Ναμίμπια σημαίνει στην γλώσσα των ιθαγενών Νάμα «πεδίο όπου δεν υπάρχει τίποτε». Από την στιγμή που αφήσαμε τα σύνορα και αρχίσαμε να οδηγούμε μέσα στην χώρα, δεν μού πήρε πολλή ώρα να εικάσω το γιατί την είχαν ονομάσει έτσι. Η Ναμίμπια είναι μία χώρα σχεδόν επτά φορές μεγαλύτερη εκτάσει από την Ελλάδα, και συντηρεί έναν πληθυσμό που μόλις μετά βίας ξεπερνάει τα δύο εκατομμύρια. Εκ πρώτης όψεως, οπότε, το ονομάτισμά της αυτό δοκεί δικαιολογημένο, εφόσον εξισώσουμε την άμμο με το τίποτε. Μολαταύτα, σύντομα θα το επανέκρινα αυτό… Η έρημος αυτή έβριθε από κρυμμένους θησαυρούς· κάποιους από τους οποίους προέκειτο να ξετρυπώσουμε στον δρόμο. Ο πρώτος, και ίσως πολυτιμότερος, εξ αυτών ευρισκόταν μόλις λίγες ώρες δρόμο μπροστά μάς.
Απογευματάκι ήταν όταν φτάσαμε στον αποψινό μας καταυλισμό. Στήσαμε βιαστικά-βιαστικά τις σκηνές, και ευθύς κινήσαμε να προλάβουμε να δούμε τον θησαυρό προτού δύσει ο ήλιος. Ακολουθήσαμε με το αυτοκίνητο έναν κακοτράχαλο χωματόδρομο μέχρι το τέρμα του, και συνεχίσαμε με τα πόδια.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Περπατούσαμε μέσα στην μέση του πουθενά. Προς όποια κατεύθυνση και να έστρεφες το βλέμμα, δεν έβλεπες τίποτε, παραμόνο μία απέραντη, επίπεδη, ερημική έκταση· και εδώ-και-‘κεί, κάποιους σωρούς βράχων να την κοσμούν. Με άλλα λόγια, το ακριβώς ίδιο σκηνικό που είχαμε δει ανά όλον τον δρόμο για κάμποσες εκατοντάδες χιλιόμετρα. Δύσκολο το να φανταζόταν κανείς ότι εκειμέσα θα κρυβόταν αυτό το τόσο εντυπωσιακό θέαμα που σε λίγο θα αντικρίζαμε.
Βαδίζαμε, βαδίζαμε… και ξαφνικά το θαύμα! Η γη τελείωσε! Κάποιος την είχε κόψει στην μέση! Στεκόμασταν στο χείλος μίας χαράδρας, μισό χιλιόμετρο περίπου βαθιάς· και εμπρός μάς εξαπλωνόταν ένα χάσμα είκοσι χιλιόμετρα και-βάλε φαρδύ. Ήταν το Φαράγγι του Ιχθυοποτάμου (Fish River Canyon)· το μεγαλύτερο φαράγγι στην Αφρική, και το δεύτερο μεγαλύτερο στον κόσμο ύστερα από το Grand Canyon της Βόρειας Αμερικής.
Ποιο θαύμα! Το μέγεθός του μόνο μαρτυρούσε τις τερατώδεις ποσότητες νερού που άλλοτε θα διέσχιζαν τον πλέον κατάστεγνο πυθμένα του, διαβρώνοντας ανελέητα τα σκληρά πετρώματα της κοίτης του για εκατομμύρια αιώνες, μέχρι να σμιλεύσουν αυτό το απίστευτο φυσικό καλλιτέχνημα που τώρα θωρούσαν οι οφθαλμοί μου.
Απομακρύνθηκα από τους υπολοίπους και πήρα την θέση μου οκλαδόν στο ακρόχειλο της χαράδρας· να μείνω, ως αρμόζει σε αυτές τις περιπτώσεις, μόνος, tête-à-tête με τον ήλιο. Άλλη μία δύση· άλλη μία μέρα αποπορεύεται· άλλη μία νύχτα εισγίγνεται. Πόσα όμορφα ηλιοδύσια…
Ο ήλιος χαμήλωνε και προσέδιδε βαθυκόκκινες χροιές στην πρότερα ωχρή έρημο. Αγνάντευα αναγύρω και ξαναγνάντευα το μεγαλειώδες τοπίο που με περιέβαλλε· χωρίς να μπορώ να καλοπιστεύσω ακόμη ότι τέτοια μέρη όντως υπάρχουν, και επιπροσθέτως ότι ευρίσκομαι και ο ίδιος σε αυτά. Γύρω μού έρημος τετραπέρατη· και εμπρός μού το χάσμα, αριστούργημα της αρχικαλλιτέχνιδας φύσης, εξετεινόταν προς το αθέατο πέραν.
Ο ήλιος είχε σιμώσει τον ορίζοντα σε απόσταση επαφής. Σηκώθηκα όρθιος και έμεινα να θωρώ το χάος από την άκρη του γκρεμού. Μού είχε γεννηθεί μία δυνατή επιθυμία να πηδήξω στο κενό, να βγάλω φτερά, και να πετάξω προς το πέραν. Ωστόσο δεν πραγματοποίησα την επιθυμία μου αυτή, διότι μάλλον δεν θα έβγαζα φτερά… και ήθελα να δω κι άλλα ηλιοβασιλέματα.
Μία άλλη καλή εναλλακτική μού πέρασε από το μυαλό όμως. Εστρέφθην ενενήντα μοίρες, και άρχισα να τρέχω με όλη μου την ταχύτητα παράλληλα με τον γκρεμό. Έτρεχα όσο μπορούσα πιο γρήγορα. Όσο πιο πολύ μπορούσα άνοιγα τις δρασκελιές μου. Πού-και-πού έριχνα και έναν πήδο πάνω από καναν-βράχο που θα μού στεκόταν εμπόδιο. Με ακολουθούσε και η σκιά μου, τρεχάτη και χοροπηδηχτή κι αυτή. Ο ήλιος είχε αρχίσει να βυθίζεται. Μακρόστενες λωρίδες οι σκιές των βράχων και των πετρών έφθιναν προς τον ορίζοντα στα αριστερά μού. Σκοτεινό είχε απομείνει το φαράγγι στα δεξιά· τόσο που δυσκολευόμουν να διακρίνω τον πάτο του. Με πραγματική άβυσσο είχε αρχίσει να μοιάζει τώρα· σαν μία είσοδος στον κάτω κόσμο. Έτρεχα, έτρεχα, έτρεχα και ένιωθα σαν να πετάω. Μόλις που καταλάβαινα ότι τα πέλματά μου σμίγουν με το έδαφος. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, και όσο πιο πολύ μπορούσα, μέχρι τελευταίας ανάσας. Σωριάστηκα χάμω όταν και η τελευταία σταγόνα αντοχής είχε ξεστάξει. Ξαπλωμένος και καταλαχανιασμένος, με την καρδιά μου να δουλεύει σαν κομπρεσέρ, έμεινα να θωρώ την δύση, όπου το ακροστέφανο του ηλίου χανόταν κάτω από τον ορίζοντα.