Άξιο παρατήρησης είναι το πώς η ενσυνειδησία του επικείσθαι ευχάριστες ώρες δύναται να εξουδετερώσει καθεμία κούραση. Σε αντιδιαστολή, παραδείγματος χάρη, με το «πρέπει να σηκωθώ να πάω στην οικοδομή να κουβαλάω μαδέρια για το επόμενο οκτάωρο», το «γουστάρω να σηκωθώ να πάω να εξερευνήσω έναν πρωτοϊδωμένο τόπο μέχρι να μού την καρφώσει να κάνω κάτι άλλο» επιδεικνύει ολοφάνερα το ότι και η σωματική ακόμη κούραση οφείλεται πρωτίστως σε ψυχολογικά αίτια.
Έτσι το λοιπόν, μετά από ελάχιστες ώρες ύπνου, και χωρίς την παραμικρή δυσφορία στο σώμα ή την διάθεσή μου να μού θυμίζει ότι είχα περάσει τα τελευταία δύο μερόνυχτα μέσα σε ένα λεωφορείο, σηκώθηκα από το κρεβάτι εκείνο το πρώτο πρωινό της παραμονής μου στο Νταρ Ες Σαλάμ. Άνευ χρονοτριβών, πλύθηκα, έφαγα, κάπνισα, και ευρέθηκα στον δρόμο.
Αυτή η ιστορία είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου «Από το Κέιπ Τάουν στην Αλεξάνδρεια», στο οποίο αφηγούμαι το επικό, μοναχικό μου ταξίδι από άκρη σε άκρη της σαγηνευτικής Αφρικής, και διαβιβάζω μία σοβαρή μεν, γλαφυρή δε, απεικόνιση της ετερόμορφης και ιδιάζουσας αφρικανικής πραγματικότητας.
Παρότι συνήθως δεν μού τυχαίνει έτσι σε τοιούτου μεγέθους πόλεις, εν τη συγκεκριμένη δεν χρειάστηκε να κάνω παραπάνω από λίγα βήματα για να νιώσω απολύτως χαλαρός. Όχι πως οι οδοί και τα πεζοδρόμια ― όπου αυτά υπήρχαν ― δεν ήταν γεμάτα οχήματα και ανθρώπους που μετακινούνταν άτακτα πανταχόθεν, και ο καθείς των έμοιαζε να κάνει το παν δυνατό για να συμβάλει στην οξύτητα της ηχορύπανσης· όχι πως τα απορρίμματα και η δυσωδία δεν έκαναν τα μάτια και την μύτη σου αντίστοιχα να δυσανασχετούν· όχι πως το γενικότερο χάος που επικρατούσε στην μεγαλόπολη ταύτη υστερούσε σε τίποτε εκείνου του συνυφασμένου με κάθε τερατόπολη του 21ου αιώνα… αλλά κάτι στις προσηνείς φυσιογνωμίες των ανθρώπων και στην έκδηλα εύθυμη διάθεση που τους χαρακτήριζε ήταν που με ανάγκασαν αμέσως να αποβάλω οιαδήποτε επιφυλακτικότητα και να νιώσω άνετα ωσάν να ήμουν σπίτι μου.
Το λοιπόν, όντας διαρκώς απασχολημένος τηρώντας εταστικά τα διάφορα περίεργα που συνέβαιναν γύρω μού, συνέχισα να περιπλανώμαι εική στις διάφορες οδούς της πόλης, μέχρι που κάτι νέο εξελήφθη από τα ρουθούνια μου. Ήταν η αλμύρα της θάλασσας που πλησίαζα, και θύμισε στο συνειδητό μου ποιος ήταν ο άμεσος, ασυνείδητος έως τώρα, προορισμός μου. Έθεσα κατεύθυνση γραμμή ανατολικά, και σε λίγο ήμουν εκεί. Κατέναντί μού, ηχούσε ο φλοίσβος του Ινδικού Ωκεανού.
Να θωρώ ξανά τον ωκεανό, μετά από ένα αξιοσημείωτης διάρκειας διάστημα που είχαμε περάσει χώρια, εκλεκτή τέρψη πιδάκισε από τα έγκατα της ψυχής μου και με διαπότισε ολόβολο. Μεγαλόπρεπος και εξαιρετικά γαληνός την ημέρα εκείνη, καταλάμβανε ο ωκεανός την γήινη επιφάνεια προς τα πέρατα του ορίζοντα. Κάλυπτε πληθωρικά τις διάφορες γαλαζοκυανοπράσινες διαβαθμίσεις της ιριδικής κλίμακας. Ο ουρανός ήταν κατάφωτος και σκουρογάλαζος· με μόνο λίγους, κατάσκορπους, βαμβακόμορφους σωρείτες να ταξιδεύουν αργά-αργά ανά την απεραντότητά του· και διάφορα καλοθρεμμένα ― κρίνοντας από τα μεγέθη των ― ψαροπούλια να περιπετούν κατοπτεύοντα το κύμα, μινυρίζοντας εκστασιασμένα. Αναρίθμητες, μικρότερες και μεγαλύτερες, ψαροφελούκες σεργιάνιζαν πέρα-δώθε στην ακτή, με τα άσπρα, τριγωνικά των ιστία να φουσκώνουν και να ξεφουσκώνουν κατ’ εντολή του ανέμου. Φιγούρες φορτηγών πλοίων διακρίνονταν να παραπλέουν την ακτή στα ανοιχτά, πηγαίνοντα προς και ερχόμενα από οιαδήποτε γωνιά του κόσμου μπορεί κανείς να φανταστεί.
Πήρα να ακολουθάω την ακτή βορέηνδε· αφήνοντας όλο-και πιο πίσω μού τους ουρανοξύστες της πολιτείας και τους γερανούς του λιμένα της, που φαίνονταν διαρκώς μικρότεροι κάθε φορά που θα έστρεφα το βλέμμα να χαζεύσω την όπισθέν μού θέα. Εξωτικής ομορφιάς παραλίες, σκεπασμένες με φίνα, κατάλευκη άμμο και αραιόφυτα φοινικόδενδρα, αποτελούσαν τώρα την έμπροσθέν μού θέα. Στίφη ανθρώπων συνωστίζονταν γύρω από τις πολυάριθμες προσαραγμένες φελούκες καθ’ όλο το μήκος της ακτής· καταπιασμένος ο καθείς με κάποια εργασία ή αργοσχολή ― το δεύτερο ως επί το πλείστον. Προσέγγισα όλως τυχαίως και την ιχθυόσκαλα: ένα αχανές συγκρότημα από στενώς συντεταγμένα, άλλα υπόστεγα, άλλα όχι, παγκάρια, κατάφορτα με μία αρίφνητη ποικιλία ψαριών, που κυμαίνονταν από γαυράκια μέχρι δίμετρους γαλέους. Όχλοι ανθρώπων ήταν στριμωγμένοι ανά όλον τον χώρο της αγοράς· άλλοι να πουλήσουν, άλλοι να αγοράσουν, άλλοι ― σαν εμένα καλή ώρα ― ξεκάρφωτοι.
Με αυτά και με τα άλλα, το λοιπόν, είχε αρχίσει να απογευματιάζει, και είχα πάρει τον δρόμο της επιστροφής προς το κέντρο της πόλης. Ουδείς έως αυτήν την στιγμή δεν είχε πάρει πρωτοβουλία να μού μιλήσει. Και οι κάποιοι λίγοι στους οποίους είχα επιχειρήσει να μιλήσω ο ίδιος, δεν γνώριζαν γρυ αγγλικά. Έτσι και μού είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι όποια επικοινωνία προέκειτο να ανταλλάξω με αυτόν τον λαό, όφειλε να περισταλεί κυρίως σε παντομίμα· εντύπωση, ωστόσο, που έμελλε λίαν συντόμως να αποδειχθεί πλέρια λανθασμένη.
Καθώς βάδιζα ανέμελος σ’ εκείνη την παράκτια προμενάδα, με διπλάρωσαν αίφνης δύο τυπάκια που έφεραν στα πρόσωπά των εκείνο το χαμογελάκι που λέει: «Yeah man! We are the cool guys!» Χωρίς να χρονοτριβήσουν, άρχισαν να αρθρώνουν διάφορα…
«Ciao amico mio! Ti piace Tanzania? Come stai? Guarda! Animali! Masai! Disegno per la casa in Italia!»… ενώ είχαν ξεκυλινδρώσει κάποιες κόλλες χαρτιού που παρίσταναν ζωγραφισμένες διάφορες σκηνές της σαβάνας· τις οποίες και πολύ θα ήθελαν να μού πουλήσουν.
Τών κάνω κι εγώ: «No, grazie. Non ho bisogno di loro. E non ho casa in Italia. Non sono Italiano.» Μού φάνηκε ότι αυτή η νέα πληροφορία τους εξέπληξε κατιτί. Εγώ πάλι, κατεπλάγην ολότελα όταν, μετά την ερώτηση «e di dove sei?» και την απόκρισή μου «di Grecia», έλαβα απεύθυνση ελληνική: «Ω, φίλο, καράβι πού;»
Επακολούθησε μία βραχεία συζήτηση σε ένα κράμα ελληνικής, ιταλικής, και αγγλικής γλώσσας· κατά την οποία κατάφερα να τους πείσω εύκολα ότι δεν πρόκειται να αγοράσω ζωγραφιά· εις μάτην όμως προσπάθησα να τους πείσω ότι δεν είμαι ναυτικός, μέχρι που ενέδωσα και τών αποκάλυψα ― αφού αυτό ήθελαν ντε-και-καλά ― πως το καράβι μου είναι αραγμένο στο λιμάνι. Μετά από λίγες ημέρες, είχα διαπιστώσει ότι αμφότερες η ιταλική και η ελληνική είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες γλώσσες σε τούτα τα μέρη· και ότι οι μεν Ιταλοί οφείλουν να είναι τουρίστες, ενώ οι δε Έλληνες ναυτικοί.