Ήταν ένα θερινό δειλινό στο Όσλο. Θα το έλεγες νύχτα εάν ο ήλιος, ως συνηθίζει σε τέτοια εποχή και γεωγραφικά πλάτη, δεν χρονοτριβούσε υπέρ του ορίζοντα, φαινόμενος διστάζων να αποχωριστεί τον βόρειο ουράνιο θόλο και καθιστώντας ανθρώπους απρόθυμους να παρατήσουν την ημέρα για ύπνο παρά την διαφωνία ουρανού και ρολογιού.
Μετά από ώρες ζυθοποσίας σε κάποιο ηλιόχαρο χλοερό πάρκο, τελικά και ψιλοτυχαία, βρέθηκα σε ένα φιλικό διαμέρισμα με μία μεγάλη παρέα. Αυτήν απάρτιζαν φαιδροί, Μοζαμβικανοί και Πορτογάλοι φιλοπότες. Ένας μόνο παρευρισκόμενος εισήγε αντίθεση στην ομοιομορφία της συνάθροισης.
Ήταν νεαρός, στα πρώτα-είκοσι· προφανώς Ευρωπαίος, μα όχι Πορτογάλος ούτε Νορβηγός. Δεν αντάλλασσε λέξη με κανέναν. Καθόταν μόνος σε ένα γωνιακό σκαμνί, χωρίς ποτό, χαμένος σε κάποιον ιδιωτικό ρεμβασμό, εν πλήρει αγνοία του περιβάλλοντος.
Δεν τον έκοψα ντροπαλό, αλλά μάλλον εσωστρεφή από επιλογή. Πρέπει να είχε καταλήξει εκεί εξ ατυχήματος και ένιωθε πολύ ξένος. Μού είλκυσε την περιέργεια, και πήρα να τον ψυχογραφώ. Μού έδοξε τύπος ημίτρελος, μοναχικός, κοινωνικά δυσλειτουργικός, επικίνδυνα καταθλιπτικός, ευσυγκίνητος και συναισθηματικά παρορμητικός, που είχε παραπαίξει βιντεοπαιχνίδια.
Μία πρόσκαιρη επαναφορά του νου του και η ευκαιρία μου να μάθω περί του ατόμου του επήλθαν σαν πέρασα από κοντά τού να βγω στο μπαλκόνι.
«Πας να καπνίσεις;» με ρώτησε, βγάζοντας ταυτοχρόνως από την τσέπη ένα πακέτο τσιγάρα. Με ένα βλέμμα φλογερό, προκαταβολικά εξέφρασαν τα μάτια του μία ακατάσχετη επιθυμία να εκφράσει αυτά που οσονούπω θα προέφερε το στόμα του.
Δύο φλογίτσες που άναψαν τα τσιγάρα μας έλαμψαν στιγμιαία μέσα στο ατελές μεταμεσονύκτιο σκοτάδι. Και χωρίς καθυστέρηση, με λαχτάρα ξεκίνησε η παρέα μου να αποκαλύπτει την εμμονή των σκέψεών του…
Ήταν μισός-Γερμανός-μισός-Νορβηγός, μα είχε μεγαλώσει στην Γερμανία και δεν ήξερε νορβηγικά. Ποτέ δεν είχε γνωρίσει τον Νορβηγό του πατέρα. Και βασικά πρώτη φορά είχε έλθει στην Νορβηγία μια-δυο εβδομάδες πριν αυτήν μας την συνάντηση.
Ο λόγος που τον έφερε εκεί, καθώς και η τρέχουσα αποστολή της ζωής του, ήταν φύσης οικονομικής. Είχε βρει δουλειά στην Νορβηγία για να μαζεύσει γρήγορα φράγκα. Δεν φαινόταν άπληστος και φιλοχρήματος. Αντιθέτως, έδινε εντύπωση ανθρώπου που έγραφε τον πλούτο στα παπάρια του και ευχαρίστως θα ζούσε τις ημέρες του σε αδρανή πενία… εάν δεν προέκειτο για κάποιον σκοπό εξιδανικευμένο, εμμονικό:
«Είμαι ερωτευμένος! Την αγαπάω σαν τρελός! Ξέρεις, μόλις ήλθα από Ταϊλάνδη. Ήμουν εκεί έναν χρόνο. Αρχικά σκόπευα να γυρίσω την Νοτιοανατολική Ασία. Μα λίγο αφότου έφτασα στην Μπανγκόκ, γνώρισα αυτήν. Την ερωτεύτηκα και δεν έφυγα. Μείναμε μαζί μέχρι-που ξέμεινα πρόσφατα από λεφτά.
«Καθώς έμπαινα τις προάλλες σε εκείνο το αεροπλάνο, ερχόμενος εδώ στο Όσλο, ορκιζόμουν στον εαυτό μου ότι ποτέ δεν θα ξαναεπικοινωνήσω μαζί τής· ότι δεν θέλω να την δω ή να την ακούσω ποτέ ξανά στην ζωή μου· ότι θα την ξεχάσω τελείως αμέσως μόλις πατήσω αύριο πόδι στην Ευρώπη. Ήμουν αποφασισμένος να συγκεντρωθώ να εργαστώ να συγκεντρώσω χρήματα για να ταξιδεύσω στ’-αλήθεια αυτήν την φορά.
«Μα δες με τώρα, μετά από τόσες ημέρες, που δεν σκέφτομαι τίποτε παρ’ αυτήν. Προσπάθησα, υπέφερα για να την βγάλω από το μυαλό μου, αλλά μού είναι αδύνατο. Την αγαπώ. Έτσι-και τώρα δουλεύω μονάχα για να γυρίσω σε αυτήν».
«Εντάξει, φίλε, μια-χαρά. Και ποιο δηλαδή το πρόβλημα; Δεν λέω, καλά τα ταξίδια. Μα αν την αγαπάς πραγματικά τόσο πολύ… Εξάλλου μπορείτε να ταξιδεύσετε και παρέα» επιχείρησα να τον εμψυχώσω.
«Περίμενε, δεν είναι τα ταξίδια το θέμα, δεν σ’ τα είπα όλα… Είναι που η σχέση μας ήταν λίγο προβληματική. Είχαμε συγκρούσεις. Τσακωνόμασταν συχνά· βασικά σχεδόν καθημερινά βιώναμε μία επική μάχη. Έχει οξύθυμο χαρακτήρα και μία τάση να καταφεύγει στην βία.
«Να! Βλέπεις αυτήν την ουλή; Και αυτήν; Και τούτην…;»—πήρε να δείχνει λαβωματιές ενώ επεδίδετο σε μερικό στριπτίζ—«Όλες αυτή μού τις έκανε!
«Εγώ διατηρούσα ψυχραιμία. Απλώς προσπαθούσα να την ηρεμήσω με-το-καλό, αλλά αυτό την εξόργιζε ακόμη περισσότερο. Μετά το σημείο που τα νεύρα της εκρήγνυντο, δεν υπήρχε γυρισμός. Τυφλωνόταν· κατεχόταν από ωμή μανία· άρπαζε το πρώτο μαχαίρι, ψαλίδι, πιρούνι, ή οτιδήποτε αιχμηρό βρισκόταν εντός εμβέλειας, και μού ορμούσε ακάθεκτα, έξαλλη. Δεν μπορούσα με-τίποτε να την σταματήσω. Λάκιζα. Συνήθως κατάφερνα τουλάχιστον να διαφύγω ή να καλυφθώ. Μόνο δύο φορές κατέληξα στο νοσοκομείο…
«Θα αναρωτιέσαι πώς και την αγαπώ ακόμη μετά από όλα αυτά. Κι εγώ αναρωτιέμαι. Πιστεύω όμως ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε· οφείλω έστω να κάνω μία τελευταία δοκιμή. Είναι διότι πλέον βλέπω ξεκάθαρα ότι ο κύριος φταίχτης στις διαμάχες μας ήμουν εγώ.
«Οι καβγάδες μας πάντοτε ξεκινούσαν αφότου κακολογούσα την δουλειά της και την προέτρεπα να την παρατήσει. Καταλάβαινα, ήδη τότε, ότι αυτή δεν ήταν καλή συμπεριφορά από μέρους μου. Μοιραζόμουν βεβαίως όλα μου τα χρήματα μαζί τής, αλλά δεν είμαι δα και πλούσιος, και δεν επαρκούσαν για εκείνη και την οικογένειά της. Δεν ήταν σωστό να την πιέζω να σταματήσει.
«Μα ορισμένες φορές απλά δεν το άντεχα… Δεν φαντάζεσαι πόσο οδυνηρό μού ήταν που ερχόταν σπίτι τα χαράματα, μεθυσμένη και εξαθλιωμένη, έχοντας οληνύχτα καθίσει σε ποιος-ξέρει πόσα τυχαία, διεστραμμένα καθίκια…
«Μα πλέον το έχω σταθμίσει το θέμα. Είμαι σίγουρος πως θα μπορέσω να δείξω κατανόηση και να το παραβλέψω προσωρινά· μέχρι να βρω κάποιον τρόπο να βγάλω αρκετά λεφτά για να την λυτρώσω από το μαρτύριο…»
Με κοίταξε κατά την παύση καλά-καλά, γούρλωσε τα μάτια, και συνέχισε:
«Ξέρω τι σκέφτεσαι! Ξέρω ακριβώς τι σκέφτεσαι τώρα! Σκέφτεσαι πως είμαι ένας οικτρός κοινωνιοπαθής που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του παίζοντας βιντεοπαιχνίδια απομονωμένος σε ένα σκοτεινό δωμάτιο… Σκέφτεσαι πως είμαι ένας αξιοθρήνητος κιοτής, του οποίου η καρδιά κόντευε να ξεπηδήσει από το στήθος και κυριευόταν από φρικαλέο πανικό κάθε φορά που έπρεπε να μιλήσει σε κάποιον· ένας που ποτέ δεν είχε φίλους και ήταν για όλους κορόιδο και αντικείμενο χλευασμού… Σκέφτεσαι πως είμαι ένας αδύναμος, άγαρμπος, αφελής, παιδαριώδης βλάκας που πήγε στην Ταϊλάνδη και ερωτεύτηκε παράφορα την πρώτη αχρεία πόρνη που τού άνοιξε τα πόδια. Αυτό σκέφτεσαι!
«Ε λοιπόν, έχεις απόλυτο δίκιο! Αυτός ακριβώς είμαι!
«Ξέρω, είμαι ελεεινός. Αλλά αυτή η μοίρα μού έλαχε και αδυνατώ να την αλλάξω. Πρέπει να γυρίσω και να την υποστώ… επειδή την αγαπώ.»
Θα ήθελα να πραΰνω την ταραχή του, δεν είχα όμως τίποτε να πω. Παραμείναμε σιωπηλοί για όσο χρόνο πήρε να καπνίσουμε τις ύστατες τζούρες των τρίτων από τα τσιγάρα που συνόδευσαν την αφήγηση αυτής της αλλόκοτης ιστορίας, έως ότου ταυτόχρονα απεθέσαμε τις γόπες στο σταχτοδοχείο.
«Καλή σου τύχη, φίλε» ήταν το μόνο που κατάφερα να αρθρώσω, αποπειρώμενος να κρύψω τον οίκτο και να τονίσω την συμπόνια στην φωνή μου, καθώς προπορεύτηκε στο εσωτερικό του διαμερίσματος για να επανακαταλάβει την πρότερη γωνιακή του θέση και να βουλιάξει εκ νέου στους μοναχικούς, δηξίθυμούς του λογισμούς.