Προσπεράσαμε το Μαούν και στραφήκαμε βόρεια. Προς τα εκεί ευρισκόταν εκείνο το απίθανο μέρος που θα περνούσαμε το επόμενο διήμερο. Τέτοιες συγκλονιστικές παραστάσεις έμελλε εκεί να διαδραματίσει η αρχικαλλιτέχνιδα φύση μπρος στα μάτια μού, που θα έκαναν την φαντασία μου να κοκκινίσει από ντροπή.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Πηγαίναμε στο δέλτα του μεγάλου ποταμού Οκαβάνγκο. Ο ποταμός αυτός πηγάζει από την Ανγκόλα, και αφού ρεύσει 1700 χιλιόμετρα προς τον νότο, αποτυγχάνει οικτρά να εύρει τον δρόμο του προς τον ωκεανό. Εισρέοντας στην Μποτσουάνα, παγιδεύεται σε ένα ενδορροϊκό λεκανοπέδιο, σχηματίζοντας έτσι το μεγαλύτερο μεσόγειο ποτάμιο δέλτα στον κόσμο. Ένδεκα κυβικά χιλιόμετρα νερού εισρέουν στο δέλτα ετησίως, και σκορπίζονται σε μία έκταση δεκαπέντε χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων, σχηματίζοντας αυτό το τεράστιο, παρθένο, ακατοίκητο τέλμα.
Τρεις περίπου ώρες μάς πήρε να διανύσουμε εκείνον τον μουλαρόδρομο· του οποίου την προσπέλαση η χθεσινή καταιγίδα είχε καταστήσει ιδιαιτέρως χαλεπή. Ωστόσο, παρά το συνεχές, δυνατό τράνταγμα και το πιτσίλισμα της λάσπης, δεν την ηύρα διόλου δυσάρεστη την διαδρομή. Το κάθε άλλο μάλιστα, με μεγάλη μου τέρψη είχα μείνει να θαυμάζω το ξύπνημα της φύσης στο υγρό και λημηρό τοπίο που θύμιζε κάτι σε μαγεμένο δάσος παραμυθιού.
Η αχλύς είχε αρχίσει να διαλύεται και ο ήλιος να ακτινοκοπάει στυγνώς, όταν φτάσαμε σ’ εκείνο το χωριουδάκι στην όχθη του τέλματος. Εκεί συναντήσαμε την ομάδα των ντόπιων ανιχνευτών που θα μας συνόδευαν στα ενδότερα του δέλτα. Έχοντας πασαλειφτεί με μπόλικο αντηλιακό, αρχίσαμε να μεταφορτώνουμε τα πράγματα από το φορτηγό σε έναν στόλο από πιρόγες, με τις οποίες θα συνεχίζαμε το ταξίδι μας μέσα στο έλος. Αφού όλα τα υπάρχοντά μας είχαν φορτωθεί και πάρει δρόμο εμπρός, μπαρκάραμε και εμείς, τρία άτομα ανά σκαρί, και κινήσαμε. Εγώ έπιασα μία πιρόγα με τον Άγγλο συνταξιδιώτη μου και τον κουμανταδόρο της, ο οποίος μάς συστήθηκε ως Ράστα· παρατσούκλι που τού ταίριαζε κουτί, μιάς-και ήταν το κλασικό παράδειγμα του τύπου dreadlocks, rainbow-hat, reggae, and marijuana.
Με μεγάλη δεξιοτεχνία κουμάνταρε ο Ράστας την πιρόγα μέσα στο έλος, χρησιμοποιώντας ένα μακρύ κοντάρι, με το οποίο την προωθούσε σπρώχνοντάς την κόντρα από τον πυθμένα. Νωρίτερα χαρακτήρισα τον τόπο αυτόν ακατοίκητο ― εννοείται εννοούσα από ανθρώπους. Όντας καταπλημμυρισμένος με νερό, φιλοξενούσε μία απίστευτη πληθώρα άγριας ζωής.
Μόλις λίγα λεπτά αφότου ανοιχθήκαμε στο έλος, πέσαμε πάνω σε μία μεγάλη οικογένεια ιπποποτάμων. Κρατώντας τις πιρόγες στενά συναγμένες αναμεταξύ τών, απομακρυνθήκαμε γοργά, διαπλέοντας άκρη-άκρη στην όχθη· ενώ ο πατριάρχης ιπποπόταμος είχε αρχίζει να μας κοντοσιμώνει απειλητικά διατεθειμένος, ξεφυσώντας και ανοίγοντας διάπλατα τα τρομακτικά του σαγόνια, σαν να μάς έλεγε: «Πάρτε το μπούλο αλάνια. Εδώ είναι η δικιά μου γειτονιά.»
Αυτό το φοβερό, ογκώδες τέρας δεν είναι να παίζεις μαζί τού. Είναι φυσικός φονιάς. Όντας φυτοφάγο, ο μόνος λόγος που φέρει τα δύο του τεράστια και κοφτερά ζεύγη δοντιών, είναι για να σκοτώνει. Είναι διαρκώς σε ετοιμότητα να συντρίψει οτιδήποτε αναπνέον εισέλθει άνομα στην περιοχή του· θες το λιοντάρι, θες το βούβαλο, θες το κροκόδειλο… Αυτός ο περιτυλιγμένος με πέτσα, ισχνός σκελετός που λέγεται άνθρωπος δεν αποτελεί βεβαίως εξαίρεση. Ευθυνόμενος για εκατοντάδες θανάτους ανθρώπων ετησίως, κατέχει την δεύτερη θέση στην λίστα των πιο θανατηφόρων προς τον άνθρωπο ζώων της Αφρικής· χάνοντας την πρωτιά μόνο από τα κουνούπια (που έμμεσα σκοτώνουν χιλιάδες μέσω της ελονοσίας). Σε ένα καταγεγραμμένο περιστατικό στον Νίγηρα, ένας ιπποπόταμος μόνος τού ανέτρεψε μία βάρκα και κατακρεούργησε όλους τους δεκατρείς της επιβαίνοντες. Ούτε καν οι ομοειδείς των δεν ξεφεύγουν από την μανία των. Οι ενήλικοι αρσενικοί συχνά καταφεύγουν σε βίαιες συμπλοκές αναμεταξύ τών· που πολλές φορές θα αφήσουν τον έναν εκ των δύο νεκρό.
Η μόνη καλή φήμη της οποίας αυτά τα ζωντανά χαίρουν ανήκει στις μητέρες. Η υπερπροστατευτικότητα αυτών προς τα μικρά των ενέπνευσε την ιπποποταμόμορφη Αιγύπτια θεά Θουέριδα· η οποία, με την σειρά της, πιθανότατα ενέπνευσε και την Ελληνίδα Ρέα. Ακριβώς όπως και η Ρέα, οι μητέρες ιπποποταμίνες καταχωνιάζουν τα αρσενικά των μωρά σε κάποια κρυψώνα, ούτως ώστε να τα γλιτώσουν από την μάνητα του πατέρα Κρόνου ιπποποτάμου, που τα αναζητεί να τα κομματιάσει.
Δύο περίπου ώρες διήρκεσε η απολαυστική βαρκάδα μέσα στα διάφορα κανάλια του τέλματος, μέχρι που προσαράξαμε σε μία όχθη. Ξεφορτώσαμε και μεταφέραμε τα πράγματα σε μία σκιερή δενδρολόχμη, όπου και στήσαμε την κατασκήνωση. Εκεί περάσαμε τεμπέλικες ώρες μέχρι να πέσει η νύχτα. Υπό την νανουριστική ήχηση της βροχής που ξέσπασε να προσπέφτει πάνω στην οροφή της σκηνής, αποκοιμήθηκα τελικά, και βυθίστηκα σε έναν τρυφερό ύπνο μέχρι τα χαράματα. Αυτός διεκόπη μόνο για λίγο από έναν σαματά που φαινομενικά προκλήθηκε από δύο ιπποποτάμους που είχαν συμπλακεί σε μία άγρια μονομαχία κάπου εκεί τριγύρω.
Η χαραυγή μας βρήκε να διασχίζουμε εκείνον τον πλατύ λειμώνα, κάμποσα ήδη χιλιόμετρα από την κατασκήνωση. Έλαμψε πυροκόκκινος ο ήλιος στον ορίζοντα. Φωτίστηκαν οι φιγούρες των υψιπετών θυσάνων. Χαράχθηκαν οι σιλουέτες των δασυλλίων που εξείχαν πάνω από την πηχτή δροσιά που κάλυπτε το έδαφος. Σμήνη διαφόρων πετουμένων έσχιζαν τον ουρανό, κελαηδώντας τα πρώτα πρωινά των άσματα. Κολοσσιαίες τερμιτοφωλιές, που ξεπερνούσαν μέχρι και τα τρία μέτρα σε ύψος, σαν κάστρα ήταν διασκορπισμένες ανά όλη την έκταση του πεδίου.
Συνεχίσαμε να περιπλανώμεθα στους λειμώνες όλο το πρωί. Ποιο εκλεκτό αίσθημα να πορεύεσαι πεζός σε αυτό το παραμυθένιου κάλλους τοπίο, εν μέσω αυτής της πληθώρας άγριας ζωής που μας περιέβαλλε! Αντιλόπες και ζέβρες έτρεχαν και έβοσκαν χαρούμενες πανταχού αναγύρω. Οι ιπποπόταμοι είχαν αφήσει τα υγρά των λημέρια, και μονάχος ο καθείς σεργιάνιζε στην στεριά με το κεφάλι σκυμμένο, χλαπακιάζοντας αδιάκοπα το δροσερό χορτάρι. Ένας κροκόδειλος είχε βγει στην όχθη, και ακίνητος σαν άγαλμα ενετρυφούσε στην ταχινή του ηλιοθεραπεία. Μπαμπουίνοι και άλλα πιθηκοειδή επεδίδοντο στην πρωινή των γυμναστική, κάνοντας ακροβατικά ψηλά πάνω στις κορυφές των πολύκλαδων δένδρων. Μία θηρευτική ομάδα τριών λεαινών εφόρμησαν εναντίον μίας αγέλης ζεβρών. Με μεγάλη αγωνία και με ανοιχτό το στόμα, είχαμε μείνει να αναμένουμε την έκβαση της καταδίωξης εκείνης της νεαρής ζεβρούλας που και οι τρεις συντονισμένα τελικά στόχευσαν, ίσαμε την ώρα που χάθηκαν από την θέα μας μέσα στο ψηλό χόρτο στο βάθος. Το πεπρωμένο που τής έλαχε παραμένει άγνωστο.
Πλησιάσαμε κάποιες καμηλοπαρδάλεις, και μένοντας κρυμμένοι μέσα σε μία λόχμη για να μην τις τρομάξουμε, μείναμε να τις παρατηρούμε πώς, με χάρη τόση, τέντωναν τους δολιχούς των λαιμούς και μασούλιζαν τα αγαπημένα των φυλλαράκια στα ψηλά δένδρα. Όταν τελικά, μετά από λίγο, μας πήραν χαμπάρι, διέκοψαν τον ακρατισμό και στάθηκαν ολίγον τι να μας παρατηρούν διστακτικές, με τους λαιμούς εκτεταμένους πάνω από τις φυλλωσιές. Τελικά νίκησε η φρονιμάδα και άρχισαν να βαδίζουν προς τα πέρα, τινάζοντας πέρα-δώθε τις ουρές των.
Φτάνοντας τελικά στα όρια του λειμώνα, όπου εκεί ευρίσκονταν οι παρυφές ενός πυκνού ρουμανιού, συναπαντήσαμε μία ελεφαντίνα με τα μικρά της. Με εξαιρετική προσοχή να μην σταθούμε εμπόδιο ανάμεσά τών ― πράγμα που θα εξαγρίωνε την μητέρα ― αρχίσαμε να την πλησιάζουμε αργά-αργά. Αυτό το ζωντανό ήταν πραγματικά τεράστιο. Μπορούσαμε να νιώσουμε το έδαφος να τρέμει σε κάθε της βήμα, από τα τριάντα περίπου μέτρα που θα την είχαμε πλησιάσει τελικά. Πήγαινε από δένδρο σε δένδρο, και εκτείνοντας την προβοσκίδα της, έσπαζε μεγάλα κλαδιά και μασουλούσε τα φύλλα μαζί με το ξύλο, παράγοντας μία πλαταγή που διατρυπούσε την σιγηρή ατμόσφαιρα του λειμώνα. Είχε αρχίσει ήδη να φαίνεται αγχωμένη από την παρουσία μας ― που το-δίχως-άλλο είχε αντιληφθεί από ώρα πριν σιμώσουμε ― όταν αρχίσαμε να κάνουμε άλλα λίγα βήματα μπρος, επιχειρώντας να πλησιάσουμε περαιτέρω.
Πεντ’-έξι βήματα είχαμε κάνει, όταν με μία αιφνίδια κίνηση, στράφηκε προς το μέρος μας. Μείναμε όλοι κάγκελο. Αυτή έμεινε να μας ξανοίγει για λίγα δευτερόλεπτα, και με έτι μία αιφνίδια κίνηση, τινάχτηκε απότομα, κοπάνησε με δύναμη το ένα της πόδι στο έδαφος, και απελευθέρωσε μία εκκωφαντική στριγκλιά που θύμιζε τρομπέτα σε ενισχυτή. Σίγουρα δεν ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένη από την παρουσία μας. Ψύχραιμα και χωρίς απότομες κινήσεις, αρχίσαμε να οπισθοχωρούμε με τα πρόσωπα στραμμένα συνεχώς προς αυτήν. Μόνο αφότου είχαμε ξεμακρύνει αρκετά, στράφηκε πάλι πίσω, και με τα μικρά της να ακολουθούν, αποχώρησαν μέσα στο ρουμάνι. Έντονο δέος με είχε συνεπάρει για όλο το υπόλοιπο της ημέρας, με την φάνταση της ελεφαντίνας αυτής να μού έχει κολλήσει στο μυαλό. Ποιο ευγενές και πάνσεπτο ζώο!
Ο ήλιος είχε αρχίσει να παίρνει την πάνω βόλτα. Ήταν ώρα να επιστρέψουμε στην κατασκήνωση ― εάν δεν θέλαμε να διατρέξουμε σοβαρό κίνδυνο θερμοπληξίας. Τελικά όμως τον διατρέξαμε… Μία πολυπληθής αγέλη βουβάλων είχε καταλάβει τώρα το πέρασμα εκείνου του ρέματος που είχαμε διασχίσει νωρίτερα. Μη θεωρώντας φρόνιμο το να περάσουμε ανάμεσά τών, αναγκαστήκαμε να προβούμε σε μία χρονοβόρα λοξοδρόμηση. Φτάσαμε τελικά πίσω εν πλήρει μεσημβρία· με τους βορείους γαλακτόδερμους της ομάδας να είναι πλέον κόκκινοι σαν παντζάρια.
Κατά το λιόγερμα πια, ξεμακρύναμε με τον νέο μου φίλο τον Ράστα από την κατασκήνωση, και την πέσαμε στην όχθη που είχαμε αράξει τις πιρόγες να πιούμε ένα παχύ τετράφυλλο.
Από την στιγμή που είχα εχθές πρωτοαντικρίσει αυτά τα ευέλικτα μονόξυλα, μού είχε γεννηθεί η επιθυμία να μάθω να τα κουμαντάρω. Τώρα ήταν η ευκαιρία. Έπεισα τελικά τον Ράστα, και βγήκαμε για βαρκάδα. Ρίξαμε το σκάφος στο νερό και μπαρκάραμε. Ο Ράστας κάθισε στην πλώρη, κι εγώ, ισορροπώντας στην πρύμνη, πήρα το κοντάρι και άρχισα να ωθώ τον κουφωμένο αυτόν κορμό μέσα στο έλος. Οφείλω να ομολογήσω ότι τελικά το ηύρα πολύ πιο δύσκολο απότι περίμενα μέσα στην σουπερμανική οίηση της μαστούρας μου. Πάλευα έτσι-ή-αλλιώς να κρατήσω ισορροπία, και το ακατάπαυστο μαστουροχαχανητό του Ράστα το έκανε έτι δυσκολότερο. Δύο φορές εν τέλει το έκανα το μπανάκι μου στο έλος, κάνοντας και τους δυο μας να ξεκαρδιστούμε.
Με-τα-πολλά, άρχισα τελικά να τού παίρνω τον αέρα. Αργά μεν, σταθερά δε, κινούμασταν μέσα στον λαβύρινθο από στενά κανάλια, ανάμεσα στις καλαμιές, τους παπύρους, και τα νούφαρα που συνωστίζονταν στις όχθες. Ο ήλιος είχε πάρει την κάθοδο για-τα-καλά. Η ομορφιά που μας περιέβαλλε ήταν απερίγραπτη· θεία ησυχία, παραδεισένια γαλήνη. Σιωπηλά πετούσαν τα πουλιά ανάμεσα στα κεφάλια μας και τους ερυθροβαμμένους θυσάνους. Ένα σμήνος από κάποια μεγάλα, αξιοπερίεργα, ελικοπτεροειδή έντομα πετούσαν συνεχώς δίπλα μάς αθόρυβα. Αμίλητοι κι εγώ με τον Ράστα πλέαμε σε ένα στενό πέρασμα, και εθαλπόμεθα στην κατανυκτική μαστούρα και την ευλαβική σιγή, όταν σε ανύποπτο χρόνο, ένας τρίσπαχος ιπποπόταμος ξεπρόβαλε από μία στροφή μπροστά μάς, και ξεφυσώντας κολυμβούσε ολοταχώς κατά πάνω μάς ― διόλου καλώς διατεθειμένος απέναντί μάς, φαινομενικά.
Στα δευτερόλεπτα πανικού που επακολούθησαν, πάσαρα το κοντάρι στον Ράστα, έσκυψα να ισορροπήσω, και άρχισα να κωπηλατώ μανιακά με τα χέρια προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ταυτόχρονα, ο Ράστας με επιδέξιες μανούβρες έκοψε την φόρα της πιρόγας, και άρχισε να την ωθεί με ορμή. Το κτήνος μας είχε σχεδόν διπλαρώσει με το στόμα ορθάνοιχτο στις εκατόν ογδόντα μοίρες. Ήδη είχα προϊδεί νοερά στο μυαλό μου το τι θα γινόταν εάν τα σαγόνια εκείνα έκλειναν με το σκάφος και εμάς ανάμεσά τών, όταν με δυο-τρείς δυνατές κονταροσπρωξιές, είχαμε διαφύγει. Αράξαμε στην όχθη, και κοψοχολιασμένοι πήραμε να επιβλέπουμε το κτήνος. Στεκόταν ακόμη εκεί· ασάλευτο και ημιβυθισμένο, μπάστακας στo πέρασμα, που θα ήταν πέντε μέτρα πλατύ πάνω-κάτω. Μείναμε ένα λεπτό άλαλοι να αλληλοκοιταζόμαστε αμήχανα· και άλλο ένα λεπτό να προσπαθούμε να κόψουμε το νευρικό γέλιο που μας έπιασε αφότου παρήλθε η εντύπωση του αλαφιάσματος· μέχρι που τελικά κατάφερα να πάρω τον λόγο πρώτος:
«Rasta, what do you think we should do now? Is there any other way around?»
«Not a short one. There is, but it’s long… and it’s getting dark soon.»
«Alright… And do you think it’s a good idea to go back the same way, crossing beside that guy over there?»
«No, that’s definitely not a good idea… That’s a terrible idea!»
«Right… And what you suggest we should do then?»
«Well… I think the best thing we could do is roll a joint and wait here till he moves away.»
«Yep, sounds like a plan» τού είπα, και βγάλαμε ευθύς χαρτάκια και τα συναφή για να κολλήσουμε.
Κανα-μισάωρο μετά, ο ήλιος είχε χαθεί, ο ουρανός σκοτεινιάσει, τα κεφάλια μας γίνει φισέκια… κι αυτός ο πούστης ο ιπποπόταμος ακόμη δεν είχε σαλεύσει· παραμόνο μας τηρούσε με τα μοχθηρά του μάτια που μόλις εξείχαν από την στάθμη του νερού. Τελικά παρατήσαμε την πιρόγα εκεί και επιστρέψαμε στην κατασκήνωση, μαύρη νύχτα πια, με τα πόδια.
Το επόμενο χάραμα βγήκαμε για άλλο ένα πεζό σαφάρι· θαυμάσαμε για άλλη μία φορά τα ζώα να επιδίδονται στις προαιώνιες, καθημερινές των ασχολίες, υπό το ξημέρωμα έτι μίας ερατεινής ημέρας· και το πρωί, ευρισκόμασταν πίσω στην κατασκήνωση, όπου αρχίσαμε να προετοιμαζόμαστε προς αναχώρηση από το δέλτα του Οκαβάνγκο.