Μικρό αγόρι ήμουνα στον κόσμο συγχυσμένο
Σ’ άγνωστο τόπο βρέθηκα δίχως να περιμένω
Περίεργα όλα ήτανε σ’ αυτήν την πολιτεία
Κι η ελπίδα μου κατέπεσε πλήρως σ’ ανυπαρξία
Εκεί που αναρωτιόμουνα· τι κάνω εδώ πέρα;
Καθώς περιπλανιόμουνα μια λιόλουστη ημέρα
Τα βήματα με ωδήγησαν σε μία παραλία
Και λίγο κοντοστάθηκα για να χαρώ ησυχία
Αμέσως μόλις κοίταξα του ορίζοντα το τέρμα
Κατάπληκτος εθώρησα και κόλλησα το βλέμμα
Διότ’ είδα πράγμα όμορφο, γεμάτο μεγαλείο
Περήφανο κι αγέρωχο κοσμούσε το τοπίο
Αργότερα, όταν έφυγα διότ’ ήταν νύχτα πλέον
συνηρπασμένος ήμουνα με νέο ενδιαφέρον
Αλλ’ απορία μ’ έκαιγε· τι νά ‘ναι άραγε τούτο
Και κοίταξα ξωπίσω μού· μα είπα μόνο: πούντο;
Σκοτάδι καθώς έπεσε με αυτό εγίνηκ’ ένα
Στα μαύρα του εντύθηκε κι εχάθηκε από εμένα
Αγκάλιασε τον βραδυνό, κατάμαυρο ουρανό
Και πήγανε γι’ ανάπαυση ως το άλλο πρωινό
Σαν βγήκε ο ήλιος το πρωί, ήρθε και τούτο πάλι
Αχνά εις τον ορίζοντα αρχεί να ξεπροβάλλει
Περίεργος σαν ήμουνα περί αυτού τα κάλλη
Πιάνω γνωστό και τον ρωτώ· τι είναι τούτο πάλι;
Ετούτο είναι ένα βουνό; πάντοτε κείθε στέκει
Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά το παν να αγναντεύει
Είναι κυρία γηραιά, της ιστορίας μάρτυς
Κι είναι γνωστή απ’ τα παλιά με το όνομά της Δίρφυς
Προτού ο χειμώνας να φανεί και βάλει τα λευκά της
Τώρα φορεί τα γαλανά, τα καλοκαιρινά της
Και τώρα αν την επισκεφθείς θα βάλει τα καλά της
Ώστε να σε υποδεχθεί με αυτά, τα καφετιά της
Είναι κυρία ευγενική με φανταστική μορφή
Σού δίνει άδεια να διαβείς αν το θες ως την κορφή
Άδεια να την ξεπεράσεις δυο μέτρα παρά κάτι
Λίγο νά ‘χεις την θέση της· το πιο ψηλό το μάτι
Επάνω από θάλασσες, επάνω από γαίες
Πάνω από πόλεις και χωριά, μα και αυτής τις πέτρες
Και πιο κοντά στον ουρανό· έστω μονάχα λίγο
Μα αρκετά ωστέ να πεις· σύννεφα αν θέλω πίνω
Σύννεφα που συγκρούονται στην τρομερή πλαγιά σου
Και τα ανεβάζει ο άνεμος στην άλλη την πλευρά σου
Και κάτω αυτά ξανακυλούν όταν τα επεράσεις
Φαινόμενα κατάλευκος, αέριος καταρράκτης
Και σαν σιμώνει χαραυγή κι ο ήλιος εκοπιάζει
Πρώτα σε σένα έρχεται όταν το φως μοιράζει
Κι ύστερα στην ανατολή, ολίγον πριν την δύση
Γιατί εμπόδιο αποτελείς στην δύση να φωτίσει
Και τώρα σ’ έχω χάσει πια· δεν σε βλέπω από κοντά
Μα εσύ εκεί θα μείνεις και θα σε ιδώ ξανά
Κι ώσπου νά ‘ρθει εκείνη η μέρα σαν συμβόλαιο κρατώ
Την εικόνα σου στον νου μου μέχρι να σε ξαναδώ