Το μάτι μου είχε συνηθίσει στην γαλήνη της στέπας. Ραθύμως βόσκοντα κοπάδια ανά το επίγειο πράσινο και αργά πλανώμενοι σωρείτες διά του γαλάζιου ουρανού ήταν τα μόνα κινούμενα χαρακτηριστικά του έρημου τοπίου. Αφότου εκείνη η φιλοπερίεργη γιαγιά που μοιραζόταν μαζί μας το ταξί βαρέθηκε να ρωτάει, συνήθισε και το αφτί μου στην ησυχία. Η ανάλαφρη τριβή του λάστιχου στην άσφαλτο παρήγε τον μοναδικό ήχο. Έσβησε κι αυτός αφού μας άφησε ο ταρίφας στην ακροδρομιά και απεμακρύνθη.
Βρισκόμασταν καταμεσής μίας απόμακρης κοιλάδας, σε υψόμετρο δύο χιλιάδων μέτρων, περικυκλωμένοι από θεόρατα βουνά, κοντά στο πιο απωκεάνιο σημείο του πλανήτη στην κεντρική Κιργιζία. Κάτω, στον πάτο της κοιλάδας, εκεί όπου μαζεύονταν τα όμβρια ύδατα και πότιζαν ανάρια περιβόλια, έκειτο το χωριό Κιζάρτ.
Κατηφορίσαμε ένα χιλιόμετρο την απαλή, ξερόχορτη πλαγιά και φτάσαμε σε εκείνο το αγρόκτημα που περιείχε τον ξενώνα όπου είχαμε κράτηση. Πρέπει να ήταν ο παλαιότερος από τους ελάχιστους του χωριού, αφού είχε μακράν τις περισσότερες κριτικές και ακόμη και κατευθυντήριες πινακίδες (πρόνοια λίαν ασυνήθιστη εκ μέρους καταλυμάτων στην επαρχία αυτής της χώρας).
Στην αυλή μας υπεδέχθη μία νεαρή γυναίκα κουκουλωμένη με μία κατάμαυρη μπούρκα. Ήταν η μοναδική με τοιαύτη αμφίεση που είδα ποτέ στο Κιργιστάν, όπου, παρόλο που η πλειοψηφία του πληθυσμού ταυτίζονται ως μουσουλμάνοι, επτά δεκαετίες σοβιετικής καταπίεσης και απροσμέτρητοι αιώνες νομαδικής παράδοσης έχουν συμβάλει στην διαμόρφωση μίας ιδιάζουσας, ήπιας εκδοχής του Ισλάμ. Τα καστανά της μάτια ακτινοβολούσαν φιλαργυρία πίσω από του πέπλου την σχισμάδα.
Καθώς μας έμπαζε στο δωμάτιο, έσπευσε με ζήλο και ο σύζυγος. Με ένα τραγίσιο υπογένειο κι ένα φέσι να κοσμούν τού το κεφάλι, έμοιαζε πως ήταν και ιμάμης παράλληλα με αρχιεπιχειρηματίας του χωριού. Με το καλησπέρα, μας ρώτησε αν σκοπεύουμε να μισθώσουμε άλογα. Με το «ναι» μου, μάς έδωσε την προσφορά του.
Τού είπα: «Ωραία. Κρατώ την κατά νου. Θα ψάξουμε κι αλλού. Και αν δεν βρούμε κάτι καλύτερο, σού λέω μέχρι το βράδυ.» Απάντησε μειώνοντας την προσφορά ένα είκοσι τοις εκατό. Επανέλαβα τα άνωθεν λόγια κατά λέξιν. Ενοχλημένος, την έριξε ακόμη δέκα. Ματαείπα τα ίδια για τρίτη φορά. Τότε στράβωσε. «Καλά» είπε, έκανε μεταβολή, και απήλθε τσαντισμένος.
Αφού η γυναίκα μάς έδειξε τα κατατόπια, ήλθε η ώρα να πληρώσουμε. Εκεί τα χαλάσαμε. Αξίωσε πως η τιμή στην πλατφόρμα δεν ήταν για το δίκλινο δωμάτιο της κράτησης, αλλά ανά άτομο. Άφωνη και σαστισμένη μας παρακολούθησε να ξαναβάζουμε παπούτσια, να φορτωνόμαστε τους σάκους, και να βγαίνουμε στον δρόμο.
Κοντοσταθήκαμε δυο λεπτά στο κατώφλι, κλείσαμε στα-όρθια σε άλλον ξενώνα, και διασχίσαμε τρία χιλιόμετρα όλο το χωριό μέχρι αυτού την πύλη.
Εκεί πέσαμε σε ανυπόκριτα ευπροσήγορη οικογένεια. Πρόσφατα είχαν ξεκινήσει να ενοικιάζουν τα δύο παραπανιστά δωμάτια του βοηθητικού κτίσματος σε τουρίστες, και ήμασταν από τους πρώτους επισκέπτες. Η οικοδέσποινα επεμελείτο της υποδοχής και περιποίησης των μουσαφιραίων ενώ παράλληλα εργαζόταν ως νοσοκόμα στην τοπική κλινική και μεγάλωνε πεντ’-έξι μικρά παιδιά. Ο άνδρας της—αληθινός νομάς, και όχι πνευματικός ακαμάτης—κατ’ αυτούς τους θερινούς μήνες γυροβολούσε με το ποίμνιο στις νομές. Την βοηθούσε η νεαρή κουνιάδα της που είχε επιστρέψει στο χωριό για καλοκαίρι από την πρωτεύουσα όπου σπούδαζε ρωσική φιλολογία.
Αμφότερες ήταν ευγενικότατες και έδειξαν ειλικρινές ενδιαφέρον στην συντροφιά μας. Μάς ετοίμασαν βαρβάτο, πεντανόστιμο βραδινό και πρωινό, και κάθισαν μαζί μάς για ευχάριστη κουβέντα. Η πρεσβυτέρα μάς επέδειξε επίσης την δεξιοσύνη της στο παίξιμο του κομούζ: παραδοσιακό έγχορδο όργανο.
Πρωτάρες στις τουριστικές μπίζνες, δεν είχαν μπει ακόμη στα κόλπα του παράπλευρου κέδρους και δεν ήξεραν να μας κατευθύνουν προς εύρεση αλόγων. Σαν το λοιπόν βολευτήκαμε στην ευρύχωρη, φωτόλουστη, à la mode vintage επιπλωμένη κάμαρα, το ρίξαμε στο ψάξιμο.
Βρήκαμε δύο αριθμούς στο διαδίκτυο, και γράψαμε εις αμφοτέρους. Του ενός η τιμή ήταν χαμηλότερη μόνο για άλογα άνευ στέγασης και διατροφής· του άλλου πάντων συμπεριλαμβανομένων. Ενόσω στοχαζόμασταν το εάν θα επιλέξουμε να πληρώσουμε παραπάνω την άνεση ή να κάνουμε οικονομία κουβαλώντας σκηνή και τρόφιμα, κινήσαμε μια βόλτα προς του χωριού το μοναδικό παντοπωλείο.
Συνοδευόμενοι από χαρωπά παιδάκια που πηλαλούσαν φωναχτά ξοπίσω μας από αλάνες και αυλές, μέσω γλυκού απογευματινού φωτός φτάσαμε στο μαγαζί. Μεταξύ προμηθειών για την αυριανή εξόρμηση, πήραμε και από ένα παγωτό για το ενεστώς. Καθώς τα πιπιλούσαμε καθιστοί στον σαρακοφαγωμένο πάγκο της στάσης λεωφορείου απέξω, σταμάτησε μπροστά μας ένα βανάκι.
Το κεφάλι ενός αμούστακου μετέφηβου ξεπρόβαλε από το παράθυρο του οδηγού. Μετά τις τυπικές συστάσεις—τον έλεγαν Σανζάρ και ήταν γιος του παντοπώλη—ρώτησε αν χρειαζόμασταν άλογα. Μάς έκανε μία ευνοϊκότατη προσφορά, κατά πολύ συμφερότερη από καθεμία δεδεγμένη άλλη, μετά διαμονής και φαγητού σε γιούρτα και καθοδήγησης από τον ίδιο. Συμφωνήσαμε παρευθύς, και κλείσαμε ραντεβού πρωινής αναχώρησης για την Λίμνη Σον.
***
Είχε άρτι γαλανιάσει. Φουσκωμένος από το γενναιόδωρο πρόγευμα, καθόμουν σε ένα σκαλοπάτι κι έπινα καφέ χαιρόμενος τα εωθινά γλυκοκελαηδήματα. Τότε τα επεκάλυψε ένα ηχηρό ποδοβολητό που δυνάμωσε σταδιακά ωσότου σταμάτησε έξω από την πύλη. Βγήκα και συνάντησα τον Σανζάρ με τρεις γεροδεμένους επιβήτορες και έναν μαλλιαρό γερμανικό ποιμενικό.
Μάς συνέστησε τον σκύλο ως τον καλύτερό του φίλο, Ρεξ. Ο Σανζάρ ήταν καβάλα σε έναν διχρονίτικο γρίβα που τον έλεγαν Μπουρούλ. Οι άλλοι ήταν δύο ασέλωτοι ντορήδες, ο Ζερντέ Σουλού και ο Μπες Κασκά, επτά και δύο ετών αντίστοιχα. Τους σαμάρωσε επιτόπου με ιπποσκευές που δανείστηκε από την σπιτονοικοκυρά μας. Στουμπώσαμε τις αποσκευές στις πλευρικές θήκες. Βάλαμε γυαλιά, καπέλα, και μπόλικο αντηλιακό. Η Σόφη καβάλησε τον Μπες Κασκά, εγώ τον Ζερντέ Σουλού, και τους παρωθήσαμε να πιάσουν τον βηματισμό.
Προχωρήσαμε κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, και εντός ολίγου στρίψαμε δεξιά. Ιδιοβούλως και τα τρία άλογα έκαναν στην άκρη σαν περνούσαμε από μία παραδρόμια ρεματιά. Έσκυψαν τους μακρούς λαιμούς των, δροσίστηκαν, και συνεχίσαμε γραμμή προς τα βουνά.
Καθώς ηυξάνετο η κλίση της πλαγιάς, εγώ με τον Ζερντέ Σουλού αρχίσαμε να μένουμε πίσω. Ενώ ο Μπες Κασκά βάδιζε με το επιρίνιο κολλημένο στου Μπουρούλ τα καπούλια, δίχως καν η Σόφη να τον παροτρύνει, ο δικός μου πήγαινε με-το-πάσο-του και δεν έπαιρνε χαμπάρι από τσινίσματα και σκουντήματα. Εν τω μεταξύ, έπρεπε επιπλέον και να τον ισιάζω οληνώρα στο μονοπάτι με τα γκέμια, αφού συνέχεια επιχειρούσε να αποκλίνει απ’ τον ανήφορο. Ίσως να ήταν η ηλικία· επτά χρόνια τώρα, θά ‘χε μπουχτίσει το κουβάλημα. Πιθανόν και να μού κρατούσε κακία που δεν τον άφηνα να φάει· ενώ η Σόφη λάσκαρε του Μπες Κασκά τα ηνία κάθε που έκοβε να μασουλήσει τα αγαπημένα του χορτάρια, εγώ τού τα κρατούσα τσίτα διότι όλο-και μεγάλωνε η απόσταση.
Ως κατανόησα μετά, έπαιξε ρόλο και η ευσπλαχνία μου. Φοβόμουν μην τον πονέσω και παραήμουν μαλακός. Όταν κόντευα να χάσω τους άλλους από το οπτικό μου πεδίο και απηύδησα, έβαλα μια φωνή, αναπήδησα, και τού έμπηξα αμφότερες τις φτέρνες στην κοιλιά με όλη μου την δύναμη. Έβγαλε τότε ένα σκαστό φρούμισμα δυσφορίας, κι έπιασε τον τριποδισμό. Τους προλάβαμε πάνω στην ώρα για διάλειμμα πριν από το πιο απότομο άνω τμήμα της πλαγιάς.
Η ανηφόρα μπρος ήταν βάναυση. Τον λυπήθηκε η ψυχή μου όπως μοχθούσε αγκομαχώντας, ένα πόδι την φορά, κλάνοντας σαν εξάτμιση. Ακολουθήσαμε μία κακοτράχαλη, ζιγκζαγκωτή ατραπό. Ο γκρεμός στο πλάι της φαινόταν πιο τρομακτικός από του αλόγου την υψηλή ράχη. Αν τυχόν σκόνταφτε και έπεφτα, ο τραυματισμός θα ήταν άσχημος· αν ωσαύτως με καταπλάκωνε κι αυτός αποπάνω, βεβαίως θανάσιμος. Αγνάντευα την πλέον μακρινή και υποβλητική θέα της κοιλάδας αποπίσω για να μην κοιτάω κάτω.
Μετά από ένδεκα χιλιόμετρα πορείας και χίλια-τριακόσια μέτρα ανάβασης, προσπελάσαμε την κορυφογραμμή και αντικρίσαμε τον τελικό μας προορισμό. Γαλάζια και γαλήνια παρουσιάστηκε η Λίμνη Σον, σε υψόμετρο τριών-χιλιάδων μέτρων, αλαργοφάνταχτη στο βάθος των αχανών, τρισέρημων ορεινών λειμώνων. Δυο-τρεις σκόρπιοι νομαδικοί καταυλισμοί αχνοφαίνονταν στην σιμότερή μας όχθη. Και συνεχίσαμε προστακεί.
Αργά και σταθερά διηλάσαμε μέσω της απότομης κατωφερειάς. Πολυμελή κοπάδια ίππων και αγελάδων μας καλωσόριζαν ολούθε με μυκηθμούς και χλιμιντρίσματα. Όταν προς το τέλος η κλίση της πλαγιάς ημβλύνθη, πεινασμένος καθώς φαίνεται ήταν από την νηστική ανάβαση, ανυπόμονα ο Ζερντέ Σουλού άνοιξε το βήμα οικειοθελώς. Εκμεταλλευόμενος την όρεξή του, πήρα κι εγώ θέση, άρπαξα την λαβή της σαγής, και τον προέτρεψα να βιαστεί. Επισφαλώς αλλά με πλέρια τέρψη διατήρησα ισορροπία, γκελάροντας και παλαντζάροντας βιαίως, σαν όρμηξε εμπρός καλπάζοντας το άτι. Έχοντας ματακάνει ποιος-ξέρει-πόσες φορές την διαδρομή, γνώριζε ακριβώς πού πάμε. Και σταμάτησε με σιγουριά έξω από το πρώτο τσαντίρι.
***
Κατέφθασαν αποπίσω και οι άλλοι, και προς του πισινού μου την ανακούφιση μετά από πέντε ώρες ιππασίας, επιτέλους ξεπεζεύσαμε. Ο Ρεξ απομακρύνθηκε αμέσως και πήγε να μυρίσει τον επίσης γερμανικό ποιμενικό ντόπιο φίλο του. Ο Σανζάρ πρώτα ξεσέλωσε και σπέδισε τα άλογα, και αφήνοντάς τα να βοσκούν κουτσαίνοντας, μπήκε μετά μαζί μας στον καταυλισμό.
Αυτόν απετελούσαν τρεις γιούρτες και ένα λαμαρινοπαράπηγμα με περίφραγμα από κλαδιά και σύρμα. Λίγο παραπέρα είχε ένα υπαίθριο αποχωρητήριο και μία λακκούβα κομποστοποίησης οργανικών απορριμμάτων. Ένας λεπτός λαστιχοσωλήνας έφερνε νερό από το παραπάνω ρέμα και το έχυνε στην χλόη πίσω από την μία γιούρτα που λειτουργούσε ως κουζίνα. Οι άλλες δύο γιούρτες χρησίμευαν ως ξενώνες, και η μία προοριζόταν για εμάς απόψε. Οι νοικοκυραίοι έμεναν στο παράπηγμα.
Του οικογενειάρχη απουσιάζοντος στο γυρολόι, επί στιγμής παρίσταντο η μητέρα, ένας έφηβος γιος, και ένα νήπιο. Ήταν όλοι απασχολημένοι. Η γυναίκα προετοίμαζε το γεύμα. Το παλικάρι άρμεγε φοράδες και χτυπούσε γάλα σε βούτυρο χρησιμοποιώντας μία καράμπα με έναν ευρηματικό μηχανισμό πολλαπλασιασμού χειροκίνησης με ιμάντες και κοντάρια. Ο μπόμπιρας, παρέα με έναν άλλο μπόμπιρα από τον παρακάτω καταυλισμό, έπαιζαν, φώναζαν, πάλευαν, και παίδευαν ένα μισοκουρεμένο πουλάρι.
Σε λίγο η οικοδέσποινα μας κάλεσε όλους μέσα να γευματίσουμε. Πάνω στο τραπέζι βρήκαμε τσάι και καφέ με γάλα αλόγου, φρεσκοψημένη πίτα με βούτυρο και μαρμελάδα, φιστίκια, τοματοαγγουροσαλάτα με άνηθο, μια τηγανιά μοσχάρι με πατάτες, και ένα μεγάλο καρπούζι. Κουρασμένοι απ’ το ταξίδι και τουμπανιασμένοι απ’ την στομαχική κραιπάλη, είπαμε να την πέσουμε λιγάκι.
Μπήκαμε στην καλομαστορεμένη μας γιούρτα. Ο καμωμένος από κλάδους σκελετός της ήταν εν μέρει καλυμμένος με πλουμιστούς τοιχοτάπητες. Επί ενός δαπέδου από παλέτες και μίας στρώσης κουρελούδων έκειτο μία σειρά στρωμάτων και κουβερτών. Ταβλιαστήκαμε αυτοστιγμεί. Ο μπόμπιρας, πάλι—που εν τω μεταξύ τού είχε μαζεύσει τον φίλο η μαμά από πέρα και είχε μοναξιές—είχε άλλες ορέξεις.
Μόλις πήγαινα να αποκοιμηθώ όταν αντελήφθην φως να έχει εισδύσει στην σκηνή. Άνοιξα τα μάτια και είδα την πόρτα—που ήταν ένα κρεμασμένο τσόλι—τραβηγμένη στην άκρη. Στην εμπασιά στεκόταν το κουτσούβελο με ένα σκανδαλιάρικο μειδίαμα στο πρόσωπο και ένα πλαστικό τοξάριο στο χέρι. Την επόμενη στιγμή μού πέρασε ξυστά από το κεφάλι ένα βέλος με βεντούζα και μού εισέβαλε στο αφτί ένα ξέκαρδο χάχανο. Τι το ήθελα… Ανταπέδωσα τις βολές με ένα νοητό τόξο και τον ξεθάρρευσα για-τα-καλά.
Επέστρεψε με πολυβόλο. Μη-φειδόμενος προσπαθειών, αφαίρεσα την περόνη της νοητής μου χειροβομβίδας και τού την εξακόντισα. Την απέφυγε και δεν ξαναφάνηκε για λίγα λεπτά. Νόμισα τον είχα πτοήσει και είχα νικήσει. Αιφνιδιάστηκα όταν εμφανίστηκε εκ νέου στην ουδό με μία ενυπόστατη, πλαστική χειροβομβίδα που ξαμόλησε στο κρεβάτι αφού την απασφάλισε με τα δόντια. Η μάχη συνεχίστηκε για αρκετή ώρα, κάμποση εκ της οποίας μονομερώς, αφότου εγώ παραιτήθηκα, προσποιούμενος το κινηματογραφικό μου σκότωμα και επαναπαραδιδόμενος στην αποκοίμιση.
Η ειρήνη είχε αποκατασταθεί όταν ξύπνησα αργά το απόγευμα. Η οικογένεια και ο Σανζάρ ήταν αποσυρμένοι στα κρεβάτια των· οι σκύλοι και το πουλάρι ξάπλα σε διαφορετικές μεριές. Μόνο τα άλογα ήταν ξύπνια, ακόμη μασουλώντας παραπέρα. Άραξα και απόλαυσα την σιγαλιά και την απαλή ηλιοφάνεια που είχε διαδεχθεί την βροχή που πέρασε ενώ κοιμόμουν.
Πρώτη σηκώθηκε η μάνα και πήγε στην κουζίνα να ξαναπιάσει το μαγείρεμα· μετά ο σπόρος και μού ήλθε χαρωπός-χαρωπός με έναν χαρταετό. Τον πετάξαμε, και αφού εγέρθηκαν όλοι, τσιμπήσαμε λίγο βουτυρόψωμο για πρόδειπνο προτού συνάξουμε και επανασελώσουμε τα φαριά για μία προηλιοβασιλεματική αλογάδα.
Παρέα και με τον μπόμπιρα καβάλα στον αυχένα του Μπουρούλ στον κόρφο του Σανζάρ, κατεβήκαμε μεμιάς στην όχθη, όπου ευχαριστήθηκαν τα ζώα μια καλή πόση. Μετά ο Σανζάρ κίνησε στον κάτω καταυλισμό να τα πει με φιλαράκια. Εγώ κι η Σόφη πήραμε πανωκάτω τους λόφους να χαρούμε θέες. Ο Ζερντέ Σουλού είχε τα κέφια του. Κάλπαζε ανενδοίαστα με την παραμικρή μου υποκίνηση. Η στιγμή επέφερε αίσθηση υψίστης ελευθερίας.
Γυρίσαμε το σύθαμπο, δειπνήσαμε αρχοντικά, και μείναμε έξω να ευλογηθούμε στης νύχτας την αιδέσιμη σαγήνη. Λάμπες αραιές και αμυδρές μοναχικών καταυλισμών διέστιζαν την θεοσκότεινη περιφέρεια της λίμνης. Μύρια άστρα και ο γαλαξίας διάχυτος στην μέση πλημμύριζαν με λαμπυρίσματα τον ουρανό. Όταν το ψύχος κατέστη αφόρητο, ανάψαμε την ξυλόσομπα και συρθήκαμε κάτω από τις κουβέρτες.
Μετά από ένα πλουσιοπάροχο πρωινό, εφιππεύσαμε και επιστρέψαμε στο χωριό από τον ίδιο δρόμο. Μού πήρε λίγες ημέρες να ξανακαθίσω άνετα σε καρέκλα, μα άξιζε τον πόνο.
Βίντεο
Φωτογραφίες
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από την Λίμνη Σον Κουλ.