Πρώτη φορά μετά από χρόνια που άκουσα την λέξη κορονοϊός ήμουν σε ένα μικρό φιλιππινέζικο νησί επ’ ονόματι Σικιχόρ. Η ύπαρξη του νέου μικροβίου πρέπει ήδη λίγο καιρό να κυκλοφορούσε στις διεθνείς ειδήσεις, αλλά εκείνο το διάστημα ήμουν κάπως αποκομμένος από τον κόσμο. Το νέο αρχικά μού εγνωστοποιήθη από την σπιτονοικοκυρά μου.
«Το και το» μάς είπε ένα μεσημέρι που μας πέτυχε στην αυλή. «Εξαπλώνεται σε όλον τον κόσμο. Πεθαίνουν χιλιάδες. Η Κίνα είναι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Έχουν κι έναν Κινέζο στο νοσοκομείο απέναντι στο Ντουμαγκέτε.»
Έριξα τότε μια ματιά να ενημερωθώ. Εντάξει, σκέφτηκα αφότου διάβασα δυο-τρία άρθρα, άλλος ένας νέος ιός… ηύραν υλικό τα ΜΜΕ να πουλήσουν φόβο και παράνοια. Έκλεισα το κινητό και κινήσαμε γραμμή παραλία· είχε αρχίσει και ζέσταινε.
Ελάχιστα με απασχόλησε το θέμα για τις επόμενες λίγες εβδομάδες. Μού περνούσε απ’ το μυαλό μόνο κάθε που παίρναμε το φέρι πέρα-δώθε προς και από το Ντουμαγκέτε. Είχαν εγκαταστήσει υγειονομικό προσωπικό στα λιμάνια, που θύμιζαν πυρηνικούς επιστήμονες, και άθελα διευκόλυναν την μετάδοση της αρρώστιας, αναγκάζοντας τους επιβάτες να στριμωχθούν σε στενές και μακρές ουρές ώστε να τών μετρήσουν τις θερμοκρασίες.
Τελείως το λησμόνησα αφότου μετέβημεν στο Παλαουάν και εγκατασταθήκαμε προσωρινά σε μία απόμερη παραλία στην δυτική ακτή, όπου δεν υπήρχε διαδίκτυο ούτε για δείγμα να μού το θυμίζει. Μόνο σαν πήγαμε στην πρωτεύουσα του νησιού, το Πουέρτο Πρινσέσα, λίγες ημέρες προ της προτιθέμενής μας αναχώρησης, το πήρα το όλο θέμα λίγο σοβαρότερα· αφού πράγματι οι εξελίξεις ήταν σοβαρές…
Βασικός σκοπός μας μέχρι στιγμής ήταν να πάμε στην Ταϊβάν για λίγο καιρό. Αλλά σαν επανασυνδεθήκαμε στο δίκτυο να κλείσουμε εισιτήρια, μετ’ απογοήτευσης μάθαμε ότι η χώρα είχε κλείσει. Εκείνες τις ημέρες ήταν που έπεσε και η βόμβα: πρώτα το Μιλάνο, μετά ολόκληρη η βόρεια Ιταλία σε καραντίνα! Τότε συνειδητοποίησα ότι έπεται ένα κοσμοϊστορικού ενδιαφέροντος έτος.
Κατάλαβα πως ήταν θέμα χρόνου να μπει όλος ο πλανήτης σε καραντίνα και πως κατά πάσα πιθανότητα θα καταλήγαμε αποκλεισμένοι σε κάποιον τόπο για κάμποσους μήνες. Έπρεπε, το λοιπόν, να διαλέξουμε προσεκτικά ποιος θα ήταν αυτός ο τόπος. Χρειαζόμασταν μία χώρα με χαμηλό βιοτικό κόστος, όπου το κράτος δεν θα έχει τα μέσα ή την θέληση να επιβάλει αυστηρά μέτρα, και που ιδανικά δεν την είχαμε ήδη επισκεφτεί στο παρελθόν. Επιλέξαμε την Βιρμανία.
Θα μπορούσαμε να παραλάβουμε θεώρηση εισόδου ηλεκτρονικά και να πετάξουμε απευθείας στην Γιανγκόν. Ωστόσο, θα σώζαμε ένα σημαντικό ποσό εάν, αντί αυτού, εξεδίδαμε την βίζα στην πρεσβεία στην Ταϊλάνδη και διασχίζαμε τα σύνορα αποκεί διά ξηράς. Έτσι και κλείσαμε μία πτήση για Μπανγκόκ.
Εκεί που πίναμε πρωινό καφέ στην αυλή του ξενοδοχείου, λίγες ώρες πριν κινήσουμε προς το αεροδρόμιο, ήταν που έσπευσε η ξενοδόχος να μάς μεταδώσει τα νέα, δήθεν αγχωμένη για λογαριασμό μας – δεν θα την χαλούσε δα και να αποκλειστούμε στο ξενοδοχείο της. Έβγαλε, λέει, μόλις ο Ντουτέρτε έκτακτη ανακοίνωση: Της επαύριον αρχούσης, ακυρώνονται όλες οι πτήσεις από και προς την χώρα, και η πρωτεύουσα μπαίνει σε ολική απομόνωση.
Λίαν άσχημα μαντάτα. Η δεύτερη πτήση μας ήταν να φύγει από την Μανίλα πέντε λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, που ήταν πρακτικά αύριο. Σε καμμία περίπτωση δεν επιθυμούσα να αποκλειστώ σε μία μεγαλούπολη· δη σε μία όπου το κράτος κάθε άλλο παρά χαλαρό είναι – όπως αργότερα επιβεβαίωσε η κεφαλή του, δίνοντας εντολή στους μπάτσους να πυροβολούν εν ψυχρώ όποιον δεν τηρεί τα μέτρα κατά της πανδημίας.
Κοιτάξαμε στην ιστοσελίδα της αεροπορικής εταιρίας, και η πτήση παρέμενε ακόμη προγραμματισμένη κανονικά. Το εάν πράγματι θα πετούσε, ωστόσο, ήταν ερώτημα άλλο, αμφίβολο. Εξετάσαμε το ενδεχόμενο να μην επιβιβαστούμε καθόλου στην πρώτη πτήση – χίλιες φορές στο Παλαουάν παρά στην Μανίλα. Αλλά τελικά αποφασίσαμε να το ριψοκινδυνεύσουμε και αποχωρήσαμε προς το αεροδρόμιο – λίγο επεισοδιακά, αφού η ξενοδόχος απαίτησε να καταβάλουμε είκοσι ευρώ αποζημίωση για το αξίας ενός ευρώ, ψεύτικο, πλαστικοειδές σεντόνι που κάηκε από τον υπολογιστή που ακούμπησα πάνω τού, και αναγκάστηκα να αρνηθώ ψυχρά και να γράψω στεγνά τα παράπονα που εξέφερε στο κατόπι μας.
Μία απίστευτη εστία μόλυνσης είχε δημιουργηθεί προ της αίθουσας αναχωρήσεων από τις εκατοντάδες τουριστών που εκτάκτως άφηναν τον τροπικό παράδεισο για να επιστρέψουν στις κρύες χώρες των, και είχαν σχηματίσει μία μαραθώνια ουρά προς το υγειονομικό σημείο ελέγχου.
Με-τα-πολλά, εισέβημεν, πετάξαμε, ξαναπετάξαμε και έξω από την Μανίλα με ίσως το τελευταίο αεροπλάνο που θα άφηνε την χώρα, και αισίως προσγειωθήκαμε στην ταϊλανδική πρωτεύουσα λίγο πριν το χάραμα.
Ρίξαμε έναν σύντομο υπνάκο στα καθίσματα του αερολιμένα μέχρι να ξεκινήσει το μετρό, και μπήκαμε σε έναν συρμό για το κέντρο. Δεν ήταν δα τίποτε το καινούργιο να βλέπουμε Ασιάτες με μάσκες, αλλά το γεγονός ότι τώρα τις φορούσαν όλοι ανεξαιρέτως με έκανε να αισθανθώ μία δόση ενοχής που αποτελούσαμε τις μοναδικές δύο εξαιρέσεις.
Παρότι τα πάντα λειτουργούσαν ακόμη κανονικά, ένα παράξενο κλίμα επικρατούσε στην μεγαλοπολιτεία. Τουρίστες, έστω και παρατηρήσιμα λιγότερους από το που είθισται, βλέπαμε ακόμη αρκετούς. Μα ήταν μία κάποια συγχυσμένη αβεβαιότητα που χαρακτήριζε τις φυσιογνωμίες των, και απ’ όποια συνάθροισή των και να ωτακουστούσαμε λαλιά κατανοητή, ένα μόνο θέμα μονοπωλούσε τις συζητήσεις των.
Κατά την βραχεία παραμονή μας στην πόλη μέχρι να εκδοθεί η βίζα και να περατώσουμε λίγες ακόμη δουλίτσες, την παρατηρήσαμε να αλλάζει μέρα-με-την-μέρα. Η απομόνωση της χώρας και η ακύρωση πτήσεων ανακοινώθηκαν. Όλες η μη-ουσιώδεις επιχειρήσεις λουκετώθηκαν. Αστυνομικοί έφερναν συνεχείς περιπολίες και επέβαλαν το λουκέτωμα σε ασυμμόρφωτους καταστηματάρχες. Οι τουρίστες αραίωναν, έως ότου ως διά μαγείας είχαν σχεδόν εξαφανιστεί. Ιδιαίτερη εμπειρία να βιώνεις μία από τις ζωντανότερες πόλεις του κόσμου υπό τοιαύτες συνθήκες. Η Μπανγκόκ ολάκερη φάνταζε πόλη φάντασμα το βράδυ που κινήσαμε προς τον δυτικό της λεωφορειακό σταθμό.
Ήταν ακόμη νύχτα όταν αφιχθήκαμε στην συνοριακή πόλη Mae Sot. Εντός ολίγων λεπτών από την αποβίβαση, οι επιβάτες είχαν σκορπίσει και ο σταθμός ερημώσει. Στήσαμε επί τόπου την σκηνή να κοιμηθούμε λίγες ωρίτσες μέχρι να χαράξει.
Λίγο παραξενευμένα μας ξάνοιγαν οι πρωινοί επιβάτες σαν σηκωθήκαμε καμμια ώρα μετά την ανατολή. Μαζεύσαμε στα-γρήγορα και διασχίσαμε απέναντι τον σκονισμένο αυτοκινητόδρομο. Ευτυχώς, μόλις άνοιγε η μοναδική παρευρισκόμενη καντίνα για να μάς προμηθεύσει με λίγη καφεΐνη.
Σταθήκαμε ύστερα στην άκρη του δρόμου και σταματήσαμε το πρώτο διερχόμενο τουκτούκ να μας πάει τα λίγα χιλιόμετρα μέχρι τα σύνορα. Ένα απίθανο ψυχομέτρι πετύχαμε συνωστισμένο προ του ταϊλανδικού συνοριακού φυλακίου· μάλλον η πιο ακραία συμφόρηση που έχω ποτέ συναντήσει κατά διάσχιση χερσαίων συνόρων – συγκρίσιμη μόνο με εκείνη την φορά που περνούσα από το Σεν Τζεν στο Χονγκ Κονγκ, και ήταν η πρώτη μέρα που επέτρεπαν στο δεύτερο εκείνη την σαχλαμάρα που είχαν βγάλει με τα Πόκεμον, και κατέβαιναν κρουνηδόν οι Κινέζοι για κυνήγι.
Μάλιστα, είπα, μας βλέπω απόψε να κατασκηνώνουμε καταμεσής της ουράς, και καλώς εχόντων των πραγμάτων, ίσως και να έχουμε ξεμπερδεύσει μέχρι αύριο το μεσημεράκι.
Τότε μας πήρε το μάτι ενός ενστόλου, και προσηνώς μάς έγνεψε να προσπεράσουμε την ουρά προς μέρος του. Όπα, συλλογίστηκα με ικανοποίηση, αυτός είσαι δικέ μου, white privilege, την γλιτώσαμε την αναμονή, φύγαμε.
Παρόλο που μάς μίλησε ευγενικότατα, το που είπε δεν ήταν το που περίμενα να ακούσω. Μετά από οψεσινή έκτακτη απόφαση, η Βιρμανία είχε μόλις κλείσει τις πόρτες προς πάντες αλλοδαπούς. Όλοι οι λοιποί διερχόμενοι ήταν ημεδαποί οικονομικοί μετανάστες που έχασαν τις εργασίες των στην Ταϊλάνδη και νοστούσαν τώρα εσπευσμένα.
Χρειαζόμασταν νέο σχέδιο, το οποίο διαμορφώσαμε εντός της επόμενης ώρας που πήρε να χτυπήσουμε ένα παντάι για πρωινό στο γειτονικό εστιατόριο. Ήμασταν οριστικά κωλυμένοι στην Ταϊλάνδη. Έπρεπε να επιλέξουμε τόπο για εγκατάσταση. Τελείως αυθόρμητα, λέμε πάμε Τσιάνγκ Ράι. Εγκαθιστάμεθα εκεί και περιμένουμε. Και εάν με το καλό τα σύνορα έχουν ανοίξει εντός των δύο μηνών που έδινε περιθώριο η βιρμανική βίζα, την χρησιμοποιούμε.
Ένα τουκτούκ και ένα βαν ύστερα, βρεθήκαμε στον σταθμό της πόλης Τακ, περιμένοντας το ξεκίνημα του λεωφορείου προς τον μακρινό βορρά. Εντός αυτού, μάς έδωσαν και από μία ωραία υφασμάτινη μασκούλα – πράγμα που μέχρι στιγμής δεν είχαμε, και την οποία ίδια χρησιμοποιώ μέχρι σήμερα (έξοδα πανδημίας σε μάσκες = 0).
Μαύρη νύχτα άραχνη, αφιχθήκαμε στο Τσιάνγκ Ράι. Την πέσαμε στην σκηνή στον σταθμό μέχρι να ξυπνήσουν οι οδηγοί των σονγκτάο, οπόταν σηκωθήκαμε κι εμείς και πιάσαμε ένα να μας κατεβάσει στο κέντρο.
Η εύρεση στέγασης πήγε εύκολα. Στο πρώτο δωματιάδικο που μπήκαμε να ρωτήσουμε, μείναμε δύο γεμάτους μήνες.
Διευθυνόταν από ένα εγκάρδιο νεαρό ζευγάρι που έκαναν επίσης φαγητό στο Grab (ταϊλανδικό Efood). Μάς έκαναν καλή τιμή (5 ευρώ την ημέρα) και μας προμήθευσαν ειδικά με επιπλέον ψυγείο. Το δωμάτιο ήταν ευρύχωρο, με γραφείο και δικό του μπάνιο, και το διαδίκτυο ήταν αστραπή. Το μόνο ελαφρώς αρνητικό ήταν οι κατσαρίδες – όχι τόσο η παρουσία των καθαυτή, όσο η αυθάδειά των που έκοβαν καμμια-φορά βόλτες στο στέρνο μου την νύχτα και με ξυπνούσε κοψοχολιαστά η Σόφι με κραυγές.
Ένας πιτσιρίκος Γάλλος κατελάμβανε το διπλανό δωμάτιο τις δυο-τρεις πρώτες μέρες της διαμονής μας. Έφυγε απρογραμμάτιστα με έκτακτη πτήση επαναπατρισμού λόγω των συγκυριών. Με χαροποίησε η αποχώρησή του. Ήταν καλό παιδί, αλλά η μόνη ώρα που δεν μιλούσε φωναχτά στο κινητό έξω απ’ το παράθυρό μας ήταν όταν αποσυρόταν πίσω από τον φτενό τοίχο με μία Ταϊλανδέζα γκόμενα που έκανε σαν τσόντα σε ηχοσύστημα συναυλίας.
Ύστερα είχαμε όλη την πλατιά σκιερή αυλή αποκλειστική και ήσυχη. Χώρια από τους ιδιοκτήτες, περνούσαν μόνο δυο-τρείς γάτες για πρωινό και βραδινό, και ένα ζευγάρι πουλιών red-whiskered bulbul που έστηναν φωλιά στο δένδρο έξω από την πόρτα μας. Το αρσενικό βαστούσε τσίλιες σε στρατηγικά σημεία, ενώ το θηλυκό ακούραστα κουβαλούσε και έχτιζε κλαδάκι-το-κλαδάκι. Πρέπει να τής είχε πάρει εβδομάδες μέχρι που κούρνιασε τελικά μέσα και γέννησε τα αυγά. Μόλις λίγες μέρες πριν φύγουμε, ξεπετάχτηκαν τα πουλάκια και έκλαιγαν σιωπηλά προς το ανθρώπινο αφτί για φαΐ. Τα αφήσαμε εκεί με τις θερμότερες ευχές· πράγμα που θα χρειάζονταν, μιάς-και η μία η γάτα – εκείνη που σε μία φάση μού είχε δαγκώσει το πόδι πάνω στο πολύ τρίψιμο – όλο-και συχνότερα στηνόταν στην ύπουλη στάση της Σφίγγας κάτω από το δένδρο, και βλεμμάτιζε συνωμοσιακά ανάμεσα σε αυτό και σ’ εμάς.
Κατά τα άλλα, η ζωή στο Τσιάνγκ Ράι κυλούσε ελεύθερα και ομαλά. Όλοι οι χώροι στέγασης ήταν κλειστοί· ή υπολειτουργούσαν με τον ξεκάρφωτο ενοικιαστή σαν εμάς. Ζήτημα αν πετύχαμε δέκα ξένους σε δύο μήνες που δεν ήταν συνταξιούχοι παππούδες Ευρωπαίοι με ντόπιες γυναίκες.
Τα εστιατόρια και οι καφετέριες ήταν ανοικτά κανονικότατα και η ελευθερία κυκλοφορίας ελάχιστα μόνο λιγότερη από απόλυτη. Οι μόνοι περιορισμοί ήταν το νυχτερινό curfew, η απαγόρευση πώλησης αλκοόλ, και κατά συνέπεια, το κλείσιμο των μπαρ. Το πρώτο ήταν μόνο θεωρητικό• αφού και να τύχαινε να είμαστε έξω αργά, δεν παρίστατο κυριολεκτικά ψυχή να μας δει. Για την δεύτερη φρόντιζε ο μπάρμπας ο ψιλικατζής γύρω απ’ την γωνία, που με τρόπο μάς περνούσε τις μπύρες τυλιγμένες απευθείας μέσα στο σακίδιο, και μάς έφτιαχνε και την διάθεση με την εξαιρετική του ευγένεια και ευθυμία. Όσο για το τρίτο, αφού τα μπαρ και ανοικτά να ήταν είναι πιο ακριβά από τον ψιλικατζή, δεν νοιαζόμουν και τόσο.
Η μοναδική περιστολή που πρακτικά επηρέασε την ζωή μας ήταν αυτή των υπεραστικών συγκοινωνιών, που μας κρατούσε αποκλεισμένους όχι μόνο στην χώρα αλλά και στην πόλη. Ήμασταν ωστόσο ελεύθεροι να γυρίσουμε όπου θέλουμε με το μηχανάκι. Εξού και πήγαμε πολυάριθμες απολαυστικές εκδρομές εντός λογικών, μονοήμερων ή ολιγοήμερων, αποστάσεων. Τα όρη Φουτσιφά και Τσανγκ, ο ποταμός Μεκόνγκ, και το εθνικό πάρκο Ντοϊλουάνγκ ήταν κάποια μόνο από τα highlights.
Μία εξόρμηση, αυτή στο όρος Χουαμεχάμ, στο δεύτερο βορειότερο εξτρέμο της χώρας, προέκυψε ως απρόσμενο δώρο… Όταν κλείσαμε πρώτον μήνα στην Ταϊλάνδη, πήγαμε στο γραφείο μετανάστευσης και ανανεώσαμε την άδεια παραμονής για έναν μήνα, μέσω μίας διαδικασίας τέτοιας διάρκειας που θα άξιζε ένα βαρβάτο μεροκάματο αλλά κόστισε φαΐ και καύσιμο δύο εβδομάδων περιπλανήσεων. Σαν, τώρα, κλείσαμε και δεύτερον, πρωινοί-πρωινοί πήγαμε πάλι στην υπηρεσία, προετοιμασμένοι για μία παρόμοια διαδικασία, αλλά λάβαμε την χαρμόσυνη είδηση ότι η κυβέρνηση είχε χαριστικά και αυτόματα δώσει εξάμηνη παράταση άδειας παραμονής προς πάντες αλλοδαπούς λόγω εξαιρετικής συγκυρίας – μία πολλή έξυπνη κίνηση του υπουργείου τουρισμού προς αρωγή της ύστερης αποκατάστασης της πρώτης βιομηχανίας της χώρας… Το λοιπόν, έχοντας απρόσμενα κερδίσει λίγο επιπλέον χρήμα και χρόνο, ανοίξαμε τον χάρτη, ρίξαμε κάπου το δάκτυλο, και πήραμε δρόμο.
Είχαμε κλείσει το δίμηνο στο Τσιάνγκ Ράι. Οι Βιρμανικές μας βίζες είχαν λήξει και το κόστος των προστεθεί στις απώλειες της πανδημίας (ελπίζω ο αναγνώστης να ευερμηνεύει λίγο κυνισμό). Τουλάχιστον, εκείνες τις ημέρες ήταν που ξανάρχισαν οι υπεραστικές συγκοινωνίες. Το που πλιότερο είχε λείψει τόσο καιρό εκειπάνω ήταν η θάλασσα. Έτσι-και πιάσαμε ένα από τα πρώτα λεωφορεία προς την ακτή.
Καταλήξαμε σε ένα υπέροχο χωριό νότια του Χουά Χιν – όπου επτά χιλιόμετρα απρόσκοπτης αμμουδιάς όριζαν το τέλος της ξηράς και την αρχή του ωκεανού· ένας πυκνόφυτος βράχος με ένα γαληνό μοναστήρι και ένα επιβλητικό άγαλμα του Βούδα στην κορυφή του έκρυβε πίσω τού μία μικρή, κρυφή παραλία· και μία βρίθουσα από μονίτορες λίμνη με περιμετρική προμενάδα δέσποζε μες στην μέση – που το έλεγαν Κάο Τάο.
Τρεξιματάκι πρωινό στην παραλία και βουτίτσα, λίγη δουλίτσα, βολτίτσα χωριό και Χουά Χιν, εκδρομούλες αποδώ κι αποκεί… πέρασε κοντά ένα τρίμηνο στην νότια Ταϊλάνδη… Και ήμασταν ακόμη αποκλεισμένοι.
Εντάξει, να λέμε και την αλήθεια, αν θέλαμε πραγματικά να φύγουμε όλο-και κάποιον τρόπο θα βρίσκαμε… Αλλά να πάμε πού; Στην Ευρώπη να μείνουμε σπίτι και να στέλνουμε sms να βγούμε για ψώνια; Δεν δελέαζε η προοπτική. Στην Ταϊλάνδη είχαμε πολλή περισσότερη ελευθερία. Μόνο που είχε αρχίζει να κουράζει η στασιμότητα. Έτσι και είπαμε να ταξιδεύσουμε λιγάκι…
Ενοικιάσαμε ένα αμάξι, φορτώσαμε όλα μας τα υπάρχοντα, και βγήκαμε στον δρόμο. Περιηγηθήκαμε για τρεις εβδομάδες από το Χουά Χιν μέχρι τα μαλαισιανά σύνορα και πίσω, στήνοντας σκηνή κάθε βράδυ σε όποια παραλία ή ζούγκλα μάς καλάρεσε.
Σαν επιστρέψαμε στο Χουά Χιν, τα μέτρα στην Ευρώπη είχαν αρχίσει να αποσύρονται και τα διηπειρωτικά αεροπλάνα να ξαναπετούν. Βολευτήκαμε για ένα διάστημα στην πόλη, και μετά από κάμποσο ζύγισμα, κλείσαμε τελικά μία πτήση για Αθήνα. Είχαμε λίγες ακόμη εβδομάδες μέχρι την πτήση, τις οποίες αποφασίσαμε να περάσουμε στην επαρχία Καντσαναμπούρι.
Τέλη καλοκαιριού, πάνω στην ώρα για λίγες μεσογειακές διακοπές, φτάσαμε χωρίς προβλήματα στην Ελλάδα. Η ζωή στην χώρα εδόκει συνηθισμένη, ως τίποτε να μην είχε ποτέ συμβεί.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, τα μέτρα δεν άργησαν να επιστρέψουν. Έτσι κι εμείς δεν αργήσαμε να την κοπανήσουμε. Σαν έσφιξε καλά η κατάσταση, ψαχτήκαμε λίγο να βρούμε ποια χώρα προσφέρει τον μέγιστο βαθμό ελευθερίας, και καταλήξαμε στην Αλβανία για μία καλή δεύτερη δόση ταξιδιού εν μέσω πανδημίας… μα αυτό είναι άλλο θέμα.