Γνώρισα εκείνον τον τύπο στο ξενοδοχείο που διέμενα… Ήταν ο πατέρας ενός παιδιού που εργαζόταν εκεί. Μού διηγήθηκε σε κομψότατα ελληνικά το πώς, όντας νέος, είχε καταφέρει να τρυπώσει λαθραία σε ένα ελληνικό εμπορικό πλοίο που είχε προσαράξει στο λιμάνι. Έμεινε κρυμμένος σε κάποιο αμπάρι, υποσιτιζόμενος, και με τους αρουραίους για μοναδική του παρέα, για κάμποσες εβδομάδες.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Όταν τελικά το πλοίο απέπλευσε και ευρέθηκε στα ανοιχτά, έκανε την εμφάνισή του και συστήθηκε στο πλήρωμα ως φυγάς και επίδοξος μετανάστης, που διατίθεται να εργαστεί στο καράβι για την συντήρησή του και-μόνο, μέχρι να προσεγγίσουν κάποια ευρωπαϊκή ακτή· όπου και στα ανοιχτά τής θα πηδούσε στην θάλασσα.
Έτσι και έγινε. Ένα έτος και πλέον χρειάστηκε τελικά να παραμείνει στο καράβι, μέχρι που ― μετά από πολλά ταξίδια, λιμάνια, και καταιγίδες σε τρεις μεγάλους ωκεανούς ― προσέγγισαν την Μεσόγειο και την ελληνική ακτή. Βγήκε κολυμβώντας, και πάτησε έδαφος στερεό για πρώτη φορά από την στιγμή που άρχισε την μεγάλη του περιπέτεια. Δύο δεκαετίες γεμάτες έμεινε τελικά στην ελληνική γη, εργαζόμενος σκληρά. Και επέστρεψε στην πατρίδα του έχοντας εξασφαλίσει ένα ανετότερο μέλλον για την οικογένειά του.
Αυτή ήταν η πρώτη και επιτυχέστερη από μία σειρά παρεμφερών ιστοριών που άκουσα από διάφορους ελληνόφωνους Τανζανούς κατά την διάρκεια της παραμονής μου στο Νταρ.