Γυναίκες με μυριόχρωμα πέπλα και άνδρες με φουσκωτά τουρμπάνια ελίσσονταν σβέλτα αναμεταξύ τών. Φορτωμένα με οτιδήποτε, από μπαχαρικά μέχρι παλιοσίδερα, ιππήλατα και χειρήλατα καρότσια έκαναν το ίδιο. Οδηγοί σακαρακών κόρναραν ανυπόμονα στο κατόπι μίας εύσαρκης αγελάδας που αβίαστα σουλάτσαρε μες στην μέση. Σμάρια μυγών επέδραμαν στα προϊόντα που η τελευταία απέβαλλε στο διάβα της. Ισχνά αδέσποτα, γαλβανισμένα από το πληθωρικό οσφρητικό φάσμα, συνεισέφεραν στο εξίσου πληθωρικό ακουστικό με ένα σύστριγκλο γαβγισμάτων… Ήταν ένα τυπικό απόγευμα σε μία τυπική οδό του Πούσκαρ.
Παρατηρούσα από ένα τραπεζάκι στην ακροδρομιά, στο μαγειρείο μίας οικογένειας Σιχιστών, όπου συχνά δειπνούσα στην ιερή αυτή πόλη του Ρατζαστάν. Έπινα καφέ καθώς περίμενα να περάσει το πάνω-κάτω δίωρο που συνήθως τών έπαιρνε να ετοιμάσουν το — λόγω τοπικής απαγόρευσης κατανάλωσης κρέατος — χορτοφάγικό μου μπιριάνι.
Ένα ολοκαίνουργιο Toyota Corolla, που πάρκαρε απέναντι κατά το σύθαμπο, εισήγαγε αντίθεση στο σκηνικό και μού τράβηξε αμέσως την προσοχή. Εντονότερα ξεχώρισαν οι τέσσερις καλοντυμένοι άνδρες που εξήλθαν του οχήματος και πήραν σκόπιμα να διασχίζουν τον δρόμο γραμμή προς το μέρος μου.
Από πείρα, γνώριζα ότι, σε αυτά τα μέρη, σπάνια κανείς σε προσεγγίζει άδολα. Ιδίως δε με τέτοιες μουτσούνες — που μόνο με μαρκαδόρο δεν έγραφαν ενοχή στο κούτελο — προτού καλά-καλά με φτάσουν και μού ζητήσουν να καθίσουν μαζί μού, ήμουν βέβαιος πως προετίθεντο να με στοχεύσουν για κάποια κομπίνα. Κάτι, ωστόσο, στο φέρσιμο και την εμφάνισή των εξέφαινε έναν ασυνήθη κομπιναδόρικο επαγγελματισμό που μού φλόγισε την περιέργεια. Έτσι-και, όπως ικανοποιήσω την τελευταία και σκοτώσω την βαρεμάρα, αποφάσισα να παίξω το παιχνίδι των και τους προσκάλεσα με ζέση να με συντροφεύσουν.
Είχαν καταβάλλει αξιόλογη προσπάθεια να περάσουν για κόσμιοι και φραγκάτοι, ευυπόληπτοι πολίτες. Πρέπει να είχαν μόλις έλθει από κάποιον μπαρμπέρη που δεν έκανε τσιγκουνιές στον ζελέ και το αφτερσέιβ. Τα πουκάμισά των και τα λουστρίνια ήταν τόσο άψογα σιδερωμένα και στιλβωμένα, που αν κάποιος δεν τους έπαιρνε πρέφα, θα νόμιζε ότι πάνε σε γάμο. Το είχαν μόνο παρακάνει με τα ρολόγια, τις καδένες, και τα δαχτυλίδια, που έστω και πράγματι να ήταν χρυσά, τους έκαναν να μοιάζουν πιο γελοίοι παρά λεφτάδες. Μού συστήθηκαν με τέσσερα προφανώς ψεύτικα, κοινά ινδικά ονόματα: Καμπίρ, Βιρ, Νικές, και Κατζού.
Ο Καμπίρ ήταν ο μπράβος της συμμορίας· αρκουδάνθρωπος, με μία βαθιά χαρακιά στο μάγουλο. Το κοστούμι και η κόμμωση δεν επαρκούσαν για να αποκρύψουν το αφυές και μοχθηρό του βλέμμα, το οποίο πρόδιδε έναν μπουνταλά άνθρωπο ειδικευμένο στην βία και τον εκφοβισμό. Ουδέποτε εξέφερε λέξη. Αμφιβάλλω εάν καταλάβαινε και καμμία στα αγγλικά. Καθόταν σοβαρός κι ακίνητος, προσποιούμενος πως δίνει προσοχή στα λεγόμενα. Περίμενε να παίξει τον ρόλο του σε κάποια ύστερη φάση της επιχείρησης. Και ήταν σε ετοιμότητα να επέμβει εν περιπτώσει που απαιτείτο έκτακτη μυϊκή δράση.
Ο Βιρ ήταν μαθητευόμενος· άβγαλτο, αμούστακο αγόρι. Τα αγγλικά του ήταν καλά, και τα εξασκούσε πρόθυμα, δοκιμάζοντας σε μένα την αναγκαία για την μελλοντική του καριέρα ως απατεώνας επιδεξιότητα στην πειθώ και την χειραγωγία. Προς το παρόν, όμως, δεν ήταν παρά ένας ασυγκέντρωτος ερασιτέχνης. Τω μεταξύ χαιρόμενος των συνεργών του την αγανάκτηση, εμπρόθετα τού διηγούμουν τρελές, περιπετειώδεις ιστορίες, τις οποίες αγρικούσε απορροφημένος και τροφοδοτούσε με απορίες, λησμονώντας προς στιγμήν ολωσδιόλου την αποστολή των. Ήταν καλό παιδί κατά βάθος, και μάλλον κατέληξε με αυτούς τους λεμέδες μέσω δυστυχών συγκυριών. Δεν θα πετύχαινε στην ζωή του εάν δεν άλλαζε επάγγελμα.
Ο Νικές ήταν ο αρχηγός· ο γηραιότερος, με τα περισσότερα δαχτυλίδια και το ακριβοφανέστερο ρολόι. Ήξερε καλά αγγλικά, αλλά τα λόγια του ήταν μετρημένα. Καθόταν σιωπηλός, βαρύς, περίσκεπτος, συμμετέχοντας μονάχα στρατηγικά στην συζήτηση κατά αραιά διαστήματα.
Ο Κατζού ήταν ο εκπρόσωπος· ο κατ’ εξοχήν ομιλητής, με τον οποίον στο εξής σχεδόν αποκλειστικά συνεννοούμουν. Τα αγγλικά του ήταν άριστα και η ευγλωττία του χειμαρρώδης. Εργαζόταν μεθοδικά, εκφράζοντας τις δηλώσεις του με τρόπο δήθεν αυθόρμητο, διατυπώνοντας τις ερωτήσεις του έμμεσα και πονηρά, και έχοντας όλες τις απαντήσεις έτοιμες κάτω από την γλώσσα του.
Κατά την αρχική μας αυτή συνάντηση, δεν μού δηλοποίησε ακόμη τον σκοπό των· εξιτάροντας ούτως περαιτέρω την περιέργειά μου. Εστίασε μόνο στην προεργασία, η οποία επεδίωκε δύο στόχους…
Κατά πρώτον, επιζητούσε πληροφορίες περί του ατόμου μου. Τον διευκόλυνα σε μεγάλο βαθμό. Παίζοντάς το όσο πιο φιλικός και αφελής μπορούσα, τού έδωσα όλες τις απαντήσεις που ειδυλλιακά περίμενε να ακούσει:
«Είμαι από Ελλάδα αλλά μένω μόνιμα Σουηδία… Ήλθα Ινδία πριν δύο μέρες, πρώτη φορά, τουρίστας… Δουλεύω στο διαδίκτυο και βγάζω πολλά λεφτά… Πολλά, μην ψάχνεις… Όχι, ποτέ δεν χρησιμοποιώ ταξιδιωτικούς οδηγούς· προτιμώ να γνωρίζω στον δρόμο καλούς ανθρώπους — σαν εσάς λόγου χάρη — και να πηγαίνω με την ροή…»
Κατά δεύτερον, πάσχιζε να παρουσιάσει εαυτόν και συνεταίρους ως επιτυχημένους επιχειρηματίες και αξιόπιστους νοικοκυραίους…
Κατάγονταν και οι τέσσερις από το Γκουτζαράτ, αλλά ήταν τόσο πολυάσχολοι που σπάνια έβλεπαν σπίτι. Αυτοθυσιάζονταν όπως εξασφαλίσουν άνετα γεράματα για τους γονείς των και στείλουν τα παιδιά των στα καλύτερα σχολεία. Δούλευαν για μία κολοσσιαία πολυεθνική. Μολονότι προσωρινά υπεξέφυγε να μού γνωστοποιήσει αυτής τις ακριβείς δραστηριότητες, ηρέσκετο να προφέρει την λέξη εταιρία το κατά δύναμιν συχνότερα και στομφωδέστερα.
Γυρνούσαν συνεχώς σε επαγγελματικά ταξίδια σε διάφορες ασιατικές και ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και ανά την Ινδία. Τέτοιες υποθέσεις τους είχαν τώρα φέρει στο Πούσκαρ. Σε μία πόλη όπου εγώ διέμενα για δύο δολάρια την βραδιά και αμφιβάλλω εάν διέθετε κάποιο κατάλυμα ακριβότερο από 30-40 δολάρια, η εταιρία πλήρωνε 115 δολάρια για εκάστου το ιδιωτικό δωμάτιο.
Προς μεγάλη του έκπληξη και χαροποίηση, αφότου τον ενημέρωσα ότι σε λίγες ημέρες προτίθεμαι να ανέβω στο Χιμάτσαλ Πραντές, με την σειρά του με ενημέρωσε ότι, όλως συμπτωματικώς, κείσε ακριβώς είναι ο επόμενός των προορισμός. Με πλέρια γενναιοδωρία, προσφέρθηκαν να με πάρουν μαζί δωρεάν.
Έτσι ανταλλάξαμε αριθμούς και συμφωνήσαμε να γευματίσουμε αύριο παρέα να κανονίσουμε τις λεπτομέρειες της αναχώρησης…
Βρεθήκαμε το μεσημέρι στων Σιχιστών. Νόμιζα θα τρώγαμε εκεί. Μα τελικά μού πρότειναν να μπω στο αμάξι να πάμε σε ένα άλλο, γαμάτο μέρος που ήξεραν. Γύρευαν προφανώς ησυχία για να μού ρίξουν την πρόταση ανενόχλητοι· καθώς και ερημιά για να την κοπανήσουν εύκολα εάν κάτι πήγαινε στραβά… Βγήκαμε από την πόλη και καταλήξαμε σε ένα άδειο κηπεστιατόριο στην άκρη του δρόμου.
Χωρίς πολλές-πολλές καθυστερήσεις, μού απεκάλυψαν επιτέλους τα καθέκαστα της πολυλογημένης εταιρίας… «Γίγαντας στον χώρο του εμπορίου κοσμημάτων… Εξαγωγές κοντέινερ χρυσαφικών και πετραδιών… Γραφεία σε τόσες χώρες που έχει χαθεί ο λογαριασμός… Χιλιάδες υπάλληλοι…» Γούρλωσα τα μάτια αρμοζόντως προς έκφραση κατάπληξης και θαυμασμού.
Ακολούθησε η επαγγελματική πρόταση… Ήμουν απίστευτα τυχερός που, μετά από σύσκεψη, αποφάσισαν ομόφωνα ότι θα αποτελούσα ιδανικό συνεργάτη της εταιρίας. Έκριναν ότι πληρούσα όλες τις προδιαγραφές όπως βοηθήσω με την εξαγωγή κοσμημάτων στην Ευρώπη, κερδίζοντας κατά την διαδικασία μία περιουσία για την πάρτη μου. Να φανταστώ, ένας άλλος Έλληνας με τον οποίο συνεργάζονταν είχε τώρα αγοράσει βίλα στην Γκόα. Και έτσι άρχισαν οι διαπραγματεύσεις…
Επέδειξα αρχικά λίγη καχυποψία, να μην φανώ τόσο υπόπτως βλάκας που θα χαλούσα το παιχνίδι… «Γιατί εγώ; Τι ακριβώς μπορώ να προσφέρω σε αυτές τις εξαγωγές που αξίζει τέτοια αμοιβή;»
Τον άφησα να πετάξει λίγες χαζομάρες, και τον διέκοψα προς αρωγή: «Σας κατάλαβα!» ξεφώνισα, καρφώνοντάς τού ένα βλέμμα διαπεραστικό μέσα στα μάτια. Σκίρτησε άβολα και ανασηκώθηκε ελαφρώς στην καρέκλα. «Εδώ παίζει παγαποντιά!» συνέχισα, και τού έδωσα λίγα δευτερόλεπτα να χαρώ τις αστείες, μουγγές του αντιδράσεις πριν τον καθησυχάσω: «Έλα, μην το αρνείσαι, κάνετε φοροδιαφυγή!» Χαλάρωσε εμφανώς στον πρώτο βαθμό και πήρε να τα μασάει μέχρι που τον χαλάρωσα τελείως: «Κοίταξε, είμαι μέσα, μα ξέρεις, παίζουμε επικίνδυνα, και πρέπει να ανταμειφθώ καταλλήλως.»
Παραδέχθηκε ότι φοροδιαφεύγουν, αλλά με εφησύχασε. Δεν διέπρατταν κάποια παρανομία· εκμεταλλεύονταν μόνο μία νομική τρύπα που επέτρεπε σε αλλοδαπούς να εξάγουν αφορολόγητα μία χ ποσότητα χρυσού κάθε ένα χ χρονικό διάστημα υπό συγκεκριμένους περίπλοκους όρους που φροντίζει η ομάδα δικηγόρων της εταιρίας. Μα φυσικά, τώρα εξηγήθηκαν τα πάντα και και υποχώρησε πας ενδοιασμός.
Κανονίσαμε τα οικονομικά και συνάψαμε συμφωνία. Αύριο κιόλας το πρωί, θα κινούσαμε όλοι μαζί για Νέο Δελχί. Θα πηγαίναμε στο ταχυδρομείο, και χωρίς να πληρώσω τίποτε ο ίδιος, θα απέστελλα ένα δέμα στην Σουηδία. Ύστερα, θα με οδηγούσαν σε ένα πολυτελές δωμάτιο ξενοδοχείου, πληρωμένο από την εταιρία, να περιμένω λίγες ημέρες μέχρι να ολοκληρωθεί η παράδοση. Τέλος, θα τσέπωνα τα φράγκα, και θα φεύγαμε παρέα για Χιμάτσαλ Πραντές, όπου θα πηγαίναμε σε ένα VIP πάρτι με κόκες και γκόμενες να γλεντήσουμε προτού σχεδιάσουμε την επόμενη μπίζνα. Σφίξαμε γερά τα χέρια και μπήκαμε στο αμάξι να γυρίσουμε στην πόλη να πάω να ετοιμαστώ.
Α ναι, επίσης — παραλίγο να το ξεχάσουν — οι δικηγόροι θα χρειάζονταν να γνωρίζουν το υπόλοιπο του τραπεζικού μου λογαριασμού· επειδή βάσει αυτού θα καθοριζόταν η μέγιστη αξία εμπορεύματος που νόμιμα δικαιούμαι να εξάγω, και επειδή μέσω αυτού θα απεδείκνυα ότι πλήρωσα ο ίδιος για τα κοσμήματα σε τυχόν τελωνειακό έλεγχο, και διάφορες τέτοιες ασυνάρτητες αιτιολογήσεις. Στην πραγματικότητα, εννοείται ότι χρειάζονταν αυτήν την πληροφορία όπως ξέρουν τι ποσό θα επιχειρούσαν να μού αποσπάσουν. Έκρινα 50.000 ευρώ ως επαρκώς δελεαστικό μα ανυπόπτως μετριοπαθές δόλωμα. Τα μάτια των στραφτάλισαν.
Αυτό που δεν ήξερα ακόμη ήταν το πώς ακριβώς απέβλεπαν να μού πάρουν τα χρήματα. Το έμαθα το ίδιο απόγευμα, σαν επέστρεψα στο πανδοχείο, με μία γρήγορη αναζήτηση στο διαδίκτυο. Ήταν κοινότοπη λαμογιά· τα αποτελέσματα έβριθαν με προειδοποιήσεις και αναφορές τουριστών που την είχαν πατήσει. Απογοητεύτηκα λίγο. Περίμενα κάτι πιο έξυπνο και εκλεπτυσμένο από ωμή βία. Οι τύποι σκόπευαν κυριολεκτικά να με απαγάγουν.
Αμέσως μόλις, μετά την ταχυδρόμηση, έμπαινα στο ξενοδοχείο — που όχι μόνο πολυτελές δεν θα ήταν, αλλά ούτε καν ξενοδοχείο — θα λάμβανα κλήση από έναν δήθεν αστυνομικό. Θα με ενημέρωνε ότι κατηγορούμαι για λαθρεμπόριο, και εφόσον δεν επιθυμούσα να καταλήξω σε κάποια ινδική ειρκτή, όφειλα να καταβάλω πρόστιμο συμπτωματικά ίσο του τραπεζικού μου υπολοίπου. Οι συνέταιροί μου θα φρόντιζαν να με κρατήσουν παγιδευμένο στο δωμάτιο μέχρι να με πείσουν να πληρώσω με ψηστήρι, φοβέρα, και εν ανάγκη ξύλο.
Η ώρα που είχαμε κανονίσει το αυριανό μας ραντεβού παραήταν πρωινή. Διά τούτο και ήμουν απασχολημένος στο κρεβάτι μου, παρακολουθώντας τα τελευταία, ζωηρά ονειρικά μου επεισόδια. Σαν εν τέλει ξύπνησα, είχα δεκάδες αναπάντητες και μηνύματα. Πήρα πίσω ευθέως:
«Χίλια συγνώμη, Κατζού! Ντρέπομαι τόσο! Δεν βρίσκω λόγια να δικαιολογηθώ! Μα δεν θα πιστεύσεις τι συνέβη! Έλα να συναντηθούμε για μεσημεριανό και θα εξηγήσω τα πάντα!»
Βρεθήκαμε και καταλήξαμε σε ένα άλλο απόμερο εστιατόριο.
«Κοιτάξτε, παιδιά… Εκτιμώ πολύ την συνεργασία μας. Μού προσφέρατε μία σπάνια ευκαιρία και είμαι από καρδιάς ευγνώμων. Είμαι ένθερμα πεπεισμένος ότι εμείς, μαζί, θα κάνουμε μεγάλες μπίζνες στο μέλλον. Αλλά πρωτίστως, σας θεωρώ φίλους. Γι’ αυτό και θα είμαι ειλικρινής μαζί σάς. Τα λεφτά που εχθές είπα πως έχω στον τραπεζικό μου λογαριασμό… δεν τα έχω-
«Περίμενε! Δεν σού είπα ψέματα. Έπρεπε μέρες-τώρα να είχα πληρωθεί πενήντα χιλιάρικα που μού χρωστάει το αφεντικό για ένα πρότζεκτ. Δουλεύουμε χρόνια μαζί. Ποτέ πριν δεν είχε καθυστερήσει πληρωμή. Είναι τίμιος άνθρωπος. Ήμουν σίγουρος πως τα λεφτά είχαν μπει. Σήμερα μόλις το πρωί συνειδητοποίησα πως δεν είχαν. Μιλήσαμε τότε, και μού είπε ότι παίζει τεχνικό πρόβλημα με το λογισμικό πληρωμών. Το ΙΤ δουλεύει διπλοβάρδιες να το διορθώσει. Θα το λύσουν ανά πάσα στιγμή. Μπορεί και να έχω ήδη πληρωθεί τώρα καθώς μιλάμε. Μα μού εγγυήθηκε τρεις μέρες το αργότερο-
«Ναι, φυσικά, έπρεπε να είχα έλθει το πρωί και να σηκώσω το τηλέφωνο. Μα τι να πω, κόλλησα, ντράπηκα… ξευτίλα… Η αλήθεια είναι πως έφαγα πολλά τελευταία και προς το παρόν είμαι πρακτικά άφραγκος. Πού να ερχόμουν να πάμε Δελχί; Ίσα που έχω τώρα να πληρώσω αυτό το φαΐ, και μετά μού μένουν μόνο να αγοράσω ρύζι να μαγειρεύω σπίτι να την βγάλω τρεις μέρες αν χρειαστεί-
«Μα ναι, σίγουρα, εκατό τοις εκατό, ούτε ίχνος αμφιβολίας… Τι, παιδιά είμαστε; Σού λέω, μπορεί αύριο, μπορεί μεθαύριο… αν όχι, την επομένη στάνταρ… Οπότε, αν δεν έχασα αμετάκλητα την εμπιστοσύνη σας και με θεωρείτε ακόμη άξιο συνεργάτη της εταιρίας, δώσ’ μού αυτές τις μέρες να πληρωθώ, και φύγαμε για Δελχί!…
«Ώπα ναι, και — με-αυτά-και-με-αυτά, παραλίγο να το ξεχάσω… Μιλούσα οψές με ένα φιλαράκι στην Σουηδία για την εταιρία, και μού είπε ενδιαφέρεται να επενδύσει και αυτός. Αυτές τις μέρες, θα μού στείλει να τσοντάρει κι άλλα τριάντα χιλιάρικα να αυξήσουμε το κεφάλαιο!»
Με εξέπληξε η ευκολία με την οποία μάσησαν την καθεμία μαλακία που μού κατέβηκε στο κεφάλι. Όχι μόνο έδειξαν κατανόηση — «συμβαίνουν αυτά» — και συμφώνησαν να αναβάλουν άλλες πιέζουσες επαγγελματικές υποχρεώσεις για να με περιμένουν να μού δώσουν άλλη μία ευκαιρία — καθότι είμαι καλό παιδί και με πάνε και έχω προοπτικές που είναι κρίμα να πάνε χαμένες — αλλά προσέτι, προσφέρθηκαν και να με υποστηρίξουν στις οικονομικές μου δυσκολίες.
Μού πλήρωσαν αυτό το φαγητό. Την επομένη βρεθήκαμε δις και μού ξηγήθηκαν γεύμα και δείπνο. Μετά από επιμονή — «όχι, παιδιά, δεν μπορώ να τα δεχθώ, έχετε ήδη κάνει τόσα για μένα… καλά, αφού επιμένεις» — μού έδωσαν και χαρτζιλίκι για τσιγάρα.
Ήμουν μόνο κάθετος στην άρνησή μου έναντι της προσφοράς των να μού πληρώσουν καλύτερο δωμάτιο — «σε καμμία περίπτωση, έχουμε και μία περηφάνια, εξάλλου έχω προπληρώσει». Σκέφτηκα πως θα μπορούσα να εκμεταλλευτώ λίγη περισσότερη, τζάμπα άνεση, μα δεν τους ήθελα μες στα πόδια μου. Ήμουν καλά εκεί που ήμουν, στην παλαιά πόλη, που δεν χωρούσε αμάξι να με φέρουν σπίτι και βεβαιωνόμουν εύκολα πως δεν με παρακολουθούν με τα πόδια.
Την μεθαυριανή βρεθήκαμε τελευταία φορά για γεύμα. Είχαμε κανονίσει τελευταίο δείπνο προτού αναχωρήσουμε το πρωί για την πρωτεύουσα, και σκόπευα να πάω να φάω καλά και να σπάσω λίγη τελευταία πλάκα, μα τελικά βρήκα καλύτερη ασχολία. Εξού και, λίγο πριν το ραντεβού, τον κάλεσα να ενημερώσω:
«Έλα, Κατζού, πήρα να σού πω δεν θα μπορέσω να βγω απόψε. Προέκυψε επείγουσα δουλειά και πρέπει να την τελειώσω οπωσδήποτε προτού φύγουμε το πρωί.»
«Αχά, μα φεύγουμε το πρωί σίγουρα, ναι;»
«Βέβαια, τα είπαμε αυτά. Αύριο πρωί-πρωί είμαστε στον δρόμο. Πληρώθηκα κιόλας, τώρα δα πριν μία ώρα.»
«Πολύ ωραία, πολύ ωραία!»
«Α, και μού είπε ο φίλος θα μού στείλει νωρίς αύριο εξπρές το τριανταχίλιαρο. Θα έχει μπει μέχρι να φτάσουμε Δελχί.»
«Τέλεια, τέλεια!»
«Μα ξέρεις… Εγώ σας γνωρίζω, δεν ανησυχώ. Αυτός όμως δεν σας έχει δει ποτέ… Έχει κάποιες επιφυλάξεις.»
«Χμ, καταλαβαίνω. Μα τού εξήγησες ότι τα λεφτά θα είναι στον λογαριασμό σου; Θυμάσαι ότι χρειάζονται μόνο για επίδειξη σε περίπτωση τελωνειακού ελέγχου; Δεν θα πληρώσετε τίποτε. Καθησύχασέ τον.»
«Ναι, ναι, προσπάθησα. Τού ανέλυσα τα πάντα, αλλά είναι πολύ δύσπιστος· ζει συνέχεια μες στην παράνοια· νομίζει πως όλοι θέλουν να τον κλέψουν. Θέλει καλά-και-ντε να κοιτάξει μόνος του στον ιστοχώρο της εταιρίας…
Παύση…
«Μιλάμε για μία εταιρία-μαμούθ. Πρέπει να έχει ιστοχώρο, ναι;»
«Βεβαίως, εξυπακούεται έχει. Θα σού τον στείλω σε λίγο, το βραδάκι.»
«Άριστα. Κι εγώ θα την στείλω σε αυτόν να ηρεμήσει… Α ναι, και επίσης μού ζήτησε έναν σύνδεσμο για αυτόν τον νόμο που μού έλεγες· αυτόν που αλλοδαποί μπορούν να αποστείλουν αφορολόγητα κοσμήματα.»
«Τι! Πού να το βρω αυτό;»
«Τι πού να το βρεις; Λες ισχύει νόμος που λέει το-και-το. Ο ινδικός νόμος πρέπει να είναι κάπου δημοσιευμένος, όχι;»
Εδώ άρχισε να χάνει την ψυχραιμία του…
«Τι μού λες τώρα ρε φίλε! Ποιος ινδικός νόμος; Δεν υπάρχει ινδικός νόμος!»
Τούτο ήταν το αποκορύφωμα: Δεν υπάρχει ινδικός νόμος (!)
«Καλά, καλά, εντάξει. Άσ’ το τότε αυτό… Θέλει όμως και κάτι τελευταίο. Επέμεινε ιδιαιτέρως να του στείλω , καλού-κακού, φωτογραφίες των διαβατήριων σας.»
Εδώ τα πήρε στο κρανίο.
«Πας καλά ρε φίλε! Δεν μπορούμε να δώσουμε φωτογραφίες των διαβατηρίων μας σε έναν άγνωστο. Πού ξέρουμε τι μπορεί αυτός να κάνει με αυτές! Είμαστε σοβαροί; Ξέρεις τι… Πες τού φίλου σου ότι αν θέλει να μας εμπιστευτεί, καλώς· αν όχι, αυτός χάνει. Θα κάνουμε την μπίζνα μόνοι, εμείς κι εσύ.»
«Θα μπορούσαμε… Μα έτσι που μού τα λες τώρα, υποψιάζομαι κι εγώ. Γιατί φοβάσαι να στείλεις διαβατήριο; Νόμιζα ήσασταν φερέγγυοι επιχειρηματίες. Δεν πιστεύω να είστε από εκείνους τους ελεεινούς λωποδύτες-»
Μού το έκλεισε στα μούτρα και δεν ξανακάλεσε.