Ήταν ένα μαγευτικό απόγευμα μπροστά στον Ατλαντικό, λίγα χιλιόμετρα παραλίας πέρα από το χωριό Παλαμαράν, κάπου ανά την σενεγαλέζικη ακτή. Είχαμε μόλις αφιχθεί με έναν φίλο, κατόπιν μίας μακράς, καυτής, σκονερής ημέρας ταξιδιού—αρχικά εντός ενός ξεχαρβαλωμένου σαράβαλου, και ύστερα επί ενός σωρού αποσκευών επί της οροφής ενός μικρολεωφορείου—μέσω της επίπεδης, άνυδρης, βρόμικης τοπικής ερημιάς. Έχοντας τακτοποιήσει τα πράγματά μας στην μαυριτάνικη σκηνή που βρήκαμε προς ενοικίαση, η ώρα ήταν κατάλληλη για μία τονωτική βουτιά στην απεραντοσύνη του ωκεανού.
Αμέσως σαν ξαναπάτησα στεριά, πρόσεξα έναν άνδρα να με πλησιάζει με ζωηρό και βιαστικό βηματισμό. Φορούσε ποδοσφαιρική στολή και θύμιζε σέντερ-φόρ προ προσεχούς σκοραρίσματος. Η πιθανή ευκαιρία ζωής που τού παρουσίαζα έκανε κάθε μυ του προσώπου του να διασταλεί από ευτυχία. Συστήθηκε ως Ντομινίκ.
Κατά την συζήτηση που ούτως άρχισε αναμεταξύ μάς, κατέληξα στο ακόλουθο συμπέρασμα…
Είχα ήδη κατανοήσει πως η πλειοψηφία των ανθρώπων που σού μιλούν σε αυτά τα μέρη έχουν σκέψεις εστιασμένες σε δύο βασικούς σκοπούς: 1) να αποσπάσουν από εσένα κέρδος μέσω οιουδήποτε των αμέσων μέσων, τα οποία ποικίλλουν από διακόνεμα μέχρι νταβατζιλίκι· και 2) να πραγματοποιήσουν το όνειρο της μετανάστευσης στην Ευρώπη, το οποίο από μόνο του νομίζουν ισοδυναμεί με το να ζήσουν την ζωή του Ντρογκμπά. Οι περισσότεροι—λόγω πείρας υποθέτω—κατευθύνουν τον κύριο όγκο των προσπάθειών των στον πρώτο στόχο. Ο Ντομινίκ, αποτελώντας εξαίρεση, ήταν πρωτίστως επικεντρωμένος στον δεύτερο, υψηλότερο στόχο. Περνούσε τις ημέρες του καρτερώντας την όμορφη ξανθή νύφη, τον κυνηγό ποδοσφαιρικών ταλέντων, ή οποιασδήποτε λογής μέντορα/ευεργέτη που διαπαντός θα τού εξύψωνε την ύπαρξη σε διαστάσεις μεγαλείου. Ο Ντόμινικ ήταν ιδεαλιστής.
Η εισαγωγική αυτή μας συναναστροφή έληξε με μία συμφωνία να συναντηθούμε πάλι στο ίδιο σημείο αργότερα το βράδυ. Μας είχε καλέσει σπίτι στο χωριό για φαγητό.
Σε κανα-τρίωρο που κατεβήκαμε εκ νέου προς τον γιαλό, ανακαλύψαμε ότι ο Ντομινίκ δεν τό ‘χε κουνήσει ρούπι παρά μας περίμενε μπάστακας. Με ένα πλατύ χαμόγελο βαθιάς ικανοποίησης πήρε να τρέχει προς το μέρος μας παραυτίκα σαν μας είδε. Και έτσι πήραμε να διασχίζουμε την ευρεία, εξωτική αμμουδιά, καθώς ο ήλιος έπεφτε αργά-αργά προς τον μακρινό ωκεάνιο ορίζοντα.
Σαν το φτάσαμε το χωριό ήταν παραδεδομένο σε πλήρη συσκότιση. Δείγμα λάμπας δεν φώτιζε τα αμμοσκεπή δρομάκια και τις σκιώδεις σιλουέτες των διερχομένων. Το αμυδρό τρεμοφέγγισμα ενός τηλεκουτίου μας οδήγησε μέσω της εξώτερης στην εσώτερη αυλή του σπιτικού του Ντομινίκ.
Καμπουριασμένη σε ένα σκαμπό, μισό μέτρο προ της φωτεινής πηγής, βρισκόταν η γιαγιά του. Ασάλευτη ως άγαλμα και αφηρημένα απορροφημένη στην σαπουνόπερα, δεν μού φάνηκε να καταχώρησε την παρουσία μας στο συνειδητό της. Έδινε την εντύπωση πως είχε απολέσει όποια πίστη στου εγγονού της τις μεγάλες φιλοδοξίες. Θα τον προτιμούσε να βγει για ψάρεμα ή να βρει κάποια άλλη κανονική δουλειά όπως τα υπόλοιπα εγγόνια της.
Επίσης παρευρίσκονταν και τέσσερα παιδάκια—του Ντομινίκ τέκνα; αδέλφια; ξαδέλφια; ανίψια; …δύσκολο να εικάσεις στην τυπική αφρικανική εστία. Πρέπει στο παρελθόν να είχαν υποδεχθεί ουκ ολίγους υποψήφιους ευεργέτες, όθεν διέθεταν καλοπροβαρισμένους ρόλους. Έτρεξαν όλα μαζί, και ένα-ένα μάς έδωσαν από μία αγκαλιά. Ήσυχα μετά βολεύτηκαν σε έναν πάγκο να παρακολουθούν με αξιολάτρευτη περιέργεια.
Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν σχετικά ευρύχωρο και τακτοποιημένο, κομψά και λιτά επιπλωμένο· οι τοίχοι αφειδώλευτα διακοσμημένοι με έναν πίνακα του μυστικού δείπνου, εικόνες διάφορων αγίων, και λοιπά ειδώλια από τέτοια που στα οποία άνθρωποι συχνά βασίζονται όπως διατηρούν ελπίδα σε αυτήν την ζωή και ανακουφίζουν τον τρόμο της άγνωστης συνέχειας.
Καθίσαμε στο σαλόνι και απολαύσαμε τα νόστιμα ψάρια που έψησε και παρέδωσε μία συγγενής-γειτόνισσα. Έχοντας καλογεμίσει τα στομάχια με φαΐ, κινήσαμε στο κεφαλοχώρι το Τζιφέρ να γεμίσουμε τα κεφάλια με οινόπνευμα και κέφι μαζί με τους παράξενους αλκοολικούς του κατοίκους. Άγρια μεσάνυχτα, καληνυχτίσαμε τον Ντομινίκ εκεί που τον γνωρίσαμε με συμφωνία να τα πούμε αύριο.
Κατεβαίνοντας το πρωί παραλία, το πρώτο που είδα ήταν ο Ντομινίκ να σπεύδει προς το μέρος μου χαρωπά και σχεδόν χοροπηδηχτά. Δήλωσε πως μας περίμενε από αυγής, με δυο-τρεις ώρες μόνο ύπνο. Και αυτό ακριβώς συνέχισα να βλέπω κάθε μία έκαστη φορά που στο εξής θα κατέβαινα παραλία, οποιαδήποτε στιγμή ανάμεσα στις ανατολές και τις δύσεις των ημερών της εκεί διαμονής μου: τον υπομονετικό Ντομινίκ να ξεπροβάλλει αποπνέων αισιοδοξία.
Είχε προφανώς αποθέσει ανεύλογες ελπίδες στο άτομό μου. Δεν ξέρω βάσει ποίας λογικής με έκρινε δυνητικό ευεργέτη. Άμεσα τού ξεκαθάρισα όσο πιο ξεκάθαρα γίνεται ότι, μη-έχοντας καμμία σχέση με την ποδοσφαιρική βιομηχανία, η δυνατότητά μου να τού εξασφαλίσω συμβόλαιο σε κάποια Ευρωπαϊκή ομάδα δεν ήταν διόλου μεγαλύτερη από την δυνατότητά μου να τού κανονίσω πρόσληψη από την NASA και αποστολή στον Άρη· και ότι, μήδε-έχοντας γραφείο συνοικεσίων, το ίδιο ίσχυε και για την δυνατότητά μου να τού βρω Ευρωπαία σύζυγο… όσες ντόπιες γυναίκες και να διετίθετο να δώσει ως αντάλλαγμα.
Η μόνη βοήθεια που εδυνήθην να του παράσχω ήταν μία συμβουλή επί του εξής θέματος: Ήταν ένας Ολλανδός με μία Γαλλίδα γκόμενα που ήταν οι μοναδικοί πλην ημών καταλύοντες στο θέρετρο. Τού είχε προτείνει ο Ντομινίκ να την κάνουν τράμπα με τέσσερις νεότερες κοπέλες από το Παλμαράν—εις μάτην… Μού μίλησε περί αυτού ένα μεσημέρι που το ζευγάρι ηλιοθερούσε λίγο παραδίπλα απ’ την δική μου θέση. Και τον νουθέτησα: «Πας καλά, Ντομινίκ;! Η τύπισσα είναι μουνάρα! Τέσσερις; Εγώ στην θέση του ούτε που θα το σκεφτόμουν για κάτω από δέκα.» Βυθίστηκε ο Ντομινίκ δυο στιγμές σε σύννοια, και κίνησε αποφασισμένος να υποβάλει την νέα του προσφορά… Το προς εμέ στρεφόμενο μεσαίο δάχτυλο της Γαλλίδας μού δηλοποίησε πως απερρίφθη άπαξ έτι.
Ο Ντομινίκ δεν επτοείτο πάντως. Επέμενε ακούραστα. Σκαρφίστηκε πολλές δημιουργικές ιδέες για υπηρεσίες που θα μπορούσε να μάς παρέχει εν περιπτώσει που τον φέρναμε παρέα στην Ευρώπη. Μα ουδεμία ήταν αρκετά χρήσιμη για να καταστεί εφαρμόσιμη. Έτσι-και εν τέλει αναγκαστήκαμε να τον αποχαιρετήσουμε οριστικά, ειλικρινά ευχόμενοι ό,τι καλύτερο. Με θλίψη παρακολούθησε την αναστροφή και τα πρώτα μας απομακρυνόμενα βήματα. Και σαν έστρεψα ένα ύστατο βλέμμα πριν χαθούμε, τον είδα καθισμένο στην άμμο να ξανοίγει τον ωκεανό εν αναμονή της επόμενης ελπιδοφόρας άφιξης.