Τα πουλιά απεδείχθησαν υπερπολύτιμοι αρωγοί στις προσπάθειές μας να πετύχουμε τα ζώα ― και όχι μόνο φανερώνοντάς μάς τις τοποθεσίες των νερολάκκων, όπου τα διάφορα ζωντανά προσέρχονταν για να δροσιστούν. Το πρώτο μεσημέρι της περιπλάνησής μας στην σαβάνα, σε μία φάση προσέπεσε στην αντίληψή μας ένα μικρό σμήνος ορνέων που κύκλαζε ψηλά στον αέρα, σε ένα σημείο στο βάθος της σαβάνας. Το-δίχως-άλλο κάτι είχε συμβεί εκειπέρα. Κάποια αιματοχυσία έπρεπε να είχε λάβει χώρα. Αλλάξαμε μονοστιγμίς πορεία και κατευθυνθήκαμε προς τον τόπο του εγκλήματος.
Σαν προσαφιχθήκαμε στο σημείο που οι οιωνοί μάς είχαν ορίσει, δεν αργήσαμε να εντοπίσουμε τον δράστη. Μία νεαρή λέαινα είχε λουφάξει πίσω από έναν θάμνο και απέτρωγε με το πάσο της τα απομεινάρια μίας δύσμοιρης ζέβρας· που εκείνο το πρωί το νήμα της ζωής της εκόπη, όταν εκόπη και η καρωτίδα της από τα κοφτερά δόντια κάποιας άλλης ― μεγαλύτερης και εμπειρότερης από αυτήν που τώρα γευμάτιζε ― γάτας. Και αυτή πρέπει τώρα να ευρισκόταν κάπου εκεί τριγύρω να αποχωνεύει.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Τα λιοντάρια τυγχάνουν να είναι τα μοναδικά κοινωνικά αιλουροειδή. Αφήσαμε την δεσποινίδα λέαινα να αποτελειώσει το γεύμα της με την ησυχία της, και κινήσαμε να εύρουμε τα λοιπά μέλη της οικογένειας. Λίγο πιο κάτω, μπορούσαμε να διακρίνουμε μία συστάδα από δένδρα μαπόνε. Δεν υπήρχε κανείς άλλος ίσκιος εντός του ορατού μας πεδίου. Τα υπόλοιπα λιοντάρια δεν θα μπορούσαν να ήταν αλλού παρά εκεί.
Δεν πέσαμε διόλου έξω. Ολόκληρη η φαμίλια ευρισκόταν εκειπέρα. Τα πλησιάσαμε σε απόσταση αναπνοής, λιγότερο από δέκα μέτρα. Ουδόλως δεν σκιάχτηκαν από την παρουσία μας. Δεν μπορούσαν βεβαίως να κατανοήσουν το ότι προέκειτο περί κατινός ζωντανού. Δεν έβλεπαν παρά ένα μεγάλο, άψυχο, μεταλλικό αντικείμενο. Όπως-και-νά-‘χει όμως, μού έκανε τρομερή εντύπωση πως δεν προέβησαν στην παραμικρή ― μα στην παραμικρή ― αντίδραση· σαν να μην είχαν δει καθόλου αυτό το τεράστιο αντικείμενο, που από το πουθενά εμφανίσθηκε μπροστά τών.
Σβήσαμε την μηχανή και μείναμε ώρα πολλή να τα χαζεύουμε. Τέσσερις ενήλικες λέαινες ευρίσκονταν οριζοντιωμένες να λαγοκοιμούνται στον δροσάτο ίσκιο. Ανάγυρά τών ξεσάλωναν μια δεκαριά λιονταράκια. Έτρεχαν πέρα-δώθε όλη την ώρα σαν τρελά, επιδιδόμενα κατά διαστήματα σε καβγάδες αναμεταξύ τών. Ένας από αυτούς τους καβγάδες άρχισε να λαμβάνει δριμείες διαστάσεις. Για κάμποση ώρα τα δύο εκείνα λιονταράκια, αλαλάζοντας ακατάπαυστα κραυγές που προορίζονταν για βρυχηθμοί, έβγαιναν όμως νιαουρίσματα, αλληλοχτυπιόνταν βίαια με νύχια και με δόντια· μέχρι που ανάγκασαν μία από τις μητέρες να διακόψει για λίγο την σιέστα της, και να σηκωθεί να τα χωρίσει επιπλήττοντάς τα. Μία πολύ μικρούλα, τυφλή ακόμη, προσφατογέννητη ψιψίνα γυρόφερνε μπερδεμένη την μάνα της και τριβόταν στην κοιλιά της, αδυνατώντας να καταλάβει τι συμβαίνει.
Μια εικοσαριά μέτρα πιο πέρα, στον ίσκιο ενός άλλου δένδρου, μονάχος τού, μακριά από τον σαματά, αναπαυόταν και ο οικογενειάρχης λέων. Επιβλητικός και αγέρωχος καθόταν στην στάση εκείνη της αιγυπτιακής σφίγγας, με την χρυσοκάστανή του χαίτη να ανεμίζει στον αέρα, και ατένιζε τους ασύνορους λειμώνες του βασιλείου του. Ωραία η ζωή! μάλλον σκεφτόταν καθώς χώνευε τις διαλεκτές μερίδες εκείνης της ζέβρας που θα είχε καταβροχθίσει νωρίτερα.