Κοιμόμουν βαριά στην στενή πάνω κουκέτα ενός συρμού τρίτης θέσης μίας απηρχαιωμένης σοβιετικής αμαξοστοιχίας που ταξίδευε προς ανατολάς τον υπερσιβηρικό σιδηρόδρομο. Το ένστικτό μου, υποκινούμενο από επιθυμία τεντώματος και δίψα νικοτίνης, με ανέγειρε εκεί που το τρένο φρέναρε προς ακινητοποίηση. Τράβηξα ελαφρά την κουρτίνα να ρίξω μια ματιά από το παράθυρο. Ήταν χαράματα. Ήμασταν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Κρασνογιάρσκ.
Τοποθέτησα ένα τσιγάρο στο στόμα, ξεσκαρφάλωσα από την κουκέτα, και πήρα να δρασκελίζω κατά μήκος του διαδρόμου προς την έξοδο. Στα μισά του δρόμου, βρέθηκα ζουληγμένος ανάμεσα σε ένα άτακτο τσούρμο επιβιβαζομένων Ασιατών.
Σχηματίζοντας μία ανθρώπινη αλυσίδα έως και σαράντα ατόμων, σαματάδικα φόρτωναν μία πυραμίδα βαλίτσες και χαρτοκιβώτια από την αποβάθρα στο βαγόνι. Οι τελευταίοι στην γραμμή τα έχωναν στα ράφια και κάτω από τα καθίσματα. Μού πήρε κάμποσο κόπο να διέλθω για να φτάσω στην πλατφόρμα. Υπέθεσα πως ήταν χωρικοί από την βόρεια Κίνα που εισήγαν εμπορεύματα από την Ρωσία.
Ολόκληρη η ασιατική συμμορία, μαζί με μερικούς ακόμη νέους Ρώσους επιβάτες, τακτοποιήθηκαν τελικά στο τρένο και η χλαπαταγή υποχώρησε.
«Ζαχόντιμ, ζαχόντιμ! (μπαίνουμε)» αντήχησε η φωνή του βαγονάρχη απότομα υπέρ της πλέον κενωθείσας αποβάθρας, απευθυνόμενη σε εμένα και λίγους ακόμη χρονοτριβούντες επιβάτες. Απέθεσα μισοκαμένο το τσιγάρο στον κάδο και ανέβηκα.
Επιστρέφοντας στην θέση μου, βρήκα το απέναντι κάθισμα καταληφθέν από έναν εκ των προσφάτως επιβιβασμένων Ασιατών. Ήταν ένας άνδρας γύρω στα πενήντα. Το ανάστημά του ήταν μικρό, ακόμη και για ασιατικές προδιαγραφές. Καθόταν μαζεμένος, με τα πόδια πάνω στο κάθισμα, φορώντας μόνο ένα σορτσάκι. Μία ογκηρή βαλίτσα ήταν ακουμπισμένη στο τραπεζάκι ανάμεσά μάς.
«Σανγκ, σανγκ (επάνω στα μανδαρίνικα)» άρχισα να επαναλαμβάνω, ενώ έδειχνα με το δάχτυλο εναλλάξ από την βαλίτσα στο ράφι. Μειδίασε ελαφρώς μετά τις λίγες επαναλήψεις που τού πήρε να καταλάβει τι εννοούσα. Σηκώσαμε μαζί το βαρύ αντικείμενο και το εγκαταστήσαμε στην σωστή του θέση.
Δεν μπορούσα να ορίσω τι ακριβώς σε τακτοποιημένη σκέψη, αλλά κάτι δοκούσε πραγματικά αλλόκοτο περί αυτού και της ομάδας του. Οι Κινέζοι εν γένει φαίνονται παράξενοι στον Δυτικό παρατηρητή, αλλά αυτοί οι συγκεκριμένοι μού επέφεραν μία ριζικά ακατανόητη, εντελώς αλλόκοσμη εντύπωση. Ήταν κάτι με τον ψυχρό και συνεσταλμένο, μα ταυτόχρονα θερμώς περίεργο, τρόπο που ξάνοιγε αναγύρω, καθούμενος πάντοτε στην ίδια απαράλλακτη φλεγματική στάση.
Προσπάθησα να τού πιάσω κουβέντα – τουλάχιστον κάτι το παρεμφερές, χρησιμοποιώντας χειρονομίες και ό,τι ξεκάρφωτο μανδαρίνικο μού κατέβαινε – αλλά δεν φαινόταν να καταλαβαίνει τίποτε απότι προσπαθούσα να τού πω. Η κινέζική μου προφορά πρέπει να είναι τελείως για τον… κατέληξα. Και τα παράτησα.
Η μέρα προχώρησε σε εκείνον τον αργό ρυθμό που οι μέρες κυλούν όταν ταξιδεύεις με τρένο μέσω ατελείωτων πεδιάδων και τάιγκας. Και μετά έπεσε η νύχτα. Ανέβηκα στο κρεβάτι μου, και άφησα τον συνταξιδιώτη μου να μετατρέψει τα καθίσματα και το τραπέζι αποκάτω στο δικό του.
Έντονο ηλιακό φως εισέβαλε το πρωί στο βαγόνι και με ξύπνησε. Ο Ασιάτης αποκάτω είχε ξεμοντάρει το κρεβάτι και καθόταν πάλι στην ίδια στάση να χαζεύει έξω από το παράθυρο. Έπιασα την θέση μου και έκανα κι εγώ το ίδιο.
Ταξιδεύαμε παρά την όχθη της Λίμνης Βαϊκάλης. Η τερατώδης της υδάτινη μάζα επεκτεινόταν πέρα τού ορίζοντα. Η ατέρμονή της επιφάνεια είχε υιοθετήσει το βαθυγάλανο χρώμα του ουρανού και χωριζόταν στην μέση από μία πάλλαμπρη χρυσή λωρίδα ευθυγραμμισμένη με τον ήλιο. Κύματα προσέπεφταν ρυθμικά στις βοτσαλοπαραλίες. Και απαλές, πράσινες πλαγιές υψούντο δίπλα από την όχθη και οδηγούσαν σε πολλές, ποικιλοσχήματες κορυφές μέχρι το βάθος.
«Όμορφη φύση» μού έκανε τότε ο συνταξιδιώτης σε εντόνως σπαστά ρωσικά. Εκπεπληγμένος, τόσο από την ικανότητά του να μιλήσει ρωσικά, όσο και από τη βούλησή του να μού μιλήσει, έγνεψα συμφωνία.
«Από πού είσαι;» με ρώτησε, αφηνόμενος στην ομιλητική του διάθεση.
«Ελλάδα» απάντησα… ξανά και ξανά.
«Σι Λα» δοκίμασα στα κινέζικα, όταν πείστηκα πως δεν θα καταλάβαινε την ρωσική λέξη.
Μετά από αρκετές επαναλήψεις – απογοητευμένος από το πόσο χάλια μπορεί να είναι η κινεζική μου προφορά που δεν μπορώ να κάνω ούτε μία λέξη κατανοητή – αναγκάστηκα να βγάλω το κινητό και να τού δείξω στον χάρτη πού είναι η Ελλάδα. Μία έκφραση του προσώπου του φανέρωσε την επιτυχή – καθώς και ενθουσιωδώς φιλοπερίεργη – λήψη της νέας πληροφορίας.
Συνέχισε μετά από μία βραχεία παύση: «Εγώ είμαι από την Βόρεια Κορέα.»
Δοκίμασα ένα δυνατό συναίσθημα. Αυτό το κατά-τα-άλλα ανιαρό ταξίδι είχε μόλις αποκτήσει πολύ ενδιαφέρον. Είναι αυτονόητο ότι δεν είχα ποτέ ξανά συναντήσει Βορειοκορεάτη στην ζωή μου. Ήμουν μάλιστα βέβαιος πως ένα τέτοιο περιστατικό δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί εκτός της Βόρειας Κορέας. Είχα συνηθίσει να πιστεύω ότι ποτέ και για κανέναν λόγο δεν δύνανται να εγκαταλείψουν την χώρα των. Και τώρα, ξαφνικά, συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν σε ένα βαγόνι μισό κατειλημμένο από Βορειοκορεάτες.
Τις επόμενες ημέρες (πόσες ακριβώς χάνεις τον λογαριασμό όταν ταξιδεύεις με τρένο μέσω διαδοχικών ζωνών ώρας ως μέσω προαστιακών σταθμών), αλληλοεξοικειωθήκαμε σταδιακά και είχαμε αρκετές σύντομες συνομιλίες. Κατά τις ήρεμες ώρες, όταν οι περισσότεροι σύντροφοί του κοιμόνταν ή ντάγκλαραν στα καθίσματά των, χρησιμοποιώντας τα στοιχειώδη ρωσικά του, ένα μικροσκοπικό σημειωματάριο με ένα χειρόγραφο κορεατορωσικό λεξικό που κρατούσε κρυμμένο στο σακάκι του, και Μετάφραση Google στο κινητό μου όταν υπήρχε σήμα, καταπιαστήκαμε με επικοινωνία.
Μού αποκάλυψε λεπτομέρειες σχετικά με την κατάσταση των συμπατριωτών του· πράγματα που προφανώς λαχταρούσε να πει σε κάποιον από τους παράξενους κατοίκους του φημολογουμένως σατανικού καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού έξω κόσμου.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που μού είπε ήταν ότι υπήρχε ένας ρουφιάνος ανάμεσά τών. Ήταν μυστικός. Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν. Αλλά ήταν σίγουρα εκεί. Εργαζόταν και ζούσε μαζί με την υπόλοιπη ομάδα ως ένα απόλυτα φυσιολογικό της μέλος, αλλά ήταν κρυφά ανατεθειμένος με το καθήκον να επισκεφθεί την μυστική αστυνομία μετά την επιστροφή των και να καταγγείλει οιαδήποτε τυχόν αντιφρονούσα συμπεριφορά εκ μέρους των συναδέλφων του, ξεπουλώντας την ελευθερία ή την ζωή του παραβάτη για ένα μπόνους ή μία χάρη.
Το να μιλάς πολύ με έναν ξένο ήταν, φυσικά, ανάρμοστη πράξη του χείριστου είδους. Διά τούτου και έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός κατά την επικοινωνία του μαζί μού.
Ήταν εκεί για δουλειά. Μίλησε για μία μυστηριώδη συμφωνία μεταξύ του καθεστώτος των και της Ρωσίας, σύμφωνα με την οποία το πρώτο έστελνε φθηνό εργατικό δυναμικό όπως επανδρώσει τα τεράστια κατασκευαστικά έργα της δεύτερης. Αυτή ήταν η τέταρτη φορά του στην Ρωσία σε τέτοιο εργασιακό ταξίδι. Ανάλογα με το έργο, μένουν από δύο μήνες μέχρι ένα έτος την φορά. Δουλεύουν διαρκώς σκληρά, επτά ημέρες την εβδομάδα, δεκαεπτά έως είκοσι ώρες την ημέρα.
Η δουλειά είναι εξαντλητική, αλλά κερδίζουν χρήματα, έτσι και την αντέχουν. Οι Ρώσοι πληρώνουν ₽500 (περίπου $7) την ημέρα για κάθε εργάτη. Το ήμισυ του μεροκάματου καταβάλλεται απευθείας στην κυβέρνηση της Βόρειας Κορέας, και μόνο το άλλο μισό πληρώνεται στον εργαζόμενο. Γνώριζε ότι αυτός ήταν ένας ταπεινωτικά χαμηλός μισθός για τα παγκόσμια καπιταλιστικά δεδομένα. Ωστόσο, εξακολουθούσε να είναι ικανοποιημένος από την κατοχή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού. Στην χώρα των, εργάζονται εξίσου σκληρά μόνο για να λάβουν τα προς το ζην μέσα σε αντάλλαγμα· δεν παίρνουν καθόλου χρήματα. Με τα λεφτά που βγάζει δουλεύοντας στην Ρωσία, δύναται να αγοράσει κάτι το μη-απαραίτητο προς επιβίωση για τα παιδιά του.
Σε μία φάση, έβγαλε προσεκτικά μία φωτογραφία από την τσέπη του σακακιού του και μού την πέρασε κάτω από το τραπέζι. Απεικόνιζε ένα ζευγάρι με δύο κόρες να ποζάρουν κάτω από ένα πορτρέτο του Κιμ Γιονγκ Ουν. «Η οικογένειά μου στο διαμέρισμά μας» περιέγραψε το που θωρούσα.
Ως ένα επιπλέον μέτρο ασφαλείας, επιλέγουν σκόπιμα μόνο εργάτες που έχουν οικογένεια για αποστολή στο εξωτερικό. Ωστόσο, θα ήταν πρακτικά αδύνατο για κάποιον να δραπετεύσει ούτως ή άλλως. Ζουν φυλακισμένοι μέσα στο εργοτάξιο. Εκεί τρέφονται και κοιμούνται, και δεν τών επιτρέπεται ποτέ να φύγουν. Ακόμη και αν κατάφερναν με κάποιον τρόπο να αποδράσουν, δεν θα πήγαιναν μακριά. Δίχως να μιλούν την τοπική γλώσσα και χωρίς καμμία απολύτως γνώση του πώς λειτουργεί μία καπιταλιστική κοινωνία, δεν θα έπαιρνε πολύ καιρό μέχρι να συλληφθούν από την ρωσική αστυνομία και να απελαθούν στην χώρα των για να εκτελεστούν. Μολαταύτα, η παρακράτηση των οικογένειών των ως ενέχυρο εγγυάται ότι ακόμη και η παραμικρή σκέψη διαφυγής εξαλείφεται από καταβολής.
Εκτός από το να μού μιλήσει για την ζωή του, ήθελε επίσης να μάθει και για την δική μου. Μού έθεσε διάφορες ερωτήσεις σχετικά με το πώς δουλεύουμε, τι ανταμοιβόμαστε για αυτό, τι αγαθά μπορούμε να αποκτήσουμε σε αντάλλαγμα της ανταμοιβής, και πολλά άλλα περί του πώς ζούμε γενικά. Ήταν ιδιαίτερα περίεργος για το διαδίκτυο: αυτό το ακατανόητο θαύμα που άκουγαν φήμες ότι κατακτούσε τον εξωτερικό κόσμο. Προσπάθησα να τού εξηγήσω απλουστευμένα τι είναι ο παγκόσμιος ιστός, και τού επέδειξα μερικές από τις εφαρμογές του στο κινητό μου, αλλά φαινόταν αποσβολωμένος και πιο μπερδεμένος από πριν. Τού ήταν αδύνατο να αντιληφθεί το τι όλα αυτά συνεπάγονται.
Το τελευταίο απόγευμα του ταξιδιού, πήγα και έπιασα κουβέντα με μία νέα νεαρή ταξιδιώτισσα που επέβη στον συρμό. Αφότου επέστρεψα στην θέση μου, με ρώτησε από πού ήταν η κοπέλα.
«Από την Νότια Κορέα» τού απάντησα. «Πρέπει να είστε σε θέση να καταλαβαίνετε ο ένας τον άλλον, σωστά; Γιατί δεν πας να τής μιλήσεις;»
«ΟΧΙ ΟΧΙ ΟΧΙ! Δεν κάνει να τής μιλήσω. Αυτό θα ήταν μεγάλο σφάλμα» εξέφερε ενεός.
«Γιατί έτσι;» τον ρώτησα λίγο χαζά.
Ιδεολογία έγραφε στο τμήμα εκείνο της σελίδας του σημειωματαρίου όπου έπεσε το δάχτυλό του.
Καθ’ όλην την διάρκεια των προηγουμένων ημερών, είχε διατηρήσει μία επιφυλακτική και συντηρητική στάση κάθε φορά που επιχειρούσα να ανοίξω το θέμα της χώρας του και της αυτής καθεστηκυίας τάξης· βασικά αποκρινόταν στις ερωτήσεις μου με αδιάφορη σιωπή. Το τελευταίο όμως βράδυ, έδειξε μία διαφορετική διάθεση – ίσως αυτό και να περίμενε για να εκδηλώσει την ειλικρινή του άποψη.
Όταν τον ρώτησα να μάθω ποια είναι αυτή του η ιδεολογία τέλος πάντων, μού πέρασε μυστικοπαθώς το σημειωματάριο. Λέξεις όπως φτώχεια, καταπίεση, φόβος, βία, αδικία… ήταν γραμμένες στην ανοιχτή σελίδα, ακολουθούμενες από μία πλήρη πρόταση: Πρέπει να βοηθήσετε, η χώρα σας πρέπει να βοηθήσει, ο κόσμος πρέπει να βοηθήσει.
Αλληλοκοιταχτήκαμε σιωπηλά και έντονα για κάποιο αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Και τότε αλληλοκαληνυχτιστήκαμε – μα δεν είπαμε αντίο· αφού περίμενα θα κατέβαιναν επίσης στο Βλαδιβοστόκ. Σκαρφάλωσα στην κουκέτα μου. Έστρωσε κι αυτός την δική του αποκάτω.
Κάποια στιγμή καταμεσής της μαύρης νύχτας, αφηρημένα αντιλήφθηκα την ίδια φασαρία που έλαβε χώρα κατά την επιβίβασή των να επαναλαμβάνεται. Όταν ξύπνησα, λίγες ώρες αργότερα, ακόμη σκοτάδι, ο συνταξιδιώτης μου και οι σύντροφοί του δεν ήταν πλέον παρόντες. Πρέπει να είχαν κατέβει σε κάποιον απόμακρο σταθμό και επιβιβαστεί σε κάποια άλλη αμαξοστοιχία για να τους φέρει πίσω στα σπίτια και την σκληρή καθημερινή των πραγματικότητα.
Αυτήν την ιστορία μετέφρασα από το αγγλικό μου βιβλίο Real Stories of Real People.