Μία δροσερή εαρινή νύχτα είχε μόλις πέσει υπέρ των Αγίων Σαράντα. Ένα ευχάριστο αεράκι φύσηξε στο μπαλκόνι. Τα κερκυραϊκά χωριά αχνολαμπύριζαν από την αντίπερα πλευρά της καρβουνόμαυρης αλός.
Εκειπέρα ήταν σε λοκντάουν. Εδώ ήταν ένας εξ ολίγων τόπων στον πλανήτη όπου ακόμη μπορούσες να περπατάς άμασκος και κατά βούληση εκείνες τις ημέρες. Μία ήδυμη αύρα ελευθερίας διέχεε την γειτονιά. Η περίσταση έχρηζε μπίρας. Μισόδεσα τα κορδόνια μου, πέταξα πάνω μού μία ζακέτα, και άφησα το σπίτι προς το κατάστημα. Σαν βγήκα στον πορτοκαλοφώτιστο δρόμο, τράκαρα τον γείτονα.
Ήταν εκείνος ο πρεζάκιας που έμενε κάπου κειτριγύρω. Ήταν τόσο ισχνός που δεν διέκρινες το σχήμα των ποδιών του μέσα στο χαχόλικό του τζιν αλλά ξεχώριζες όλα τα οστά του προσώπου του. Τον πετύχαινα συχνά κατά τις τελευταίες εβδομάδες που διέμενα εκεί. Κάπνιζε συνήθως φρίμπες στην στενή, αφώτιστη τσιμεντόσκαλα που οδηγούσε στην αυλόπορτά μου, έτσι-που έπρεπε σχεδόν να πηδήξω από πάνω τού για να περάσω.
Τώρα όμως στεκόταν κάτω στο πεζοδρόμιο. Ελλόχευε στην σκιά μίας πορτοκαλιάς. Ο αμυδρός πορτοκαλής φανοστάτης μόλις φώτιζε τις εκφράσεις του προσώπου του· επαρκώς ίνα διακρίνω συναισθήματα τύπου αγωνίας, λαχτάρας, ταραχής, δοκιμασίας…
Κάθε φορά που τον προσπερνούσα, ψιθύριζε αγγλικές λέξεις όπως smoke, weed, grass. Αυτήν την φορά φαινόταν ιδίως αναστατωμένος και μάλλον τις φώναξε παρά τις ψιθύρισε. Μέχρι πρότινος τον αγνοούσα ανελλιπώς, αλλά την παρούσα νύχτα με είχε συνεπάρει μία μαυλιστική νοσταλγία. Σταμάτησα και του είπα: «Αν παίζει κάτι καλό.»
Ελπίδα φούντωσε μέσα στις σπηλαιώδεις κόγχες των ματιών του. Με μία περίπλοκη, αυτοσχέδια, εν-μέρει-αγγλική, εν-μέρει-αλβανική άρθρωση, βασικά με ρώτησε: «Πόσα λεφτά έχεις;»
Τού είπα πως μπορούσα να διαθέσω το ισοδύναμο πέντε δολαρίων σε αλβανικό νόμισμα. Προσπάθησε να αυξήσει την αρπαχτή, πρώτα στα είκοσι, μετά στα δέκα, μέχρι-που απεδέχθη την αρχική πρόταση.
Πήραμε τον δρόμο προς το κατάστημα για την μπίρα και την άκρη του για το μαύρο. Η άκρη πετάχτηκε αίφνης από τις σκιές υπό την μορφή ενός άλλου πρεζάκια, εξίσου ισχνού μα εν-τέταρτο κοντύτερου.
Συνεσκέφθησαν κατ’ ιδίαν, κραύγασαν λίγα αλβανικά ο ένας στον άλλον, κι εξεσφενδονίσθη πίσω σ’ εμέ, σπρώχνοντας το χέρι του αστραπηδόν κάτω από την μύτη μου. Κρατούσε ένα αποκομματάκι αλουμινοχάρτου που περιείχε ένα ψίχουλο κάνναβης. Μύριζε ωραία. «Αυτό είναι δείγμα, κατεβαίνουμε την σκάλα, μού δίνεις τον παρά, και σού δίνω το σταφ, καλή ποσότητα» εξήγησε στην ιδιάζουσα γλώσσα του.
Προχωρήσαμε σε ένα ιδιαιτέρως σκοτεινό κομμάτι σκιάς. Προέταξε ένα ωοειδές πλαστικό περιτύλιγμα, αλλά δεν χαλάρωσε το κράτημά του όταν προσπάθησα να το αδράξω. «Πρώτα τα λεφτά, πρώτα τα λεφτά» επέμεινε. Αφού κατάλαβε ότι με-την-καμία δεν θα αποχωριζόμουν δεκάρα προτού βεβαιωθώ πως θέλω το που έχει, με άφησε να εξετάσω το αντικείμενο από λίγο πιο κοντά, ανάμεσα στα συσφίγγοντά το δάχτυλά του.
Όποιο κι αν ήταν το περιεχόμενο, το σκέπαζαν πολλαπλές στρώσεις διαφανούς κολλητικής ταινίας. Μετά βίας διέκρινα κειμέσα κάτι πρασινωπό που ίσως ήταν φύλλα ή χορτάρι, μα σίγουρα όχι μαριχουάνα.
«Καλά είσαι μαλάκας!;» τού την είπα. «Τι διάλο είναι τούτο; Σταλήθεια πήγες να με πακετώσεις;»
Έδειξε αμήχανος και ταραγμένος. Είπε κάτι του στυλ: «Όχι όχι όχι, εντάξει. Περίμενε. Θα πάει να σ’ το φέρει τώρα. Περίμενε ένα λεπτάκι μόνο.»
Το μούτρο του ακτινοβολούσε ανησυχία όπως ένα αστέρι φως. Τον συνεπόνεσα και τον λυπήθηκα. Και προσθέτως, είχα ζεσταθεί στην ιδέα ενός μπάφου για απόψε. «Άντε καλά» ενέδωσα.
«Βράααπο!» ούρλιαξε τότε καθώς εστράφη προς τον άλλο πρεζάκια που στεκόταν στην κορυφή της σκάλας. Ορθώς εμάντευσα ότι η λέξη σήμαινε «τρέχα!», βλέποντάς τον να βάζει μοναστραπίς φτερά στα πόδια.
Οι δυο μας περιμέναμε στο ίδιο σημείο. Τότε τού είπα πως είμαι Έλληνας αφότου ρώτησε. Ένα ίχνος χαράς ανεδύθη από τα απώτερα της συναισθηματικής του αβύσσου. Μού είπε ότι ζούσε στην Ελλάδα μέχρι πριν δώδεκα χρόνια. Είχε περιοδεύσει σε διάφορες από της χώρας τις φυλακές. Οι δύο αδελφοί του ήταν ακόμη εκεί σε ισόβιες καθείρξεις. Τα ελληνικά του ήταν αρκετά καλά. Βρήκαμε μία κοινή γλώσσα να επικοινωνήσουμε λίγο ανετότερα.
«Πίνεις φρίμπες, ε;» είπα για να ανοίξω κουβέντα.
«Χμ, ναι, κόκα, μόνο κόκα» απεκρίθη λίγο απολογητικά.
«Και ηρωίνη; Πίνεις και πρέζα; Έτσι μού φαίνεσαι» έχωσα την μύτη μου με περιέργεια.
«Ηρωίνη; Όχι, δεν την πίνω» απάντησε επισφαλώς… «Όχι εδώ-και πολύ καιρό δηλαδή. Είμαι καθαρός οκτώ ολόκληρες εβδομάδες. Μόνο φρίμπα τώρα» προσέθεσε σαν πρόσεξε το δύσπιστο βλέμμα μου.
Συνέχισε αφηγούμενος αποσπάσματα της ιστορίας της ζωής του…
Πριν πολύ καιρό εργαζόταν ως κουζινάς. Νεαρό ακόμη αγόρι, μετακόμισε στην Ελλάδα για να σμίξει με τους μεγάλους του αδελφούς και να δουλεύσει να βάλει στην άκρη. Αρχικά σκόπευε να ασκήσει το επάγγελμά του, μα σύντομα ανακάλυψε ότι τα ντίλια ναρκωτικών ήταν μία κατά πολύ επικερδέστερη ενασχόληση.
Έβγαζε καλά χρήματα στην αρχή, αλλά καθώς ο εθισμός στο ίδιο του το εμπόρευμα καθίστατο όλο-και πιο αδηφάγος, στο τέλος έσπρωχνε ίσα-ίσα όπως εξασφαλίζει τις δόσεις του. Εν τέλει συνελήφθη κι έκανε λίγα χρόνια. Η ηρωίνη σπάνιζε και ποθείτο στην μπουζού. Πού-και-πού θα τού ‘πεφτε κανα-χαρτί, το οποίο θα βαρούσε με αυτοσχέδια σύριγγα καμωμένη από στυλό Bic, μα ως-επί-το-πλείστον υπέφερε νηφάλιος.
Μετά την αποφυλάκιση, ήταν αποφασισμένος να αλλάξει ζωή. Επέστρεψε στην γενέτειρά του και ξανάπιασε την παλιά του τέχνη. Πήρε δύο μήνες μέχρι-που τον απέλυσαν διότι έκλεβε για να ψωνίσει τις δόσεις του. Δεν ξαναδούλευσε έκτοτε.
Παροντικά την πάλευε σε άλλη μία απ’ τις ακαταμέτρητες προσπάθειές του να κόψει. Ήταν μία από τις πιο επιτυχημένες που είχε κάνει ποτέ. Είχε εγγραφεί στο κρατικό πρόγραμμα επανένταξης και την έβγαζε στην συντήρηση με μεθαδόνη. Ισχυρίστηκε ότι δεν είχε πιει ούτε σκονάκι ηρωίνης για σχεδόν οκτώ εβδομάδες. Μόνο φρίμπες.
Αλλά η φρίμπα φέρει μία απαράμιλλη ιδιότητα να ρουφά λεφτά που ούτε καν η ηρωίνη δεν συναγωνίζεται. Υποστήριξε πως χρειάζεται κατ’ ελάχιστον εκατό ευρώ την ημέρα για να θρέφει την αυτοκαταστροφική του συνήθεια.
«Πού τα βρίσκεις τόσα χρήματα;» τον ρώτησα, ολίγον ανοήτως.
«Πού να τα βρίσκω;» αντήχησε την ερώτησή μου με έναν βαρύ τόνο και μία τρομοκρατημένη έκφραση που δεόντως την απάντησαν…
Η μεταπώληση της μεθαδόνης του σίγουρα συνέβαλλε. Το πρόβλημα με αυτό, ωστόσο, ήταν ότι η οπιακή χαρμάνα συνεπιδρούσε με την βουλιμία της κοκαΐνης καθιστώντας την παιδωμή του έτι πιο αφόρητη. Συνέχισε να παραπονείται για τους πονούντες του μυς ενώ τω μεταξύ είχαμε πάρει δρόμο εις επαναναζήτηση της άκρης.
Ο κοντός είχε προφανώς αργήσει περισσότερο απόσο άντεχε η νευρικότητά του. Διασχίσαμε κάποια στενά, επικλινή, ζοφερά δρομάκια και σταματήσαμε σε ένα απεριφανές σταυροδρόμι όπου άραζαν κάμποσα ακόμη πρεζάκια. Ζήτησε από ένα εξ αυτών ένα χαρτάκι και έστριψε το ψιλό που μού ’χε δώσει νωρίτερα να μυρίσω. Το καπνίσαμε παρέα, και απαυδούσε πιότερο με κάθε τζούρα.
Οι τελευταίες στάλες της υπομονής του στέρευσαν σαν φούνταρε την καιγόμενη τζιβάνα στο χώμα στην άκρη του δρόμου. Πήρε τότε να βηματίζει περαδώθε, φωνάζοντας το όνομα του κοντού μεταξύ άλλων ακατανόητων αλβανικών, εις μάτην… Ο δρόμος ήταν εξίσου σιγηλός αφότου το κάθε του ξεφωνητό έσβηνε στην νύχτα.
Είχα αρχίσει κι εγώ να κουράζομαι. Δεν θα περίμενα οληνύχτα για να αγοράσω λίγο χόρτο. «Είσαι σίγουρος ότι δεν γύρισε από άλλον δρόμο;» έριξα την ιδέα.
Θα μπορούσε κάλλιστα, συνειδητοποίησε αφού το σκέφτηκε λίγο. Με έσυρε μεταφορικά πίσω στον κεντρικό και προς την γειτονιά. Καθ’ οδόν, καταπιάστηκε με προεργασία του εφεδρικού, επαιτικού του σχεδίου για την περίπτωση που ο κοντός είχε εξαφανισθεί.
«Πρέπει να με βοηθήσεις» είπε. «Πρέπει να με καταλάβεις. Δεν έχω πάρει την μεθαδόνη μου. Πονάω. Δείξε συμπόνια. Δώσε μού λίγα λεφτά και σού φέρνω χόρτο αύριο πρωί-πρωί. Υπόσχομαι.»
Για καλή του τύχη—αφού απεκλείετο να λάβει από μένα ψιχίο για το τίποτε—ο φίλος του ήταν πράγματι εκεί, περιμένοντας όλην την ώρα. Ξέφρενα ταλάντευσε τα χέρια αμέσως σαν φανήκαμε γύρω απ’ την γωνία, και έτρεξαν ο ένας προς τον άλλο ως ξανασμίγοντες ερωτευμένοι.
Όταν τους έφτασα, βαδίζοντας στον χαλαρό ρυθμό μου, ανεστράφη και μού προέτεινε μία χούφτα γεμάτη φούντα. Ήταν καλή και πολύ περισσότερη απότι περίμενα· τζάμπα πράμμα. Έψαξα την τσέπη μου και έβγαλα λίγα κέρματα μαζί με το προσυμφωνημένο πεντακοσάλεκο.
«Φιλοδώρημα» τού είπα καθώς τοποθετούσα τα χρήματα στην ανοιχτή του παλάμη.
Άστραψε στα μάτια του αγαλλίαση. «Είσαι καλός άνθρωπος» είπε και μού έδωσε ένα χτυπηματάκι στον ώμο. Γύρισε απ’ την άλλη, έτοιμος να σπριντάρει, μα ο κοντός τον διέκοψε με μία τσιρίδα. Τού είπε κάτι αλβανικό, και ξαναγύρισε προς εμέ. «Θα μού βγάλεις ένα τσιγάρο;» γύρευσε βιαστικά. Ξέδεσα το σακουλάκι και του έδωσα έναν καλό παππά. «Είσαι καλός άνθρωπος» επανέλαβε, και αυτήν την φορά λάκισε ασυγκράτητος.
Ανέβηκα σπίτι και ετοίμασα τον μπάφο μου. Εκεί-που τον κάπνιζα στο μπαλκόνι, φαντάστηκα τον τύπο καθιστό στην σκάλα πίσω από το κτίριο να καπνίζει την αξίας επτά πάνω-κάτω δολαρίων φρίμπα του. Θα παρέμενε χαρούμενος για καμια-ωρίτσα.