Ήμασταν τυχεροί που είχε συννεφιά υπέρ της πολιτείας του Ερμπίλ. Αυτό δεν είθισται. Και συνέβη την τέλεια μέρα: την μέρα που έπρεπε να περάσουμε ολόκληρη έξω κωλοβαρώντας.
Το Ερμπίλ δεν ήταν ο τύπος πόλης με τα αχανή δενδρόφυτα άλση και τα χαριτωμένα σκιερά παγκάκια για να καθίσεις. Ήταν τύπος πόλης με πλατιές, ατέρμονες οδούς και άδεια, αμμώδη οικόπεδα, παρεμβαλλόμενα από αραιές, υάλινες και τσιμέντινες, κάθετες επιφάνειες. Θα τηγανιζόμασταν σαν γαρίδες υπό τις συνήθεις, ηλιόλουστες συνθήκες.
Είχαμε πτήση αργά και οφείλαμε να εγκαταλείψουμε το κατάλυμά μας νωρίς. Προορισμός μας θα ήταν η πρωτεύουσα του Ιράκ: Βαγδάτη. Επιβίβαση σε αυτήν την πτήση και παραλαβή βίζας επ’ αφίξεως στο αεροδρόμιο ήταν ο μόνος τρόπος που βρήκαμε όπως μάς επιτραπεί η είσοδος στο αραβικό τμήμα της χώρας.
Οι δρόμοι του προαστίου Naz City του Ερμπίλ ήταν ακόμη κενοί και ήσυχοι. Σε λίγο, κατελάβαμε το πρώτο τραπέζι του πρώτου ανοιχθέντος πρωινάδικου· όπου στρογγυλοκαθίσαμε για ώρες πάνω από δύο φλιτζάνια του φθηνότερου καφέ, ενώ όλα τα υπόλοιπα τραπέζια ήταν συνεχώς πιασμένα από μεγάλες, εύπορες, ντόπιες παρέες, εκ των οποίων η καθεμία χλαπάκιαζε ποσότητες φαγητού που θα κάλυπταν τα μισά μεροκάματα όλου του κυριλάτου προσωπικού του εστιατορίου.
Λίγες ώρες άσκοπης περιπλάνησης και ένα γεύμα του ευωνοτέρου είδους αργότερα, καταλήξαμε στο μέρος που περισσότερο έμοιαζε με πάρκο εντός της περιοχής. Ήταν μία στενή λωρίδα χορτόφυτου εδάφους, συνορευόμενη από έναν αυτοκινητόδρομο από την μία και μία αράδα συνεργείων από την άλλη, με ένα μονοπάτι και λίγα παγκάκια εν μέσω των σκουπιδιών… μία αξιοπρεπής τοποθεσία για να σκοτώσει κανείς λίγο χρόνο διαβάζοντας.
Ακολούθησε ένας ακόμη καφές, δείπνο, πολύ περπάτημα… Και σαν έπεσε σκοτάδι, είχε έλθει η ώρα να κινήσουμε σιγά-σιγά προς το αεροδρόμιο.
Το καλό ήταν ότι βρισκόμασταν ήδη ακριβώς έξω από αυτό· το κακό ότι, για λόγους ασφαλείας, εφημολογείτο πως δεν θα μάς επέτρεπαν να πλησιάσουμε πεζοί. Αρχίσαμε λοιπόν να δρασκελίζουμε προς αυτό για να ανακαλύψουμε εάν αυτή η απαγόρευση ίσχυε όντως.
Φυσικά, στο πρώτο σημείο ελέγχου, μάς αρνήθηκαν περαιτέρω προέλαση. Αλλά βολικά, αντί να μας αναγκάσουν να πάρουμε ταξί, οι φρουροί ζήτησαν από κάποιους άλλους επιβάτες να μας πετάξουν δωρεάν με το αμάξι μέχρι την αίθουσα αναχωρήσεων.
Δεν περιμέναμε πολύ· το πλείστον του προ της πτήσης χρόνου πάρθηκε από επανειλημμένους ελέγχους και διαδικασίες ασφαλείας. Εντός ολίγου, είχαμε επιβιβαστεί στο αεροσκάφος.
Δεν είμαι ο τύπος ανθρώπου που θα δημοσιεύσει ενημέρωση check-in αεροδρομίου στο Facebook και θα τραβήξει δέκα φωτογραφίες έξω από το παράθυρο καθενός αεροπλάνου. Εν πτήσει, με-το-ζόρι βρίσκω αξιοσημείωτη ψυχαγωγία άλλη από διάβασμα και φαγητό κατά διαλείμματα από ύπνο — Πράγματι, το πέταγμα συχνά με επηρεάζει ως βαρβιτουρικά. Αλλά για την συγκεκριμένη πτήση, ήμουν μάλλον ενθουσιασμένος…
Είναι, λέγεται, κοινή πρακτική πιλότων να εκτελούν το που είναι γνωστό ως corkscrew landing όταν προσεγγίζουν τους διαδρόμους προσγείωσης της Βαγδάτης. Εν συντομία και όπως το καταλαβαίνω, αυτό είναι ένας ειδικός ελιγμός πτήσης που συνεπάγεται απότομη, σπειροειδή κάθοδο από τον ουρανό, ούτως ώστε ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος να συμπέσει η πορεία του σκάφους με εκείνη κάποιου τυχόν εχθρικού, εκρηκτικού βλήματος. Ακουγόταν τόσο τρομακτικό όσο και διασκεδαστικό. Αλλά προς τελική μου απογοήτευση, για κάποιον λόγο, δεν επετελέσατο.
Αντιθέτως, το αεροπλάνο τσούλησε με το πάσο του, σε τέτοιο ύψος υπέρ των στεγών που μπορούσες ξεκάθαρα να διακρίνεις επί τών ανθρώπινες σιλουέτες, για περίπου δεκαπέντε λεπτά πριν αγγίξει το έδαφος. Πιστεύω ότι ακόμη κι εγώ θα εδυνάμην να το καταρρίψω, δοκιμάζοντας πρώτη φορά την δεξιότητά μου σε μπαζούκα. Ευτυχώς, κανένα εμπειρότερο χέρι δεν έτυχε να επιχειρήσει εκείνο το βράδυ. Έτσι και προσγειωθήκαμε με ασφάλεια στο παλαιότερα γνωστό ως Saddam’s International Airport της Βαγδάτης κατά τα μεσάνυχτα.
Τα βήματά μας κατέληξαν προ του έλεγχου μετανάστευσης. Ένα τσούρμο λοιπών ξένων είχε συναθροισθεί δίπλα από ένα μικρό γραφείο στην πέρα γωνία της αίθουσας. Εκεί εμφανίστηκε ο μουστακαλής αξιωματικός με τα γυαλισμένα άρβυλα, στον οποίο παραδώσαμε τα διαβατήριά μας, ώστε να μάς δώσει κι αυτός από ένα μακροσκελέστατο ερωτηματολόγιο. Μάς έγνεφε ανυπόμονα να βιαστούμε ενόσω γράφαμε, μέχρι-που τελικά προσήλθε και άρπαξε τις φόρμες μισοσυμπληρωμένες μέσα από τα χέρια μας, ψελλίζοντας σε σπαστά αγγλικά «only name, only name».
Κατόπιν, καθίσαμε και περιμέναμε για περίπου μία ώρα ξύπνιοι, και ίσως άλλο τόσο αποκοιμισμένοι, έως ότου εν τέλει επέστρεψε. Αντιπραγματευθήκαμε ογδόντα δολάρια έκαστος για τα σφραγισμένα μας διαβατήρια, και ήμασταν ευπρόσδεκτοι στο Ιράκ.
Η διαμονή σε αυτήν την χώρα δεν είναι φθηνή, με οτιδήποτε και αν την συγκρίνεις. Δεν θα πληρώναμε δα ολόκληρη μέρα σε ξενοδοχείο για λίγες μόνο ώρες ανάπαυσης. Η αίθουσα αφίξεων ήταν αρκετά ευρύχωρη και βολική. Είχε κάποια ωραία και ήρεμα σημεία, όπου θα την πέφταμε άνετα μέχρι το χάραμα… εάν δεν κλειδωνόμασταν απέξω.
Έκανα το λάθος να περάσω τις αυτόματες θύρες για ένα τσιγάρο, και καμμία εξ αυτών δεν απεδείχθη να ανοίγει από την εξωτερική μεριά. Περπατήσαμε μπρος-πίσω ολόκληρη την πρόσοψη μιά-δυό φορές, και όποιος και να ρωτήσαμε δεν μετέδωσε κατανοητή επικοινωνία άλλη από έναν βραχίονα εκτεινόμενο προς οιαδήποτε από αμφότερες τις κατευθύνσεις.
Τουλάχιστον έκανε ζέστη — Όχι σαν εκείνη την φορά που με πέταξαν έξω από ένα ξεκάρφωτο, μικρό νορβηγικό αεροδρόμιο που έκλεινε την νύχτα, με καλοκαιρινά ρούχα Σεπτέμβριο μήνα, και κόντεψα να ξεπαγιάσω του θανάτου, κουλουριασμένος και τρεμάμενος κάτω από μία ράμπα του πολυώροφου πάρκινγκ. Εδώ στην Βαγδάτη, στο ένα άκρο του κτιρίου, μακριά από το πλήθος των ταριφών με τις παλιομοδίτικες σοφέρικες αμφιέσεις και τα παρατεταγμένα προ της εξόδου ταξιά των, εντοπίσαμε μία εύβολη σειρά μαξιλαρωμένων καθισμάτων· επαρκώς δολιχή όπως ξαπλώσουμε και οι δύο εν πλήρει μήκει.
Έχω την εντύπωση πως οι Πακιστανοί εργάτες, που έπιασαν βάρδια το ξημέρωμα και ήταν οι δικαιούχοι των καθισμάτων, δεν χάρηκαν ιδιαίτερα που κοιμόμασταν εκεί. Φέρω αμυδρές αναμνήσεις των να μουρμουρίζουν στο λυκόφως υπέρ του λαγοκοιμωμένου μου εγκεφάλου. Αποφάσισαν τελικά να μας ξυπνήσουν πάνω στην ώρα· ώρα να πηγαίνουμε.
Ο προαναφερθείς μου εγκέφαλος δεν είναι παραδειγματικά καλός στο να παύει να χουζουρεύει άνευ μίας γενναιόδωρης δόσης καφεΐνης· και κάτι τέτοιο δεν διετίθετο επί τόπου. Αυτό κατέστησε έτι δυσκολότερο το «να πηγαίνουμε»· πράγμα που ήδη δεν ήταν τόσο απλό όσο είναι κανονικά το να φύγει κανείς από έναν αερολιμένα.
Ο χώρος θύμιζε περισσότερο φυλακή ή αποθήκη χρυσού. Οι στρατιωτικές θέσεις ήταν πυκνότερες και βαρύτερα οπλισμένες απότι στο Ερμπίλ. Και εδώ, σε πεζούς απαγορευόταν να μπαινοβγαίνουν στο αεροδρόμιο. Αλλά εν αντιθέσει με το Ερμπίλ, εδώ απαγορεύονταν και τα ιδιωτικά οχήματα προσέτι. Επιπλέον, η απόσταση των δώδεκα χιλιομέτρων μεταξύ του τερματικού και της εξώτερης πύλης καθιστούσε την προοπτική του να αποπειραθούμε ούτως ή άλλως λίγο αποθαρρυντική. Αλλά τα ταξιά χρέωναν τα κέρατά των…
Εκεί που εξετάζαμε ένα ψηλό και μακρύ τσιμεντένιο τείχος, που διαφορετικά θα έπρεπε να παρακάμψουμε, για πιθανά κοψίματα δρόμου, μία διαδοχή κορναρισμάτων αντήχησε έντονα πίσω από τις πλάτες μας. Παρήχθη από έναν τύπο με λευκό πουκάμισο και μπλε σοφέρικο πηλήκιο στη θέση του οδηγού ενός άδειου βαν.
Η συχνότητα αγγλικών λέξεων στην ομιλία του θα έφτανε έως και 5%, έτσι που μπορούσαμε να τον καταλάβουμε κατιτί καλύτερα από οιονδήποτε άλλον είχαμε μιλήσει μέχρι στιγμής. Φαινόταν τίμιος, και επιλέξαμε να εμπιστευτούμε τον ισχυρισμό του ότι σε καμμία περίπτωση δεν θα μας άφηναν να εξέλθουμε με τα πόδια· και ότι η βέλτιστή μας λύση ήταν να πάμε μαζί τού με εισιτήριο αξίας 6.000 ιρακικών δηναρίων. Μας κέρασε και αναψυκτικά και μπινελίκια στο δρόμο.
Σαν η διαδρομή του έληξε, λίγο μετά το ύστατο σημείο ελέγχου, το πήρε αποστολή του να εξασφαλίσει ότι θα φτάσουμε στο ξενοδοχείο μας ασφαλώς. Βγήκε από το όχημα, σταμάτησε το πρώτο ταξί, φωτογράφισε τις πινακίδες του, κανόνισε σύμφορη τιμή με τον οδηγό του, και απεύθυνε σε αυτόν ένα μπαράζ αραβικών οδηγιών που ακούστηκαν έναν τόνο υπερβολικά ζηλωτικές.
Όπως-και-νά-‘χε, δεν ανησυχούσα κατ’ ελάχιστον περί της επικινδυνότητας του συγκεκριμένου ταρίφα. Αν και δεν τον χαρακτήριζες υποδειγματικά φιλικό, ήταν ηλικιωμένος και σίγουρα αβλαβής· αμφίβολα ικανός να κινήσει το σώμα του με τρόπους κατά πολύ πιο σύνθετους από τους που απαιτούντο όπως οδηγήσει το αυτοκίνητο.
Με περιέργεια να χτυπάει κόκκινο, χάζευα τις ιδιομορφίες του νέου μου περιβάλλοντος καθώς προοδεύαμε σημειωτόν μέσω του χαοτικού συνωστισμού της Βαγδάτης. Αυτή ήταν η πρώτη φορά στην ζωή μου που παρατηρούσα ένα τόσο διεξοδικώς ενοποιημένο υβρίδιο μίας πόλης με στρατιωτική βάση.
Μήκη ξυραφοπλεγμάτων ήταν πανταχού παρόντα, όπως ποδηλατόδρομοι στην Κοπεγχάγη. Εκάστη κύρια διασταύρωση διέθετε υπερυψωμένες, οχυρωμένες θέσεις με ογκώδεις, βλοσυρές κάννες πολυβόλων να προεξέχουν από στοιβαγμένα αμμόσακα. Ο ένοπλος και ένστολος πληθυσμός δεν μειοψηφούσε του αμάχου με σημαντικό περιθώριο. Σημαίες μυρίων αρειμανίων σχεδίων κυμάτιζαν ολούθε.
Κατεβήκαμε από το αμάξι στο σημείο που βεβαιωθήκαμε ότι όντως είχαμε προ πολλού προσπεράσει το ξενοδοχείο. Πληρώσαμε 20.000 δηνάρια για την κούρσα και πήραμε να βαδίζουμε προς τα πίσω.
Στην γωνία δίπλα από την είσοδο του ξενοδοχείου, ήταν στημένος ένας πάγκος με φαγητό δρόμου, με λίγα πλαστικά τραπεζάκια παρατεταγμένα στο πεζοδρόμιο. Οι δύο άντρες που τεμπέλιαζαν σε αυτά μας προσκάλεσαν για τσάι, με τρόπο τόσο εγκάρδιο που αδυνατούσαμε να αρνηθούμε.
Ακολούθως, ενεπλάκησαν αναμεταξύ τών σε μία ευκοινώνητη διαφωνία για το ποιος θα πληρώσει τα αφεψήματά μας, με αποτέλεσμα ο ηττημένος να μάς αγοράσει σάντουιτς. Το γεγονός αυτό δεν ήταν παρά μία απλή εισαγωγή στην καταπληκτική φιλοξενία που έμελλε να βιώσουμε σε αυτήν την ταραγμένη μα εύξεινη πόλη.
Ο ξενώνας ομοίαζε με σκηνικό κάποιας ταινίας εποχής διαδραματιζομένης στην βρετανική Μέση Ανατολή· το μέρος που θα εισέβαινες με μία φεντόρα στο κεφάλι και από μία δερμάτινη βαλίτσα στο κάθε χέρι σε διάλειμμα από ταξίδι με το Orient Express. Η οροφή του λόμπι υψούτο για δύο ολόκληρους ορόφους και στολιζόταν από έναν ογκηρό, αστραφτερό πολυέλαιο. Ένα περιμετρικό εσωτερικό μπαλκόνι με παχιά, ξύλινα κιγκλιδώματα βρισκόταν αποπάνω και οδηγούσε στα δωμάτια. Διάφορα αντικέ είδη επίπλωσης και διακόσμησης ήταν τοποθετημένα αναγύρω.
Όλο το προσωπικό ήταν ευγενικό και εξυπηρετικό. Μερικοί μιλούσαν και καλά αγγλικά. Ένα συγκεκριμένο αλάνι το έκανε αυτό με βρετανική προφορά επιπροσθέτως. «Every day same shit» ήταν το μότο του. Λυπάμαι που απώλεσα την ευκαιρία να τον γνωρίσω καλύτερα. Με προσκάλεσε ένα βράδυ να πιούμε έναν μπάφο παρέα μετά τη βάρδιά του, μα η λήξη αυτής απείχε ακόμη λίγες ώρες, και η κούρασή μου δεν θα άντεχε την αναμονή.
Μετά από ένα γρήγορο ντουζάκι και λίγο στοιχειώδες ξαπόσταμα, πήραμε τους δρόμους, ένθοι να εξερευνήσουμε. Μόνο αργότερα μάς είπαν ότι η συνοικία που διαμέναμε δεν φημιζόταν ως μία εκ των ασφαλεστέρων της πόλης. Ειλικρινά, ένιωσα εντελώς άνετα καθ’ όλες — ή σχεδόν όλες — τις συγκυρίες.
Οι πολίτες πανταχόθεν μας χαιρετούσαν με μειδιάματα και αβρόφρονα λόγια. Πολλοί πετάγονταν μπροστά μάς και πόζαραν εθελοντικά για φωτογραφίες. Οι στρατιώτες ήταν σχετικά αραιότεροι στην περιοχή και διακριτικά φιλοπερίεργοι. Η κίνηση ήταν πηχτή και δύσκολη στο να ελιχθείς διαμέσου τής.
Η πρώτη μας στάση ήταν σε ένα atm, όπου τραβήξαμε μετρητά υπό την επιτήρηση δύο φρουρών φερόντων πολυβόλα και αλεξίσφαιρα γιλέκα. Εν συνεχεία, τα βήματά μας μας οδήγησαν σε ένα μεγάλο πάρκο στην ανατολική όχθη του Τίγρη. Πρέπει κάποτε να αποτελούσε δημόσιο δρυμό· ένα μακράν λουκετωμένο εστιατόριο και ερειπωμένες παιδικές χαρές το υπονοούσαν αυτό. Τη σήμερον ημέρα, το μισό κατελάμβανε ο στρατός και το άλλο μισό πρεζάκια.
Στο υπό στρατιωτική δικαιοδοσία τμήμα, που ήταν ολάκερη η ποτάμια όχθη, η πρόσβαση ήταν απαγορευμένη. Το κατανόησα αυτό όταν ξεμύτισε από το πουθενά ένας φαντάρος και με εμπόδισε να πηδήσω πάνω από μία περιοριστική ταινία. Επίσης απαγορευόταν η φωτογράφιση. Αυτό το κατανόησα όταν, παρότι το έκανα στα-κλεφτά, ένας άλλος φαντάρος με είδε να βγάζω φωτογραφία ένα τεθωρακισμένο όχημα και με εξανάγκασε να την διαγράψω επί τόπου υπό απειλή κατάσχεσης. Η συμπεριφορά αυτή μού δόκησε ευλογότερη όταν, λίγες εβδομάδες ύστερα, διεπράχθη μία απόπειρα δολοφονίας εναντίον του πρωθυπουργού της χώρας από τρεις φορτωμένους με εκρηκτικά δρόνους που απογειώθηκαν από την αντίπερα όχθη του ποταμού.
Μη βρίσκοντας επαρκή διασκέδαση στο πάρκο τούτο, πισωδρομήσαμε προς τις κατοικημένες ζώνες. Φτάνοντας στην πρώτη παρακείμενη οδό, μας σταμάτησε ένας αλλόκοτος, μα κατά-τα-άλλα ακίνδυνος, ανώμαλος παππούς που μάς πρότεινε να έλθουμε σπίτι του να μάς δείξει το κρεβάτι του — ή κάτι σε τοιαύτες γενικές γραμμές.
Λίγες δρασκελιές παρακάτω στο πεζοδρόμιο, ένας νεαρός οδηγός φρενάρισε απότομα στην μέση του δρόμου, μποτιλιάρισμα ταχέως σχηματιζόμενο ξοπίσω τού, και πήρε να μάς αποτείνει ενθουσιώδη αναφωνητά, πλήρες το ακτινοβολόν χαρά του πρόσωπο εκτεταμένο έξω από το παράθυρο. Ήταν λίαν πρόθυμος να εξασκήσει τα αγγλικά του, φοιτητής πολιτικών επιστημών, σίγουρη καλή παρέα. Συγκατανεύσαμε στην προτροπή του να μπούμε στο αμάξι, και προς ανακούφιση των άλλων οδηγών, κινήσαμε σε ένα κοντινό αναψυκτήριο όπου μάς ξηγήθηκε με χυμό και μία ενδιαφέρουσα συζήτηση.
Ευχαριστώντας και αποχαιρετώντας τον, κατευθυνθήκαμε προς μία από τις γέφυρες της Βαγδάτης και πήραμε να διασχίζουμε τον μέγα ποταμό. Οι επιβάτες σχεδόν καθενός διερχομένου αυτοκινήτου κορνάριζαν και μας επευφημούσαν με πλέριο κορυβαντισμό. Ένα τερπνό απογευματινό αεράκι φύσηξε και αναστάτωσε την επιφάνεια του ποταμού αυτού που έχει γαλουχήσει αμέτρητες γενεές παμποικίλων πολιτισμών. Χίλιοι μιναρέδες υψώνονταν υπέρ των εκατέρωθεν οριζόντων.
Η πόλη ήταν χτυπητά αλλιώτικη στην δυτική όχθη του Τίγρη. Οι διοικητικές υπηρεσίες της χώρας ήταν εκεί συγκεντρωμένες: μία υπερπληθώρα υπουργείων και λοιπών δημοσίων γραφείων εξαιρετικά ευφάνταστων ειδών, που φαινομενικά θεσμοθετήθηκαν κυρίως όπως διοχετεύουν δημοσίους πόρους στις τσέπες των θεσμοθετών των.
Ήταν όλα προφυλασσόμενα από κυκλώπεια τείχη, πανταχού παρούσες κάμερες ασφαλείας, άρματα μάχης και βαρύ πυροβολικό, και πολλές μουστακοφόρες εκδοχές του Ράμπο. Φαρδιές, σκονισμένες λεωφόροι, δίχως δείγμα πεζοδρομίου, πόσο μάλλον διαβάσεις και φανάρια πεζών, συγκοινωνούσαν μεταξύ τών. Η πεζή συγκοινωνία ήταν σπάνια στην περιοχή, γενικά. Τώρα δε που αυτή η συγκοινωνία εξετελείτο από δύο μοναχικούς, καταπονημένους ταξιδιώτες, ο ένας φύλου γυναικείου με ξανθά μαλλιά, κάμερες κρεμάμενες από τους λαιμούς… φαντάσου το σοκ στις φυσιογνωμίες των παρατηρώντων στρατιωτών.
Μας σταματούσαν κυριολεκτικά σε κάθε σταυροδρόμι. Έλεγχαν κάθε φορά τα διαβατήριά μας, και ύστερα μας καθυστερούσαν λιγάκι ακόμα, χάρη ψυχαγωγίας και-μόνο, προτού μας ξαποστείλουν, προειδοποιώντας δριμέως κατά της φωτογράφισης. Εν αποκρίσει, ήμουν ιδιαίτερα προσεκτικός κάθε-που χρησιμοποιούσα την κάμερα.
Έχοντας διαγράψει μακρύ κύκλο, διασχίσαμε μία άλλη γέφυρα πίσω προς την ημετέρα πλευρά του ποταμού και επιστρέψαμε σπίτι για λίγη ξεκούραση πριν από το βράδυ. Το αρχίσαμε αυτό με μία βόλτα στην γειτονιά, φάγαμε σε ένα από τα πολλά ταχυφαγεία, κουβεντιάσαμε με διάφορους πρόσχαρους ντόπιους, και μπουκάραμε σε ένα ταξί.
Πηγαίναμε να συναντήσουμε δύο ένδημους φίλους, τον Αλί και τον Αχμέντ, για ένα τσαγάκι. Η πόλη βρισκόταν σε εξαιρετική αναταραχή εκείνο το βράδυ. Κάποιοι τύποι — νομίζω από κάποια παραστρατιωτική φατρία μαριονετιζόμενη από το Ιράν — διαμαρτύρονταν ενάντια στα αποτελέσματα των προσφάτων εκλογών πραγματοποιώντας ένοπλη διαδήλωση στους δρόμους. Οι κάτοχοι των επισήμων, κυβερνητικών όπλων αντιδρούσαν σε αυτήν με αυστηροποίηση ελέγχων, φράξιμο οδών, πτήσεις ελικοπτέρων σε επιφόβως χαμηλές πορείες, και ξαμόλυμα τεθωρακισμένων οχημάτων στους δρόμους, κατά τα φαινόμενα διαταγμένα να μην σβήσουν στιγμή τις σειρήνες των.
Είχαμε ραντεβού σε ένα καλαίσθητο τσαγάδικο με άφθονο υπαίθριο χώρο παραπλησίως του ποταμού. Ήταν δημοφιλές μέρος, γεμάτο ευδιάθετες παρέες τεϊοποτών και ναργιλεκαπνιστών, και παρατεταγμένους ψαράδες που ράθυμα ανέμεναν τσιμπήματα κατά μήκος της σκοταδερής κρηπίδας. Μπορεί να ήταν το τελευταίο ελεύθερο τραπέζι το που καθίσαμε.
Λίγα φλιτζάνια και πολλές ενδιαφέρουσες κουβέντες ύστερα, είπαμε να φύγουμε. Αλλά αυτό δεν απεδείχθη όσο απλό ακούγεται. Σε μία φρενίτιδα ενθουσιασμού, η μία παρέα μετά την άλλη πήραν να μας καλούν στα τραπέζια των για φωτογραφίες. Εν τέλει, με παρέσυρε το προσωπικό στην κουζίνα. Αμέλησαν όλοι όποια δουλειά είχαν για να βγάλουν μαζί μού σέλφι, ξεκαρδιζόμενοι σαν να μην υπήρχε αύριο. Ένιωσα κάπως ευγνώμων όταν εισέβαλε εξαγριωμένο το αφεντικό, μανιωδώς ουρλιάζοντας λέξεις των οποίων το νόημα καλύτερα να μην εικάσω, και μού έδωσε ευκαιρία να την σκαπουλάρω.
Κόντευε μεσάνυχτα καθώς οι φίλοι μας πήγαιναν στο ξενοδοχείο μέσω των πλέον έρημων οδών της πόλης, αντανακλαστικά ανάβοντας το εσωτερικό φως του αυτοκινήτου για να μας κοζάρουν οι φαντάροι σε κάθε σημείο ελέγχου. Μάς έδωσαν επίσης πολλές καλές προτάσεις για μέρη που πρέπει να δούμε ανά την διαδρομή προτού μας αφήσουν μπροστά στην είσοδό μας.
Αυγή ξυπνήσαμε να πάμε ημερήσια εκδρομή στην αρχαία Βαβυλώνα και κάποιους ακόμη αρχαιολογικούς χώρους στα πέριξ της Βαγδάτης. Αλλά αυτά θα είναι θέμα άλλης ιστορίας, μιάς-και της παρούσας η διάρκεια ήδη ξεφεύγει.
Εικοσιτεσσάρων ωρών παρατρεχουμένων, η τελευταία μας πλήρης ημέρα στην Βαγδάτη ήταν αφιερωμένη σε ολοήμερη εξερεύνηση. Εγκαταλείψαμε το κατάλυμα νωρίς το πρωί και θέσαμε πορεία προς την παλαιά πόλη. Σβέλτα διέβημεν διαμέσου των στριμωγμένων πάγκων και του δυναμικώς ρευστού πλήθους ανθρώπων, καροτσιών, και αλόγων που συμπιεζόταν ανάμεσα στα κτίρια και τις οκτώ πάνω-κάτω λωρίδες τελματωμένων οχημάτων στην οδό Αλ-Χουλάφα.
Η χλαλοή ήταν πανδαιμονική. Επί ενός ακατάπαυστου υποβάθρου βοής κινητήρων, θορυβούσε μία κακοφωνία από κόρνες, σειρήνες, κραυγές, χλιμιντρίσματα, ελικόπτερα, και μία χαυνωτική πολυτυπία δονητικών συχνοτήτων που διαχέονταν στον αέρα εν τελείω χάει. Και τότε, πάντα κατασιγάσθηκαν προσωρινά την ώρα της προσευχής από το κάλεσμα του ιμάμη, που εν πνευματική υστερία σκαρφάλωνε μία-μία τις νότες κάποιας εξωτικής κλίμακας, μέχρι-που διέρρηξε ουρανό και ψυχές με υπαρξιακό τρόμο.
Ο κόσμος με τον οποίον διασταυρωνόμασταν ήταν και πάλι προσηνής σε τέτοιο βαθμό που σε καθιστά ευτυχή και περήφανο να λέγεσαι άνθρωπος. Ένας στρατιώτης αδυνατούσε να αποκρύψει την ευθυμία του καθώς προσπαθούσε με σοβαρότητα να μάς ζητήσει να κατέβουμε από μία αποκλεισμένη υπέργεια πεζοδιάβαση όπου είχαμε ανέβει για να τραβήξουμε φωτογραφία τον δρόμο.
Με-τα-πολλά, καταλήξαμε καθισμένοι σε ένα μικροσκοπικό παγκάκι στην άκρη ενός ασφυκτικά στενού πεζοδρομίου, αργοροφώντας ένα τσάι και παρακολουθώντας τους συνεχώς ρέοντες περαστικούς από χαμηλή γωνία. Οι περισσότεροι προχωρούσαν με λαιμούς πισωστραμμένους προς εμάς, άναυδοι ακόμη, για κάμποση απόσταση αφότου μας προσπερνούσαν. Ένας υπέργηρος στο διπλανό παγκάκι φαινόταν βυθισμένος σε περισυλλογή, σηκώνοντας περιοδικά, με μεγάλο κόπο, το επιστόμιο του ναργιλέ του για μία τζούρα. Ένας κατιτί φρενοβλαβής μάγκας μάς τηρούσε προσηλωμένως μεν απαθώς δε από το απέναντι παγκάκι.
Αργότερα, σε ένα συνωστισμένο, αψιδωτό παζάρι, πέσαμε πάνω σε εκείνους τους δύο Ιρακοβρετανούς τύπους, που αρχικά είχαμε γνωρίσει τις προάλλες στο πρεζάκικο πάρκο. Ήταν καλά παιδιά, και μετά χαράς δεχθήκαμε την πρόσκλησή των σε κάποιο κοντινό, διάσημο, παραδοσιακό τεϊοποτείο.
Μία ταυτοχρόνως μεγαλοπρεπής και λιτή αύρα επικρατούσε εκειμέσα. Ως είθισται σε τέτοια στέκια, οι τοίχοι ήταν γεμάτοι φωτογραφίες αξιόλογων θαμώνων και επισκεπτών. Αποτελούσε επίσης εντευκτήριο ξένων. Είδα εκεί πλιότερους από δαύτους απότι σε ολόκληρη την πόλη καθ’ όλην την διαμονή. Κάποιοι Ιρακοαμερικανοί μάς μίλησαν από την γωνία· ένας Άγγλος Γιουτουμπίστας υλοποιήθηκε αίφνης στην είσοδο, σελφιστίκ, μεγάλο αφρώδες μικρόφωνο, και τα συναφή· μία ακόμη ομάδα ταξιδιωτών ακολούθησε. Σύντομα, είχαμε όλοι ενωθεί σε μία μεγάλη παρέα· όλοι εκτός από τους μυστήριους τυπάδες στην γωνία…
Ήταν μυώδεις, φαίνονταν πολυάσχολοι και Αμερικανοί, φορούσαν γυαλιά ηλίου και ακουστικά με σπειροειδή καλώδια… CIA ή κάτι παρεμφερές, σκέφτηκα. Κάτι ενδιαφέρον πρόκειται να συμβεί εδωπέρα…
Δεν είχε δολοφονία ή οτιδήποτε με δράση. Ο Αμερικανός πρέσβης θα προέβαινε σε τιμητική επίσκεψη για την αναστύλωση αυτού του ιστορικού καφενείου ύστερα από μία βομβιστική τρομοκρατική επίθεση που είχε υποστεί προ κάποιων ετών. Κι άλλοι πράκτορες εμφανίστηκαν σταδιακά και παρετάχθησαν εντός του σαλονιού και κατά μήκος των εξωτερικών τοίχων.
Τότε έσκασε μύτη και εκείνος ο ψηλός, ασπρομάλλης άνδρας, συνοδευόμενος από συνεργείο μαγνητοσκόπησης και ξέρω-‘γώ τι άλλους. Κάθισε σε διαφορετικά τραπέζια, έσφιξε διάφορα χέρια, μοίρασε μπόλικα θεατρινίστικα χαμόγελα για την τηλεόραση και τις εφημερίδες, και αποχώρησε.
Έχοντας αποκτήσει πονόδοντο από τα απανωτά ζαχαρούχα τσάγια, συνεχίσαμε την βόλτα μας. Διασχίσαμε δύο νέες γέφυρες προς και από την δυτική όχθη του Τίγρη. Προχωρημένο απόγευμα, πατούσες σχεδόν φουσκαλιασμένες, πλησιάζαμε σπίτι. Αλλά τότε μας σταμάτησε ο στρατός…
Δεν τους πρόσεξα εκεί-που σουλάτσαρα στην μέση του δρόμου και απερίσκεπτα τραβούσα βίντεο… Μάς έφεραν δύο σκαμπά, μας κάθισαν στην ακροδρομιά, μας κέρασαν αλλεπάλληλα ποτήρια φρέσκου χυμού… και καταφανώς ψυχαγωγημένοι, μάς ζήτησαν να περιμένουμε…
Καμμια-ώρα μετά — είχα αρχίσει αγανακτούσα — ο αρχηγός έλαβε μία διεγερτική ραδιοκλήση. Φόρεσε το κράνος, ίσιωσε το αλεξίσφαιρο, ξεσκόνισε τις αρβύλες — το ακόλουθο δεν το είδα, αλλά είμαι σχεδόν βέβαιος ότι θα έστρωσε και το μουστάκι — και καλοστήθηκε με νευρική προσδοκία μέχρι να αφιχθεί ο ανώτερός του.
Ο τελευταίος, μολονότι φορούσε πολιτική ενδυμασία τοιαύτης κοψιάς που δήλωνε εξουσία, ήταν πιο νεαρός και μικρόσωμος από τον κατώτερό του· έτσι που όφειλε να καταβάλει περίσσια προσπάθεια για να δείξει σκληροτράχηλος. Και τα κατάφερε καλούτσικα. Με παλάμη επί κουτέλου σαν σανίδα, μπότα να κροτεί το έδαφος σεισμικά, και στήθος φουσκωμένο ως κοκόρου, τον χαιρέτησε ο δικός μας ευλαβικά, προτού μάς νεύσει να προσέλθουμε.
Άτεγκτα μας ρώτησε ο ανώτερος τι φωτογραφίζαμε· στο οποίο απαντήσαμε «τοίχους, αυτοκίνητα, τον ουρανό, τίποτε ιδιαίτερο… τουρίστες». Μάς ζήτησε μόνο να χώσουμε τις κάμερες στις τσάντες και μας απήλλαξε. Διά τούτο όλο-κι-όλο περιμέναμε τόσην ώρα.
Μόνο αφότου στρίψαμε στην επόμενη γωνία, ανασύραμε ξανά τις κάμερες. Τώρα βρισκόμασταν στα άθλια σοκάκια της γειτονιάς μας. Η κατάσταση εκειμέσα πράγματι φάνταζε κάπως πιο απρόβλεπτη απότι στους κεντρικούς δρόμους.
Λεφούσια εμφανώς φτωχότερων ντόπιων και Σουδανών μεταναστών πλημμύριζαν τους εκεί μαχαλάδες. Ήταν ως επί το πλείστον φιλικοί, με λίγες εξαιρέσεις ανδρών που μας στραβοκοίταζαν ή απαιτούσαν να μην βγάζουμε φωτογραφίες. Σε ανύποπτη στιγμή, βρεθήκαμε παγιδευμένοι ανάμεσα σε έναν απείθαρχο όχλο πιτσιρικαρίας, που μάλλον ήταν λίγο υπέρ του δέοντος ενθουσιασμένοι που μας έβλεπαν. Παράγοντας μία αγριεμένη χάβρα, σχεδόν κυριολεκτικά μας έσερναν αποδώ-κι-αποκεί για διαδοχικές σέλφι. Καταφέραμε να δραπετεύσουμε μόνο ύστερα από παρέμβαση ενός διερχομένου αστυνομικού, και φτάσαμε επιτέλους πίσω στο ξενοδοχείο.
Δεν έμενε αρκετός χρόνος ούτε καν για να πλυθούμε και να αλλάξουμε — καλά, δεν είχαμε καθαρές αλλαξιές ούτως ή άλλως — μα το που θέλω να πω βασικά είναι ότι ξαναφύγαμε σχεδόν απευθείας. Ο Αχμέντ, από την άλλη βραδιά, ήλθε και μας πήρε για μία νυχτερινή τσάρκα στην Βαγδάτη.
Πρώτα πήγαμε σε μία από τις πιο ευκατάστατες συνοικίες. Συστάδες φανταχτερών, μοντέρνων εστιατορίων και τσαγάδικων συνωστίζονταν παρ’ εκείνη την όχθη του Τίγρη. Ήταν όλα ολόγιομα με προοδευτική νεολαία. Ακόμη περισσότερες παρέες ήταν συγκεντρωμένες κατά μήκος μίας πεζούλας στην ακροποταμιά, ένθερμα συζητώντας γύρω από ναργιλέδες, υπό την θέα μίας αλαργινής, πρασινοφώτιστης γέφυρας σε έντονη αντίθεση με την αμυδρή μεγαλοπολιτεία και τον κατάμαυρο ποταμό. Καταβροχθίσαμε διάφορες αραβικές λιχουδιές, περπατήσαμε και λιγάκι, και τελικά οδηγήσαμε σε εκείνη την κάβα κοντά στο πρεζάκικο πάρκο.
Ήταν μία εκ πολλών ανά την πόλη. Όλες έχαιραν σταθερής, εικοσιτετράωρης ροής πελατών, οι οποίοι συχνά στάθμευαν σε απόσταση και προσέρχονταν στο ταμείο με τα πόδια, μυστικοπαθώς και συνωμοτικώς. Το εμπόρευμα ήταν σχετικά ποικίλο και φθηνό για αραβικά δεδομένα.
Ως φαντάσματα ερεβώδη, δύο μαυροτύλιχτα κορίτσια πιάτσαραν στο ζοφερό κράσπεδο σιμά του καταστήματος.
«Πουτάνες» είπε ο Αχμέντ αφότου φύγαμε με τις μπίρες μας.
«Αλήθεια;» προέφερα ειλικρινώς εκπεπληγμένος.
«Μα φυσικά, είναι προφανέστατο!» ανταπάντησε, στρέφοντας προς εμέ μία ενεή όψη που θα ταίριαζε περισσότερο σε άλλα λεχθέντα τύπου «μα φυσικά ο ήλιος λάμπει»…
Καλά τώρα, εντάξει… Από την εμή προοπτική — γνωρίζω για ψηλοτάκουνες μπότες μέχρι το γόνατο και δικτυωτά καλσόν και τέτοια — αλλά το ότι εμπεριέχεται άνθρωπος είναι το μοναδικό στοιχείο που μπορώ να συναγάγω εξ οιουδήποτε λογικού βαθμού προφανείας βλέποντας μια μπούρκα… Αν το καλοσκεφτείς όμως, το ποτοπωλείο σίγουρα αποτελεί στρατηγικό πόστο.
Αράξαμε σε ένα πεζούλι στην άκρη του πάρκου, θεώμενοι έναν αμυδρώς πορτοκαλοφωτισμένο δρόμο, αποκλειστικά χρησιμοποιούμενο από σποραδικά οχήματα του στρατού και της αστυνομίας. Μία συμμορία αλάνια έπιναν επίσης παραδίπλα μάς. Διάφοροι παράξενοι χαρακτήρες τριγυρνούσαν αναγύρω. Ένας σουρωμένος, εξαθλιωμένος τρελάκιας ήλθε σε εμάς, λέγοντας πράγματα, αλλά τα αλάνια αποδίπλα τον έδιωξαν επιθετικά· παραείναι μουρλός για να προβλεφθεί, είπαν.
Επαίτες, κυρίως γριές, μας προσέγγιζαν κατά σειρά. Με μία εξ αυτών, αναγκάστηκα να κλειδώσω τα χέρια μου πίσω από την πλάτη όπως αρνηθώ εκείνο το μωρό που καλά-και-ντε ήθελε να μού χώσει στην αγκαλιά — όχι πως έχω τίποτε ενάντια στα μωρά εν γένει, αλλά το να καταλήξω υπεύθυνος για ένα μόλις ορφανευμένο εξ αυτών δεν ήταν κάτι που προσδοκούσα να συμβεί την τελευταία μου νύχτα στην Βαγδάτη.
Ένα κονβόι στρατιωτικών φορτηγών πέρασε σφαίρα κάποια στιγμή από τον δρόμο. Ήταν γεμάτα με βαρέως φορτωμένους στρατιώτες, και οι σειρήνες των στρίγκλιζαν ξέφρενα. Ένα από τα αλάνια πήδησε ευθύς πίσω από το πεζούλι και έμεινε εκεί κρυμμένο για κάμποση ώρα αφότου είχε παρέλθει η ουρά της οχηματοπομπής. Μού φάνηκε τόσο ύποπτο όσο σού ακούγεται… Εξήγησε ότι ο διοικητής αυτής της μονάδας ήταν ο πατέρας του… Σε καμμία χώρα, πόσο μάλλον μουσουλμανική, ο γιος ενός πειθαρχημένου ανθρώπου δεν επιθυμεί να ιδωθεί να μεθοκοπάει νυχτιάτικα σε κακόφημα πάρκα.
Σαν αποτελειώσαμε τις μπίρες, γυρίσαμε σπίτι. Πέσαμε για ύπνο αργά εκείνη την νύχτα και ξυπνήσαμε νωρίς. Έπρεπε να πιάσουμε το λεωφορείο για την Μοσούλη.
Φωτογραφίες
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από την Βαγδάτη.