Βασικά πιάσαμε το λάθος κοτολεωφορείο. Το συνειδητοποίησα κανα-μισάωρο αφότου προσπεράσαμε την στροφή μας. Ζητήσαμε επιτόπου στάση, απεβιβάσθημεν στην μέση του πουθενά, διασχίσαμε τον δρόμο απέναντι, και περιμέναμε ό,τι περάσει. Το που πέρασε μας γύρισε στην στροφή, οπόθεν πήραμε το πρώτο που έστριψε.
Από το επίπεδο οροπέδιο, ράγδην κατηφόρισε ο δρόμος στις απόκρημνες, ζουγκλόφυτες βουνοπλαγιές που όριζαν την αχανή καλδέρα. Στον πάτο της, ευρεία και λευκόφαιη κάτω από την αντάρα εφάνη η επιφάνεια της Λίμνης Ατιτλάν. Σε υψόμετρο 1.562 μέτρων, αποκλεισμένη στον τεράστιο κρατήρα που άφησε μία υπερηφαιστειακή έκρηξη προ 84.000 ετών, η ενδορροϊκή αυτή λίμνη κατατάσσεται ως η βαθύτερη στην Κεντρική Αμερική και φημίζεται ως μία από τις ομορφότερες στον κόσμο.
Βράδιαζε σαν φτάσαμε στο βροχερό παρόχθιο χωριό του Σαν Πέδρο και πήραμε τα επικλινή πλακόστρωτα εις αναζήτηση στέγασης. Καταλήξαμε σε έναν απλό ξενώνα όπου κλείσαμε ευνοϊκή τιμή για δύο εβδομάδες. Το δωματιάκι μας έβγαινε σε έναν πλατύ εξώστη με τραπέζια και αιώρες που επέβλεπε ολόκληρη την λίμνη και τα πολυάριθμα πλαισιώνοντα ηφαίστεια, ένα εκ των οποίων κάπνιζε διαρκώς σαν καουμπόης σε γουέστερν.
Η θαυμάσια αυτή θέα καθίστατο ορατή μόνο κατά τα αραιά, κυρίως πρωινά διαστήματα αιθρίας. Κατά τα άλλα, καθώς άρχιζε η περίοδος των βροχών, την λίμνη συνήθως κάλυπταν πυκνά νέφη που τακτικά ξεσπούσαν σε επίμονες, καταρρακτώδεις καταιγίδες. Όσο η περιοχή εγκωμιάζεται για την γαλήνια ομορφιά της, τόσο κακοφημίζεται από ακραία καιρικά φαινόμενα· όπως παραδείγματι εκείνον τον τυφώνα που το 2005 προκάλεσε μία κατολίσθηση που διαπαντός έθαψε ένα ολάκερο χωριό.
Το Σαν Πέδρο ήταν ένα από τα μπόλικα χωριά που ευημερούσαν ανά την όχθη της Ατιτλάν. Διεκρίνονταν όλα από έναν ιδιάζοντα, πολύχρωμο πολιτισμικό χαρακτήρα συντιθέμενο από μίξη διαφόρων γηγενών φυλών Μάγια και πληθίων, κατεξοχήν χίπηδων τουριστών που συνάζονται στην λίμνη ήδη από την δεκαετία του 1960. Οι τελευταίοι προέρχονταν από πληθώρα ηλικιών και εθνικοτήτων, με επικρατέστερη δημογραφική ομάδα τους Ισραηλινούς στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στο σχολείο και την στρατιωτική θητεία.
Δύσπορα σαν ήταν τα παραλίμνια όρη, η χερσαία συγκοινωνία μεταξύ των χωριών ήταν πρακτικά ανύπαρκτη. Η οδική μετάβαση ανάμεσα σε οιουσδήποτε δύο οικισμούς απαιτούσε αλλαγή πολλαπλών οχημάτων και μαραθώνιους κύκλους πανωκάτω στα βουνά. Εξού και οι διαλιμνιακές μεταφορές, επιβατών ή μικρών αγαθών, εξετελούντο σχεδόν αποκλειστικά ακτοπλοϊκώς. Τα σκάφη τυπικά χωρούσαν δυο ντουζίνες επιβάτες και επανδρώνονταν από έναν καπετάνιο και έναν μετά-βίας δωδεκάχρονο μούτσο. Πέραν της πλοηγίας, στου πρώτου τα καθήκοντα έπεφτε το να προσέχει μην φωτογραφίσει κανας-τουρίστας τον δεύτερο και φάει το αφεντικό καταγγελία για παιδική εργασία.
Με αυτά τα σκάφη γυρίσαμε αρκετά από τα χωριά, η πλειοψηφία των οποίων έφερε ονόματα αγίων. Το καθένα είχε σε αφθονία ειδυλλιακά ποτοφαγάδικα, σουβενιρομάγαζα, και τόσες έντεχνες τοιχογραφίες που τύφλα νά ‘χει το Λούβρο. Το αγαπημένο μου υπήρξε το Σαν Μάρκος που, εκτός των άλλων, διέθετε και μία ωραία βοτσαλοπαραλία και έναν δεκάμετρο βατήρα όπου περάσαμε πολλές ψυχοτερπείς ώρες κάνοντας βουτιές λες-κι ήμασταν παιδιά.
Επίσης διεξήγαμε και λίγες εξορμήσεις εκτός κατοικημένων περιοχών. Ένα πρωί ενοικιάσαμε ένα καγιάκ και βγήκαμε κωπηλατάδα. Σκοπεύαμε να εισχωρήσουμε στον μακρόστενο κόλπο που αποτελεί την νοτιότερη απόληξη της λίμνης. Σαν όμως στρίψαμε προς το στόμιό του, γύρω από την κάταχνη υπώρεια του Ηφαιστείου του Σαν Πέδρο, ένας σφοδρός νοτιάς κυριολεκτικά μας φύσηξε προσταπίσω. Αράξαμε λιγάκι σε μια απομονωμένη παραλία, και γυρίσαμε άδοξα στο χωριό, κατατρεγμένοι από την ενσκήψασα νεροποντή.
Τυχερότεροι με τον καιρό σταθήκαμε κατά τις πεζοπορικές μας περιπέτειες. Προτού χαράξει το ομορφότερο πρωί της διαμονής μας, υπό ξάστερο ουρανό βαδίσαμε στο παρακείμενο χωριό του Σαν Χουάν και πήραμε την ανηφόρα προς την Μύτη του Ινδιάνου. Καθώς σκεδάζετο στην ζούγκλα το λυκόφως, διασχίσαμε την υγρή ατραπό και φτάσαμε στο πιο εξέχον θεατήριο της λίμνης μόλις σαν ξεπρόβαλλε ο ήλιος πίσω απ’ τους αχνούς θυσάνους.
Μία άλλη εξαίσια αυγή που η Σόφη είχε πρωινή βάρδια, κίνησα για μια μοναχική πεζοπορία. Μετά από δυο-τρεις ωρίτσες και χίλια-τετρακόσια μέτρα ανάβασης μέσω καταπνικτικού πρασίνου, βρέθηκα στην κορυφή του Ηφαιστείου του Σαν Πέδρο. Για πρώτη σήμερα φορά, εκεί συνάντησα ανθρώπους: έναν ντόπιο κολαούζο με τον ξένο του πελάτη. Σαν αρχινούσαν την κατάβαση, μού φωνάζει ο πρώτος αυτό που ήδη είχα ακούσει μα είχα παρορήσει:
«Να προσέχεις που είσαι μόνος εδωπάνω. Καραδοκούν ληστές. Έχουν όπλα και ματσέτες. Και έχεις κάμερα και δρόνο και δεν ξέρω και τι άλλο μες στον σάκο.»
«Ευχαριστώ για την πληροφόρηση» τού είπα, σαρκαστικά υπονοώντας όχι την δική μου αλλά των όποιων μπορεί να κρυφάκουγαν ενεδρεύοντες στους θάμνους. Εν σπουδή έβγαλα λίγες φωτογραφίες, έριξα μια ματιά στην θεσπέσια θέα, και ροβόλησα με το σπρέι πιπεριού ανά χείρας στην δεξιά μου τσέπη.
Στην αρχή του μονοπατιού, συνάντησα έναν άλλον τύπο που μάλλον κοιμόταν όταν πρωτοπέρασα το πρωί, και ήθελε λέει τώρα να τού πληρώσω είσοδο επ’ εξόδω. Τού είπα την αλήθεια—ότι δεν φέρω χρήματα—και με ξεπροβόδισε με ένα συνοφρύωμα. Έτσι-κι ολοκλήρωσα αυτήν την εξόρμηση αλήστευτος εξ αμφοτέρων παρανόμων και νομίμων κατσαπλιάδων.
Παρελθούσης το λοιπόν της ευχάριστης περιόδου στην μαγευτική αυτή λίμνη, πιάσαμε λεωφορείο να πάμε παραπέρα.
Βίντεο
Φωτογραφίες
Δες (και αν θες χρησιμοποίησε) όλες μου τις φωτογραφίες από την Γουατεμάλα σε υψηλότερη ανάλυση.