Το πιο κοινό ανθρώπινο χαρακτηριστικό μάλλον είναι η ελπίδα. Υπάρχουν άνθρωποι με ένα πόδι, τέσσερα χέρια, δύο κεφάλια… μα δύσκολα φαντάζεται κανείς άνθρωπο που δεν ελπίζει.
Η ελπίδα είναι βασικά αυτό που βιώνει κάποιος όταν τα πρακτικά του μέσα δεν επαρκούν ώστε να επιφέρουν μία επιθυμητή αλλαγή στην πραγματικότητα. Η επιθυμία μας αυτή να καθορίσουμε την πραγματικότητα διαχέεται σε ένα νοητικό φάσμα το οποίο αποκαλούμε ελπίδα. Η κλίμακα στην οποία μετράται το πόσο πιθανή είναι η εκάστοτε επιθυμητή αλλαγή ονομάζεται χρόνος. Όσο πιο απίθανη είναι η ποθούμενη αλλαγή, τόσο πιο έντονη είναι η ελπίδα.
Οι πιο ανέφικτες των επιθυμιών – όπως η αθανασία, παντοδυναμία, παγγνωσία, παμπαρουσία – επιγεννούν την απόλυτη ελπίδα: το θείο. Όσο τα πρακτικά μέσα για την τέλεση τοιαύτων πόθων λείπουν, η ελπίδα εκφράζει τους πάντοτε υπολανθάνοντες αυτούς ίμερους μέσω συμβολισμού.
Το ποία μορφή δύναται να προσλάβει το σύμβολο περιορίζεται μόνο από την φαντασία: έναν βράχο, έναν βράχο αναγεγλυμμένο σε μορφή αγελάδας, μία συστάδα θεμελιωμένες γεωμετρικά πέτρες, ένα κλαδί, μία τάβλα ζωγραφισμένη με ένα ανθρώπινο πρόσωπο, έναν πεπιεσμένο φλοιό δένδρου γεωμετρικά αποτυπωμένο με εκκρίματα θαλάσσιων μαλακίων, το προστατευτικό επικάλυμμα κάποιου θηλαστικού… ή – συνδυασμός των τελευταίων – ακόμη και ένα απόκομμα χαρτί ραμμένο μέσα στο δέρμα μιας αγελάδας· όπως καλή ώρα στην περίπτωση του Γκίρι Γκίρι: του πιο θαυματουργού μαγικού φυλαχτού περί του οποίου έχω ποτέ μού ακούσει.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα για το Γκίρι Γκίρι…
Ήταν μία νύχτα με ισχνό φεγγάρι στην δυτικοαφρικανική ακτή. Το αμυδρό σεληνόφως φέγγιζε αχνά τα ρηχά απόνερα του τενάγους κάτω από την γέφυρα.
Ήταν μία ιδιαίτερη γέφυρα. Μισό χιλιόμετρο περίπου σε μήκος, στερεωμένη πάνω από την λάσπη σε κορμούς δένδρων, ένωνε την αφρικανική ακτή με ένα μικροσκοπικό κοχυλονήσι επ’ ονόματι Φαντιούθ. Το νησάκι αυτό διατηρεί μία ζωηρή κοινότητα ανθρώπων χτισμένη πάνω σε έναν όγκο από ξεβρασμένα όστρακα.
Αξιοσημείωτο γεγονός είναι το ότι αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από Χριστιανούς, ανοικτά μίας πλειοψηφικώς συντριπτικά μουσουλμανικής ακτής. Ίσως πρόγονοι αυτών κατέφυγαν εκεί κατά την διάρκεια θρησκευτικών διαμαχών…; Ίσως πρόγονοί των εγκαταστάθηκαν εκεί προ της αφίξεως του Ισλάμ να κάνουν δουλεμπορικές μπίζνες με τους Ευρωπαίους…;
Σε ένα μικρότερο νησάκι, επίσης γεφυρωμένο με το Φαντιούθ, βρίσκεται ένα από τα ελάχιστα κοινά χριστιανικά-μουσουλμανικά νεκροταφεία στον πλανήτη.
Τέλος πάντων… Το τι κάναμε εκεικάτω;
Είχαμε βρεθεί εκεί κάπως στο άσχετο. Είχαμε ξεκινήσει το πρωί με έναν φίλο από Ντακάρ να φτάσουμε με κάποιον τρόπο σε μία εξωτική σενεγαλέζικη παραλία. Μας πέταξε το λεωφορείο σε μία ξεκάρφωτη πόλη ονόματι Τζοάλ, απόπου υπετίθετο θα πιάναμε κανα επταθέσιο για την παραλία. Οι Τζοαλέζοι μάς είπαν ότι θα φύγει κάποιο κατά το ηλιοβασίλεμα. Επίσης μάς γνωστοποίησαν την ύπαρξη του Φαντιούθ. Μιας-και είχαμε κάμποσες ωρίτσες αναμονής, λέμε πάμε να δούμε τι γίνεται κι εκειπέρα.
Περπατήσαμε φορτωμένοι τα 6-7 χιλιόμετρα μέχρι το νησί. Ωραία ήταν. Τα περπατήσαμε και πάλι πίσω… Μέσο να κινήσουμε ποθές δεν βρήκαμε· δωμάτιο να κοιμηθούμε δεν βρήκαμε· χώρια από επιθετικούς ανθρώπους, τίποτε δεν βρήκαμε… Έτσι και την λιγόφωτη εκείνη νύχτα – έχοντας συνολικά κλείσει τα 15 χιλιόμετρα περπάτημα και οδεύοντας προς τα 20 – διασχίζαμε την γέφυρα πίσω προς το Φαντιούθ.
Νωρίτερα που ήμασταν εκεί – καθώς τρώγαμε κάτι ψάρια και χαζεύαμε τον ήλιο να χαμηλώνει – είχαμε πιάσει κουβέντα με έναν τυπάκο – και την προοριζόμενη για παντρειά αδελφή του – που μάς είπε «αν δεν βρείτε τίποτε, ελάτε να κοιμηθείτε σε μένα».
Κάπου καταμεσής της γέφυρας, διασταυρωνόμαστε με μισή ντουζίνα αλάνια. «Μον αμί» τού κάνουμε του ενός. «Κατέχεις μήπως τον τάδε;»
Ήταν ξάδελφός του (βεβαίως ήταν· οι μόνοι που δεν είναι ξαδέλφια κειπέρα είναι αυτοί που είναι αδέλφια). Τού εξηγήσαμε την κατάσταση· πως θέλαμε να κοιμηθούμε κτλ… Αλλά αυτόν τον ανησυχούσε άλλο πράμμα.
Επέμενε να έλθουμε μαζί τών σε κάτι αγώνες σενεγαλέζικης πάλης. Με-τα-πολλά, αυτός μας έπεισε να έλθουμε παρέα, και εμείς τον πείσαμε να πάμε πρώτα μαζί στο νησί να αφήσουμε τους σάκους στον ξάδελφο. Έτσι το λοιπόν, σιμά μεσάνυχτα, πήραμε την εξαχιλιομετράδα για τέταρτη φορά.
Ο λόγος για τον οποίο αρχικά δεν ήμουν τόσο ενθουσιασμένος για αυτήν την εκδήλωση ήταν το πως δεν είχα καταλάβει καλά περί τινός πρόκειται. Σαν πλησιάσαμε και αντίκρισα, άρχισα να ενθουσιάζομαι…
Είδα μία έκταση όχι πολύ μικρότερη από ποδοσφαιρικό γήπεδο και ένα πλήθος συνωστισμένων ανά όλη την περιφέρεια του πέντε μέτρων ύψους σιδεροπλέγματος που την περιέφραζε· ένα έτι πυκνότερο μπουλούκι παραγκωνιζόντων και παραγκωνιζομένων μπροστά από την μοναδική πύλη.
Ο τεράστιος όγκος οστών, μυών, και λίπους που ήταν ο αρχιπορτιέρης επιχείρησε να μάς υπερχρεώσει την είσοδο. Με την επέμβαση του νέου μας φίλου, ωστόσο, πληρώσαμε κανονικά.
Μέσα γινόταν ο χαμός· πολύς λαός· οι κερκίδες ασφυκτικά γεμάτες· το έδαφος γύρω από την αρένα πλημμυρισμένο με χάμω καθισμένους· μια εικοσαριά επίσημοι σε μία εξέδρα (οι προύχοντες της πολιτείας) ντυμένοι με μια εκατοστή τομάρια αγρίων ζώων…
Οι παλαιστές ήταν θηρία, πύργοι, τέρατα, γολιάθηδες, αφύσικα ογκώδεις – πολύ αναβολικό. 15-20 ζεύγη των πάλευαν σφοδρώς και ρωμαλέως ανά πάσα δεδομένη στιγμή, στις διάφορες μεριές της παλαίστρας. Από ένας διαιτητής σβούριζε ακατάπαυστα το κάθε ζεύγος.
Σε μία φάση η κατάσταση εξετράπη και έπεσαν μπουκέτα ανάμεσα σε δύο αγωνιζόμενους. Διαδοχικά, συμμετείχαν και άλλοι παλαιστές, διαιτητές, και ένας όχλος εφορμούντων από την κερκίδα οπαδών. Οι προύχοντες εξέφραζαν το πάθος των όρθιοι με βαρυσήμαντες κραυγές.
Εμέ μού είχε φύγει κάθε ίχνος κούρασης και παρατηρούσα τα δρώμενα με ερεθισμένη περιέργεια. Και μέσα σε όλα αυτά τα παράξενα και θαυμάσια που συνέβαιναν εκειμέσα, ο άλλος – ο νέος μας φίλος – είχε φαγωθεί με το Γκίρι Γκίρι…
Τα γαλλικά μου είναι πολύ μέτρια· ήταν και εκείνου του τύπου κάπως… κάπως· δεν καλοκαταλάβαινα τι ήθελε να μού πει.
Προέκειτο περί κάποιων μαύρων, δερμάτινων λουριών που ήταν περιδεδεμένα γύρω από την μέση και τον έναν βραχίονα του καθενός παλαιστή. Εξηγούσε ότι κάτι περί αυτών ήταν εξαιρετικής σημασίας· πως το να παλεύσει κανείς χωρίς αυτά θα ήταν παντελώς αδιανόητη και ανεγκέφαλη πράξη… Αλλά η λογική πίσω από όλο αυτό το κοντσέπτο ήταν κάτι που δεν μπορούσα να εικάσω.
Εξετάσαμε με τον φίλο τον συνταξιδιώτη διάφορες θεωρίες προς κάποια πιθανή εξήγηση· ενώ ταυτόχρονα, αργά-αργά, προσλαμβάναμε περαιτέρω πληροφόρηση από τον φίλο τον νέο. Ήταν γερή σπαζοκεφαλιά, μα δώσε-πάρε, την βγάλαμε την άκρη: το Γκίρι Γκίρι ήταν ένα φυλαχτό.
Όχι οποιοδήποτε φυλαχτό όμως. Έχω ακούσει για φυλαχτά και φυλαχτά, κανένα όμως εξ αυτών δεν είναι πιο ισχυρό. Είναι βασικά δυο-τρεις στίχοι απ’ το Κοράνι, ραβασάκι ραμμένοι μέσα σε ένα κομμάτι από το δέρμα κάποιας δύσμοιρης αγελάδας. Η απόκτηση ενός εξ αυτών – και ιδίως δύο – εξασφαλίζουν στον ιδιοκτήτη ισόβια προστασία απέναντι σε μία υπερπληθώρα βλοσυρών κινδύνων. Οι κάτοχοί των είναι πρακτικά υπεράνθρωποι.
Κατά την διάρκεια της υπόλοιπης παραμονής μου στην Δυτική Αφρική, συνέχισα να ακούω λίαν συχνώς για τα θαυματουργά κατορθώματα του μαγικού φυλαχτού. Ο ένας δεν έσπασε δάχτυλο που έπεσε επτά ορόφους· ο άλλος ναυάγησε καταμεσής του ωκεανού και γύρισε κολυμπώντας χωρίς να ξέρει να κολυμπάει· τού άλλου τού έκανε αναστροφή η σφαίρα μπροστά από το μεσόφρυο… Για τυφλούς να κατεβάζουν ορτύκια, κουτσούς να γίνονται εθνικοί πρωταθλητές πάλης και να κερδίζουν δολάρια ανά δισεκατομμύρια, νεκρούς να ανίστανται, και άλλα τέτοια τετριμμένα θαύματα, ας μην μιλήσουμε.
Θα μού πεις, αν είναι έτσι τόσο απλό, πάω κι εγώ στο βιβλιοπωλείο και παίρνω ένα Κοράνι· κόβω κι ένα κομμάτι απ’ το παλιό μου το δερμάτινο μπουφάν… ένα ψαλίδι, κλωστή-βελόνα… και καθάρισα· δεν φοβάμαι τίποτε.
Μα μπα! Σε γέλασαν! Δεν είναι τόσο εύκολα τα πράγματα. Το μυστικό δεν έγκειται στο αντικείμενο το ίδιο, αλλά στο χέρι που το φτιάχνει. Λίγα χέρια είναι προικισμένα να κάμουν καλά, ποιοτικά, αξιόπιστα Γκιριγκίρια. Αυτά τα χέρια ανήκουν στους Μαραμπού.
Οι Μαραμπού είναι ουσιαστικά οι τύποι εκείνοι των ανθρώπων που αποκαλείς είτε αγίους είτε μάγους. Μπορούν να χωριστούν σε τρεις κύριες κατηγορίες. Οι δύο πλειοψηφέστερες εξ αυτών είναι: 1) Οι προικισμένοι από θεούς και 2) οι προικισμένοι από δαιμόνους. Η τρίτη, μειοψηφούσα και ισχυρότερη κατηγορία είναι αυτή των Μαραμπού που προικίστηκαν από δαιμόνους και θεούς αμφότερους.
Οι ΚΑΛΟΙ Μαραμπού είναι εξαιρετικά δυσεύρετοι. Το να εντοπίσεις έναν είναι επιχείρηση πολύπλοκη, επισφαλής, και εκλεπτυσμένη. Πρέπει να δικτυωθείς βαθιά και ενδελεχώς στα τοπικά πνευματικά κυκλώματα για να έλθεις σε επαφή μαζί τών. Υπάρχουν Μαραμπού πολλοί μα ελάχιστοι είν’ καλοί.
Και ναι! Εν τέλει, μετά από πολύ κόπο, τον εντόπισα!
Στο ακόλουθο βίντεο μιλάει ο Στιβ που εδρεύει σε κάποια δολιχή παραλία της Γκάμπιας. Εγγυάται ρητώς ότι γνωρίζει τον καλύτερο Μαραμπού σε ολόκληρη την Σερρεκούντα. Ένα Γκίρι Γκίρι φτιαγμένο από τα χέρια αυτού του πεφωτισμένου μυστικιστή σημαίνει για τον κάτοχό του απόλυτη, ισόβια προστασία από κάθε διανοητό κίνδυνο. Κόστος: $220. Οι ενδιαφερόμενοι να πάρουν σβάρνα τις παραλίες της Γκάμπιας.