Όμορφα τα περάσαμε και εκειπέρα. Έπρεπε πάντως κάποια στιγμή να κινήσουμε και προς τόπους άλλους… Ξημέρωσε και εκείνο το πρωί και είπα «ώρα είναι να την κάνω». Σε λίγα λεπτά της ώρας είχα μαζεύσει τα πάντα, και αφού τεμπέλιασα και καμμια-δυό ωρίτσες ακόμη, πήρα ένα πικιπίκι να με πάει πίσω στο Καμπάλε. Εκεί βρήκα ένα μπακπακεράδικο, όπου και θα εγκαθιστάμην για ένα διάστημα καμπόσων προσεχών ημερών σε ένα φθηνιάρικο, πλην ανετότατο, δωματιάκι που μού παραχώρησαν.
Βολεύτηκα, χαλάρωσα και λιγάκι, και θέλησα να βγω στην πόλη προς εξερεύνηση. Σαν βγήκα όμως από το δωμάτιο στο μεσαύλι του πανδοχείου, το σκηνικό είχε αλλάξει. Εξαγριωμένος φάνταζε ο ουρανός και προμήνυε χαλασμό αψύ. Μού φάνηκε συνετό να αναβάλω προς-το-παρόν το σχέδιο περί βόλτας.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Έτσι και πήγα και κάθισα σε ένα από εκείνα τα υπόστεγα τραπεζάκια που ευρίσκονταν στην αυλή. Εκεί καθόταν ήδη, βυθισμένος σε αφασία, ένας ψιλομυστήριος ντόπιος. Είχα διάθεση για κουβέντα: «It’s gonna rain, eh?» έκανα να ανοίξω συζήτηση, γνέφοντας συγχρόνως με τα μάτια προς τον μελανιασμένο ουρανό. Ο τυπάς, τότε, σαν να τον είχα μόλις συνεφέρει από κάποιον λήθαργο, έριξε ένα σύντομο και βαριεστημένο βλέμμα προς τον ουρανό, και αμέσως μετά στράφηκε προς το μέρος μου: «Rain? Impossible! These clouds are only passing by. It never rains here at this time of the year!»
Κάτι ο τόσο πειθηνίως κατηγορηματικός τόνος της φωνής του· κάτι ο περιπαιχτικός τρόπος που με κοιτούσε σαν να χλεύαζε την ασχετοσύνη μου… δεν μού άφησε το ελάχιστο περιθώριο αμφιβολίας περί των λεγομένων του. Έτσι και αποφάσισα να βγω τελικά. Πράγματι, παρά τα ουράνια φαινόμενα, ούτε σταγονίδιο βροχής δεν έπεσε μέχρι που είχα απομακρυνθεί αρκετά. Μόνο τότε άνοιξαν οι ουρανοί και τα έριξαν όλα μαζεμένα, μετατρέποντας, εντός ολίγων λεπτών, όλη την πόλη σε βάλτο.
Εκτός από την αποχέτευση, πολλά ήταν ακόμη τα πράγματα που δυσλειτουργούσαν σε αυτήν την πόλη. Όπως για παράδειγμα η υδροδότηση· η οποία ― όπου ήταν υπαρκτή ― θα δούλευε μόνο όταν της κάπνιζε (όχι συνήθως τις ώρες που ήθελα να ντουζαριστώ). Ήταν κατιτί τραγελαφικό να βλέπεις την μία μέρα τον τόπο όλο πλημμυρισμένο και την αμέσως επομένη να μην έχεις νερό να πλυθείς.
Όσο για τον ηλεκτρισμό, λειτουργούσε άψογα καθ’ όλη την διάρκεια της νύχτας. Την ημέρα πάλι, δεν υπήρχε ούτε για δείγμα. Τον διέκοπταν σε όλη την πόλη από την ανατολή έως την δύση. Σε αυτόν τον τόπο πρέπει να θεωρείται εξαιρετικό προνόμιο να έχεις μία γεννήτρια· ιδίως εάν διατηρείς κατάστημα ή ξενοδοχείο. Και όντως, σε πολλά μέρη είχαν. Και στο αυτό πανδοχείο που διέμενα είχαν, όπως μού γνωστοποιήθηκε μία μέρα συμπτωματικά: Ένας πελάτης ήταν έτοιμος τότε να αναχωρήσει και δεν κρατούσε μετρητά, παρά έπρεπε να τους πληρώσει με κάρτα. Γι’ αυτό και αναγκάστηκαν να την ξετρυπώσουν όπως πληρωθούν. Οποιαδήποτε άλλη ώρα όμως ― εξίσου πριν αλλά και μετά το προαναφερθέν περιστατικό ― επέμεναν ρητώς ότι γεννήτρια δεν έχουν.
Εμένα, προσωπικά, όλα αυτά δεν μού δημιουργούσαν κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα. Μόνο το ότι για να φάω έπρεπε να παραγγείλω δύο με τρεις ώρες προκαταβολικά ― άντε να βγουν να ψωνίσουν· να ανάψουν και κάρβουνα στην αυλή με το πάσο των… Αυτό για χορτοφαγικό γεύμα· εάν τών ζητούσες κοτόπουλο έπαιρνε μισή μέρα· μέχρι να το σφάξουν, να το γδάρουν… Αλλά γενικά, ανάλογα με τις περιστάσεις και τις καταστάσεις, προσαρμόζεται κανείς.
Θυμάμαι μία μέρα… Ήταν μία κοπελιά εξ Ευρώπης στο πανδοχείο, και ήταν ολίγον οργισμένη επειδή δεν μπορούσε να φορτίσει τον υπολογιστή της. Βλέποντάς με ανέγνοιαστο περί του θέματος, με ρώτησε πώς και δεν τα παίρνω στο κρανίο, όπως αυτή, με όλα αυτά που γίνονται. Και τής απάντησα ότι εάν ήταν να εκνευρίζομαι κάθε φορά που κάτι πήγαινε στραβά σε αυτήν την ήπειρο, θα είχα προ καιρού καταντήσει ψυχοπαθής.
Παρεμπιπτόντως, αυτό ίσως και να ήταν το σημαντικότερο δίδαγμα που μού έμεινε από αυτό το ταξίδι· το πώς, δηλαδή, να διατηρώ υπομονή και ψυχραιμία ακέραιες κατά την εκδήλωση και των πιο αναπάντεχων καταστάσεων. Έχοντας κανείς μεγαλώσει εντός μίας εντελειοποιημένης, υπερσυνεπούς, ανεπτυγμένης κοινωνίας του αιώνα μας, ευλόγως μπορεί να διακατέχεται από μία κάποια… απρογραμματοφοβία. Ερχόμενος τώρα εξαπίνης από μία των προαναφερθέντων κοινωνιών σε μία άλλη όπου η αβεβαιότητα και η τυχαιότητα ακόμη κυβερνούν σε τεράστιο βαθμό την καθημερινότητα του ανθρώπου, στην αρχή το-δίχως-άλλο θα τα εύρει λίγο σκούρα. Μετά συνηθείου και εξάσκησης όμως, μπορεί να μάθει όχι μόνο να ανέχεται και να αντιμετωπίζει τοιαύτες καταστάσεις απρογραμμάτιστες, αλλά και να τις χαίρεται, παρακαλώ! Έως ότου δύναται να ευτυχήσει από την συναίσθηση της υπόστασής του και-μόνο, ανεξαρτήτως εξωτερικών παραγόντων και μελλοντικών ανησυχιών. Και τότε είναι κανείς κοντά στο να κατανοήσει εκείνον τον τύπο που έλεγε: «Γνωστοποιήστε μού το μέλλον θετικά και αυτοκτονώ αυτοστιγμεί.»
Κατά-τ’-άλλα, η ζωή στο Καμπάλε συνεχιζόταν πάντοτε στους ρυθμούς της. Ήταν μία μικρή πόλη με σαράντα περίπου χιλιάδες κατοίκους. Η οικονομία της ήταν κυρίως αγροτική με δόσεις τουρισμού (επωφελούμενη των γειτνιώντων τουριστικών θελγήτρων). Η πόλη η ίδια δεν είχε τίποτε το ιδιαίτερο να δείξει· σπίτια, δυο μαγαζιά, δυο εστιατόρια, μια σάουνα, κάποιοι τύποι που καθημερινώς βαρούσαν δυνατή μουσική με γεννήτρια στην μέση του δρόμου για άγνωστη αιτία… και αυτά λίγο-πολύ.