Άρχισε να μεσημεριάζει και είπα σιγά-σιγά να κατεβαίνω πριν ψηθώ σαν το αρνί στα κάρβουνα. Αυτήν την φορά δεν θα έπαιρνα τον ίδιο δρόμο προς το χωριό· αλλά θα κινούσα προς την φημισμένη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Κατηφόρισα το στρωτό, κλιμακωτό μονοπάτι. Προς τα τέλη του, ξάνοιξε η θέα υπέροχη προς την κοιλάδα, και διέκρινα το μοναστήρι ανάμεσα σε κάποια κυπαρίσσια στην μέση της. Γοργά ροβόλησα το τελευταίο, απότομο τμήμα του μονοπατιού μέσα από το φαράγγι, και σύντομα ευρέθκα να προσεγγίζω τα πελώρια τείχη του καστρομονάστηρου.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Σαν κόντευα, διέκρινα δύο εργάτες να δουλεύουν επί μίας σκαλωσιάς που είχαν στήσει παρά το παμπάλαιο τείχος. «Την λάσπη!» άκουσα τον έναν να λέει ελληνικά, καθώς είχα πλησιάσει στα λίγα μόλις μέτρα. Τών γύρευσα να με κατευθύνουν προς την είσοδο, όπου και έφτασα σε μισό λεπτό πηγαίνοντας προς τα εκεί που με έστειλαν. Μπρος στην πύλη πέτυχα έναν από τους είκοσι πάνω-κάτω μοναχούς που κατοικούσαν την μονή. Ήταν ο πάτερ κάτι ― ξέχασα να σημειώσω ― Λάκωνας τη καταγωγή. Κατέφτασε αυτόσε επί ισραηλινής κατοχής, προ τριάντα περίπου ετών, και δεν έφυγε ποτέ. Πολλά ήταν αυτά που θα ήθελα να τον ρωτήσω, μα δεν μού έδωσε ευκαιρία· δεν ήταν δα και τόσο ομιλητικός ο γέροντας.
Πήγα και την έπεσα σε μία πεζούλα δίπλα στην πύλη, και πήρα να τον παρατηρώ καθώς, ελαφρώς καμπουριασμένος και με χέρια σταυρωτά πισώπλατα, πηγαινοερχόταν πέρα-δώθε την πρόσοψη της μονής με ένα βαριεστημένο, ρυθμικό βήμα. Κάθε που διάβαινε προς τα δεξιά, με προσπερνούσε χωρίς να μού ρίξει βλέμμα. Κάθε που διάβαινε προς τα ζερβά, σταματούσε και με κοιτούσε αμίλητος, καρτερικά, ως να περίμενε να τού πω κάτι. Έτσι τού έλεγα κι εγώ κατιτίς να ανοίξω την κουβέντα· θα μού απαντούσε κι αυτός κάτι κοφτά-κοφτά, και σε ανύποπτη στιγμή, έριχνε πάλι τα μούτρα κάτω και εκκινούσε τον δρασκελισμό. Τις απαντήσεις που ελάμβανα σε κάθε του ζερβό πέρασμα τις έκρινα κάπως λίγο ανιαρές. Όπως που τον ρώτησα: «Πώς περνάει ο χρόνος εδώ γέροντα;» και μού απαρίθμησε όλους τους εορτάζοντες αγίους του ερχομένου, παλαιοημερολογίτικου μηνός. Έτσι, μια δεκαριά επαναλήψεις της περατζάδας, βαρέθηκα, και κίνησα να μπω στο μοναστήρι.
Εκειμέσα είδα καμπόσους Άραβες εργάτες και υπαλλήλους των μοναστηριακών επιχειρήσεων, και λίγους Έλληνες και Σλάβους προσκυνητές-πελάτες. Όλοι οι μοναχοί σαν να κρύβονταν ένα πράμμα. Χώρια από τον πάτερ κάτι που με προϋπάντησε στην πύλη, δεν είδα άλλον κανέναν. Για μία στιγμούλα μόνο, καθώς έμπαινα στο εκκλησάκι της μονής, πρόσεξα την φυσιογνωμία ενός γέροντα να ξεπετάγεται πίσω από το τέμπλο. Μού έριξε μία πεταχτή ματιά, και αποτραβήχτηκε πάλι πίσω μοναστραπίς, σαν απογοητευμένος ― Έχω μία εντύπωση πως έστηνε εκεί καρτέρι να κάνει μάτι τις Ρωσίδες.
Περιηγήθηκα για λίγο στους χώρους της αρχαίας αυτής μονής, θαύμασα τα κομψά της κτίσματα και τα ιδιαιτέρως περίτεχνα εικονίσματα και λοιπά κειμήλια που την κοσμούν, βαρέθηκα, και κίνησα προς τα έξω. Πριν πάρω δρόμο για το χωριό, έκανα μία στάση στο καφενείο του συγκροτήματος ― Δεν είχα πιει ακόμη πρωινό καφέ.
Εκεί έπιασα κουβέντα με μία νεαρή, θρησκόληπτη Ελληνίδα. Έχω πετύχει ουκ ολίγους θρησκομανείς στην ζωή μου, αλλά αυτή η τύπισσα ήταν περιπτωσάρα. Αυτό που την ξεχώριζε ήταν το πάθος της. Μιλούσε για την θρησκεία με τέτοιο φανατισμό και πώρωση, όπως ο Τσουκαλάς για τον Ολυμπιακό: «Μεγααάλος άγιος σου λέω, ααάπαιχτος, ασυναγωωώνιστος! Τα πιο απιιίστευτα, ανεπανααάλειπτα θαύματα! Τι να πει ο καραγκιόζης ο Καθολικός… Ρε ααάντε γεια ρε!»
Πολύ ωραία τα πέρασα και στο Σινά, έπρεπε τώρα να κινήσω προς τα ισραηλίτικα σύνορα. Μέχρι εκεί είχα φτάσει εντός ενός λεωφορείου στο οποίο κανονικά δεν μού επιτρεπόταν να επιβαίνω. Για να φύγω αποκεί προς την Τάμπα, δεν υπήρχε κανένα λεωφορείο. Έτσι το λοιπόν, σαν επέστρεψα στο χωριό κατά το απογευματάκι, άρχισα τις γύρες και πήρα στο ρωτητό τους χωριανούς να εύρω κάποιον να με πάει στα σύνορα με ιδιωτικό όχημα. Χαράματα της επομένης, ο Αούτ ο Βεδουίνος μού βαρούσε την κόρνα του αγροτικού του έξω από το ξενοδοχείο. Ήταν ώρα να κινήσουμε προς το Ισραήλ.