Μπαίνω σ’ ένα πιτογυράδικο· παραγγέλνω· και στυλώνομαι στον τοίχο δίπλα από την πόρτα να περιμένω. Εκείνος ο μπάρμπας με την καπαρτίνα και τον μπερέ της δεκαετίας του 70′ που εστεκόταν στην ουρά από πίσω μού, σαν ωλοκλήρωσε την παραγγελία του και επλήρωσε με κέρματα μετρημένα, εγύρισε όλο νόημα προς το μέρος μου και μού κάνει:
«Πες μού ρε φιλαράκο που δεν φοράω τα γυαλιά μου: σε ποιο λεπτό είναι;»
«Στο 63’» τού έκανα κι εγώ εστιάζοντας το βλέμμα στον αγώνα που έπαιζε η τηλεόραση.
«Και πόσο είναι;»
«1-1»
«Παίζει ο ΠΑΣ! Η πατρίδα μου!» κατέληξε κορδωμάτος-κορδωμάτος.
«Ποιανού πατρίδα λέει; Η δικιά μου πατρίδα είναι!» επετάχτηκε σαν την πού✗✗✗ και ο άλλος ο μπάρμπας που καθόταν μοναχός τού από την άλλη με ένα ποτήρι μπύρα που φαινομενικά το εβασάνιζε από την ώρα που άρχισε ο αγώνας.
Ακολουθάει μια σύντομη λογομαχία περί του τινός πατρίδα είν’ τα Γιάννενα, και η συζήτηση επεκτείνεται σε κάτι το ελάχιστα κατανοήσιμο από μέρος μου. Το κεντρικό νόημα ήταν πάντως πως ο μπάρμπας με τον μπερέ ήταν δικηγόρος. Έλεγε διάφορες αλλοπρόσαλλες ιστορίες και όλες κατέληγαν στο ότι είναι δικηγόρος:
«Πάνω στην Πρέβεζα…μπλαμπλαμπλά… γιατί είμαι δικηγόρος.»
«Ο φίλος μου ο τάδε…μπλαμπλαμπλά… ήταν δικηγόρος σαν εμένα.»
«Ο ΠΑΣ… είμαι δικηγόρος.»
Τον εφώναξε ο πιτογυράς, επήρε την πίτα και το δικηγοριλίκι του, και εβγήκε στην Αχαρνών.
Απέμεινε ο άλλος να με ξανοίγει καρτερώντας κουβέντα.
«Τι γίνεται στην Αθήνα;» ικανοποίησα την εγκαρτέρησή του.
«Άσε, μεγάλε! Σκατά! Γάμησέ τα σού λέω! Ρε να μας αφανίσουν θέλουν! Δεν τρώμε!»
«Εντάξει, όλο και κάτι τρώμε» είπα για να πω κάτι.
«Τι τρώμε, δηλαδή;»
«Να, εγώ τώρα καλαμάκια π.χ.»
Με εφώναξε ο πιτογυράς και άφησα τον μπάρμπα στην περισυλλογή. Αποτρώγω, με είχαν πιασμένο και κάτι υπογλυκαιμίες από πριν, και λέω να κινήσω στο γαλακτομπουρεκάδικο. Ένα παζάρι είχαν φέρει εκεί πέρα στον δρόμο. Λαός παρδαλός εκινούταν σε βήμα ράθυμο. Επετούσαν και οι πωλητές ό,τι τών κατέβαινε στο κεφάλι:
«Εγώ είμαι ο καλύτερος παιδιά! Ελάτε! Δεν θέλετε να πάτε αλλού!»
«Από το Μιλάνο παιδιά οι κάλτσες!»
«Ξεχάστε, αφήστε τους νταλκάδες, ελάτε να σάς κάνει ο Τάκης λουκουμάδες!»
Κλειστό το γαλακτομπουρεκάδικο. Απέδρασα απ’ το παζάρι κι ευρέθηκα στην πλατεία όπου πάω σ’ εκείνη την θειά να μού κόψει λίγον χαλβά. Επήρε φόρα με το μαχαίρι· και αν δεν τής την έκοβα, ήθελε να μού κόψει το μισό ταψί. Της έδειξα που το θέλω το κομμάτι, αλλά έκανε πάλι το μαχαίρι ένα πηδηματάκι και έκοψε το διπλό.
Πιο πέρα, κάποιος άγιος εόρταζε. Έγραφε καλά ο μετρητής της ΔΕΗ στην εκκλησία. Τρία τεμπέλικα σκυλιά την είχαν πέσει κι έκαναν χάζι παρακεί. Και φάτσα-φόρα στην είσοδο είχε στησεί και ο λαχειοπώλης τον πάγκο του και ανέμενε τους εξερχομένους πιστούς – Οι πιθανότητες να ευνοηθεί η τύχη των ήταν αυξημένες: μόλις τα είχαν αφήσει στο παγκάρι· να μην βάλει κι ο Θεός ένα χεράκι.
Δίπλα από την εκκλησία έχουν στήσει κάποιαν φιλανθρωπική εκδήλωση – Αυτής ο μετρητής θα ξεπερνούσε και εκείνον της εκκλησίας της ίδιας. Εμπαινόβγαιναν κι εκεί οι θεοφοβούμενοι. Τους υποδέχεται και ο παππάς με ένα πλατύ και καταδεκτικό χαμόγελο, ενώ καταπιεσμένες επιθυμίες λαμβάνουν υπόσταση στην φαντασία του.
Προχωρώ παραπέρα… Ένα αραβικό καφενείο και οι θαμώνες του να καπνίζουν νωχελικά τον ναργιλέ των. Ένα μπαρ αλκοολικών συνταξιούχων· γεμάτο από τέτοιους. Ένας άστεγος λουφαγμένος μέσα στους θάμνους. Ένας μεσήλικας, φοβισμένος τύπος βαδίζει βιαστικά παραδομένος εξ ολοκλήρου σε κάποια τυραννική παράνοια. Ένα κοριτσάκι βαδίζει γοργά-γοργά με την σάκα στην πλάτη, επιστρέφοντας από κάποιο φροντιστήριο. Ένας ανώμαλος γέρος αποστρέφει το βλέμμα του ντροπιασμένος, σαν να κατάλαβε ότι μόλις είχα συλλάβει τις ενδόμυχές του σκέψεις, και πάει να χαθεί στο στενάκι παρέα με τις ισόβιές του ενοχές. Βγαίνω πάλι στην Αχαρνών. Κόσμος πάει, κόσμος έρχεται…