Κατά το λιόγερμα πια, ξεμακρύναμε με τον νέο μου φίλο τον Ράστα από την κατασκήνωση, και την πέσαμε στην όχθη που είχαμε αράξει τις πιρόγες να πιούμε ένα παχύ τετράφυλλο.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Από την στιγμή που είχα εχθές πρωτοαντικρίσει αυτά τα ευέλικτα μονόξυλα, μού είχε γεννηθεί η επιθυμία να μάθω να τα κουμαντάρω. Τώρα ήταν η ευκαιρία. Έπεισα τελικά τον Ράστα, και βγήκαμε για βαρκάδα. Ρίξαμε το σκάφος στο νερό και μπαρκάραμε. Ο Ράστας κάθισε στην πλώρη, κι εγώ, ισορροπώντας στην πρύμνη, πήρα το κοντάρι και άρχισα να ωθώ τον κουφωμένο αυτόν κορμό μέσα στο έλος.
Οφείλω να ομολογήσω ότι τελικά το ηύρα πολύ πιο δύσκολο απότι περίμενα μέσα στην σουπερμανική οίηση της μαστούρας μου. Πάλευα έτσι-ή-αλλιώς να κρατήσω ισορροπία, και το ακατάπαυστο μαστουροχαχανητό του Ράστα το έκανε έτι δυσκολότερο. Δύο φορές εν τέλει το έκανα το μπανάκι μου στο έλος, κάνοντας και τους δυο μας να ξεκαρδιστούμε.
Με-τα-πολλά, άρχισα τελικά να τού παίρνω τον αέρα. Αργά μεν, σταθερά δε, κινούμασταν μέσα στον λαβύρινθο από στενά κανάλια, ανάμεσα στις καλαμιές, τους παπύρους, και τα νούφαρα που συνωστίζονταν στις όχθες. Ο ήλιος είχε πάρει την κάθοδο για-τα-καλά. Η ομορφιά που μας περιέβαλλε ήταν απερίγραπτη· θεία ησυχία, παραδεισένια γαλήνη. Σιωπηλά πετούσαν τα πουλιά ανάμεσα στα κεφάλια μας και τους ερυθροβαμμένους θυσάνους. Ένα σμήνος από κάποια μεγάλα, αξιοπερίεργα, ελικοπτεροειδή έντομα πετούσαν συνεχώς δίπλα μάς αθόρυβα. Αμίλητοι κι εγώ με τον Ράστα πλέαμε σε ένα στενό πέρασμα, και εθαλπόμεθα στην κατανυκτική μαστούρα και την ευλαβική σιγή, όταν σε ανύποπτο χρόνο, ένας τρίσπαχος ιπποπόταμος ξεπρόβαλε από μία στροφή μπροστά μάς, και ξεφυσώντας κολυμβούσε ολοταχώς κατά πάνω μάς ― διόλου καλώς διατεθειμένος απέναντί μάς, φαινομενικά.
Στα δευτερόλεπτα πανικού που επακολούθησαν, πάσαρα το κοντάρι στον Ράστα, έσκυψα να ισορροπήσω, και άρχισα να κωπηλατώ μανιακά με τα χέρια προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ταυτόχρονα, ο Ράστας με επιδέξιες μανούβρες έκοψε την φόρα της πιρόγας, και άρχισε να την ωθεί με ορμή. Το κτήνος μας είχε σχεδόν διπλαρώσει με το στόμα ορθάνοιχτο στις εκατόν ογδόντα μοίρες. Ήδη είχα προϊδεί νοερά στο μυαλό μου το τι θα γινόταν εάν τα σαγόνια εκείνα έκλειναν με το σκάφος και εμάς ανάμεσά τών, όταν με δυο-τρείς δυνατές κονταροσπρωξιές, είχαμε διαφύγει.
Αράξαμε στην όχθη, και κοψοχολιασμένοι πήραμε να επιβλέπουμε το κτήνος. Στεκόταν ακόμη εκεί· ασάλευτο και ημιβυθισμένο, μπάστακας στo πέρασμα, που θα ήταν πέντε μέτρα πλατύ πάνω-κάτω. Μείναμε ένα λεπτό άλαλοι να αλληλοκοιταζόμαστε αμήχανα· και άλλο ένα λεπτό να προσπαθούμε να κόψουμε το νευρικό γέλιο που μας έπιασε αφότου παρήλθε η εντύπωση του αλαφιάσματος· μέχρι που τελικά κατάφερα να πάρω τον λόγο πρώτος:
«Rasta, what do you think we should do now? Is there any other way around?»
«Not a short one. There is, but it’s long… and it’s getting dark soon.»
«Alright… And do you think it’s a good idea to go back the same way, crossing beside that guy over there?»
«No, that’s definitely not a good idea… That’s a terrible idea!»
«Right… And what you suggest we should do then?»
«Well… I think the best thing we could do is roll a joint and wait here till he moves away.»
«Yep, sounds like a plan» τού είπα, και βγάλαμε ευθύς χαρτάκια και τα συναφή για να κολλήσουμε.
Κανα-μισάωρο μετά, ο ήλιος είχε χαθεί, ο ουρανός σκοτεινιάσει, τα κεφάλια μας γίνει φισέκια… κι αυτός ο πούστης ο ιπποπόταμος ακόμη δεν είχε σαλεύσει· παραμόνο μας τηρούσε με τα μοχθηρά του μάτια που μόλις εξείχαν από την στάθμη του νερού. Τελικά παρατήσαμε την πιρόγα εκεί και επιστρέψαμε στην κατασκήνωση, μαύρη νύχτα πια, με τα πόδια.