Συχνά συναντάς ανθρώπους με τους οποίους αδυνατείς να ανταλλάξεις λέξη, ή έστω και μία κατανοητή χειρονομία. Εντούτοις, λες-και μία ροή αφύσικης ενέργειας μεταφέρει μεταξύ σάς άφατο νόημα, τέτοιοι χαρακτήρες μερικές φορές μπορούν να κερδίσουν εξέχουσα θέση στις αναμνήσεις σου. Τοιαύτη ήταν η περίπτωση με εκείνον τον τύπο που πέτυχα έναν καιρό στην Σαϊγκόν…
Σε ένα στενό, ρυπαρό αδιέξοδο, σε μία των αριφνήτων συνοικιών της χαοτικής βιετναμικής μεγαλοπολιτείας, βρισκόταν ένα φθηνιάρικο πανδοχείο όπου κάποτε πέρασα μια-δεκαριά μέρες της ζωής μου. Μη-οδηγώντας πουθενά, αντίθετα με κοινές οδούς, τα αδιέξοδα μαζεύουν πολύ συγκεκριμένους ανθρώπους· ανθρώπους που δεν βρίσκονται εκεί τυχαία, αλλά για κάποιον καλό λόγο.
Ως και τους περισσότερους, ο λόγος που έφερνε εκείνον τον τύπο στο αδιέξοδο ήταν ότι εκεί κατοικούσε. Μα διαφόρως των υπολοίπων, αυτός κατοικούσε εκεί απλά-και-μόνο διότι το είχε αποφασίσει. Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που χαίρουν ελευθερίας να επιλέξουν αυθόρμητα τον τόπο που αποκαλούν σπίτι: άστεγος.
Ακολουθούσε πιστό πρόγραμμα. Καθημερινά εμφανιζόταν στην είσοδο του στενού την ίδια απογευματινή ώρα. Και προχωρούσε αργά μα σταθερά προς τα εσώτερα, φέροντας έναν πελώριο πάνινο σάκο στηριγμένο με δύο χέρια επ’ ώμου. Δεν έμαθα τα περιεχόμενα, καθώς ποτέ δεν τον είδα να τον ανοίγει. Αμφιβάλλω πάντως πως είχε ρούχα, αφού ποτέ δεν φορούσε πράγμα άλλο ειμή το ίδιο, άλλοτε-λευκό, πλέον-κιτρινόγκριζο σώβρακο.
Τελετουργικά, προσεκτικά τοποθετούσε κάθε φορά τον σάκο στο ίδιο σημείο, δίπλα από μία αράδα σκουπιδοκάδων και πάνω από έναν σωρό άλλων του υπαρχόντων που διατηρούσε εκεί μονίμως, και έπιανε αποδίπλα μία στάση επιφυλακής, καθισμένος στο πεζοδρόμιο σε στάση λωτού και στυλωμένος με την πλάτη στον τοίχο.
Κρίνοντας το βάρος του σάκου από τον όγκο, θα τον εκτιμούσα τουλάχιστον ένα εικοσάκιλο. Δεν φαινόταν όμως να κοπιάζει και πολύ να τον κουβαλάει· πράγμα ιδίως εντυπωσιακό φέροντας υπόψιν το ότι ίσα-που θα ζύγιζε τριάντα κιλά ο ίδιος. Η σωματοδομή του ήταν επιεικώς πενιχρή· λες-και η κληρονομικότητα είχε παραλείψει να προσθέσει τις σχετικές με μυς και λίπος γραμμές κώδικα στο DNA του, και απέμεινε ένας σκελετός τυλιγμένος με δέρμα σφιχτά σαν καπότα.
Πρέπει να τού έλειπε όρεξη, ή ίσως και η αίσθηση της πείνας ολωσδιόλου. Είχε συνεχώς άφθονο φαΐ, που ενδελεχώς τού άφηναν διάφοροι κάτοικοι του αδιεξόδου, αλλά κατανάλωνε ελάχιστο· όχι επειδή δεν έτρωγε, αλλά διότι έτρωγε υπερβολικά αργά. Κρατούσε συνεχώς ένα φρατζολάκι και το τσιμπολογούσε για ώρες, μασώντας κάθε ψίχουλο σαν να νικούσε κάποιον εσωτερικό ηθικό αγώνα πριν καταφέρει να το καταπιεί.
Εκτός από την ανεπαίσθητη μασητική κίνηση του σαγονιού του και την περιοδική ανύψωση του χεριού του στο στόμα του, τα μόνα άλλα μέρη του σώματός του που κινούνταν ήταν ο λαιμός και τα μάτια του. Σάρωναν διαρκώς το δρομάκι, καταγράφοντας κάθε εισβαίνοντα. Και καρφώνονταν επίμονα σε κάποιον όταν δεν είχε κίνηση.
Καθώς συχνά τύχαινε να βρίσκομαι στο μπαλκόνι, ακριβώς απέναντι από την θέση του, αργά το βράδυ—διαλογιζόμενος παρακολουθώντας ανθρώπους, λίγο-πολύ όπως και αυτός—τα βλέμματά μας συναντιόνταν τακτικά. Κατ’ αυτές τις μακρές αντιπαραθέσεις των ματιών μας κατάλαβα πως ζούσε σε κάποια βαθιά έκσταση, κάπου μακριά από τον υλικό κόσμο.
Μου έδωσε την εντύπωση ότι η όρασή του ανίχνευε μόνο ανθρώπους και γάτες, ενώ όλη η άβια ύλη δεν τού ήταν παρά ένα κενό φόντο. Έμοιαζε αληθινά χαρούμενος για όσο κάτι με πόδια βρισκόταν εντός οπτικού πεδίου, κοιτάζοντάς το με ένα χαμόγελο ικανοποίησης που συνέστρεφε ό,τι μυς είχε το πρόσωπό του. Η ευτυχία του υποχωρούσε σταδιακά καθώς η κίνηση αραίωνε. Και όταν πλέον μέναμε μόνοι άγρυπνοι να αλληλοκοιταζόμαστε στο αδιέξοδο, μπορούσα να διακρίνω μέσα του έναν τρόμο επικειμένου σκότους.
Προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί τού από την απέναντι πλευρά του στενού δρόμου με λέξεις, χειρονομίες, και νεύματα. Δεν μπορούσε να εξάγει το παραμικρό νόημα. Ωστόσο, κάθε φορά, ανεξάρτητα από το σήμα μου, απαντούσε με ένα ξέσπασμα πηγαίου γέλιου και δικών του λέξεων, χειρονομιών, και νευμάτων εκ των οποίων αδυνατούσα εξίσου να αντλήσω νόημα.
Έπειτα, σαν επανουδετέρωνα το ύφος μου, επέστρεφε στην φυσιογνωμία του ο φόβος. Υποψιάζομαι ότι δεν αντιλαμβανόταν εμένα ή οποιονδήποτε άλλον ως άτομα του είδους του. Ίσως και η ιδία του φυσική υπόσταση να τού δοκούσε μέρος ενός περιβάλλοντος κενού. Ίσως να μπορούσε να δει μόνο σκόρπια αντικείμενα με πόδια να περιφέρονται σε έναν κενό, δισδιάστατο χώρο που παρατηρούσε από κάποιες άλλες, εξωτερικές διαστάσεις όπου υπήρχε μόνο σκοτάδι.
Έτσι περνούσε ο τύπος τα βράδια, βυθισμένος σε κάποια αβυσσαλέα μεταρσίωση. Πάντοτε καθόταν στο ίδιο σημείο, στην ίδια στάση, τσιμπολογώντας ένα κομμάτι ψωμί και σαρώνοντας σχολαστικά το αδιέξοδο με το βλέμμα του για ανθρώπους ή γάτες που θα του προσέφεραν ένα καλό γέλιο. Και αφότου δεν παρέμεναν άλλοι άνθρωποι ή γάτες για να τον διασκεδάσουν, κατέληγε ξάπλα μπροστά από τον σάκο του, κάτω από μία τραχεία, βρόμικη κουβέρτα.
Τα πρωινά, τώρα, φαινόταν εντελώς διαφορετικός άνθρωπος: περισσότερο άνθρωπος με την έννοια του ανθρώπου που έχει επίγνωση του ότι είναι άνθρωπος. Δίπλωνε επιδέξια την κουβέρτα του και την τοποθετούσε ξανά στον σωρό με τα λοιπά του σέα. Έπειτα περνούσε λίγη ώρα περιπλανώμενος στο σοκάκι, ανταλλάσσοντας εύθυμους χαιρετισμούς με τους γείτονες. Και τελικά, λίγο πριν ανοίξει το μαγαζί μπροστά από του οποίου την είσοδο βρισκόταν το σπίτι του, επωμιζόταν τον σάκο και έβγαινε στην λαβυρινθώδη πολιτεία.
Τι να έκανε κειέξω δεν ξέρω. Τον φαντάζομαι όμως να περιφέρεται άσκοπα μέχρι να ξανακλείσει το μαγαζί το απόγευμα, οπόταν μπορούσε να γυρίσει σπίτι όπως επιδοθεί στην περίεργη διαλογιστική του διαδικασία.