε φούντες, σκόνες, κουμπιά, και λοιπά ψυχοτρόπα καλούδια. Άλλοι, γνώστες, βγήκαν στο ψάξιμο και γέμισαν μία σακούλα ψιλοκυβινούχους μύκητες από αυτό το δάσος. Ο Μάρκους ο αρχικαΐλας—που είχε ήδη μετακομίσει μαζί μάς λίγες ημέρες—έφερε τόσο ελεσντί που θα αρκούσε να κάναμε όλους τους ελέφαντες της Αφρικής να χορεύσουν μπαλέτο. Θα γινόταν ο χαμός. Είχα αρχίσει ανησυχούσα λίγο πως θα είχαμε ευτράπελα…
Ήταν μεγάλη επιτυχία. Προσελκύσαμε ένα αξιοπρεπές μέρος της ανθηρής ψυχοχίπικης κοινότητας του Όσλου. Παρευρέθησαν μέχρι και αναρχοπάνκηδες και διάφοροι άλλοι ξεκάμπανοι· καθώς επίσης και εκείνο το σινάφι κάποιων Τσέχων οτοστοπιστών που επί του παρόντος κατασκήνωναν κι αυτοί αυθαίρετα σε ένα νησάκι έξω στα φιόρδ, οι οποίοι και απεδείχθησαν οι πιο απλόχεροι καταναλωτές των προσφερομένων στο μπαρ προϊόντων…
Προτού ακόμη βάλουμε μουσική, με-το-που έπεσε καλό σκοτάδι μετά τα μεσάνυχτα, η κατάσταση είχε αρχίσει να ξεφεύγει λίγο. Ύστερα, ξέφυγε τελείως. Κούμπωσε ο Νορβηγός στο ηχοσύστημα μία λίστα αναπαραγωγής με τα σκληροπυρηνικότερα γκόα και φόρεστ τρανς. Αγριεμένως διεχύθησαν οι νοοπεριπαιχτικές συνηχήσεις μέσω του ζωηρεύοντος δασοτόπου.
Έτριζε και ανεπάλλετο η χωμάτινη γη υπό την συγχρονισμένη ποδοπάτηση. Διαστρεβλώνονταν και λικνίζονταν, ζωντάνευαν οι ζοφερές σιλουέτες των πολυδαίδαλων δένδρων, υιοθετώντας εναλλάξ τρομακτικές και ευφραντικές μορφές. Σπίθιζαν και ωρχούντο τα απροσμέτρητα άστρα επί του αδιαλόγιστου ερέβους που κατεδίωκε το άπειρο πέρα από τα αραιά, διακεκομμένα ανοίγματα της κομοστέγης.
Κάτοχοι συγκεχυμένων εγκεφάλων περιφέρονταν φασματωδώς ανά το ζωογονημένο περιβάλλον. Μερικοί ξεφορτώνονταν τις παρδαλές των φορεσιές και συνεπλέκοντο σε λίαν στενές, ηδονικές επαφές αναμεταξύ τών και με την φύση. Αφάνταστες ξεταυτισμένες πράξεις ελάμβαναν χώρα. Κόσμος εξετρέπετο και ξεστράτιζε στην δυνητικά εφιαλτική σιγή του περιζωννύοντος δασικού λαβυρίνθου.
Δεν ήταν σωστά πράγματα αυτά· δίναμε δικαιώματα. Ο μυστικός εκείνος τύπος της αστυνομίας που παρακολουθούσε διακριτικά τα δρώμενα μέσα από τις λόχμες μπορεί, στην τελική, να υφίστατο όντως και έξω από τις παραπλανημένες αισθήσεις και τους παρανοούντες λογισμούς μου. Ενόσω μαχόμουν να διατηρήσω την τάξη μέσα στο κεφάλι μου, ήταν πρωτίστως ευθύνη μου να κάνω το ίδιο και στην εκδήλωση.
Μία ξεμυαλισμένη Τσέχα τελικά εξαφανίστηκε. Οι φίλοι της φοβόνταν πως θα είχε χαθεί στο δάσος και θα χάσει τελείως και τα λογικά της. Εγώ και οι άλλοι ντόπιοι ανησυχούσαμε περισσότερο μην δεν έχει χαθεί στο δάσος και την συλλάβει η αστυνομία εκεί που βολοδέρνει τσίτσιδη και παραληρώντας στους δημόσιους δρόμους. Αυτό ακριβώς συνέβη. Την μάζευσαν και την πήγαν σε ένα νοσοκομείο, οπόθεν κάλεσε να ενημερώσει και να ζητήσει βοήθεια τρομοκρατημένη.
Τώρα μάλιστα, σκέφτηκα· άντε πες τού εσύ μετά του μπάτσου «είμαστε φιλήσυχοι, νομιμόφρονες φυσιολάτρες». Ωστόσο το περιστατικό ξεχάστηκε γρήγορα, αφού προέκυψε πιο επείγουσα κατάσταση…
Ήταν εκείνος ο άλλος Τσέχος… Τον ήξερα κι αποπρίν· περιπτωσάρα. Έστω και αν κατά βάθος άκακος, στην πράξη ήταν ο μπελάς προσωποποιημένος. Ήταν πελώριος, θορυβώδης, και ανεγκέφαλος. Η συμπεριφορά του θύμιζε κακομαθημένο κουτάβι γερμανικού μολοσσού που έχει κρατηθεί σε σαλόνι χωρίς βόλτα για εβδομάδες.
Εξ αρχής με είχε προβληματίσει η παρουσία του στο πάρτι. Ακόμη και νηφάλιος, η μετακίνηση του κολοσσιαίου του κορμιού επέφερε χαμό, και το άνοιγμα του στόματός του—που σπανίως άλλωστε κρατούσε κλειστό—μπορούσε να πονοκεφαλιάσει ακόμη και τα δένδρα. Τώρα δε κειπέρα που κατέβαζε τα μανιτάρια σαν καραμέλες και τις σταγόνες σαν κοκακόλα, τα ανέμενα τα παρατράγουδα.
Δεν άργησε να ξεφύγει. Αρχικά επιχειρήσαμε να τον καλμάρουμε με-το-καλό· μα εις μάτην· ήταν παντελώς ανεξέλεγκτος. Ουρλιάζοντας λυσσαλέες ιαχές που ούτε οι συμπατριώτες του δεν καταλάβαιναν, σουρτούκευε μανιακά ανά τον χώρο, σβαρνίζοντας τυφλά το καθετί στο πέρασμά του. Έσπασε πράγματα· τραυμάτισε ανθρώπους. Έπρεπε κάτι να κάνουμε.
Σε ανύποπτο χρόνο—καλά, όχι δηλαδή πως ήταν και σε θέση να υποπτευθεί τίποτε—τού την πέσαμε δυο-τρείς και τον ακινητοποιήσαμε καταπίστομα στο χώμα. Ένας ξάπλα πάνω του, άλλος βαστώντας χέρια, άλλος πόδια, παλεύαμε να τον καταστείλουμε ενώ χτυπιόταν και οδύρετο προς λυτρωμό ως λαβωμένο θηρίο.
Κάποιοι έφεραν σχοινί και έλεγαν να τον φιμώσουμε και να τον δέσουμε πισθάγκωνα σε καναν-κορμό. Ευτυχώς, άλλοι συνετότεροι, εμού συμπεριλαμβανομένου, αποτρέψαμε αυτήν την έκβαση· μην το αφήσουμε το παιδί με κανα-μόνιμο ψυχολογικό κουσούρι. Αντί αυτού, επεμείναμε να τον κρατούμε καθηλωμένο στο έδαφος μέχρι να ηρεμήσει. Μα έλα που ηρέμησε λίγο πιο απότομα και ολοκληρωτικά απότι ήταν επιθυμητό.
Εντός μίας στιγμής, αδρανοποιήθηκε όλο του το σώμα ως διά ξεψυχίσματος. Ανάστατα, τον στρέψαμε επί τόπου ανάσκελα να σιγουρευθούμε πως είναι καλά. Όλοι του οι μύες είχαν ληθαργήσει ως πατάτες σε σακί. Επ’ ενός κατάχλωμου κι ανέκφραστου προσώπου, τα μάτια του παρέμεναν ορθάνοιχτα και εντελώς ασάλευτα, χωρίς ίχνος βλεφαρίσματος και με απόλυτη προσήλωση εστιασμένα αβυσσαλέως σε κάποιο σημείο της ουράνιας ατερμοσύνης πέρα από τις κόμες ύπερθεν. Κάτι άφατο καίπερ εμφαντικό επί τών φανέρωνε πλούσια εγκεφαλική δραστηριότητα όπισθέν τών, η οποία διαβεβαίωνε πως ήταν ζωντανότατος.
Είχε σφυγμό και ανέπνεε ανεπαίσθητα, αλλά η κατάστασή του ήταν, όπως και να το κάνεις, ημικωματώδης και λίγο ανησυχαστική. Τον αρχίσαμε στα σκουντήματα και τα σκαμπίλια μπας-και συνέλθει. Και πράγματι, οι μύες του επανενεργοποιήθηκαν… τουλάχιστον αυτοί που παρενεβάλλοντο ανάμεσα στο διάφραγμα και τα χείλη του.
Κατά τα άλλα ακόμη ακίνητος σαν άγαλμα, πήρε να κραυγάζει δύο κατανοήσιμες λέξεις εναλλάξ: «σβέτλο» και «ζιβότ» (φως και ζωή στα τσέχικα). Προσπαθήσαμε λίγο ακόμη να τον συνεφέρουμε περαιτέρω, αλλά ήταν όσο ανταποκρίσιμος είναι και ο κέρσορας ενός υπολογιστή σε ένα ζωντανό ποντίκι. Έτσι και τον παρατήσαμε στην τρίπα του και συνεχίσαμε ασκότιστα με το πάρτι και τα αυτά. Ήταν πλέον οριστικά κατευνασμένος και ακίνδυνος· και καταφανώς σώος και εκτός κινδύνου και ο ίδιος—δηλαδή… θέλω να πω… θα αγχωνόμουν πιότερο αν φώναζε «σκότος» και «θάνατος».
Τα αλαλητά του, παρότι ακουστά ακόμη και αν στεκόσουν δίπλα από το ηχείο, φυσικά δεν υπερκάλυπταν την μουσική και δεν ενοχλούσαν ιδιαίτερα. Σταδιακώς, έστω και σταθερά σε συχνότητα, πήραν κι αυτά να εξασθενούν σε ένταση. Και με όλα αυτά τα θαύματα που ελάμβαναν χώρα εντός της κεφαλής μου, τον λησμόνησα τελείως τον τύπο.
Ώρες ύστερα… ο ήλιος είχε ξεπροβάλλει πίσω από την ταχινή αχλύ· οι μπαταρίες είχαν αδειάσει, η μουσική σταματήσει, το πλήθος σκορπίσει, η σιγή αποκατασταθεί… Και μέσα στο κατάπηχτο στρώμα υγρασίας που κάλυπτε το χώμα, κάτω από έναν σωρό κουβέρτες με τις οποίες τον είχαμε τω μεταξύ σκεπάσει, εκεί ήταν ακόμη ο Τσέχος… στην ίδια απαράλλαχτη στάση· φυσιογνωμία ου ροδαλότερη από την περιβάλλουσα ομίχλη· οφθαλμοί κοκκινισμένοι και βλέμμα εξίσου αβυσσαλέως καρφωμένο στο ίδιο ακριβώς σημείο που πλέον κατελαμβάνετο από απέραντη ασπρίλα· χείλη ελαφρώς συσπώμενα να απελευθερώνουν αχνές τούφες χνότου καθώς ψιθύριζαν εισέτι «σβέτλο» και «ζιβότ».
Τρία-τέσσερα μόνο άτομα είχαμε απομείνει παρόντα και ξυπνητά. Αποτριπάραμε ακόμη και πίναμε καφέ στο μπαρ. Δεν τον είχαμε ελέγξει τον Τσέχο ώρα όταν, ξάφνως, φύλλα και κλαδιά συνεθρόισαν. Στόματα έκλεισαν και λαιμοί στράφηκαν μοναστραπίς με περιέργεια.
Ανέστη! Είχε μόλις πετάξει τις κουβέρτες στην άκρη και αγωνιζόταν να ανακτήσει την δύναμή του για να σηκωθεί. Εγέρθη σιγά-σιγά το θεόρατο κορμί του υπέρ των υδρατμών, και πήρε κούτσα-κούτσα να δρασκελίζει προς το μέρος μας.
Πέρασε σκύβοντας κάτω από το χαμηλό υπόστεγο του μπαρ και στάθηκε μπροστά μάς. Περιμέναμε με έντονο ενδιαφέρον να ακούσουμε τι θα πει, αλλά μόνο μας κοιτούσε μπερδεμένος.
«How’s it going?» τον ρώτησα εγώ τελικά, αδυνατώντας να κρύψω την ψυχαγωγημένη μου διάθεση.
Έλαμψε αμέσως η όψη του, και σε έναν τόνο που επιβεβαίωνε το αληθές της δήλωσής του, αναφώνησε: «I was happy!»
Ξεσπάσαμε όλοι σε πηγαίο γέλιο, και όταν αυτό υποχώρησε, το δεύτερο πράμμα που είπε ήταν: «Can I have some coffee and a joint?»
Το λοιπόν… όπως λέγαμε, ο μικρός μας καταυλισμός άλλαξε διά παντός μετά από αυτήν την εκδήλωση. Τα νέα της ύπαρξής του διαδόθηκαν ταχέως και ευρέως· πράγμα που οδήγησε στην ακαριαία του ανάπτυξη.
Ο χώρος πρωτίστως μαθεύτηκε στον κύκλο των ψυχοχίπιδων του Όσλου, οι οποίοι προθυμότατα τον ασπάστηκαν ως αγαπημένο στέκι. Ακόμη και εκτός ημερών που είχαμε πάρτι, δεχόμασταν μπουλούκια αυτών επί καθημερινής βάσεως σε επισκέψεις. Πολλοί, γοητευμένοι από την υπέρτατη ελευθερία της ζωής στην φύση, άρχισαν να μάς ζητούν να μετακομίσουν εκεί μαζί μάς. Ύστερα, δελεάστηκαν και καταληψίες που πήραν να εγκαταλείπουν τις αστικές κολεκτίβες χάρη λίγου παραθερισμού στην ύπαιθρο· καθώς και διάφοροι άλλοι άσχετοι που κατέφθαναν για οιονδήποτε λόγο.
Καλωσορίζαμε τους πάντες. Σε τελική ανάλυση, δεν μάς ανήκε δα και το δάσος. Μία μοναδική φορά υποχρεωθήκαμε να αρνηθούμε και να διώξουμε έναν επίδοξο σύνοικο. Ήταν ο Τσέχος που λέγαμε πριν. Τον πετύχαμε ένα μεσημέρι που είχε σκάσει μύτη ακάλεστος, και δίχως να έχει ρωτήσει κανέναν, ετσιθελικά έστηνε ένα τίπι για την πάρτη του στα όρια του καταυλισμού.
Τον είχαν εξοστρακίσει οι φίλοι του από το νησί, και ψαχνόταν τώρα για νέο κατάλυμα. Λυπήθηκα λίγο το θλιμμένο του ύφος όταν τον αποπήραμε κι εμείς, αλλά έπρεπε να γίνει… Είπαμε, ήταν καλό παιδί κατά βάθος, μα στα ρηχά είχε την τάση να δημιουργεί φασαρίες. Έχω την εντύπωση πως τελικά εγκατεστάθη μονάχος κάπου στις λόχμες παραπέρα. Πικραμένος καθώς φαίνεται, δεν ξαναπέρασε από τα μέρη μας.
Γινόμασταν περισσότεροι μέρα-με-την-ημέρα. Καινούργιες σκηνές και τσαρδιά ξεπετάγονταν απροσχεδίαστα ανά τον χώρο. Σκουπίδια και παρατημένα αντικείμενα συσσωρεύονταν φύρδην-μίγδην αναγύρω. Περαστικοί μας ξάνοιγαν με διαρκώς δριμύτερη καχυποψία. Οι αρχές μάς έκαναν την τιμή καμμια-δυό φορές. Η κατάστασή μας καθίστατο επισφαλέστερη. Έπρεπε να επιβάλουμε τάξη. Είχαμε ανάγκη υποδομών, για τις οποίες χρειαζόμασταν πρώτες ύλες…
Ήταν εκείνο το μεγάλο εργοτάξιο στις δυτικές παρυφές του λόφου. Σαν ξημέρωσε Κυριακή που παρέμενε κλειστό, συναχθήκαμε ένα τσούρμο και βάλαμε μπρος την επιχείρηση. Χωριστήκαμε σε ομάδες, και μεταχειριζόμενοι χειράμαξες, καροτσάκια υπεραγοράς, και ό,τι άλλου είδους κάρο είχαμε καταφέρει να αποκτήσουμε, τελέσαμε αμέτρητες διαδρομές, ολημέρα πανωκάτω μες στον καύσωνα. Φορτώσαμε παραπεταμένες παλέτες, μαδέρια, τούβλα, πέτρες, μπετόβεργες, σωλήνες, μουσαμάδες, πρόκες, πριτσίνια… μία απίθανη ποικιλία αχρήστων για αυτούς μα εξαιρετικά χρησίμων για εμάς κατασκευαστικών υλικών.
Είχαμε μπόλικη δουλίτσα. Σιγά-σιγά, στήσαμε αρκετά ευκατοίκητα καλυβάκια με κρεβάτια, ντουλάπες, τραπέζια, ράφια, και τα όλα των· μία πρακτικότατη κουζινούλα· στεγασμένους χώρους συνάθροισης· και διάφορες λοιπές, κοινωφελείς εγκαταστάσεις. Την μεγαλύτερη προσοχή έδωσα στο δικό μου το σπιτάκι, το οποίο, μετρώντας ίσαμε είκοσι τετραγωνικά, ήταν το μεγαλύτερο και κομψότερο κτίσμα στον καταυλισμό.
Τις εργασίες διευθύναμε εγώ και εκείνος ο μοδάτος (κοφτή φεντόρα, χαβανέζικο πουκαμισάκι, λαχανί παντελονάκι…) Ρουμανόγυφτος που είχε ξεφυτρώσει κι αυτός αποκάπου και στεριώσει στην παρέα μας. Είχαμε ένα κάποιο πρόβλημα επικοινωνίας. Δεν νοούσε γρυ νορβηγικά ή αγγλικά. Οπότε τού μιλούσα εγώ ισπανογαλλοϊταλικά· έπιανα ό,τι έπιανα από τα ρουμανογυφτικά του· και με λίγη αυθόρμητη νοηματική και παντομίμα, την βγάζαμε την άκρη μας κουτσά-στραβά.
Έπιαναν τα χέρια του, είχε όρεξη για δουλειά, και ήταν ευχάριστος τύπος. Χώρια απ’ όλα τα άλλα, οι δυό μας είχαμε αρχίσει και προεργαζόμασταν μία τρομερή ιδέα να στήσουμε και ένα δενδρόσπιτο ψηλά πάνω σε εκείνη την τεράστια ερυθρελάτη που πυργούτο καταμεσής της κατασκήνωσης. Όμως τελικά εξαφανίστηκε ξαφνικά, δίχως καλά-καλά να περάσει να πάρει τα μπογαλάκια του.
Αναρωτιόμασταν τι να απέγινε, μέχρι που, μήνες μετά, ακούσαμε ότι τον έδεσαν για μία τσαντιά στην Μαγιουρστούα (Κολωνάκι του Όσλου) και τον είχαν κλείσει μέσα. Με στενοχώρησαν τα μαντάτα, και δυσκολεύτηκα να τα πιστεύσω. Ανάμεσά μάς συμπεριφερόταν υποδειγματικά· δεν τον είχα για λαμόγιο. Ποιός ξέρει… άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
Κάπως έτσι λοιπόν, ό,τι ξεκίνησε με λίγες σκόρπιες σκηνές, εκεί κατά τον Αύγουστο είχε πλέον προαχθεί σε ένα ολάκερο χωριουδάκι. Κατά την κορύφωση, πρέπει να μετρούσαμε ίσαμε και σαράντα άτομα μόνιμο πληθυσμό. Επιπρόσθετοι επισκέπτες ήταν παρόντες επί συνεχούς βάσεως. Οι παραπανίσιες σκηνές που διαθέταμε σε φιλοξενουμένους ήταν ανελλιπώς κατειλημμένες· ούτως ώστε θα είχαμε συνήθως και καμπόσους ξεμείναντες διανυκτερεύοντες στρωματσάδα στο χώμα εδώ-κι-εκεί.
Ο Μάρκους ο αρχικαΐλας δε, μολονότι μόνιμος, ουδέποτε θέλησε να στεγαστεί· παρά την έβγαζε ανάσκελος κατάχαμα μέρα-νύχτα, φορώντας μόνο το ίδιο πάντοτε κιτρινισμένο σώβρακο, και σκεπαζόμενος με μία λερή φλοκάτη κάθε που έβγαζε ψύχρα· αδιάλειπτα σε μικροδοσία και με έναν μακρουλό μπάφο στερεωμένο κατακόρυφα στα χείλη πάνω απ’ το ξανθό, τραγίσιο του μουσάκι. Ήταν γηγενής Οσλιώτης, και απότι είχα καταλάβει κρυβόταν στο δάσος από κάποιους που χρωστούσε. Χάθηκε κι αυτός εξάφνου, και η τύχη του ηγνοήθη.
Κόσμος και κοσμάκης περνούσε από τον καταυλισμό. Κατά σειρά, επισκέφτηκαν και δημοσιογράφοι απ’ όλα τα πρωτεύοντα νορβηγικά κανάλια και εφημερίδες· καθώς και από άλλες ευρωπαϊκές χώρες σε μια-δυό περιπτώσεις. Η δημοσιότητα αυτή μάς έστειλε κύματα περμακουλτουριστών και απλών φιλοπεριέργων απ’ όλη την Νορβηγία και όχι μόνο. Κάποιοι σταματούσαν μόνο για λίγο άραγμα και κόζι. Άλλοι μάς δώριζαν σακούλες με φαγητά και λοιπά χρήσιμα αντικείμενα. Σε μία φάση, μάς είχε έλθει και ένας Ολλανδός ψυχίατρος—ή κάτι τέτοιο—που ήταν λέει πασίγνωστος στον χώρο για την σχολαστική του έρευνα στις ενθεογόνες ουσίες.
Οτοστοπιστές και παρεμφερείς ρεμπελοταξιδιώτες επίσης διέρχονταν τακτικά προς εύρεση δωρεάν καταλύματος· συνήθως αφότου τών σφύριζαν την ύπαρξή μας στην πόλη ή σε διαδικτυακές ομάδες.
Ένας εξ αυτών ήταν εκείνος ο Πολωνός πιτσιρίκος… Ένα σχετικά ήσυχο μεσημέρι, εμφανίστηκε από το πουθενά, ιδρωμένος και ταλαιπωρημένος να ανηφορίζει την πλαγιά προς το μέρος μας, σέρνοντας ξοπίσω τού ένα κοντραμπάσο. Τα κατσαρά, ξανθά μαλλιά, γαλάζια μάτια, παιδιάστικη φυσιογνωμία, και μικροκαμωμένο του ανάστημα, τον έκαναν να μοιάζει με ήρωα επικής παιδικής ταινίας τύπου Πίτερ Παν. Η πλουμιστή, χίπική του αμφίεση, το μικρό σακίδιο που κουβαλούσε, και ιδίως το μουσικό όργανο, προσέθεταν έναν τόνο σουρεαλισμού στο φανταστικό αυτό έργο.
Επεξήγησε ότι μόλις προ ολίγου τον ξαμόλησε ένας νταλικιέρης εν γειτνιάσει του λόφου, και εκεί που ρωτούσε στα σπίτια να στήσει σκηνή σε καμμια-αυλή, κάποιος τον καθοδήγησε προς εμάς. Τού πήρε ώρα και μόχθο—κόντευε να τα παρατήσει—μέχρι να μας εντοπίσει, περιφερόμενος εική ανά το ρουμάνι. Η τελικώς επιτυχής εύρεση του κοινοβίου τον είχε χαροποιήσει εις βάθος.
Πρόσφατα είχε βγει στον πηγαιμό από την μικρή του γενέτειρα κωμόπολη, να εξερευνήσει την ήπειρο και την ψυχή του, αναζητώντας περιπέτειες και νόημα για την ζωή του. Το κοντραμπάσο καθιστούσε το οτοστοπικό του ταξίδι υπέρ του συνηθισμένου επίπονο—αναγκάζοντάς τον να γυρεύει κούρσες μόνο σε φορτηγά και ιχ με σχάρες—αλλά του ήταν απαραίτητο για βιοπορισμό.
Ήταν ταλαντούχος μουσικός. Τον πετύχαινα κατά φάσεις που μπάσκαρε στην Οδό του Καρόλου Ιωάννη (Ερμού του Όσλου). Θα γούσταρα να τζαμάρουμε παρέα, αλλά δεν έμενε και ποτέ στην κατασκήνωση. Ερχόταν μόνο κοιμόταν, έτρωγε πρωινό στα-μπαμ, άρπαζε το κοντραμπάσο, και έφευγε να τριγυρίσει στην πόλη έως αργά την νύχτα· να παίξει μουσική για κανα-κέρμα και να λεηλατήσει προσβάσιμους σκουπιδοκάδους για κανα-αποφάγι.
Έμεινε μαζί μάς κάμποσες ημέρες που δεν μπορώ να υπολογίσω—Ο χρόνος χάνει σε σημαντικό βαθμό την μετρησιμότητά του όταν κατοικείς στο δάσος. Την έκανε απροειδοποίητα ένα πρωί να πάει να πιάσει κούρσα για βόρεια Νορβηγία. Πήγαινε εθελοντής σε κάποιο έργο κατασκευής πυλοκαλυβών, σκοπεύων να αποκτήσει την δεξιότητα να χτίσει την δική του αφότου αποκάνει με την περιπλάνηση.
Άλλη τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση ήταν ο άφραγκος ο Βιττόριο από την Απουλία. Αποκάπου ξεπετάχτηκε και τούτος ξεκάρφωτος και εγκατεστάθη μαζί μάς για ένα διάστημα. Παρομοίως με τον Πολωνό, γυροβολούσε κι αυτός αυθόρμητα ανά την Ευρώπη. Αλλά διαφόρως από εκείνον, αυτός δεν είχε ψήγμα σχεδίου. Παραμόνο κάθε που βαριόταν σε έναν τόπο, έβγαινε στον αυτοκινητόδρομο και απαντούσε στο «πού πας;» του πρώτου οδηγού που θα σταματούσε με «εκεί που πας κι εσύ».
Ισχυριζόταν ήταν ζογκλεράς. Αλλά μία φορά που τον τράκαρα και τούτον στου Καρόλου Ιωάννη, μόνο τοιούτος διαπίστωσα δεν ήταν. Ίσα που κρατούσε δυό μπαλάκια και τα σαβούρντιζε κάθε-λίγο ένα-ένα στον αέρα, σαν ξέμενε από ανάσα και έπαυε βραχέως τον μεγαλόφωνο, εκκεντρικό, και δηκτικό του μονόλογο:
«Ρε γελοίοι! Πού πάτε ρε παλιοτόμαρα; Ναι ρε, εσύ εκεί με την πράσινη φανέλα! Τι με προσπερνάς σαν μην υπάρχω; Νορβηγοί είστε γαμώ την τρέλα μου! Έχετε πόσα λεφτά! Δώστε και σε μένα κάτι που πεινάω, ρε άκαρδοι…»
Η πλάκα ήταν ότι τα πήγαινε καλούτσικα. Σε κανα-τέταρτο μόνο που κάθισα να τον κάνω χάζι, μπορεί να είχε κονομήσει και κανα-πενηντακόρονο. Όσα και να έβγαζε πάντως, απεχθανόταν να τα χρησιμοποιήσει. Όποτε τον ρωτούσες τον Βιττόριο, πάντοτε απένταρος θα σού ’λεγε πως είναι.
Δεν ξόδευε για τίποτε. Τζάμπα μετακινούταν, τζάμπα κοιμόταν, και τζάμπα έτρωγε κιόλας. Εν αντιθέσει όμως με τον Πολωνό, δεν τού έκαναν τα ληγμένα. Γνήσιος Ιταλός, ήταν της υγιεινής και εκλεκτής μαθές διατροφής. Όποτε παρίστατο στον καταυλισμό, πάντοτε ήταν απασχολημένος με την μαεστρική προετοιμασία κάποιας τερψιλαρύγγιας γκουρμεδιάς.
Κοκορευόταν πως ήταν αριστοτέχνης μαγαζοσηκωτής. Σαν τον ρώτησα από περιέργεια τι τεχνάσματα μετέρχεται, μού είπε ότι το μυστικό του επαγγέλματος είναι να μην μπαίνεις στον κόπο να σκαρφίζεσαι τεχνάσματα… Απλά εισέβαινε στο κατάστημα, γέμιζε την τσάντα με ό,τι τού χρειαζόταν—από τσίχλες μέχρι ολόκληρα κοτόπουλα—και εξέβαινε. Σε περιπτώσεις δε που ξεχνούσε την τσάντα, εναλλακτικά ψείριζε συνάμα και το καλάθι.
Αποχώρησε εν τέλει απρόοπτα ένα πρωί που είχαν περάσει βόλτα κάποιοι από τους Τσέχους από το νησί. Ετοιμάζονταν να κινήσουν προς αυτοκινητόδρομο να πιάσουν κούρσα για κάποιο φεστιβάλ στην Ολλανδία.
«Τι φεστιβάλ;» ρώτησε ο Βιττόριο, που τους έβλεπε πρώτη φορά στην ζωή του. Εντός ενός τετάρτου της ώρας, είχε πακετάρει όλα του τα υπάρχοντα και πήρε μαζί τών δρόμο.
Είχαμε προσέτι και κοντοχωριανούς τρωγλοδύτες. Κατά πρώτον, ήταν ένας παππούς Σουηδός που χρόνια κατοικούσε, χειμώνα-καλοκαίρι, σε ένα αυτόχτιστο, αυθαίρετο παράπηγμα καλά εγκεκρυμμένο κάπου σε αυτό το δάσος. Αγαπούσε την ιδιωτικότητά του και φρόντιζε ενδελεχώς να μην ανακαλύψει κανείς την κρυψώνα του. Μόνο περνούσε πού-και-πού απογεύματα να τον κεράσουμε κανα-τσιγάρο και να διακόψει την μοναξιά του με λίγη κουβέντα. Ήταν άνθρωπος αξιοσέβαστος, λίαν μορφωμένος και διαβαστερός. Μού είχε δώσει την εντύπωση πως είχε αποτραβηχτεί από την κοινωνία απλά-και-μόνο όπως εύρει την γαλήνη και τον χρόνο για να αφοσιωθεί εξ ολοκλήρου στην μελέτη. Τον συνετύχαινα συχνά-πυκνά στην βιβλιοθήκη στην πόλη, όπου αφηνόπαιρνε στοίβες βιβλίων.
Μετά, ήταν και εκείνος ο μυστικοπαθής, μυστήριος Κινεζοκαναδός. Ποτέ δεν καλοκατάλαβα πόθεν ξετρύπωσε κι αυτός. Είχε στήσει ένα τσαντίρι στα περίχωρα του καταυλισμού και συζούσε μαζί μάς κατά τρόπον τινά παρασιτικό. Διατηρούσε επιμελώς την απόστασή του, ει μη μόνον σαν μυριζόταν μάσα. Κάθε που μαγειρεύαμε, ως διά μαγείας υλοποιείτο η πάντοτε μαυροντυμένη του σιλουέτα. Χωρίς ούτε ένα «γεια» ή ένα νεύμα, κόπιαζε στο καζάνι, γέμιζε το μπολάκι του, και την κοπανούσε πάλι γοργά και διακριτικά.
Περισσότερο τον θυμάμαι μία νύχτα ασέληνη που δεν έβλεπες την μύτη σου που έκοβα τσάρκες στο δάσος να απολαύσω το εράσμιο απόλυτο σκοτάδι. Καθώς σεργιάνιζα μέσα στην απέριττη μαυρίλα, διέκρινα έναν φακό στο βάθος. Ακινητοποιήθηκα αμέσως παραξενευμένος και πήρα να παρακολουθώ την αργοκίνητη πορεία της φωτοδέσμης μέσω του περιστοιχίζοντος ζόφου. Ολαίφνης, σταμάτησε, στράφηκε προς εμέ, και πήρε να κινείται ταχύτερα γραμμή κατά πάνω μού.
Εν αυτή τη στιγμή ήταν που θα έπρεπε να το βάλω στα πόδια τρομοκρατημένος, εκλιπαρώντας έλεος και βοήθεια, εφόσον πρωταγωνιστούσα σε κάποιο θρίλερ. Αλλά μιάς-και ήταν πραγματική ζωή, υπέθεσα ότι προέκειτο περί κάποιου λοξοδρομημένου πεζοπόρου που είχε χαθεί, με είδε, και ερχόταν να ζητήσει οδηγίες. Αφού θεώρησα πως είχε αντιληφθεί την παρουσία μου, δεν μπήκα στον κόπο να πω τίποτε, παραμόνο περίμενα. Μα σαν με είχε πλέον προσεγγίσει στο ένα μέτρο χωρίς να εκφέρει λέξη, λέω κάτσε μπας, και τού κάνω: «Hello!»
Τινάχτηκε με-την-μία, έπεσε κάτω με το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από τα χέρια, και πήρε να ουρλιάζει ξέφρενα σαν τον πρωταγωνιστή του θρίλερ που λέγαμε. Άναψα μονομιάς τον δικό μου τον φακό και είδα πως ήταν ο Κινεζοκαναδός.
«Calm down, it’s me» επανέλαβα αρκετές φορές, δίχως να καταφέρω να φτάσω τα μονοπωλούμενα από τις δικές του κραυγές ώτα. Τον άρπαξα τότε από τους ώμους· να τον σηκώσω, να με δει ποιός είμαι, και να συνέλθει. Αλλά μόνο έβαλε τα κλάματα και πήρε να κλωτσοχτυπιέται μανιωδώς. Τον κακομοίρη, έπαθε τρομερή λαχτάρα. Θα πήρε ίσαμε ένα εικοσάλεπτο μέχρι να ξαλαφιάσει και να ανακτήσει τον έλεγχο των ποδιών του.
Όπως θα έχετε ήδη καταλάβει, αυτό μου το καλοκαίρι είχε πάρει δραματικά διαφορετική τροπή από το αρχικό μου σχέδιο. Το που επιθυμούσα ήταν απλά να παραθερίσω στην Νορβηγία, να συγκεντρωθώ στην συγκέντρωση κεφαλαίου, και να μονάσω λίγο στο δάσος όπως γαληνεύσω την ψυχή μου και ανασυντάξω τις σκέψεις μου. Όχι πως έχω παράπονο—έβγαζα λεφτά, τα περνούσα γαμάτα, και αποκτούσα μοναδικές εμπειρίες—μα όπως και να το κάνεις, μού είχε λείψει η απομόνωση· δεν ήταν πλέον εύκολο να βρει κανείς λίγη ησυχία σε αυτό το δάσος.
Διά τούτο και φλέρταρα με την ιδέα να στήσω το δενδρόσπιτο πάνω στην ερυθρελάτη που λέγαμε νωρίτερα· θα αποτελούσε ιδανικό ερημητήριο. Αλλά θα ήταν δύσκολη επιχείρηση που θα απαιτούσε επένδυση και θα συνεπήγετο νομικές περιπλοκές—κατά πολύ περιπλοκότερες από τα αθεμελίωτα καλυβάκια μας που θα ξηλώνονταν στο-πι-και-φί σαν ήγγιζεν η ώρα. Ιδίως δε μετά την απώλεια του Ρουμανόγυφτου, που δεν είχα άτομο τεχνήμον να με βοηθήσει, την εγκατέλειψα τελεσίδικα την ιδέα. Ωστόσο, ποτέ δεν έπαυσα να θέλω να την σκαρφαλώσω την ερυθρελάτη.
Την είχα λιμπιστεί με την πρώτη ματιά. Ήταν πραγματικά θεόρατη και επιβλητική. Ο πεντάπαχος κορμός της—θά ’θελε και δέκα άτομα να τον αγκαλιάσουν στην βάση—υψούτο με ντελικάτη ευθύτητα καρφί προς τον ουρανό, και η κορυφή της χανόταν ολοτελώς υπέρ των πηχτών φυλλωμάτων των χαμηλότερων φυλλοβόλων δένδρων. Ήταν αδύνατον να διακρίνεις από το έδαφος πού απολήγει, και με κατέτρωγε η περιέργεια να μάθω.
Πυκνοί, γεροί, γυμνοί κλάδοι εξείχαν σε σχεδόν τέλεια οριζοντιότητα ανά όλη της την περίμετρο και ύψος ώσπου έφτανε το μάτι. Αυτοί θα καθιστούσαν την αναρρίχηση εξαιρετικά εύκοπη άπαξ και τους κοντόσωνα. Αλλά ανάμεσα στους πρώτους και την γη, μεσολαβούσαν 6-7 μέτρα σκέτου κορμού δίχως δείγμα πιασίματος. Σκεφτόμουν καιρό να φτιάξω μία σκάλα—δεν είχαμε έλλειψη υλικών μετά το πλιάτσικο στα σκύβαλα του εργοταξίου—μα όλο-και το ανέβαλλα.
Εν τέλει, ήταν ένα απόγευμα που ένας περαστικός πιτσιρίκος ψιχοχίπης έφερε μαζί τού ένα αναρριχητικό σχοινί για κάποιον λόγο που δεν ασχολήθηκα να ρωτήσω. Το δανείστηκα όμως πρόθυμα. Χωρίς να βάλω καν παπούτσια πρώτα, τού έδεσα μια πέτρα στο ένα άκρο, το φούνταρα πάνω από τον πρώτο κλάδο, και εκσφενδονίστηκα.
Εντός μισού λεπτού, η θέα και οι φωνές των άλλων είχαν φθίσει υπό τις φυλλωσιές, και επιτέλους εδυνάμην να διακρίνω την αιχμή του μεγαλειώδους κωνοφόρου. Πρέπει να έφτανε πενήντα γεμάτα μέτρα. Ανέβηκα μέχρι τα τριάντα-τριανταπέντε, όπου οι κλάδοι καθίσταντο ανασφαλώς ασθενείς και πυκνόφυλλοι για να μού επιτρέψουν να συνεχίσω. Ήμουν όμως ήδη αρκετά ψηλότερα από την μέση κομοστέγη.
Θολή η αραιή πολιτεία εξαπλώνετο πέρα από την βόρεια υπώρεια του καταπράσινου λόφου. Κορεσμένα με θερμές αποχρώσεις, δαιδαλωδώς εξετείνοντο τα αλλεπάλληλα φιόρδ προς τον θαμπό ορίζοντα, κατάσπαρτα με διάσκορπα νησάκια. Μέσω ενός χαραγμένου από σειρές ψιλών λωρίδων αλαργινών θυσάνων, βαθυγάλανου ουρανίου θόλου, αργά και λοξά κατήρχετο ένας απαλός πορτοκαλής ήλιος προς την δύση. Κουρνιάστηκα κι εγώ σφηνωμένος βολικά ανάμεσα στους κλάδους, και έμεινα να θωρώ το αναμίλλητο αυτό θέαμα, παραδιδόμενος σε έναν από τους πιο παράφορους διαλογισμούς της ζωής μου.
Έτσι κυλούσαν ξέγνοιαστα οι όμορφες θερινές ημέρες. Οι αρχές δεν μας ενοχλούσαν πια ειμή για μικροπαρατηρήσεις—όπως, παραδείγματος χάρη, να μάς μεταδώσουν παράπονα αφεντικών σκυλιών που ξέθαβαν και κυλιόνταν σε ανθρώπινα περιττώματα (λέγαμε σε όλους να χρησιμοποιούν τον περιτοιχισμένο λάκκο που εκτελούσε χρέη αποχωρητηρίου, αλλά…). Εννοείται πως ο δήμος αδημονούσε να μας εκτοπίσει το συντομότερο, μα είχαν κατανοήσει πως η συνετότερη από μέρους των τακτική ήταν να κάνουν λίγη υπομονή… Ήξεραν καλά ότι τα καλοκαίρια τελειώνουν…
Ξερόφυλλα πήραν να στροβιλίζονται στις δίνες του ψυχρού ανέμου προτού κατακαθίσουν στο μουσκεμένο χώμα. Ξεγυμνώνονταν μέρα-με-την-ημέρα τα δένδρα, φανερώνοντας διαρκώς μεγαλύτερα κομμάτια φαιού ουρανού, και επιτρέποντας στην σχεδόν ακατάπαυτη βροχή να προσπέφτει στο έδαφος όλο-και πιο απρόσκοπτα.
Ξαφνικά αραίωσαν οι επισκέψεις. Σταμάτησαν τα πάρτι. Ο-ένας-μετά-τον-άλλον, πήραν να αποχωρούν οι ψιχοχίπιδες για τις θάλπωρικές των πατρικές οικίες· οι καταληψίες για τις θερμαινόμενες κολεκτίβες· και οι αλλοδαποί παραθεριστές για νοτιότερα γεωγραφικά πλάτη. Ήλθε και η σειρά μου. Τα μάζευσα ένα πρωί και κατέβηκα στην Κυανή Ακτή της Γαλλίας να προλάβω λίγο ακόμη καλοκαιράκι.
Επέστρεψα στην Νορβηγία καρδιά τσουχτερού φθινοπώρου διότι είχα κλείσει ημερομηνία να κάνω μία εγχείρηση στο γόνατο. Μόλις πρόλαβα και αφίχθην αργά το προηγούμενο βράδυ και εισήχθην γραμμή στο νοσοκομείο. Τα είπα τότε τετατέτ με τον χειρούργο και τον αναισθησιολόγο.
Τον πρώτο κατάφερα να τον πείσω να μού επιτρέψει, ενάντια στους κανονισμούς, να παρακολουθήσω ολόκληρη την επέμβαση—αφού θα γινόταν με μερική νάρκωση. Με τον δεύτερο μελετολογήσαμε παρέα μία μακρόσυρτη λίστα παυσιπόνων για να διαπιστώσουμε ότι—λόγω μίας έλλειψης ενζύμου στον οργανισμό μου—δεν μπορούσε να μού χορηγήσει κανένα ειμή το που είθισται: μορφίνη. Αλλά μιάς-και, για προσωπικούς λόγους, δεν ήθελα να την πάρω αυτήν με τίποτε, τού λέω:
«Κοίταξε, δόκτωρ… Όσο και να ολολύζω, όσο και να ικετεύω… γράψε με στα παπάρια σου. Μην μού την δώσεις με καμμία Παναγία…»
Σαν υποχώρησε την επομένη η επήρεια του αναισθητικού, έβαλα μία κραυγή: «Ιατρέ! Φέρε μού μορφίνη αμέσως!»
Έσκουξα και δεήθηκα, αλλά δεν εισακούστηκα. Υπέφερα φρικαλέα. Είχα παραισθήσεις και έβλεπα οράματα από τον πόνο που τύφλα να έχουν οι σταγόνες. Αλλά άντεξα.
Ήθελαν να με κρατήσουν μέσα λίγες ημέρες. Εδώ που τα λέμε, δεν ήταν δα και άσχημα. Ήταν βεβαίως τζάμπα, και είχε θελξικάρδια ζεστούλα και τσαχπίνες νοσοκόμες. Αλλά ανέκαθεν με ψυχοπλάκωναν καπωστί τα νοσηλευτήρια· προτιμούσα το-δίχως-άλλο την φύση.
Πρωί-πρωί την επομένη κιόλας του χειρουργείου, έδωσα στον εαυτό μου εξιτήριο. Άρπαξα τα καινούργια μου δεκανίκια, βγήκα έξω στην παγωνιά και την δυσάνεκτη βροχή, επιβιβάστηκα στο πρώτο τραμ προς την βάση του λόφου, και πήρα να παραπαίω την γλιτσερή πλαγιά προς τον καταυλισμό.
Δεν είχα μιλήσει με κανέναν και αγνοούσα εάν κανείς ήταν ακόμη εκειπάνω. Μόνο ήλπιζα θα εύρισκα το καλό μου καλυβάκι. Τελικά είχαν απομείνει τέσσερα-πέντε άτομα. Εξεπλάγησαν που με είδαν έτσι ξαφνικά, πόσο μάλλον με πατερίτσες, και έσπευσαν να με υποστηρίξουν μέχρι το υπόστεγο.
«Are you alright?» με ρώτησε η μία εναπομείνασα τρελιάρα αφού ακούμπησε ο κώλος μου στεγνή επιφάνεια.
«Have been better» τής απεκρίθην. «I’m in serious pain.»
«Oh, have this. It’ll help» μού έκανε συμπαραστατικά, πασάροντάς μού ένα μπουκάλι σπιτικό μουνσάιν.
Έμεινα δυο-τρεις μέρες, αλλά δεν παλευόταν. Παρόλο που ήμουν μέρα-νύχτα ξάπλα κάτω από μια-δεκαριά κουβέρτες, το ψύχος μού περόνιαζε το γόνατο αδιάκοπα σε βαθμό που δεν έκλεινα μάτι. Σηκώθηκα έτσι και κίνησα σε έναν φίλο στην πόλη που με φιλοξένησε για καμμια-βδομάδα, μέχρι που κανόνισα να βολευτώ σε μιαν άλλη φίλη σε ένα χωριό στην Τέλεμαρκ ωσότου αναρρώσω πλήρως.
Ξαναπέρασα από το δάσος κανα-δίμηνο μετά, μεσοχείμωνα. Μόνο η αρχική η τύπισσα η Νορβηγίδα ήταν ακόμη εκεί μαζί με τον γκόμενό της που είχε πρόσφατα αποφυλακιστεί. Για να τα πάνε καλά με τις αρχές, είχαν καθαιρέσει όλες τις εγκαταστάσεις πλην δύο παραγκών που μόνες κι έρημες έστεκαν τώρα μισοθαμμένες μες στο χιόνι και το σκοτάδι. Οι δυό των κατελάμβαναν την μία, όπου και ζούσαν θαλπωρικά αποκλεισμένοι παρέα με μία σόμπα πετρελαίου. Εγώ κατέλαβα προσωρινά την άλλη για πεντ’-έξι μέρες που μού πήρε να διευθετήσω τις υποθέσεις μου στο Όσλο και να την κοπανήσω εκ νέου.
Λίγο μόλις ύστερα από την στερνή μου αυτή αποχώρηση, η φίλη κρίθηκε ένοχη σε ένα δικαστήριο για μία παλαιότερη κατάληψη και τής επεβλήθη ποινή φυλάκισης. Έτσι και έσβησε για πάντα ο παράνομος καταυλισμός στο Δάσος του Έκεμπεργκ. Χρόνια μετά που ξαναπέρασα από Όσλο και ανέβηκα μία βόλτα στον λόφο να εντρυφήσω στις τερπνές παλιές μου αναμνήσεις, δεν είχε μείνει ίχνος ανθρώπινης παρέμβασης για να θυμίζει ότι μία αυθόρμητη μικρή κοινότητα έθηλε εκειπάνω κάποιο περασμένο καλοκαίρι.