Το ταξίδι δεν ήταν ούτε εξαιρετικά άβολο ούτε και ακραίως επικίνδυνο. Έτσι και μπόρεσα να το ευχαριστηθώ ανέμελος. Πάμπολλα ωραιότατα τοπία, άγρια ζώα, πόλεις, χωριά, και πράγματα ενδιαφέροντα γενικά, είχα την ευκαιρία να θαυμάσω καθ’ όλο το μακρύ μήκος του δρόμου. Τρωγόντουσαν το-ένα-μετά-το-άλλο τα χιλιόμετρα· περνούσαν οι ώρες· ανερχόταν και ζέσταινε ο ήλιος. Έφτασε στο ζενίθ του στο κέντρο του ουρανίου θόλου ― ευτυχώς δεν είχαμε κανένα κρούσμα θερμοπληξίας εντός του μη-κλιματιζομένου οχήματος ― και είχε αρχίσει πάλι να κατεβαίνει απομπροστά μάς, όταν μετά την διάνυση εξακοσίων και πλέον χιλιομέτρων, αφιχθήκαμε σε μία πολίχνη ονόματι Καχάμα.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Αυτή ήταν ο τερματικός σταθμός του λεωφορείου. Σκόπευα να συνεχίσω την πορεία μου αυθημερόν, έτι δυτικότερα, με κάποιο νυχτερινό λεωφορείο. Ωστόσο τέτοιο πράγμα δεν ευτύχησα να εύρω. Έτσι και έκλεισα στο πρώτο λεωφορείο για το επόμενο πρωί, και πήρα να δω τι θα μπορούσα πιθανώς να κάνω στο μεσοδιάστημα.
Εκεί λοιπόν που στεκόμουν περισκεπτόμενος, με σίμωσε ο Μιχάλης: ένας νεαρός ψηλολέλεκας τύπος, με τον οποίο είχα νωρίτερα πιάσει κουβέντα στο λεωφορείο. Αυτός καταγόταν αποκεί, από την Καχάμα, και μόλις είχε έρθει σπίτι από το Νταρ ― όπου σπούδαζε ― με ενδιάμεση στάση στην Αρούσα. Τού είχα κι εγώ εκθέσει το σχέδιό μου κατά την προηγηθείσα μας συζήτηση. Έτσι και ήλθε να μάθει εάν τελικά ηύρα μέσον να αναχωρήσω άμεσα. Τον ενημέρωσα περί των πεπραγμένων μου, και αυτός, με ευπροσηγορία μεγάλη και ειλικρινή, με προσκάλεσε στην στιγμή στο σπιτικό του. Προέκειτο περί ενός καταφανέστατα πολύ καλού παιδιού. Διά τούτο και δεν δίστασα στάλα να δεχθώ αμέσως την φιλοξενία του.
Αφήσαμε λοιπόν τον σταθμό και πήραμε να περπατάμε προς την οικία του. Θα είχαμε κάνει τρία-τέσσερα χιλιόμετρα, όταν πια προσεγγίσαμε την γειτονιά του, σε μία αγροτική περιοχή στα περίχωρα της πολίχνης. Βασικά, δεν μού είπε ο ίδιος πως είχαμε σχεδόν φτάσει, αλλά το κατάλαβα μόνος μου, όταν διάφοροι περαστικοί ή παριστάμενοι τύποι άρχισαν να συνάζονται προς το μέρος μας και να τού απευθύνουν ερωτήσεις, οι οποίες προφανώς αποσκοπούσαν στην ικανοποίηση της φιλοπεριέργειας των περί του προσώπου μου. Ο Μιχάλης, καθώς μού φάνηκε, ένιωσε πιο αμήχανα από εμένα ― εγώ είχα πια συνηθίσει τον ρόλο της ντίβας ― και πήρε να τους απωθεί με τρόπο.
Φτάσαμε στο σπίτι του, το οποίο ήταν πολύ περιποιημένο συγκριτικά με τα υπόλοιπα οικήματα της γειτονιάς. Ήταν πλινθόκτιστο, με τσίγκινη στέγη, ψηλοτάβανο, και λίαν ευρύχωρο. Εσωτερικά ήταν επιπλωμένο λιτά και ωραία. Εξωτερικά πλαισιωνόταν από αποχωρητήριο, πλυσταριό, κοτέτσι, ένα μικρό υποστατικό, και μικρά καλαμποκοχώραφα. Εκεί μας υποδεχθήκαν η αδελφή του με δύο ακόμη γειτόνισσες ― ωραία κοριτσάκια εξωτικά και τα τρία. Ενδεδυμένες στα παραδοσιακά των πλουμιστά καφτάνια, κάθονταν και οι τρεις σε ένα κράσπεδο στην αυλή και απασχολούνταν με κάποια καθιστική οικιακή εργασία· ενώ τα στόματά των ανταγωνίζονταν μεταξύ τών για το ποιο μπορεί να εκφέρει τις περισσότερες λέξεις σε μία δεδομένη μονάδα χρόνου.
Η περιποίηση που μού προσέφεραν ήταν άψογη και με άφησε καταϋποχρεωμένο. Μού έδωσαν μία μεγάλη λεκάνη με νερό για να πλυθώ στον ενδεδειγμένο για αυτή την δουλειά, υπαίθριο χώρο. Επέμειναν επίσης να μού το ζεστάνουν λίγο στην φωτιά, αλλά τους διαβεβαίωσα ότι δεν χρειάζεται με τέτοιο καύσωνα. Μετά φάγαμε ένα παχυλό γεύμα, αποτελούμενο από κρέας, ουγκάλι, φασόλια, και αντίδια. Τέλος, με οδήγησαν στο δωμάτιο που είχαν προβλέψει για μένα, και παραδόθηκα σε μία απολαυστική σιέστα.
Κατά το βραδάκι, μού πρότεινε ο Μιχάλης έναν περίπατο να με ξεναγήσει στην πόλη. Με οδήγησε σε έναν βράχο, από του οποίου την κορυφή μπορέσαμε να χαζεύσουμε το όμορφο ηλιοβασίλεμα πάνω από την κατά-τ’-άλλα επίπεδη πολιτεία. Πιο αργά, πήγαμε μία επίσκεψη σε ένα σπίτι στο κέντρο της πόλης. Εκεί κατοικούσε ένα μεσήλικο ζευγάρι που ήταν μάλλον θείοι του ― Λέω μάλλον, διότι δεν μπορούσα μετά σιγουριάς να κρίνω εάν προέκειτο περί αληθινών (εξ αίματος δηλαδή) συγγενών του· και τούτο επειδή είχε το συνήθειο να μού συστήνει όλους τους γνωστούς του, που πετυχαίναμε στον δρόμο, ως αδέλφια ή θείους, ανάλογα με την ηλικία. Πολύ ευγενικοί και προσηνείς άνθρωποι. Μας φίλευσαν αναψυκτικό, και καθίσαμε στο σαλόνι για λίγη συζήτηση. Μετά, αφού κάναμε και μία στάση για μπύρα σε ένα μπαράκι της γειτονιάς, γυρίσαμε πίσω στο σπίτι.