Εκεί που γυρνούσα να θωρώ τα διάφορα ενδιαφέροντα, ευρέθηκα σε μία φάση κολλημένος με δύο νεαρής ηλικίας ρασταφάρηδες. Τα τυπάκια εκείνα ομιλούσαν καλά την αγγλική και φάνηκαν πρόθυμα να με βοηθήσουν με διάφορα που τών γύρευσα. Έτσι, παρά την αρχική μου καχυποψία, τα θεώρησα αξιοπρεπή άτομα και άφησα τον εαυτό μου να τα εμπιστευτεί. Καταλήξαμε σε ένα καβατζωτό τσατάδικο.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Ήταν ένα μικρό δωμάτιο, όχι πάνω από εικοσιπέντε τετραγωνικά. Είχε έναν πάγκο που έπιανε όλη ― πλην της πόρτας ― την περιφέρεια του τοίχου, και μερικά ακόμη κούτσουρα που χρησίμευαν ως επιπλέον καθίσματα, καθώς και λίγα χαρτοκιβώτια για τραπεζάκια. Πάνω στα τελευταία ήταν ακουμπισμένες παχιές δεσμίδες χατοφύλλων. Έκοβαν οι θαμώνες μάτσο-μάτσο τα φυλλαράκια και τα πιπιλούσαν ιεροπρεπώς, αδιάκοπα καπνίζοντας και συζητώντας ζωηρά. Τα πυκνά ντουμάνια εντός του δωματίου έκαναν τα μάτια σου να δακρύσουν.
Καθίσαμε κι εμείς στην μοναδική άδεια γωνίτσα, παραγγείλαμε την πρώτη χατοδεσμίδα, και πήραμε να κάνουμε ακριβώς ό,τι και οι άλλοι. Μας κατέλαβε το εύφορο πνεύμα του φυτού. Εξαφανίζονταν η-μία-μετά-την-άλλη οι δεσμίδες. Άδειαζαν τα τσιγαροπακέτα. Συζητήσαμε μία πληθώρα θεμάτων: από το αμχαρικό αλφάβητο μέχρι παγκόσμια γεωπολιτική και τους κώλους των Αιθιοπίδων… Και ύστερα από πολλές ώρες ― με το κεφάλι μου πλέον επί μίας βελούδινης μαξιλάρας να καταπλέει ένα φωσφορίζοντος ιώδους χρώματος, μεταξένιας υφής, και μενεξεδένιας ευωδιάς ρυάκι ― είπαμε να κινήσουμε, και ζητήσαμε τον λογαριασμό. Κάπου εκεί ήταν που τα χαλάσαμε…
Ένα λευκό κομματάκι χαρτιού ανέγραφε ένα παλαβό χρηματικό ποσό· το οποίο και περίμεναν να πληρώσω μόνος μου. Η λογοδιάρροια που μας είχε πιάσει με το τσατ βρήκε τότε νέα έκφραση σε μία έξαλλη φιλονικία. Με-τα-πολλά, το θέμα πήρε τέλος με εμένα να ρωτάω τις διπλανές παρέες πόσο πληρώνουν την δεσμίδα· να υπολογίζω, βάσει των λεγομένων των, πως χρωστούμε κάπου το εν-πέμπτο από αυτά που ζητούσε αρχικά· να ακουμπάω από αυτά το μερίδιό μου ― το εν-τρίτο δηλαδή ― πάνω στο χαρτόκουτο· και να αποχωρώ ανταπαντώντας «you rather call the damn army!» στον μαγαζάτορα και τους δύο πρώην φίλους μου που οδύρονταν πως θα φωνάξουν αστυνομία.