Οι τελευταίες ανοιξιάτικες ημέρες του παρόντος έτους με ευρήκαν στην Ελλάδα. Με την επικείμενη άφιξη του καλοκαιριού, αποχωρώ κι εγώ εις αναζήτηση περιπετειών προς την Σιβηρία. Τελευταίες ημέρες στην πατρίδα, το λοιπόν, επιβάλλεται ένα καλό ορειβατικό ταξιδάκι σε κάποιο μεγαλειώδες βουνό ελληνικό.
Πολλοί από εσάς θα έχετε ακουστά το προσκύνημα της μούμιας του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου στο Προκόπι της Βορείας Ευβοίας που λαμβάνει χώρα ετησίως κατά την εορτή του. Μεταξύ μάς, η προοπτική της λήψης της χάρης του Αγίου δεν με συγκινούσε ποτέ ιδιαιτέρως. Ωστόσο, μία καλή πεζοπορεία στην φύση, τα κρέατα, τα κρασιά και η γενικότερη ευθυμία του πανηγυριού, κατά τα νεανικά μου χρόνια, με εδελέαζαν ανέκαθεν επαρκώς ώστε να αναλαμβάνω κάθε χρόνο την 50 χιλιομέτρων οδοιπορία από την Χαλκίδα μέχρι το Προκόπι. Πάνω από δέκα χρόνια έχουν πλέον παρέλθει από την τελευταία φορά που επραγματοποίησα το ‘προσκύνημα’ αυτό στις τσικνίζουσες σχάρες και τα κρασοβάρελα του Προκοπίου. Ευρισκόμενος στην Χαλκίδα κατά τις εξαίσιες μαγιάτικες αυτές ημέρες, ήταν η τέλεια συγκυρία όπως εκτελέσω το ταξίδι αυτό που αρχικά είχα εμπνευσθεί πριν από περίπου μιάμιση δεκαετία: από τους νοτίους πρόποδες του Κανδυλίου μέχρι το Προκόπι μέσω της κορυφογραμμής.
Έτσι, ένα ηλιόλουστο μεσημέρι, εγώ και ο φίλος μου Αλέξης απο το nomadcyclists.com, είχαμε σταθμεύσει στο εκκλησάκι του Αγίου Βλασίου, επί του κεντρικού δρόμου Χαλκίδας-Προκοπίου, περί τα 2 χλ από το χωριό Καμαρίτσα (38.6328-23.5674). Και ετοιμαζόμασταν να ξεκινήσουμε μία τριήμερη πορεία προς το Προκόπι, περνώντας από την κορυφογραμμή του Κανδυλίου.
Ημέρα 1η: Από την Καμαρίτσα στον Άγιο Αθανάσιο
Λίγα ρούχα, μπόλικα τρόφιμα, 9 λίτρα νερό ο καθείς, συν όλα τα απαραίτητα ψιλολόγια… μάς βγήκε 20 περίπου κιλά φόρτος στον καθένα. Αφού τελικά απεδείχθη πως τα ρέματα στις πλαγιές του βουνού καλά έτρεχαν ακόμη, η ποσότητα νερού που εφέρεμε ήταν κάπως υπερβολική. Λόγω κακών παρελθοντικών εμπειριών με τις καλοκαιρινές ξηρασίες πάντως, είμαι πάντοτε της άποψης ότι καλύτερα να ζορίσεις λίγο παραπάνω την πλάτη σου, παρά να υποφέρεις από αφυδάτωση.
Ξεκινήσαμε, το λοιπόν, από υψόμετρο 364 μέτρων και επήραμε τον χωματόδρομο βορειοδυτικά, παράλληλα με το ρέμα. Στο 38.6376-23.5579, όπουν συμβάλλουν οι δύο κοίτες, συναντήσαμε διχάλα. Επήραμε το δεξί και ανηφορίσαμε την πλαγιά έως ότου βγήκαμε σε ένα διάπλατο άνοιγμα. Εκεί εντοπίσαμε ένα μοναχικό εξοχικό σπίτι περιτειχισμένο ως φρούριο. Κάποιος πολιτικός, εφοπλιστής, μεγαλοεπιχειρηματίας, μητροπολίτης, μαφιόζος, ή οιοσδήποτε λεφτάς τελοσπάντων, φαινομενικά, το έχτισε μετά από γενναιόδωρη δωροδοκία των αρχών προς απόκτηση αδείας. Ο τύπος σαν να εφαλιρίσε πάντως, τελικά. Το έχει βγάλει στο πωλητήριο. Εάν κανείς ενδιαφέρεται και έχει κάμποσα εκατομμυριάκια να διαθέσει, να πάει να τον εύρει· απίστευτο το σπίτι.
Συνεχίσαμε στον δρόμο. Στο 38.6525-23.5483 συναντήσαμε πλατύν χωματόδρομο. Εκινήσαμε αριστερά, και μετά από 400 μέτρα περίπου απαντήσαμε διχάλα. Θα ήταν συντομότερο και ευκοπότερο να είχαμε πάρει την αριστερή, επήραμε όμως την δεξιά. Δύσκολο κομμάτι με πολύ ανήφορο. Εν τέλει κατελήξαμε σε διασταύρωση στο 38.6712-23.5293. Κατηφορίσαμε αριστερά και σύντομα διεσχίσαμε την ρεματιά στο 38.6710-23.5233. Συνεχίσαμε γραμμή δυτικά, και όψιμο απόγευμα πλέον, εφτάσαμε στο ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου (38.6742-23.4937), όπου ήταν και ο σημερινός μας προορισμός.
Επήρα ευθύς να οργανωθώ: έκανα τις διατάσεις μου, έστησα την σκηνή, ετακτοποίησα τα πράγματα, άρχισα να μαζεύω ξύλα… Ο Αλέξης, πρώτη δουλεία, εκίνησε προς τα λίγο πιο πέρα να πιάσει κουβέντα με έναν βοσκό· να τον ρωτήσει για τα πρόβατα. Αυτή του η δημοσίων σχέσεων πράξη έμελλε να μάς αποδειχθεί υπερπολύτιμη την επαύριον.
Την επέσαμε δίπλα από το εκκλησάκι και εβάλαμε φωτιά. Ήλθε και ο Τάσος ο βοσκός και άραξε για λίγο μαζί μάς πριν κινήσει πίσω στο χωριό του την Νεροτριβιά. Ήπιαμε καφεδάκι και επήρε να μάς λέει για τα ζωντανά του. Πρώτα τα είχε ξαμολυμένα, αλλά τώρα τελευταία έχει κάνει την εμφάνισή του ένα αγριόσκυλο και τού τα ξεπαστρεύει. Έτσι αναγκάζεται και τα κλείνει κάθε βράδυ στο μαντρί και έρχεται να τα φυλάει ολημέρα σαν βοσκούν με την καραμπίνα.
Την έκανε ο Τάσος για την Νεροτριβιά. Εμείς εκάναμε φαγητό: μακαρονάδα βουνίσια με τόνο και φασόλια κονσέρβα το μενού το αποψινό. Περιδρομιάσαμε, αράξαμε μέχρι που έπεσε ο ήλιος, και την επέσαμε για ύπνο. Ο Αλέξης την έπεσε μέσα στο εκκλησάκι με τον Αγιοθανάση παρέα. Το μάρμαρο ήταν, ωστόσο, τόσο παγωμένο που αυτός τον εδάγκωσε την νύχτα. Ενώ εγώ έξω την έβγαλα καλύτερα: με κοντομάνικο και τον υπνόσακο μισάνοιχτο.
Ημέρα 2η: Από τον Άγιο Αθανάσιο στην κορυφή και πάλι πίσω
Εξαίσια ευδία επεκρατούσε εκείνο το πρωινό. Εσηκώθηκα κατά τις 7· ήλθε και ο Τάσος ο βοσκός εντός ολίγων λεπτών· εξήλθε και ο Αλέξης της εκκλησίας (πριν φανεί κανας παπάς και τα πάρει στο κρανίο)… και επεράσαμε ένα ήρεμο πρωινό με καφεδάκι και κουβέντα. Επήγε ο Τάσος να ξεμαντρώσει τα πρόβατα, εμαζεύσαμε εμείς, και επήραμε την ανηφόρα.
Επιάσαμε την πλαγιά γραμμή δυτικά προς κορυφογραμμή. Στην αρχή ακολουθήσαμε ένα σηματοδοτημένο μονοπάτι, αλλά σύντομα το εχάσαμε και ανοίξαμε τον δικό μας δρόμο. Εν ολίγω, είχαμε φτάσει σε ένα παραδεισένιο, φτενό οροπέδιο απόπου ο Ευβοϊκός Κόλπος καθίσταται ορατός σε όλην του μεγαλοπρέπεια.
Το σχέδιο είχε ως εξής: Θα ανηφορίζαμε στην νότια κορυφή, θα επαίρναμε την κορυφογραμμή μέχρι την βόρεια, και ύστερα θα κατηφορίζαμε στην Καλή Πηγή για διανυκτέρευση. Το σχέδιο όμως έμελλε να αλλάξει…
Σαν ξεκινήσαμε την ανάβαση πάνω στις απότομες πλαγιές και σάρες της δυτικής όψης του όρους, η χαώδης θέα του Ευβοϊκού μετά από 1000-μέτρα-και κατακόρυφης γκρεμίλας προεκάλεσε στον Αλέξη ίλιγγο. Εκόλλησε και αρνήθη να συνεχίσει παραπάνω. Χρειαζόμασταν ένα νέο σχέδιο.
Με-τα-πολλά, εγυρίσαμε στο οροπέδιο. Έμεινε ο Αλέξης εκεί και έστησε σκηνή. Κι εγώ άφησα τα πράγματά μου εκεί και εκίνησα κατά πάνω μόνος κι άφορτος. Συνεφωνήσαμε να πάω πάνω και να γυρίσω πάλι να κατασκηνώσουμε εκεί, και αύριο βλέπουμε.
Βγήκα πάνω στην νότια την κορυφή όπου επέτυχα άνεμο βίαιο και ομίχλη πυκνή. Καθ’ οδόν πάνω στην κορυφογραμμή, ο καιρός άνοιξε και απέλαυσα απίστευτες θέες προς τον Ευβοϊκό και το Αιγαίο. Τελικά έφτασα μέχρι τον Σαπόβραχο: μία μυτερή προεξοχή στην άκρη του γκρεμού που θεωρώ το πιο εντυπωσιακό σημείο του όρους. Εσκόπευα αρχικά να συνεχίσω μέχρι την βόρεια κορυφή, αλλά μιάς-και είχα σπαταλήσει περισσότερη ώρα απ’ όσην υπολόγιζα για να φτάσω έως εκεί – και ο άλλος πίσω θα με περίμενε στην προσυμπεφωνημένη ώρα – απεφάσισα καλύτερα να γυρίσω.
16:30 ακριβώς ήμουν πίσω στο οροπέδιο. Έστησα κι εγώ την σκηνή μου κάτω από ένα έλατο, και η πεζοπορία της ημέρας είχε θεωριτικά λάβει τέλος. Συγκεντρώσαμε μπόλικα ξύλα, ανάψαμε φωτιά και αράξαμε να εντρυφήσουμε στην γαληνή ερημιά του βουνού.
Ο ουρανός είχε γκριζώσει και όλο-και εμαύριζε. Στην αρχή δεν ανησύχησα ωστόσο: είχα ελέγξει την προηγουμένη το πρωί – πριν ξεκινήσουμε – το προγνωστικό, και έδινε μία εβδομάδα ηλιοφάνεια. Ούτε και οι πρώτες σταγόνες δεν με εσκότισαν ιδιαίτερα: ένα ψιλόβροχο – λέω – είναι. Μήτε και τα πρώτα μπουμπουνητά μ’ επτόησαν: μία μπόρα είναι, θα περάσει. Μόνο αφότου άνοιξε πια ο ουρανός διάπλατα κι έριχνε καρέκλες και ξεσάλωσαν τα αστραποβρόντια, επήρα την απόφαση να εντοπίσω σήμα να κοιτάξω την πρόγνωση… Ολονύχτια καταιγίδα! Δεν είχαμε τις κατάλληλες σκηνές για να ανταπεξέλθουμε. Την είχαμε άσχημα εάν παρεμέναμε ‘κεί πάνω.
Αυτή ήταν η στιγμή που οι χθεσινές συναναστροφές με τον Τάσο τον βοσκό εφάνησαν ιδιαιτέρως χρήσιμες. Μάς είχε ήδη υποδείξει να καταφύγουμε στην καλυβούλα που διατηρεί κοντά στον Άγιο Αθανάσιο εν περιπτώσει που παρίστατο ανάγκη. Έτσι κι εκάναμε. Τα εμαζεύσαμε όλα στο πι και φι, κι εροβολήσαμε όλην την πλαγία υπό νεροποντή μέχρι πίσω τον Αγιοθανάση.
Εισήλθαμε στο καταφύγιο του Τάσου, συγκεντρώσαμε ξύλα μέσα να στεγνώνουν, ανάψαμε φωτιά στο αυτοσχέδιο τζάκι, και ετακτοποιηθήκαμε βασιλικά. Άρχοντας ο Τάσος! Με μηδενικό σχεδόν κόστος, έχτισε το εξοχικό του πάνω στο βουνό με μόνο δοκάρια, τσιγκόπλακες και μουσαμάδες. Και έχει στήσει – λέει – και άλλο ένα παραθαλάσσιο κάτω στην Δάφνη. Και μετά ο άλλος ο τυπάς χαμηλότερα… ποίος ξέρει πόσα εκατομμύρια ξόδευσε να στήσει την έπαυλή του, σε μέρος του οποίου η ομορφιά ούτε κατ’ ελάχιστον δεν πλησιάζει εκείνη του του Τάσου. Πολύ σωστόν τον ευρίσκω τον Τάσο.
Ημέρα 3η: Από τον Άγιο Αθανάσιο στο Προκόπι
Μετά από έναν εξαιρετικόν ύπνο συνοδευόμενο από την αρμονική ήχηση των καταπιπτώντων επί της τσίγκινης οροφής βροχοσταλών, ξημέρωσε έτι ένα αίθριο πρωινό. Εγερθήκαμε, ήλθε και ο Τάσος και άραξε παρέα μάς, και επήραμε τον δρόμο προς τον πολιτισμό.
Εκινήσαμε ίσα κάτω την απόκρημνη και κατάφυτη με τσουκνίδες πλαγιά του φαραγγίου· και ύστερα βόρεια, ρεματιά-ρεματιά, μέχρι που προσεγγίσαμε τον δασικό δρόμο για το Προκόπι στο 38.6823-23.4915. Κατά το μεσημεράκι εισεβαίναμε πια στο χωριό.
Κάπου εκεί ήταν που θα έπρεπε, βάσει σχεδίου, να ριχτούμε με τα μούτρα στην διασκέδαση και το φαγοπότι του πανηγυριού. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: είχαμε φτάσει μία εβδομάδα νωρίτερα! Ποτέ δεν είχε η μνήμη μου καλές σχέσεις με τις ημερομηνίες· ιδίως όταν αφορούν Αγίους. Για κάποιον λόγο θα ωρκιζόμουν πως του Αγιάννη του Ρώσου είναι στις 21 Μαΐου… έλα όμως που είναι στις 27. Δεν βαριέσαι! Τα ψητοπωλεία, έστω κι άδεια, ήταν μια-φορά ανοιχτά. Άντε και του χρόνου…