Παρέλαβα την βίζα εισόδου μου στην Τανζανία επί τόπου στο γραφείο μετανάστευσης, και ηύρα πάλι το λεωφορείο ― που για καλή μου τύχη με περίμενε, μιάς-και ήμουν, από ώρα ήδη, ο μόνος καθυστερημένος επιβάτης. Απελογήθην στον οδηγό, εξηγώντας τού τα παρατράγουδα που είχα στο γραφείο μετανάστευσης της Ζάμπιας, και πήδηξα στο όχημα. Αρχίσαμε αμέσως να οδεύουμε πλέον βορειοανατολικότερα μέσα σε αυτήν την καινούργια για μένα χώρα.
Καμμια-δυό ώρες μετά, αφιχθήκαμε και κάναμε στάση στην Μπέγια: την πρώτη πόλη που ευρισκόταν στον δρόμο μας. Όλα εκεί μού φάνταζαν πολύ διαφορετικά απότι είχα συνηθίσει σε όλες τις προηγούμενες αφρικανικές χώρες απ’ όπου είχα ήδη περάσει. Όλα μού φάνταζαν κάπως πιο… αφρικανικά. Μεγάλη μερίδα των ανθρώπων ήταν ενδεδυμένοι σε παραδοσιακές φορεσιές αντί ευρωπαϊκών. Το ξύλο και ο πηλός έδειχναν να προτιμώνται ως οικοδομικά υλικά. Γυναίκες πηγαινοέρχονταν με καλάθια ισορροπημένα στα κεφάλια.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Έχοντας ξεμείνει από σπίρτα, προσέγγισα ένα μικρό, καμωμένο από κλαδιά καλύβι που εκτελούσε χρέη καταστήματος. «A matchbox please» γύρευσα τής παχιάς μαγαζατόρισσας. Άπραγη έμεινε αυτή να κοιτάει μειδιώντας, μία εμένα, μία τους λοιπούς παρευρισκομένους· οι οποίοι με θωρούσαν κι αυτοί μειδιώντας χαύνως. «Do you have a matchbox?» γύρευσα εκ νέου, περιφέροντας το βλέμμα μου γύρω-γύρω, από τον έναν στον άλλον. Μα κανείς δεν προέβη σε καμμία αντίδραση· πέρα κάποιων ανεπαίσθητων χαχανισμάτων. «Matches, matches, matches» πήρα να επαναλαμβάνω συνεχόμενα· κάνοντάς τών παράλληλα επίδειξη του ανάμματος ενός σπίρτου με παντομίμα. «Έεεε, μέτσι!» πρόφερε επιτέλους η μαγαζατόρισσα, και σε δύο στιγμές μού έτεινε ένα σπιρτόκουτο· ενώ οι λοιποί θεατές είχαν όλοι μαζί ξεσπάσει σε ιλαρά γέλια.
Μόλις είχα συνειδητοποιήσει ότι η αγγλική, η γλώσσα που ― όντας ευρέως ομιλουμένη και κατανοήσιμη σε όλες τις χώρες της νοτιότερης Αφρικής ― είχε αποτελέσει το κύριο επικοινωνιακό μου μέσο μέχρι στιγμής, αποδώ και στο εξής δεν θα μού ήταν και τόσο χρήσιμη. Είχα εισέλθει στην περιοχή της ανατολικής Αφρικής. Εδώ, η λινγκουαφράνκα δεν ήταν πλέον τα αγγλικά, αλλά τα κισουαχίλι.
Έχοντας, λοιπόν, μόλις μάθει την πρώτη μου λέξη (mechi) στα κισουαχίλικα, χρησιμοποίησα τα μόλις αποκτηθέντα μέτσια μου για να ανάψω ένα τσιγάρο. Εκεί στεκούμενος στην άκρη του δρόμου μέχρι να αναχωρήσουμε, ήταν που θα μάθαινα και την δεύτερή μου λέξη. Διέκρινα έναν τύπο να με σιμώνει με μία μοτοσυκλέτα, φωνάζοντάς μού «πικιπίκι πικιπίκι!»
«Πικιπίκι;» τού έκανα, στρέφοντας την παλάμη μου δηλώνοντας απορία σαν σταματούσε μπροστά μού. «Έεεε, πικιπίκι!» μού έκανε κι αυτός, δείχνοντάς μού την μοτοσυκλέτα του. Τα πικιπίκια ήταν εκείνες οι μικρού κυβισμού, ινδικής συνήθως κατασκευής μοτοσυκλέτες που κατέκλυζαν την κάθε πόλη και χωριό της Τανζανίας και εξυπηρετούσαν ως ταξιά.
Όσο για εκείνο το βαθύφωνο και μακρόσυρτο «έεεε», σύντομα θα καταλάβαινα ότι αποτελούσε αναπόσπαστο μόριο της συνεννόησής των. Μεταξύ των πολλών του χρήσεων, που περιελάμβαναν κατάφαση και συμφωνία, ήταν επίσης και η δήλωση προσοχής στα λεγόμενα του άλλου. Κάθε φορά που κάποιος θα μού μιλούσε ― άσχετο σε ποια γλώσσα ― μετά από κάθε πρόταση θα έκανε και μία παύση. Θα συνέχιζε μόνο αφότου θα τού είχα αποκριθεί «ναι, σε ακούω» στην σχετική του ερώτηση, την οποία θα εξέθετε μετά από λίγα δευτερόλεπτα βουβής αναμονής. Μού πήρε κάμποσο καιρό να καταλάβω ότι έπρεπε να αποκρίνομαι με ένα «έεεε» σε κάθε πρόταση που ολοκλήρωναν, ώστε να συνεχίσουν παρακάτω.