«Πού είναι όλοι οι κράχτες;» είχα μείνει να απόρω καθώς, καθιστός σε μια πεζούλα, εκάπνιζα επιτέλους ένα τσιγάρο μετά από εκείνο το πολύωρο ταξίδι. Μόλις είχα αφιχθεί στο Πούσκαρ, την ιερή πόλη του Ρατζαστάν. Λόγω της τουριστικής δημοφιλίας που ο τόπος αυτός φέρει, μού έδοξε πολύ παράξενο που δεν εκαλωσορίστηκα από το συνήθες μπουλούκι κραχτών και ταξιτζήδων, που κανονικά σε υποδέχεται σε κάθε ινδική πόλη. Έτσι έμεινα τελικά στην ησυχία μου να καπνίζω εκείνο το τσιγάρο, και να θωρώ την περατζάδα της τρισκότεινης και ρυπαρής οδού έμπροσθέν μού, μέχρι που απεφάσισα πως ήταν ώρα να κινήσω προς αναζήτηση στέγασης.
Το Πούσκαρ είναι χτισμένο γύρω από την ιερή του λίμνη· όπου οι θεοβομούνεοι Ινδουιστές συρρέουν σωρηδόν ίνα πλυθούν – «πλυθούν» με την αυστηρώς πνευματική έννοια βεβαίως, αφού ο Κηφισός μπροστά σε αυτήν την λίμνη φαντάζει λαγαρό, βουνίσιο ρυάκι. Επήρα το λοιπόν την κατηφόρα, και ελισσόμενος ανάμεσα στα στίφη των ανθρώπων και των αγελάδων, σύντομα έφτασα σε εκείνον τον πολύβουο δρόμο παρά την όχθη της λίμνης. Εκεί ήταν όλος ο τζέρτζελος και τα ξενοδοχεία. Θα είχα ρωτήσει σε δυο-τρία ήδη χωρίς επιτυχία συμφωνίας, όταν: «room, room» μού έκανε εκείνος ο μυστήριος τυπάκος που αίφνης ξεπετάχτηκε από ένα σχεδόν αόρατο, γωνιακό κατάστημα υφασμάτων. «100 rupees» τού ξηγούμαι στην στιγμή. «No problem – συγκατετέθη – follow me.» Τον παίρνω καταπόδας, το λοιπόν, και ύστερα από μία σύντομη περιπλάνηση στις λαβυρινθώδεις ρύμες του Πούσκαρ, αφιχθήκαμε στο ξενοδοχείο του Αλημπάμπα.
Με ωδήγησε ο Αλημπάμπας μέσω του μεσαυλίου, πάνω μία ετοιμόρροπη σκάλα και γύρω τον περιμετρικό εξώστη, και μού έδειξε το δωμάτιό μου. Αυτό ήταν κάπως στενόχωρο και αποπνικτικό, αλλά είχε κρεβάτι με στρώμα και ταράτσα ύπερθέν τού με υπέροχη θέα προς την λίμνη – εξάλλου για ένα δολάριο την ημέρα δεν είχα δικαίωμα παραπόνων. Το καλύτερο ήταν η ησυχία που το εχαρακτήριζε. Τέσσερα-πέντε δωμάτια ήταν όλα-όλα· και αυτά ως επί το πλείστον άδεια. Εξού και για την επόμενη εβδομάδα που κατέστησα εκεί το σπίτι μου, συνήθως ήμασταν εκεί μόνο εγώ κι ο Αλημπάμπας.
Καλό παιδί ο Αλημπάμπας. Το ξενοδοχείο εννοείται δεν τού άνηκε. Ήταν εκείνος ο κοντοπίθαρος μόρτης με την γερακίσια μύτη και την βαμμένη ξανθή ανταύγεια στο μαλλί που ήταν το αφεντικό. Αυτός ωστόσο ήλθε μόνο και κατέγραψε τα στοιχεία μου στο βιβλίο και εξαφανίστηκε. Ζήταμα κι αν τον ξαναείδα μια-δυο φορές από τότε. Τού Αλημπάμπα πάλι, καρφί δεν τού εκαιγόταν για το ξενοδοχείο. Αυτό ήταν το πρώτο πράμμα που μού εκίνησε το ενδιαφέρον σχετικά με την πάρτη του. Κατά τις δύο πρώτες ημέρες της παραμονής μου, ζήτημα εάν αλλάξαμε λόγο· και αυτό μόνο σαν τού εγύρευα κάτι ο ίδιος. Εν πλήρει αντιθέσει με πάντα άλλον ξενοδόχο που είχα πετύχει στο Ρατζαστάν, αυτός δεν προσεπάθησε ουδέποτε να μού πουλήσει ο,τιδήποτε. Μόνο καθόταν στην αυλή ολημερίς, βαθειά χαμένος στη κοσμάρα του.
Με-τα-πολλά, αφού είχαμε πιάσει και δυο κουβέντες, άρχισε να ξεθαρρεύει. Από την τρίτη μέρα και μετά ερχόταν συχνά-πυκνά να με εύρει. Όχι πάλι για να προσπαθήσει να μού πουλήσει κάτι, αλλά μόνο να μού κάνει τράκα ένα τσιγάρο και να μού ανοίξει κουβέντα. Καταγόταν από κάποιο μακρυνό χωριό του δυτικού Ρατζαστάν, και από μικρό παιδί εζούσε γυρολογικά από τόπο σε τόπο της Ινδίας, δουλεύοντας για στέγαση, φαΐ και χαρζτιλίκι. Μόλις είχε έλθει στο Πούσκαρ προ ολίγων εβδομάδων.
Δεν ήξερε κανέναν. Είχε έναν φίλο μόνο που εδούλευε σε κάποιο άλλο ξενοδοχείο δέκα-δεκαπέντε ταράτσες παραπέρα. Κατά διαστήματα τον επετύχαινα στην ταράτσα να μιλάει με τον άλλο στο τηλέφωνο, ενώ έκαναν και νοήματα ο ένας του άλλου ταυτόχρονα. «My friend is there, look!» μού έκανε με μια παιδιάστικη, αγαθή χαρά. Ήταν ντροπαλός και μοναχικός τύπος. Ήταν βασικά μουσουλμάνος – θεωρητικά τουλάχιστον· μου εξεμυστηρεύτηκε πως δεν προσεύχεται και δεν έχει πάει στο τέμενος από την παιδική του ηλικία. Όπως-και-νά-‘χει όμως, θαρρώ μία ινδουσιστική κοινωνία – ιδίως σε μία πόλη τοιαύτης ιερότητας – δεν είναι ιδιαίτερα καταδεκτική έναντι των αλλοθρήσκων – Πόσο μάλλον όταν δεν πρόκειται περί ματσωμένων Ευρωπαίων.
Είχε ανάγκη για κουβέντα και συναναστροφή ο φτωχός ο Αλημπάμπας. Και τι άλλο να έκανε άλλωστε. Δουλειά ελάχιστη είχε. Άντε να ψευτοκαθαρίσει κανα δωμάτιο, να κάνει και καναν καφέ (κουζίνα δεν είχαν), και κάθε απόγευμα ν’ ανέβει στην ταράτσα με την μαγκούρα να βαστήξει καραούλι για τις μαϊμούδες που κατά εκείνες τις ώρες επεδίδονταν σε ληστρικές επιδρομές ανά την πόλη. Κατά τα άλλα, εκωλοβαρούσε όλην την ώρα.
Όταν δεν ήταν ο φίλος του αγνάντι ή κανας θαμώνας να πούνε καμμια κουβέντα, η αγαπημένη του ασχολία ήταν το φέισμπουκ. Αυτό πρέπει να ήταν σχετικά καινούργια ανακάλυψη για τον Αλημπάμπα. Είχε προσθέσει καμπόσους λογαριασμούς-ρομπότ, κυρίως με φωτογραφίες πλουσιοστήθων και τουρλογλούτων Λατινοαμερικανίδων· οι οποίες του έστελναν καρδούλες, ερωτάκια και λοιπά εικονίδια, άντε και κανα «te amo», «te quiero» ή «me gustas». Και έστελνε κι αυτός με την σειρά του παρόμοια εικονίδια.
Όπως και η πλειονότητα των κατοίκων του Ρατζαστάν, να γράψει δεν κατείχε – όχι μόνο ισπανικά δηλαδή, που και δεν τα εμιλούσε άλλωστε, αλλά καμμία γλώσσα γενικά. Ερχόταν το λοιπόν σε μένα κάθε-λίγο-και-λιγάκι, και μού εγύρευε να τών γράψω εγώ για λογαριασμό του. Η όλη αυτή αλληλογραφική διαδικασία του έδινε μεγάλη χαρά· δεν ήθελα να τού την στερήσω. Έτσι και τού έγραφα κι εγώ κανα «te amo» ή ότι άλλο μού εζητούσε πού-και-πού.
Είχε επίσης προσθέσει και καναν δυο λογαριασμούς αληθινών Λατινοαμερικανίδων – από αυτές ωστόσο που η νοημοσύνη των δεν ξεπερνά αυτήν και των πιο χαζών ακόμη ρομπότ. Με αυτές εκάναμε αληθινή κουβέντα. Τών έλεγα να έλθουν στην Ινδία που είμαι πλούσιος απόγονος Μαχαραγιά (το πρώτο μόνο μού εζητούσε ο Αλημπάμπας· το δεύτερο το προσέθετα ο ίδιος), αλλά που να εύρει ο κακομοίρης τα λεφτά για τα εισιτήρια που τού εγύρευαν ύστερα.