Δεχόμενη πλέον των είκοσι εκατομμυρίων διεθνών επισκεπτών ετησίως, η Μπανγκόκ αξίως διαγωνίζεται για τον τίτλο της παγκόσμιας τουριστικής πρωτεύουσας. Πολλά συμβαίνουν στο κοσμοπολίτικο, φαντασμαγορικό της κέντρο.
Υπό την θέα μοντέρνων ουρανοξυστών και επίχρυσων παγοδών, λεωφόροι και σοκάκια βρίθουν σαματατζίδικης δραστηριότητας. Πολυάστερα ξενοδοχεία στέκουν τοίχο-τοίχο με νεανικά χόστελ. Μπροστά από κλασάτα εστιατόρια, και ανάμεσα σε πλεξούδες καλωδίων που θυμίζουν πλέγματα ζουγκλίσιων κισσών, πεζοδρόμια καταλαμβάνονται από πρόχειρους φαγητοπάγκους με ό,τι φαντάζεσαι, από μαλλί-της-γριάς μέχρι σκορπιούς-σουβλάκι. Καπνοί από αλλεπάλληλες σχάρες αποπνέουν μία πανδαισία αψιών οσμών που υπερκαλύπτουν την ομαδική ιδρωτίλα και τα κάτουρα αδέσποτων και αστέγων. Επί της συνεχούς οχλοβοής που εκπέμπει το αναμεμειγμένο σινάφι κραχτών και μεθυσμένων τουριστών, με μονοτονική ρυθμικότητα ξεχωρίζει ένα «μασάααα, μασάααα, μασάααα» που ημιενδεδυμένες κοπέλες αρθρώνουν βαριεστημένα από τα πανταχού παρόντα μασαζάδικα. Αμφιλεγομένως ενήλικα κορίτσια και θηλυπρεπή αγόρια, παρατεταγμένα μπροστά σε φιμέ τζάμια καταγωγίων, γλυκαίνουν περαστικούς ανώμαλους παππούδες. Και μέσα σε όλον τον πανζουρλισμό, όλο-και κάθε-λίγο φρενάρει δίπλα σού κάποιος τουκτουκτζής και σού φωνάζει: «Μα φλέεν, μα φλέεν, τουλ, τουλ, φότι μπάααα.»
Θέλουν και-καλά να σε πάνε ξενάγηση στην πόλη με το τρίκυκλο για σαράντα ταϊλανδικά μπατ. Η τιμή αυτή (γύρω στο ένα ευρώ) παραείναι χαμηλή για να είναι αληθινή. Αλλά αφού δεν είχα κανένα ενδιαφέρον να ξεναγηθώ ούτως-ή-άλλως, ποτέ δεν τών είχα δώσει αρκετή σημασία για να μάθω λεπτομέρειες. Αυτό άλλαξε ένα πρωί που κατέβηκα κέντρο να συναντήσω ένα φιλαράκι εξ Ελλάδος. Είχε μόλις αφιχθεί πρώτη φορά Μπανγκόκ και είχε διάθεση για αξιοθέαση.
Μιλήσαμε με δυο-τρεις από δαύτους, και μάς έριξαν την ίδια ιστορία: μια-δυο ώρες ξενάγηση, σαράντα μπατ. Όλοι, ωστόσο, αρνήθηκαν να μας πάρουν αφότου επιμείναμε να καθορίσουμε εμείς την διαδρομή και να πάμε σε συγκεκριμένα μέρη της διαλογής μας. Τελικά πετύχαμε έναν οδηγό — τον Γιονγκ — που μιλούσε καλύτερα αγγλικά και, μετά από λίγη πίεση, συμφώνησε να μάς εξηγήσει πώς λειτουργεί το κόλπο.
Θα μας πήγαινε σε διάφορους ναούς και τέτοια, και ενδιάμεσα, θα περνούσαμε από τα καταστήματα κάποιων που αποκαλούσε «χορηγούς» του. Επειδή ήταν καλός τύπος και δεν ήθελα να τού δώσω ανεύλογες ελπίδες, ξεκαθάρισα ότι η πιθανότητα του να αγοράζαμε οτιδήποτε δεν ήταν ούτε κατ’ ελάχιστον μεγαλύτερη από μηδενική. Είπε πως δεν πειράζει, μόνο αν θέλουμε αγοράζουμε. Και ισχυρίστηκε ότι δεν αμείβεται αποκλειστικά με ποσοστά, αλλά παίρνει τριακόσια μπατ πάγια για την επίσκεψη και-μόνο. Αν και θα χαιρόμουν να ήταν αλήθεια, περί αυτού αμφέβαλα. Αλλά το κρίμα στον λαιμό του. Εγώ προειδοποίησα. Καλύτερα να μην υπερεκτιμούσε την καπατσοσύνη των χορηγών του.
Μπουκάραμε, το λοιπόν, στο τρίκυκλο, ανάψαμε από ένα τσιγάρο, και αρχίσαμε την εκδρομή. Κάναμε δυο γύρες, περάσαμε από κάποιους ναούς, κάναμε σε έναν στάση να μπούμε για μια ματιά, και ύστερα, σε έναν απόμερο και έρημο παράδρομο, σταματήσαμε στον πρώτο χορηγό.
Με έτρωγε η περιπέτεια να δω τι είδους καταστηματάρχης πληρώνει ταρίφες να τού ψαρεύουν πελάτες από τους δρόμους. Είκαζα σουβενιρομάγαζο, κοσμηματοπωλείο, ταξιδιωτικό γραφείο, πολυτελές εστιατόριο… μα ούτε από την φαντασία μου δεν πέρασε πως θα μας φέρει σε οίκο υψηλής ανδρικής ραπτικής.
Δεν ξέρω βάσει ποιων προδιαγραφών διάλεγε ο Γιονγκ δυνητικούς αγοραστές — πιθανώς βάσει καμμίας χώρια του να είναι ξένοι — αλλά εν τη προκειμένη έπεσε τελείως-μα-τελείως έξω. Ήμουν στα εικοσιβάλε μου, ακούρευτος κι αξύριστος για μήνες, κυκλοφορούσα με μαγιό και ξεχαρβαλωμένα ορειβατικά μποτάκια… Και τώρα, ένα ξεκάρφωτο πρωί στην Μπανγκόκ, θα αποφάσιζα να παραγγείλω ένα φινετσάτο σμόκιν; Εξάλλου, η μοναδική φορά που φόρεσα κοστούμι ήταν σε εκείνο το συνέδριο που όλο-και κάποτε θα πρέπει να είχα πάει κατά τα αναρίθμητα λησμονημένα μου όνειρα.
Τέλος πάντων, μάς ζήτησε να παραμείνουμε στο μαγαζί κανα-εικοσάλεπτο τουλάχιστον, κι-ας μην ψωνίσουμε τίποτε. Απλώθηκε αυτός σε μία αναπαυτική στάση κατά μήκος της στενής σέλας, και μπήκαμε εμείς στο ραφείο.
Ένα τσούρμο πωλητών — της γλοιώδους, άπληστης λογής — πρόσεξαν την είσοδό μας σαν τα όρνεα το ψοφίμι, στρεφόμενοι μηχανικά προς την πόρτα και χωρίζοντας τα χείλη σαν τον Γκάρφιλντ. Ήταν ευπρεπισμένοι σαν ποπ ινδάλματα σε βίντεο κλιπ· ούτε τρίχα φρυδιού δεν εξείχε. Κατάγονταν εμφανώς από Νεπάλ ή βόρεια Ινδία, αλλά για κάποιον λόγο, μετά από σχετική ερώτηση, επέμειναν ηλιθιωδώς πως είναι Ταϊλανδοί. Φορούσαν δήθεν χρυσά ρολόγια και καλοκομμένα κοστούμια καμωμένα από στιλπνά, υποτιθέμενα μετάξια και κασμίρια, τόπια των οποίων ήταν κομψά τοποθετημένα ολόγυρα στα ράφια. Εννοείτε πως περί υφασμάτων γνωρίζω όσα και περί γυναικείων καλλυντικών. Ωστόσο, δεν χρειαζόταν να είμαι ειδήμων όπως υποψιαστώ πως ήταν συνθετικά.
Θα περνούσαμε που θα περνούσαμε κειμέσα λίγη ώρα, είπαμε να παίξουμε λίγο θέατρο για να περάσει αυτή ευχάριστα. Ο φίλος, όντας πιο ευπαρουσίαστος, ανέλαβε τον ρόλο του ενδιαφερομένου· εγώ, του στιλιστικού συμβούλου. Το-ένα-μετά-το-άλλο πήραμε να κατεβάζουμε τα δείγματα. Το κατά δύναμιν σοβαρά, πόζαρε αυτός με αυτά μπροστά στον καθρέφτη. Κι εγώ, θεωρώντας τον εταστικά, και γνωστικώς ελέγχοντας τα πανιά με την αφή μου, πετούσα κοτσάνες τύπου «θα σε παχαίνει λίγο στην μέση» και «δεν θα αναδεικνύει το κούτελό σου» και «δεν μού φαίνεται πολύ ανθεκτικό· μπορεί και να μπει στο πλύσιμο». Και μετά, ζητούσα τού διακαώς επιτηρούντος πωλητή να μάς βρει κάτι λίγο πιο σατινέ, ή πιο ανοιχτόχρωμο, ή πιο απαλό, η πιο ποιοτικό.
Εν τω μεταξύ, τρεις ακόμη ξεχωριστοί πελάτες — συμπτωματικά Ινδοί — εισήλθαν στο μαγαζί, και εντός του χρόνου που παίρνει κανείς να αγοράσει τσιγάρα, εξήλθαν τάχα με ψώνια τετραψηφίων ποσών δολαρίων. Σε επίδειξη ακέραιας επαγγελματικής δεοντολογίας και σεβασμού των προσωπικών δεδομένων του καταναλωτή, μάς μόστραραν οι πωλητές τις αποδείξεις.
Περιφρονήσαμε όλα τα υφάσματα που θα έβγαζαν κοστούμι εκατοντάδων δολαρίων, και μείναμε με τα δύο-τρία ακριβότερα των χιλιάδων. Καμωθήκαμε πως σίγουρα θα αγοράζαμε ένα, αλλά ακόμη και με πολλή περίσκεψη, η επιλογή ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Σε μία φάση, πρότεινα την αγορά δύο ως διέξοδο από το δίλημμα. Πρέπει να υποδυόμασταν καλά, αφού όλοι οι υπάλληλοι είχαν συγκεντρωθεί τριγύρω μάς εν πλήρει εγρηγόρσει. Όπως διευκολύνουν την απόφαση, ψήφιζαν ομόθυμα ότι το ακριβότερο όλων τού ταίριαζε καλύτερα.
Η κατάσταση κατάντησε τόσο γελοία που προς το τέλος αδυνάτησα να καταπιέσω ένα χάχανο. Τότε μόνο το πήραν είδηση ότι τους ταΐζουμε κουτόχορτο και έσπασαν ξινισμένοι. Το εικοσάλεπτο είχε περάσει. Ευχαριστήσαμε θερμά για την προσοχή και την βοήθεια, εκφράσαμε μετά λύπης ότι δεν μάς αρέσει κάποιο ύφασμα αρκετά, και αποχωρήσαμε ξεκαρδισμένοι.
Ο Γιονγκ λαγοκοιμόταν στο τουκτούκ. Πετάχτηκε πάνω με προσμονή και ρώτησε αν κάναμε καμμία αγορά. Τον απογοήτευσε η απάντηση που είχα εξ αρχής αποσαφηνίσει ότι θα πάρει. Συνεχίσαμε την βόλτα, είδαμε κανα-δυό ναούς ακόμη, και φτάσαμε στον δεύτερο χορηγό. Προς έκπληξή μου, ήταν ένα παρόμοιο ραφτάδικο. Αφού δεν ψωνίσαμε στο πρώτο, γιατί να ψωνίζαμε τώρα στο δεύτερο; Θα προτιμούσα κάτι διαφορετικό για την ποικιλία.
Τι να γίνει… κινήσαμε να μπούμε και να σπάσουμε λίγη περισσότερη πλάκα. Μα αντί παράταξης χαμογελαστών λελέδων, εδώ μας υποδέχθηκε ένας συνοφρυωμένος τύπος που μάς έκοψε την φόρα στο κατώφλι. Είπε να έλθουμε άλλη φορά διότι έχουν ξεμείνει από υφάσματα. Αυτό δεν ήταν πιστευτό, δεδομένων των σωρών υφασμάτων στα ράφια. Μας έδιωξε στεγνά και απροκάλυπτα. Προφανώς, οι προηγούμενοι ανήκαν στην ίδια επιχείρηση και είχαν πάρει να ενημερώσουν για την πιθανή, ανεπιθύμητη άφιξή μας.
Απόρησε ο Γιονγκ γιατί επιστρέψαμε τόσο γρήγορα και ξενέρωσε όταν τού είπαμε. Μας πήγε σε έναν ναό λίγα στενά παρακάτω και μας άφησε να μπούμε, ισχυριζόμενος ότι θα περιμένει. Σαν γυρίσαμε, άφαντος ο Γιονγκ. Την έκανε στα-μουλωχτά, χωρίς να πάρει καν το σαραντάμπατό του. Έτσι-και πήγαμε μία σύντομη, εντελώς δωρεάν ξενάγηση στην Μπανγκόκ χορηγία ραφτάδων.